Αίτημα Αυστριακών ιστορικών – Να αρθούν οι τιμητικές διακρίσεις των ναζιστών
Διακεκριμένοι Αυστριακοί ιστορικοί, επαναλαμβάνουν το αίτημά τους για την ανάκληση τιμητικών διακρίσεων που έχουν απονεμηθεί σε άτομα με ναζιστικό παρελθόν.
- 16 Ιουλίου 2020 17:04
Ακριβώς δύο χρόνια, σαν σήμερα, από τη γνωστοποίηση της τότε σχετικής πρωτοβουλίας τους, με ψήφισμα που είχαν αποστείλει στον ομοσπονδιακό πρόεδρο της Αυστρίας Αλεξάντερ Βαν ντερ Μπέλεν και στον ομοσπονδιακό καγκελάριο Σεμπάστιαν Κουρτς, διακεκριμένοι Αυστριακοί ιστορικοί, επανέρχονται τώρα ζητώντας την ανάκληση τιμητικών διακρίσεων που έχουν απονεμηθεί σε άτομα με ναζιστικό παρελθόν.
Με έκκλησή τους προς τον πρόεδρο της αυστριακής Βουλής Βόλφγκανγκ Σομπότκα και προς τους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους των αυστριακών κομμάτων, την οποία κοινοποιούν εκ νέου προς τον πρόεδρο Βαν ντερ Μπέλεν και τον καγκελάριο Κουρτς, οι καθηγητές Σύγχρονης Ιστορίας από τα Πανεπιστήμια Βιέννης, Σάλτσμπουργκ, Ίνσμπρουκ, Κλάγκενφουρτ, Λιντς, με επικεφαλής τον πρώην πρύτανη του Πανεπιστημίου του Γκρατς Χέλμουτ Κόνραντ, ζητούν την αλλαγή της νομοθεσίας ως προς την απονομή τιμητικών διακρίσεων.
Ήδη, στην επετειακή χρονιά 2018, της συμπλήρωσης 100 χρόνων από την ίδρυση της Πρώτης Αυστριακής Δημοκρατίας, οι καθηγητές Σύγχρονης Ιστορίας των Πανεπιστημίων αυτών των πόλεων, ζητούσαν να ανακληθεί το δεύτερο ανώτατο αυστριακό Παράσημο Τιμής “για την προσφορά του στην Αυστριακή Δημοκρατία”, που είχε απονεμηθεί το 1956 στον αποθανόντα το 1973 νομικό Χανς Γκλόμπκε, ο οποίος, μεταξύ άλλων, είχε συντάξει τους ρατσιστικούς νόμους του γερμανοναζιστικού Τρίτου Ράιχ.
Ο ομοσπονδιακός πρόεδρος Αλεξάντερ Βαν ντερ Μπέλεν είχε χαιρετίσει τότε την πρωτοβουλία, εκφράζοντας την υποστήριξή του για την αναγκαία αλλαγή της νομοθεσίας από την αυστριακή Βουλή και τονίζοντας πως “είναι αυτονόητο πως σε καμία περίπτωση δεν επιτρεπόταν να απονεμηθεί το 1956 το Παράσημο Τιμής στον Χανς Γκλόμπκε, και γι αυτό θεωρώ ως σωστό και αναγκαίο να υπάρξει μία ανάκληση του παράσημου”.
Τόσο από την Αυστριακή Καγκελαρία όσο και από την Αυστριακή Προεδρία της Δημοκρατίας, αναφερόταν τότε ότι θα εξεταζόταν το ισχύον καθεστώς, καθώς στον σχετικό νόμο δεν προβλέπεται η ανάκληση τιμητικών διακρίσεων, χωρίς, ωστόσο, μέχρι σήμερα το θέμα να έχει προχωρήσει.
Ο καγκελάριος Σεμπάστιαν Κουρτς επισήμαινε τότε πως το καθεστώς των τιμητικών διακρίσεων για “προσφορά υπηρεσιών στη Δημοκρατία της Αυστρίας”, δεν προβλέπει την ανάκληση των διακρίσεων που έχουν απονεμηθεί από Αυστριακό ομοσπονδιακό πρόεδρο.
Σε τωρινή επιστολή του προς τον πρόεδρο της αυστριακής Βουλής Βόλφγκανγκ Σομπότκα, ο επικεφαλής της Πρωτοβουλίας, πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου του Γκρατς Χέλμουτ Κόνραντ τονίζει ότι “μία ανάκληση των τιμητικών διακρίσεων (σ.σ. σε άτομα με ναζιστικό παρελθόν) θα ήταν σίγουρα προς συμφέρον της Δημοκρατίας μας”.
Ικανοποιημένη για την τωρινή ανανέωση του αιτήματος των ιστορικών, δηλώνει η βουλευτής του κόμματος ΝΕΟΣ της αντιπολίτευσης Στεφανί Κρίσπερ, η οποία είχε εμπλακεί και υποστηρίξει από την αρχή την πρωτοβουλία τους.
“Έπειτα από την προηγούμενη κυβέρνηση ΄τουρκουάζ-γαλάζιων΄ (σ.σ. ο κυβερνητικός συνασπισμός Λαϊκού Κόμματος και ακροδεξιού εθνικιστικού Κόμματος των Ελευθέρων μεταξύ Δεκεμβρίου 2017 και Μαΐου 2019), υπό την οποία τίποτα δεν προχώρησε σε αυτό το ζήτημα, αναμένουμε υποστήριξη από την τρέχουσα ΄τουρκουάζ-πράσινη΄ (σ.σ. Λαϊκού Κόμματος και Πράσινων) ομοσπονδιακή κυβέρνηση στο αίτημά μας να καταστήσουμε νόμιμα δυνατή την ανάκληση τιμητικών διακρίσεων”, επισημαίνει η ίδια.
Στον Χανς Γκλόμπκε απονεμήθηκε το “Μεγάλο Χρυσό Μετάλλιο Τιμής για τις Υπηρεσίες στη Δημοκρατία της Αυστρίας” το 1956, όταν ο ίδιος ήταν συνεργάτης του Γερμανού Καγκελάριου Κόνραντ ‘Αντεναουερ.
Ο αποθανών το 1973 Χανς Γκλόμπκε, ως νομικός στο υπουργείο Εσωτερικών του γερμανοναζιστικού Τρίτου Ράιχ, είχε συντάξει το 1933 τον Νόμο Εξουσιοδότησης, με τον οποίο ο ‘Αντολφ Χίτλερ εξάλειψε τη δημοκρατία, ενώ δικής του έμπνευσης υπήρξαν και οι ρατσιστικοί νόμοι του Χίτλερ και του Τρίτου Ράιχ.
Σύμφωνα με την έκκληση των ιστορικών, επίσης στον Χανς Γκλόμπκε ανάγεται, μεταξύ άλλων, η σφραγίδα με το γράμμα “J” (σ.σ. το αρχικό του Jude-Εβραίος) με την οποία σφραγίζονταν τα διαβατήρια του εβραϊκού πληθυσμού, όπως επίσης η διάταξη για προσθήκη στο διαβατήριο στο όνομα του κατόχου της λέξης “Σάρα” ή “Ισραήλ”.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι εντύπωση διεθνώς, είχε προκαλέσει η απόφαση του Πανεπιστημίου της “πόλης του Μότσαρτ”, του Σάλτσμπουργκ, με την οποία αυτό είχε ανακαλέσει τον Δεκέμβριο του 2015, τον τίτλο του “επίτιμου διδάκτορα” (που το ίδιο είχε απονείμει το 1983), από τον παγκόσμια γνωστό βιολόγο ανθρώπινης συμπεριφοράς, κάτοχο του Βραβείου Νόμπελ, Κόνραντ Λόρεντς (7.11.1903 – 27.2.1989), “εξαιτίας της ανοικτής υποστήριξης του στη ναζιστική ιδεολογία και της διάδοσής της από μέρους του, μέσα από την έρευνα και τη διδασκαλία του”.
Στη σχετική έρευνα του Πανεπιστημίου, στην οποία είχε βασιστεί η απόφαση, διαπιστωνόταν ότι ο Κόνραντ Λόρεντς, ήδη το 1938, σε επιστολή του και αίτησή του για εγγραφή ως μέλος (ΣΣ η οποία και συντελέστηκε τον Ιούνιο του 1938) προς το ναζιστικό κόμμα του Αδόλφου Χίτλερ (Εθνικό Σοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα), τόνιζε πως ο ίδιος υπήρξε πάντα εθνικοσοσιαλιστής από πεποίθηση.
Ο Λόρεντς πρόσθετε ακόμη, πως πολύ πριν από την “αλλαγή” (ΣΣ την προσάρτηση της Αυστρίας στη ναζιστική Γερμανία το Μάρτιο του 1938), ο ίδιος είχε πετύχει να αποδείξει σε Σοσιαλιστές φοιτητές τη “βιολογική αδυναμία του Μαρξισμού” και να τους προσηλυτίσει στον Εθνικοσοσιαλισμό.
Σύμφωνα με την έρευνα του Πανεπιστημίου του Σάλτσμπουργκ, ο Κόνραντ Λόρεντς προσπάθησε να διαδώσει τα σημαντικότερα στοιχεία της ρατσιστικής ναζιστικής ιδεολογίας, κάτι το οποίο αποσιωπήθηκε το 1983 όταν αποφασίστηκε να του απονεμηθεί το επίτιμο διδακτορικό του Πανεπιστημίου.
Στην απόφασή του, για αφαίρεση του “επίτιμου διδακτορικού”, το Πανεπιστήμιο του Σάλτσμπουργκ έκρινε τον Κόνραντ Λόρεντς ανάξιο της τιμητικής διάκρισης, η οποία του αφαιρέθηκε πλέον επίσημα με δημόσια αιτιολόγηση και όχι μόνον με σιωπηρή διαγραφή του από τον κατάλογο των επίτιμων διδακτόρων.
Η αφαίρεση του τίτλου από τον Κόνραντ Λόρεντς ήταν η δεύτερη σε αυτό το πλαίσιο, καθώς το Πανεπιστήμιο της πόλης του Μότσαρτ είχε ανακαλέσει τον Οκτώβριο του 2014 την απονομή του επίτιμου διδακτορικού που είχε γίνει το 1973 στον ιδρυτή του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας του Σάλτσμπουργκ “Οίκος Φυσικής” , Πάουλ Τρατς, τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του.
Σύμφωνα με το πόρισμα της ανάλογης έρευνας του Πανεπιστημίου, ο Πάουλ Τρατς είχε διατελέσει στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αξιωματικός των γερμανοναζιστικών ταγμάτων εφόδου “Ες Ες” και συμμετείχε στη Βαρσοβία και στη Σοβιετική Ένωση σε καταλήστευση έργων τέχνης, αρκετά από τα οποία βρέθηκαν κατόπιν στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Σάλτσμπουργκ.
Επιπλέον, ο ίδιος είχε δημοσιεύσει άρθρα στο καθοδηγητικό όργανο των “Ες Ες”, στα οποία κατήγγειλε την “παρενόχληση από το βάρος ξένης ράτσας” και υποστήριζε την εξόντωση παράλυτων ατόμων και τερατογενέσεων, ενώ του είχε απονεμηθεί από τον διαβόητο αρχηγό των “Ες Ες” Χάινριχ Χίμλερ, το “Δακτυλίδι της νεκροκεφαλής των Ες Ες”, μια ανώτατη διάκρισή τους.
Το Πανεπιστήμιο του Σάλτσμπουργκ, ως πρώτο ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα στην Αυστρία, με απόφαση της Συγκλήτου του, είχε ανακοινώσει το 2014 την πρόθεσή του να ελέγξει αν υπάρχουν “προβληματικές περιπτώσεις” από τα συνολικά 88 πρόσωπα που έχουν ανακηρυχτεί στην ιστορία του Πανεπιστημίου “επίτιμοι διδάκτορες” και στα οποία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ο αρχιμουσικός Χέρμπερτ φον Κάραγιαν και ο ζωγράφος Όσκαρ Κοκόσκα .