Εκλογές ΗΠΑ: Το μάθημα που δεν πήραν οι Δημοκρατικοί και η “μάχη” Τραμπ – Χάρις για τη Ρωσία
Διαβάζεται σε 7'Ο Δημήτρης Τσαρούχας, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, αναλύει στο NEWS 24/7 τον ρωσικό παράγοντα στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές.
- 21 Οκτωβρίου 2024 15:16
Τη επάυριον των προεδρικών εκλογών του 2016 ο Ρώσος πρόεδρος Πούτιν έσπευσε να συγχαρεί εγκάρδια τον Ντόναλντ Τράμπ, ευχόμενος παράλληλα να ξεπεραστεί η «κρίση στις διμερείς σχέσεις» που σοβούσε επί χρόνια. Παρότι τα αίτια της κρίσης αυτής είναι προφανώς πολλαπλά, ο παράγοντας Χίλαρι Κλίντον είναι ιδιαίτερα σημαντικός στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Πιο συγκεκριμένα, αμέσως μετά τις ρωσικές κοινοβουλευτικές εκλογές το 2011, που στιγματίστηκαν από σωρεία καταγγελιών περί αλλοίωσης του αποτελέσματος και εκτεταμένης νοθείας, η τότε επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ είχε καταγγείλει τον ρόλο του Ρώσου προέδρου, τασσόμενη υπέρ της επιβολής κυρώσεων κατά της Μόσχας. Σε συνδυασμό με τη στάση της στην κρίση στη Λιβύη, όπου και υποστήριξε ανοιχτά την ανατροπή του Καντάφι μέσω στρατιωτικής επέμβασης χωρίς να έχει προϋπάρξει εκτενής μελέτη των συνεπειών αυτής, τής αποδόθηκε η ιδιότητα του «γερακιού» στην εξωτερική πολιτική, τίτλο που η ίδια διατράνωσε ανοιχτά στις εκλογές του 2016.
Τότε, είχε σωστά επισημανθεί η αλαζονεία που επέδειξε η Κλίντον έναντι του Τραμπ, σχεδόν θεωρώντας πως δικαιούται να γίνει η πρώτη γυναίκα πρόεδρος και πως η ιστορία της το χρωστούσε. Αυτό που συζητιέται λιγότερο είναι πως, συν τοις άλλοις, η Κλίντον έχασε τις εκλογές (και συγκεκριμένα τον αριθμό εκλεκτόρων σε πολιτείες-κλειδιά, μια και επικράτησε στον συνολικό αριθμό ψήφων) γιατί αγνόησε τους ψηφοφόρους που ενστερνίζονταν τις θέσεις όχι τόσο του Τραμπ όσο της Τζιλ Στάιν, υποψήφιας προέδρου του Πράσινου Κόμματος που συγκέντρωσε ένα διόλου ευκαταφρόνητο 1,07% των ψήφων και επιτέθηκε ανοιχτά στην «φιλοπόλεμη», όπως ισχυριζόταν, πολιτική που είχε στόχο να εφαρμόσει η Κλίντον.
Από το 2016 και εντεύθεν, λοιπόν, ο ρωσικός παράγοντας παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές (και όχι μόνο, μια που είναι γνωστές τοις πάσι οι στενές σχέσεις που έχει καλλιεργήσει το Κρεμλίνο με ευρωπαϊκά κόμματα, ως επί το πλείστον ακροδεξιά, αλλά και οι απόπειρες επηρεασμού των εκλογικών αποτελεσμάτων, η πρόκληση κοινωνικής αναταραχής και η εκ των έσω αμφισβήτηση της συνοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ευρωεκλογών επί σειρά ετών).
Το αμερικανικό «βαθύ κράτος» (όρος που χρησιμοποιείται πια ευρέως στις ΗΠΑ από τον Τραμπ και τους συν αυτώ, παρότι ήταν παραδοσιακά συνυφασμένος με την Τουρκία) κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την αμερικανική δημοκρατία εξ αφορμής των κινήσεων της Μόσχας.
Εδώ και οχτώ χρόνια υπάρχουν στοιχειοθετημένες καταγγελίες από διάφορους φορείς σε ό,τι αφορά κυβερνοεπιθέσεις που έχουν στόχο να πλήξουν τις βασικές ηλεκτρονικές και υποδομές υγείας της χώρας, την ενεργό υπόθαλψη κλίματος αστάθειας στη χώρα μέσω social media αλλά και την καλλιέργεια ενός περίεργου πολιτικού κλίματος αμφισβήτησης βασικών γεγονότων και δημιουργίας εντυπώσεων σε βάρος των δημοκρατικών θεσμών μέσω fake news και υποστήριξης συγκεκριμένων υποψηφίων σε τοπικό και πολιτειακό επίπεδο.
Κατά πολλούς ο Τραμπ αποτελούσε εύκολο στόχο για τον Πούτιν λόγω του αβυσσαλέου μίσους του έναντι της Κλίντον (οι οπαδοί του ζητούσαν την φυλάκιση της σε προεκλογικές αλλά και μετεκλογικές συγκεντρώσεις) αλλά και λόγω των δηλώσεών του περί ανάγκης συνεννόησης με το Κρεμλίνο. Οι κατηγορίες σε βάρος του οδήγησαν στην απόπειρα έκπτωσής του από το αξίωμα του προέδρου (impeachment) με αφορμή την υποτιθέμενη συνεργασία του με το Κρεμλίνο σε βάρος της εθνικής ασφάλειας της χώρας. Στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο δεν έχει, μέχρι σήμερα, αποδειχθεί πέραν αμφιβολίας ενώ και οι πολιτικοί συσχετισμοί της εποχής δεν θα επέτρεπαν την επιτυχή, για τους Δημοκρατικούς, ολοκλήρωση της διαδικασίας.
Κατά κάποιο τρόπο, τα απόνερα της διαρκούς αμφισβήτησης του Τραμπ με επίκεντρο τις σχέσεις του με τον Πούτιν τον ευνόησαν, μια και η έλλειψη αποδείξεων τού επέτρεψε να ξεδιπλώσει μια τακτική θυματοποίησης που τον εξυπηρετεί μέχρι και σήμερα. Ήταν σαφές πως οι Δημοκρατικοί δεν είχαν διδαχθεί πολλά από τη ήττα της Κλίντον, και εάν δεν είχε μεσολαβήσει η πανδημία το πιο πιθανό είναι πως ο Τραμπ θα είχε επανεκλεγεί το 2020.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022 επανέφερε στη δημόσια συζήτηση το ρωσικό «πρόβλημα». Η κυβέρνηση Μπάιντεν συντάχθηκε από την πρώτη στιγμή με την γραμμή άμυνας του Κιέβου και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να υποστηρίζει τον πρόεδρο Ζελένσκι ποικιλοτρόπως. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως, εάν η Χάρις εκλεγεί τον Νοέμβριο, θα ακολουθήσει την ίδια γραμμή, παρότι το δικό της πολιτικό υπόβαθρο διαφέρει από εκείνο του Μπάιντεν, πολιτικού που ζυμώθηκε στο απόγειο του ψυχρού πολέμου και ανέκαθεν διατηρούσε ισχυρά αντανακλαστικά υποστήριξης της Ατλαντικής Συμμαχίας έναντι πιθανής ρωσικής επιβουλής.
Το ίδιο όμως δεν ισχύει για τον Τραμπ, και το θέμα Ρωσία αποτελεί κορυφαίο αντίδικο για τις δύο πλευρές σε θέματα εξωτερικής πολιτικής (μια που η Κίνα, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις σε θέματα τακτικής και προσέγγισης, θεωρείται ομόφωνα απειλή για τις ΗΠΑ). Με τρόπο που προσομοιάζει ανησυχητικά στη γραμμή ακροδεξιών ευρωπαϊκών κομμάτων, ο Τραμπ σπάνια χάνει την ευκαιρία να αναφερθεί είτε με ουδέτερο, είτε ακόμα και με κολακευτικό τρόπο στον πρόεδρο Πούτιν, χαρακτηρίζοντας τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία ως μια μεγάλη ανοικτή πληγή (την οποία, φυσικά, μόνο εκείνος μπορεί να επουλώσει) και πως εκατέρωθεν «συμβιβασμοί» θα είναι αναγκαίοι, μια και το Κίεβο δεν θα μπορέσει να επικρατήσει στρατιωτικά ή και να ανακτήσει την παράνομα κατεχόμενη Κριμαία.
Σημαντικότερο των ρητορικών αναφορών του Τραμπ όμως (οι περισσότεροι Αμερικανοί εξάλλου έχουν συν τω χρόνω αποκτήσει ανοσία στα λεγόμενα του) είναι το γεγονός πως η πολιτική του στάση βρίσκει πολυάριθμους υποστηρικτές. Μετά από δύο χρόνια μαχών και δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια που έχουν δαπανηθεί από τις ΗΠΑ, χωρίς να διαβλέπεται η πιθανότητα σύντομου τερματισμού των εχθροπραξιών, πολλοί αναρωτιούνται κατά πόσο τα σημερινά αδιέξοδα δεν θα πρέπει να δώσουν τη θέση τους σε άμεσες ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, έστω και αν το κόστος μιας τέτοιας στάσης θα οδηγεί σε de facto δικαίωση της Ρωσίας. Η πρόσφατη επίσκεψη Ζελένσκι στις ΗΠΑ έδωσε την ευκαιρία στον Ουκρανό πρόεδρο να συναντηθεί προσωπικά με τον Τραμπ, και η διάσταση απόψεων μεταξύ τους καμουφλαρίστηκε προσωρινά αλλά δεν κρύφτηκε.
Οι Δημοκρατικοί θεωρούν πως η στάση τους θα δικαιωθεί στις κάλπες, και πως σε πολιτείες-κλειδιά για την ανάδειξη του νέου πρόεδρου, όπως η Πενσυλβάνια, η μεγάλη κοινότητα Πολωνοαμερικανών (υπολογίζονται στις 800 χιλιάδες) θα λάβει υπόψη το θέμα και θα εγκρίνει την σκληρή στάση των Δημοκρατικών έναντι μιας χώρας με την οποία η Πολωνία διατηρεί παραδοσιακά τεταμένες σχέσεις. Παρότι κάτι τέτοιο μένει να αποδειχθεί, αυτό για το οποίο διατηρώ ελάχιστες αμφιβολίες είναι πως ο πρόεδρος Πούτιν έκανε επίδειξη (ελλειμματικού) χιούμορ όταν σε πρόσφατη δήλωσή του ανέφερε πως μεταξύ των δύο υποψηφίων προτιμά την Χάρις. Ούτε ο ίδιος δεν πιστεύει κάτι τέτοιο.
Ο Δημήτρης Τσαρούχας είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και στο Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Virginia Tech, και Επισκέπτης Καθηγητής στο Πρόγραμμα Σπουδών Ασφαλείας του Πανεπιστημίου Georgetown.