Afd: Το ακροδεξιό “κόμμα των καθηγητών” που απειλεί τη Γερμανία
Διαβάζεται σε 7'
Εκτενές άρθρο του “The Conversation” εξηγεί πώς η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) κατάφερε να αναδειχθεί σε έναν από τους πιο αμφιλεγόμενους και ισχυρούς πολιτικούς παίκτες της χώρας.
- 21 Φεβρουαρίου 2025 19:10
Λίγες εβδομάδες πριν από τις γερμανικές εκλογές, το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) καταγράφει σταθερά ποσοστά γύρω στο 20%, θέτοντας για πρώτη φορά υπό αμφισβήτηση τη στρατηγική απομόνωσης της ακροδεξιάς που ακολουθούν εδώ και δεκαετίες τα κυρίαρχα κόμματα.
Η άνοδος του AfD είναι εντυπωσιακή, αν ληφθεί υπόψη το ιστορικό πλαίσιο της χώρας. Μετά την εμπειρία του ναζισμού και του αυταρχισμού στις δεκαετίες του 1930 και του 1940, τα ακροδεξιά κινήματα παρέμεναν στιγματισμένα και απομονωμένα από το πολιτικό σύστημα. Τα μεγάλα κόμματα, οι πολιτικές ελίτ, τα μέσα ενημέρωσης και η κοινωνία των πολιτών περιόρισαν τη δυναμική της άκρας δεξιάς, διατηρώντας την εκτός πολιτικής επιρροής.
Ωστόσο, η εκλογική ανατροπή του 2017 άλλαξε τα δεδομένα. Το AfD κέρδισε 12,6% των ψήφων και 94 έδρες στην Bundestag, καθιστώντας το τρίτη πολιτική δύναμη στη χώρα, ενώ για πρώτη φορά στη μεταπολεμική περίοδο, δημιουργήθηκε ένα βιώσιμο πολιτικό ρεύμα δεξιότερα της CDU/CSU, προκαλώντας ρήγμα στη μεταπολεμική πολιτική σταθερότητα της Γερμανίας.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Το AfD ιδρύθηκε το 2013 από τα απογοητευμένα πρώην μέλη της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU. Μεταξύ των ιδρυτών του ήταν οι οικονομολόγοι Μπέρντ Λούκε και Γιοαχίμ Σταρμπάτι, καθώς και οι συντηρητικοί δημοσιογράφοι Κόνραντ Άνταμ και Αλεξάντερ Γκάουλαντ. Αρχικά, το κόμμα είχε μονοθεματικό προσανατολισμό, εστιάζοντας στην έξοδο της Γερμανίας από την Ευρωζώνη.
Γνωστό και ως “το κόμμα των καθηγητών”, κέρδισε αξιοπιστία χάρη στη στήριξη πανεπιστημιακών και πρώην πολιτικών του κεντροδεξιού χώρου, ενώ παρά το γεγονός ότι στους κόλπους του υπήρχε ο εθνικιστικός λόγος -αρχικά σε μικρό βαθμό- το κόμμα δεν σχεδιάστηκε ως ακροδεξιό.
Στις πρώτες εκλογές που συμμετείχε το 2013, το προεκλογικό του πρόγραμμα περιείχε μόλις τέσσερις σελίδες, επικεντρωμένες αποκλειστικά στη διάλυση της Ευρωζώνης. Το AfD τότε υποστήριζε το δικαίωμα ασύλου για τους πολιτικούς πρόσφυγες και απέφευγε τη σκληρή ρητορική κατά των μεταναστών ή του Ισλάμ, καλλιεργώντας μια πιο “αστική” εικόνα.
Αυτή η στρατηγική ήταν που του επέτρεψε να χτίσει μια “ασπίδα αξιοπιστίας”, όπως την έχει περιγράψει η πολιτική επιστήμονας Ελίζαμπεθ Ίβαρσφλάτεν, προστατεύοντάς το από κατηγορίες περί εξτρεμισμού.
Ωστόσο, από το 2015 έως το 2017, διαδοχικές αλλαγές στην ηγεσία οδήγησαν το κόμμα σε μια πιο σκληρή και ριζοσπαστική κατεύθυνση, με έντονη εστίαση στη μετανάστευση, το Ισλάμ και την εθνική ταυτότητα. Μέχρι το 2016, η πολιτική του πλατφόρμα είχε ευθυγραμμιστεί πλήρως με τα ακροδεξιά λαϊκιστικά κόμματα της Ευρώπης, σηματοδοτώντας την οριστική του μετάλλαξη.
Πώς έφτασε να γίνει ο Δούρειος Ίππος της ακροδεξιάς ρητορικής
Σήμερα, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Εναλλακτική για τη Γερμανία είναι ένα ξεκάθαρα ακροδεξιό κόμμα. Το απέδειξε άλλωστε και πρόσφατα, όταν μοίρασε φυλλάδια – εισιτήρια “χωρίς επιστροφή” για μετανάστες.
Τι εννοούμε με τον όρο ακροδεξιό κόμμα; Τη σύνδεση μεταξύ των “λαϊκιστικών ριζοσπαστικών δεξιών” (αντιφιλελεύθερων-δημοκρατικών) και των “ακραίων δεξιών” (αντιδημοκρατικών) κινημάτων. Στο ιδεολογικό του υπόβαθρο κυριαρχούν ο εθνικισμός του γηγενούς πληθυσμού (nativism) και ο αυταρχισμός.
Το nativism είναι μια ξενοφοβική εκδοχή του εθνικισμού, σύμφωνα με την οποία οι “μη γηγενείς” συνιστούν απειλή για την εθνική συνοχή. Στη Γερμανία, ο εθνικισμός αυτός έχει μια ιστορικά φορτισμένη κληρονομιά. Η ιδεολογία του Völkisch εθνικισμού, η οποία κυριάρχησε τον 19ο και 20ό αιώνα, αποτέλεσε βασική αρχή του εθνικοσοσιαλισμού και χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσει διωγμούς και, τελικά, το Ολοκαύτωμα.
Το AfD σταδιακά ριζοσπαστικοποίησε τις θέσεις του και άρχισε να λειτουργεί ως δούρειος ίππος, εισάγοντας τη völkisch εθνικιστική ιδεολογία στον κοινοβουλευτικό και δημόσιο στίβο, ιδεολογία η οποία μέχρι πρότινος φιλτράρονταν από τους δημοκρατικούς θεσμούς της Γερμανίας.
Το κόμμα βρήκε την ευκαιρία να εδραιώσει τη θέση του μέσω της αντι-μεταναστευτικής ατζέντας. Η ρητορική αυτή ενισχύθηκε ιδιαίτερα μετά τη λεγόμενη “προσφυγική κρίση”, όταν η Άνγκελα Μέρκελ άνοιξε τα σύνορα της Γερμανίας σε πάνω από ένα εκατομμύριο αιτούντες άσυλο. Στην προεκλογική εκστρατεία του 2025, η υποψήφια καγκελάριος του AfD, Άλις Βάιντελ, δεσμεύτηκε να προχωρήσει σε “μαζικές επαναπροωθήσεις” μεταναστών.
Οι βασικοί πυλώνες του AfD
Το κόμμα υποστηρίζει την επιστροφή στην αρχή του “δικαίου του αίματος“, σύμφωνα με την οποία η γερμανική ιθαγένεια θα πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά στην καταγωγή και όχι στη γέννηση στη χώρα – με ελάχιστες εξαιρέσεις για “καλά αφομοιωμένους” μετανάστες.
Το AfD έχει επίσης υιοθετήσει μια σκληρή αντι-φεμινιστική και αντι-LGBTQ+ ρητορική, προβάλλοντας ως πρότυπο τη λευκή, παραδοσιακή πυρηνική οικογένεια. Επιπλέον, έχει δεσμευτεί για την απομάκρυνση πανεπιστημιακών που θεωρεί ότι προωθούν “αριστερή, woke και gender ιδεολογία”.
Στην εξωτερική πολιτική, το κόμμα αντιτίθεται στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας και ζητά την άμεση διακοπή της στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία.
Τα τελευταία χρόνια, το AfD ακολουθεί μια επιθετική στρατηγική επικοινωνίας, πλημμυρίζοντας τα μέσα ενημέρωσης με προκλητικές δηλώσεις, παραπληροφόρηση και ακραία ρητορική, με στόχο να μονοπωλήσει τη δημόσια συζήτηση και να ανατρέψει τις πολιτικές νόρμες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τακτικής είναι η δήλωση του πρώην ηγέτη του κόμματος Αλεξάντερ Γκάουλαντ το 2018, όταν χαρακτήρισε τη ναζιστική περίοδο “μία κουτσουλιά μέσα σε 1.000 χρόνια επιτυχημένης γερμανικής ιστορίας“, επιδιώκοντας να υποβαθμίσει τη σημασία της περιόδου του ναζισμού.
Και κάπως έτσι, φτάνουμε στην κανονικοποίησή του.
Μέχρι πρόσφατα, η ακροδεξιά στη Γερμανία βρισκόταν απομονωμένη από τα κυρίαρχα πολιτικά κόμματα. Βασική αρχή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ήταν ότι οι δημοκρατικές δυνάμεις δεν συνεργάζονται με την άκρα δεξιά. Σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, αυτή η “μαχητική δημοκρατία” (wehrhafte Demokratie) λειτούργησε αποτελεσματικά για δεκαετίες.
Ωστόσο, το πολιτικό τείχος προστασίας – η περίφημη Brandmauer – έχει αρχίσει να ραγίζει. Το AfD πλέον πανηγυρίζει εκλογικές νίκες σε τοπικό επίπεδο, εκλέγοντας δημάρχους και εδραιώνοντας τη θέση του στην πολιτική σκηνή.
Η επιτυχία του AfD βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο αφήγημα της “προσφυγικής κρίσης”. Η σκληρή πολιτική ρητορική για τη μετανάστευση έχει ενισχύσει το κόμμα, ενώ παράλληλα έχει οδηγήσει τα παραδοσιακά κόμματα στην υιοθέτηση τμημάτων της ατζέντας του.
Το παράδοξο ωστόσο, όπως σημειώνει σε άρθρο του, το The Conversation, είναι ότι οι μεγαλύτερες εκλογικές επιτυχίες του AfD σημειώνονται σε αγροτικές και απομακρυσμένες περιοχές με χαμηλή παρουσία μεταναστών, ενώ παραμένει αδύναμο στα παγκοσμιοποιημένα, πανεπιστημιακά αστικά κέντρα.
Καθώς πλησιάζουν οι εκλογές του 2025, ο υποψήφιος καγκελάριος της CDU, Φρίντριχ Μερτς, προκάλεσε πολιτική θύελλα, καθώς το σχέδιό του για αυστηροποίηση των πολιτικών ασύλου εγκρίθηκε στην Bundestag με ψήφους του AfD.
Ταυτόχρονα, τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης αντιμετωπίζουν πλέον το AfD ως νόμιμο πολιτικό παίκτη. Εκπρόσωποί του, που κάποτε ήταν αποκλεισμένοι από το δημόσιο διάλογο, τώρα καλούνται τακτικά σε πολιτικές εκπομπές, ενώ προσωπικότητες όπως ο Αμερικανός αντιπρόεδρος Τζει Ντι Βανς ή ο Ίλον Μασκ, το στηρίζουν ανοιχτά.
Τι σημαίνει η κανονικοποίηση του AfD για το μέλλον της Γερμανίας
Οι επικείμενες εκλογές θα αποτελέσουν βαρόμετρο για το πόσο μακριά μπορεί να φτάσει η νομιμοποίηση του AfD και πώς θα επηρεάσει το πολιτικό μέλλον της Γερμανίας.
Πέρα από τα εκλογικά αποτελέσματα, το βασικό ερώτημα είναι κατά πόσο τα παραδοσιακά κόμματα θα συνεχίσουν να υιοθετούν ακροδεξιές θέσεις στην πολιτική τους ατζέντα.
Ωστόσο, ένα πράγμα είναι ήδη σαφές: το πολιτικό τοπίο της Γερμανίας έχει αλλάξει δραματικά και τα όρια που κρατούσαν την ακροδεξιά στο περιθώριο δεν είναι πλέον τόσο ανθεκτικά όσο στο παρελθόν.