Επιζήσασα του Άουσβιτς μιλά: “Για 25 χρόνια δεν μπορούσα να γελάσω, ακόμη δεν μπορώ να κλάψω”
Λίγοι επέζησαν από το Ολοκαύτωμα. Μία από αυτούς η 89χρονη Bronia Brandman που ανατριχιάζει με την εξομολόγησή της, 75 χρόνια μετά.
- 27 Ιανουαρίου 2020 07:26
Εβδομηνταπέντε χρόνια πέρασαν από το Σάββατο 27 Ιανουάριου 1945, όταν οι στρατιώτες της 60ης Στρατιάς του 1ου Ουκρανικού Μετώπου του Κόκκινου Στρατού απελευθέρωσαν το στρατόπεδο του Άουσβιτς και μαζί 7.000 κρατούμενους, επιζώντες των φρικιαστικών πειραμάτων και βασανιστηρίων των Ναζί.
Λίγοι επέζησαν. Μία από αυτούς, η Bronia Brandman, 89 ετών, διηγείται στο Apnews.com, τις αναμνήσεις της από την περίοδο κράτησής της στο στρατόπεδο, που αποτέλεσε τόπο μαρτυρίου για εκατομμύρια ανθρώπους.
Η Bronia σηκώνει το μανίκι από το δερμάτινο σακάκι της και δείχνει το μπλε τατουάζ που έχει χαραχτεί μόνιμα πάνω στο δέρμα της. Ένα τατουάζ που μαρτυρά σιωπηλά τον φριχτό πόνο που έζησε στο στρατόπεδο του Άουσβιτς.
“Για 50 ολόκληρα χρόνια δεν μπορούσα να μιλήσω γι’ αυτό το θέμα. Για 25 χρόνια δεν μπορούσα να γελάσω. Και μέχρι σήμερα δεν μπορώ να κλάψω. Ωστόσο θυμάμαι κάθε παραμικρή λεπτομέρεια από αυτές τις ημέρες”, είπε χαρακτηριστικά.
Αποστολή της είναι να πληροφορήσει τον κόσμο. Η εξωτερίκευση της προσωπική της εμπειρίας είναι υποχρέωσή της, όπως τόνισε, καθώς η ίδια βρίσκεται ανάμεσα στα τελευταία άτομα που έχουν επιζήσει από τα στρατόπεδα θανάτου. Η αφήγηση των όσων έζησε είναι υψίστης σημασίας, επεσήμανε, ιδίως σε μία εποχή όπου η αύξηση του αντισημιτισμού εξαπλώνεται ραγδαία, ενώ ταυτόχρονα λίγοι νέοι γνωρίζουν για το Ολοκαύτωμα.
“Το 60% των millennials, δηλαδή οι άνθρωποι ηλικίας μεταξύ 18 και 34 ετών, δεν γνωρίζουν ότι υπήρξε το Άουσβιτς. Το γεγονός αυτό είναι τόσο οδυνηρό”, ανέφερε η Bronia Brandman.
“Πρέπει να διδάξουμε στα παιδιά μας τι θα πουν οι λέξεις ρατσισμός, τι θα πει ψέμα”, είπε κατά τη διάρκεια συνέντευξης στο Μουσείο Εβραικής Κληρονομιάς του Μανχάταν.
Στεκούμενη κοντά σε μία έκθεση για το Άουσβιτς, μιλούσε και το πρόσωπό της έκρυβε καλοσύνη. Καθώς μιλούσε, ένα γκρουπ φοιτητών που είχαν επισκεφθεί το μουσείο, κάθισαν αυθόρμητα γύρω της για να ακούσουν την ιστορία της.
Η Brandman γεννήθηκε στην πόλη Γιαβόρσνο της Πολωνίας το 1931. Μεγάλωσε στο σπίτι του παππού της μαζί με τις τρεις αδερφές και τους γονείς τους. Δεν της έλειπε τίποτα στη ζωή της μέχρι που άρχισε ο πόλεμος και οι εβραϊκές οικογένειες κυνηγήθηκαν και αρπάχθηκαν από τα σπίτια και τις δουλειές τους.
Τα περισσότερα μέλη της οικογένειάς της στάλθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Δεν ξαναείδε τους γονείς, ούτε τα αδέρφια της.
Η Brandman και οι τρεις αδερφές της απέφυγαν αρχικά τη σύλληψη από τους ναζιστές, αφού κρύβονταν και επιβίωναν με ελάχιστη τροφή. Ωστόσο στο τέλος πιάστηκαν και στάλθηκαν στο Άουσβιτς, όπου συνολικά περισσότεροι από 1,1 εκατομμύρια άνθρωποι εξοντώθηκαν,
Οι συνηθέστεροι τρόποι εκτέλεσης ήταν δηλητηρίαση με αέρια σε ειδικούς θαλάμους (θάλαμοι αερίων), πυρά πυροβόλου όπλου, θανατηφόρες ενέσεις, απαγχονισμοί, θάνατοι από ασιτία.
Η πρώτη της ανάμνηση από το στρατόπεδο είναι ο Josef Mengele, ο Γερμανός γιατρός, που εφάρμοζε φρικιαστικά πειράματα πάνω σε χιλιάδες Εβραίους.
“Έπρεπε να περάσουμε εξέταση από αυτόν. Έφτασε η σειρά μας. Φορούσε λευκά γάντια. Έκανε νόημα στις τρεις από εμάς να καθίσουμε στα αριστερά, ενώ έδειξε στη Μίλα, τη μεγαλύτερη από όλες μας να κάτσει στα δεξιά. Δεν είχα τίποτα να χάσω. Έτρεξα στην μεριά της”, ομολόγησε με συγκίνηση.
Η Brandman γρήγορα συνειδητοποίησε ότι είχε εγκαταλείψει τις μικρές τις αδερφές. “Αυτό σήμαινε ότι οι μικρές μου αδερφές οδηγήθηκαν σε θάλαμο αερίων ολομόναχες”.
Ο χαραγμένος στο δέρμα αριθμός που θα θυμάται για πάντα
Η ίδια και η αδερφή της Μίλα, που ήταν μεγαλύτερη κατά 8 χρόνια, οδηγήθηκαν μαζί με άλλους Εβραίους στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου, όπου πέρασαν την πύλη που έφερε την επιγραφή “Arbeit macht frei” (= Η εργασία απελευθερώνει). Εκεί, σύμφωνα με πληροφορίες, περίπου 33.000 κρατούμενοι μοιράστηκαν σε “θυγατρικά” στρατόπεδα και από εκεί εκμισθώνονταν σε επιχειρήσεις και βιομηχανίες, τόσο ιδιωτικές όσο και κρατικές, για χειρωνακτική εργασία. Τα χρήματα της εκμίσθωσης, φυσικά, δεν κατέληγαν στους κρατούμενους αλλά στο Ταμείο των SS.
Εκεί τα δύο αδέρφια τα διέταξαν να γδυθούν και τους ξύρισαν τα κεφάλια. Τους έδωσαν κουρέλια για ρούχα και ξύλινα τσόκαρα, ενώ στη συνέχεια τους χάραξαν τατουάζ στο δέρμα τους αριθμούς τους. Για τους Ναζιστές όσοι έμπαιναν στα στρατόπεδα δεν είχαν όνομα, αλλά αριθμό. Ο αριθμός που θα θυμάται για μία ζωή η Brandman: 52643.
“Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν απάνθρωπες. Δέκα άνθρωποι μοιραζόμασταν τα ξύλινα σανίδια που μας δίνονταν ως κρεβάτια. Οι κρατούμενοι κοιμόμασταν τόσο κολλητά μεταξύ μας , που όταν κάποιος κινούταν, έπρεπε όλοι να κινηθούμε”, θυμάται.¨
“Όσο για την υγιεινή μην το ρωτάς καν. Οι φυλακισμένοι δεν έκαναν ποτέ μπάνιο, υπήρχαν άπειρες ψείρες και πολλοί, ανάμεσά τους και εγώ, είχαμε τύφο”.
Η Brandman παρέμεινε στο στρατόπεδο θανάτου επί δύο ολόκληρα χρόνια, από την ηλικία των 12 έως τα 14. Εκείνα τα χρόνια έχασε σχεδόν όλα τα μέλη της οικογένειάς της και κουβαλούσε τεράστια ενοχή για τον θάνατο της Μίλα και των άλλων αδερφών της. Το μόνος κίνητρο που την κρατούσε στη ζωή, είπε, ήταν να διηγηθεί μία μέρα την ιστορία της στον κόσμο.
Βρέθηκε πολλές φορές κοντά στον θάνατο
Πολλές φορές βρέθηκε μία ανάσα πριν τον θάνατο. Μία φορά, θυμάται, ο Μένγκελε (γερμανός γιατρός του Άουσβιτς και γνωστός κυρίως για τα πειράματα που έκανε με ανθρώπους) άλλαξε τελευταία στιγμή γνώμη και αντί γι’ αυτήν έστειλε άλλον άνθρωπο σε θάλαμο αερίων. Μία άλλη φορά, μία νοσοκόμα την έκρυψε από τον διεστραμμένο γιατρό για να μην εφαρμόσει πειράματα πάνω της.
Όταν απελευθερώθηκε ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου έζησε με έναν ξάδερφό της. Στο Μπρούκλιν έμαθε αγγλικά, πήγε σε γυμνάσιο και κολέγιο, έλαβε μεταπτυχιακό στον τομέα της εκπαίδευσης και έγινε δασκάλα. Το 1953 παντρεύτηκε. Σήμερα έχει δύο κόρες και δύο εγγόνια.
Μέχρι σήμερα, εξομολογείται η Brandman, είναι στοιχειωμένη από τις αναμνήσεις του Άουσβιτς. “Πώς μπορείς να μην είσαι εξάλλου;”.
Ακόμα και πενήντα χρόνια μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αισθανόταν πως δεν μπορούσε να μιλήσει για τις φρίκες που έζησε. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 που εργάστηκε ως εκπαιδευτικός στο Μουσείο Εβραϊκής Κληρονομιάς ένας εθελοντής την ενθάρρυνε να μοιραστεί την ιστορία της. “Του απάντησε: Ποτέ”, παραδέχεται. “Από τότε όμως, έχω μιλήσει για τα όσα πέρασα σε χιλιάδες ανθρώπους”.
“Ακόμη δεν μπορώ να κλάψω. Είναι φρικτό”, εξομολογείται. “Κατέληξα στο συμπέρασμα πως ο λόγος να ζω είναι για να μοιράζομαι την ιστορία μου”.