Γαλλία: “Πέρασε” η πρόταση μομφής – Έπεσε η κυβέρνηση Μπαρνιέ

Διαβάζεται σε 15'
Ο Μισέλ Μπαρνιέ στην τελευταία ομιλία του ως πρωθυπουργός της Γαλλίας
Ο Μισέλ Μπαρνιέ στην τελευταία ομιλία του ως πρωθυπουργός της Γαλλίας EPA

Με τις ψήφους του Νέου Λαϊκού Μετώπου και του Εθνικού Συναγερμού πέρασε η πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης Μπαρνιέ

“Πέρασε” η πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης Μπαρνιέ όπως ήταν αναμενόμενο, με την πλειοψηφία των μελών της γαλλικής Εθνοσυνέλευσης. Υπέρ της πρότασης ψήφισαν 331 βουλευτές.

Η κυβέρνηση του Μπαρνιέ καθίσταται έτσι η πιο σύντομη διακυβέρνηση στην ιστορία της Πέμπτης Δημοκρατίας από το 1958.

Κατά τη διάρκεια της συζήτησης που προηγήθηκε της ψηφοφορίας, υπέρ της μομφής στην κυβέρνηση τάχθηκαν οι εκπρόσωποι των κομμάτων της αριστεράς καθώς και του ακροδεξιού κόμματος της Μαρίν Λεπέν, ενώ κατά τάχθηκαν οι εκπρόσωποι των κομμάτων της λεγόμενης προεδρικής πλειοψηφίας που στηρίζει τον Εμάνουελ Μακρόν καθώς και το Ρεπουμπλικανικό κόμμα.

Σε συνέχεια της σημερινής ψηφοφορίας ο Μισέλ Μπαρνιέ αναμένεται να υποβάλει την παραίτησή του στον πρόεδρο Μακρόν, ο οποίος έχει ήδη επιστρέψει στο Παρίσι μετά από την τριήμερη επίσημη επίσκεψη στην Σαουδική Αραβία.

Δημοσιογραφικές πληροφορίες αναφέρουν ότι ο Γάλλος πρόεδρος σκοπεύει να ανακοινώσει τον αντικαταστάτη του Μισέλ Μπαρνιέ μέσα στις επόμενες 24 ώρες. Στην περίπτωση αυτή θα είναι ο τέταρτος κατά σειρά πρωθυπουργός που γνωρίζει η Γαλλία κατά το τρέχον έτος. Το μείζον ερώτημα είναι αν ο νέος πρωθυπουργός θα καταφέρει να έχει διαφορετική τύχη από αυτή του Μισέλ Μπαρνιέ και κυρίως αν θα είναι σε θέση η Γαλλία να έχει έτοιμο τον κρατικό προϋπολογισμό του 2025 πριν την εκπνοή του 2024.

Η κοινοβουλευτική συζήτηση για την πρόταση μομφής ξεκίνησε στις 16:00 τοπική ώρα (17:00 ώρα Ελλάδας) και περίπου 3 ώρες μετά πραγματοποιήθηκε η ψηφοφορία. Κατατέθηκαν δύο ξεχωριστές προτάσεις μομφής, από το Νέο Λαϊκό Μέτωπο και την Ακροδεξιά.

Κοκερέλ: Κύριε Πρωθυπουργέ, σήμερα γράφουμε ιστορία

Η εξέταση των προτάσεων μομφής ξεκίνησε με την ομιλία του Ερίκ Κοκερέλ, βουλευτή του LFI και εισηγητής της πρότασης μομφής του Νέου Λαϊκού Μετώπου, ο οποίος δήλωσε από το βήμα της Εθνοσυνέλευσης: «Κύριε Πρωθυπουργέ, σήμερα γράφουμε ιστορία». «Εσείς, γιατί θα είστε ο μόνος πρωθυπουργός που θα δεχτεί μομφή από το 1962, από τον Ζορζ Πομπιντού· εγώ, γιατί έχω την τιμή να φέρω αυτή τη πρόταση μομφής».

Ο βουλευτής της αριστεράς διευκρίνισε στη συνέχεια ότι κατανοεί «όλη τη σημασία και τη σοβαρότητα αυτής της στιγμής», διαβεβαιώνοντας ότι «η πλειοψηφία [των Γάλλων] δεν είναι πίσω από την κυβέρνησή σας, ούτε πίσω από τον πρόεδρο που σας διόρισε σε αυτήν τη θέση.»

Ο Κοκερέλ σημείωσε ότι ο Μισέλ Μπαρνιέ είναι το θύμα «της κατάρας που του μεταδόθηκε από το άτομο που είναι πραγματικά υπεύθυνο για αυτή την κατάσταση, τον Εμανουέλ Μακρόν: [την] απαξιωσή του.»

«Η αποτυχία σας ήταν αναμενόμενη», είπε και συνέχισε: «Δείξατε ότι οι μόνοι συμβιβασμοί που ήσασταν πρόθυμοι να αποδεχτείτε ήταν αυτοί που διαπραγματευτήκατε με τον εαυτό σας.»

«Τελικά προσπαθήσατε να συμβιβαστείτε, αλλά με την ακροδεξιά, το Εθνικό Μέτωπο που ευνοήσατε παραβιάζοντας το τείχος δημοκρατίας που εκφράστηκε από την πλειοψηφία τον Ιούλιο», κατά τις κοινοβουλευτικές εκλογές, καταγγέλλει περαιτέρω ο κ. Κοκερέλ.

«Σταματήστε αυτόν το κακό πλήγμα για τη χώρα που συνίσταται στο να λέτε: ‘Μετά από μένα, το χάος’», συνέχισε μεταξύ άλλων ο Κοκερέλ, πριν καταλήξει: «Σήμερα, χτυπάμε την καμπάνα του θανάτου ενός εντολοδόχου αυτού του προέδρου».

Η Λεπέν κατηγόρησε τον Μπαρνιέ για ακαμψία, σεχταρισμό και δογματισμό

Η επικεφαλής των βουλευτών του Εθνικού Συναγερμού (RN), Μαρίνα Λεπέν, υπερασπίστηκε και αυτή την πρόταση μομφής του κόμματός της, χαιρετίζοντας μία «πρωτοφανή κοινοβουλευτική στιγμή από το 1962» που θα σφραγίσει, κατά την ίδια, το τέλος μιας «κυβέρνησης που αποτελεί σύμπτωμα και φαινομενικότητα».

«Θέλαμε να πιστέψουμε, προφανώς λανθασμένα, ότι δεν θα ήσασταν απλώς ο συνεχιστής ενός συστήματος που απορρίφθηκε στις τελευταίες εκλογές», δήλωσε απευθυνόμενη στον Μισέλ Μπαρνιέ, τονίζοντας τη σημασία του να «δώσουμε τελικά τη φωνή σε αυτά τα εκατομμύρια των Γάλλων που αγνοήθηκαν, που φαινόταν να έχουν σβηστεί από το μυαλό των κυβερνώντων».

«Είναι στις τάξεις σας, κύριε Πρωθυπουργέ, που η ακαμψία, ο σεχταρισμός και ο δογματισμός σας απαγόρευσαν την παραμικρή παραχώρηση, κάτι που θα είχε αποτρέψει αυτή την κατάληξη», εκτίμησε η βουλευτής.

Η βουλευτής από το Πα-ντε-Καλέ καταδίκασε τον προϋπολογισμό που «κρατά ομήρους τους Γάλλους, και ιδίως τους πιο ευάλωτους, τους χαμηλοσυνταξιούχους, τους άρρωστους, τους φτωχούς εργαζόμενους, τους Γάλλους που θεωρούνται πάρα πολύ πλούσιοι για να βοηθηθούν, αλλά όχι αρκετά φτωχοί για να γλιτώσουν από την υπερφορολόγηση». «Δεν έχετε προσφέρει παρά μόνο μία απάντηση: φόρος, φόρος και πάντα φόρος», κατήγγειλε περαιτέρω.

«Οι μόνες «κόκκινες γραμμές» που εγκαταλείφθηκαν από τότε, εδώ και τρεις μήνες, είναι τελικά οι γραμμές των δικών σας βουλευτών», εκτίμησε η κ. Λεπέν, εκφράζοντας την απογοήτευσή της για το γεγονός ότι η κυβέρνηση αρνήθηκε να υποστηρίξει τη σύνδεση των συντάξεων με τον πληθωρισμό, όπως ζήτησε το κόμμα της.

Υπενθυμίζοντας τις τρεις «πυξίδες» του Εθνικού Συναγερμού, δηλαδή «μετανάστευση, αγοραστική δύναμη, ασφάλεια», η κ. Λεπέν εξέφρασε τη λύπη της που η κυβέρνηση Μπαρνιέ «δεν θέλησε να τις δει, σαν να ήταν για εκείνον ντροπή να αναζητήσει σε αυτές τις συνθήκες τους δρόμους της εθνικής συμφιλίωσης».

«Η χειρότερη πολιτική θα ήταν να μην καταψηφίσουμε έναν τέτοιο προϋπολογισμό, μία τέτοια κυβέρνηση, μία τέτοια κατάρρευση», δήλωσε, διαβεβαιώνοντας ότι η Γαλλία «θα έχει έναν προϋπολογισμό» με μία νέα κυβέρνηση.

«Είναι στη λογική του Εμανουέλ Μακρόν να αποφασίσει αν μπορεί να αγνοήσει την προφανή αδιαφορία της λαϊκής πλειοψηφίας», δήλωσε. «Αν αποφασίσει να παραμείνει, θα αναγκαστεί να διαπιστώσει ότι είναι ο πρόεδρος μιας Δημοκρατίας που δεν είναι πια ακριβώς, λόγω δικών του λαθών, η πέμπτη.»

Σημειώνεται πως η πολιτική κρίση στη Γαλλία, που “μαγειρευόταν” εδώ και τρεις μήνες, εκδηλώθηκε τελικά τη Δευτέρα (2/12), όταν ο κεντροδεξιός πρωθυπουργός, ο πρώην Ευρωπαίος Επίτροπος Μισέλ Μπαρνιέ, αποφάσισε να καταφύγει στο άρθρο 49 παράγραφος 3 του Συντάγματος. Το εν λόγω άρθρο επιτρέπει στην κυβέρνηση να περάσει μια νέα νομοθεσία χωρίς την έγκριση του κοινοβουλίου.

Μπαρνιέ: Δεν παρουσίασα δύσκολα μέτρα για πλάκα – Θα προτιμούσα να μοιράσω χρήματα

Μετά τους εκπροσώπους των πολιτικών ομάδων, ο Μισέλ Μπαρνιέ ανέβηκε στο βήμα της Εθνοσυνέλευσης.

«Φτάσαμε σε μια στιγμή αλήθειας, ευθύνης», ξεκίνησε ο Μπαρνιέ, ο οποίος δήλωσε αρχικά ευχαριστημένος κυρίως από το γεγονός ότι το σχέδιο προϋπολογισμού για την Κοινωνική Ασφάλιση του 2025 αποτέλεσε αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ βουλευτών και γερουσιαστών στην κοινή επιτροπή, κάτι που αποτελεί πρώτη φορά εδώ και δεκατέσσερα χρόνια, σύμφωνα με τον ίδιο.

«Κατ’ ουσίαν, υπάρχει μια επείγουσα ανάγκη να αντιμετωπίσουμε το δημοσιονομικό μας χρέος», είπε για μια ακόμη φορά ο γάλλος πρωθυπουργός, «αντιμετωπίζοντας την πραγματικότητα των δημόσιων οικονομικών μας». Παράλληλα, παρέθεσε μια σειρά από νούμερα, μεταξύ αυτών και τα «60 δισεκατομμύρια» ευρώ σε τόκους χρέους που πρέπει να καταβληθούν κάθε χρόνο, ποσό που είναι «μεγαλύτερο από τον προϋπολογισμό για την άμυνα ή την ανώτατη εκπαίδευση».

«Δεν παρουσίασα μόνο δύσκολα σχεδόν μέτρα για πλάκα· θα προτιμούσα να μοιράσω χρήματα», συνέχισε, προειδοποιώντας τους βουλευτές ότι «αυτή η πραγματικότητα δεν θα εξαφανιστεί ως δια μαγείας με μια πρόταση μομφής».

Ο Μπαρνιέ αρνήθηκε να χαρακτηρίσει τον προϋπολογισμό ως «προϋπολογισμό λιτότητας». Αν και παραδέχτηκε ότι «σίγουρα δεν είναι τέλειος», υπενθυμίζοντας ότι είχε «προετοιμαστεί μέσα σε δύο εβδομάδες». Υπερασπίστηκε το γεγονός ότι ο προϋπολογισμός «επιτρέπει να βρεθεί μια ισορροπία μεταξύ τεσσάρων βασικών στοιχείων: της βελτίωσης της αποδοτικότητας του κοινωνικού μας συστήματος, της στήριξης των νοσοκομείων και των επαγγελματιών στην υγεία για καλύτερη πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, της προστασίας των πιο ευάλωτων, ενώ εξασφαλίζεται ότι τα δημόσια οικονομικά μας παραμένουν προστατευμένα», και ευχαρίστησε όσους εργάστηκαν πάνω σε αυτό το κείμενο.

«Αυτό το κείμενο, το οποίο για μένα αντιπροσωπεύει – και το λέω χωρίς αλαζονεία, πιστεύω – έναν καλό συμβιβασμό. Τον καλύτερο δυνατό συμβιβασμό. Τώρα είναι η ώρα να το εφαρμόσουμε. Γι’ αυτό προχώρησα στο να αναλάβει η κυβέρνηση την ευθύνη», υποστήριξε.

«Αυτή η πρόταση μομφής θα κάνει τα πάντα πιο σοβαρά και πιο δύσκολα», δήλωσε στη συνέχεια ο Μπαρνιέ, καλώντας τους βουλευτές που «αναμφίβολα» ετοιμάζονται να την ψηφίσουν να μην ξεχάσουν την κατάσταση στην διεθνή σκηνή, στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή.

«Μια πρόταση μομφής θα σήμαινε ότι ο εθνικός προϋπολογισμός πιθανότατα δεν θα εγκριθεί πριν από το τέλος του έτους», συνέχισε ο Πρωθυπουργός. Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτό θα οδηγούσε σε «απώλεια αγοραστικής δύναμης για τους Γάλλους», διότι «σχεδόν 18 εκατομμύρια νοικοκυριά θα δουν τους φόρους τους να αυξάνονται» και «επιπλέον 380.000 νοικοκυριά θα είναι επιλέξιμα για φόρο εισοδήματος».

«Τα αναμενόμενα μέτρα δεν θα βρουν χρηματοδότηση», προσέθεσε, αναφέροντας ειδικότερα την πρόσληψη νέων αστυνομικών και νέου στρατιωτικού προσωπικού, καθώς και μέτρα για τις συντάξεις και τις εισφορές των αγροτών.

«Ήμουν και είμαι περήφανος που ενεργώ για να χτίσω και όχι για να καταστρέψω», συνέχισε ο Μισέλ Μπαρνιέ, προσθέτοντας: «Δεν μπορώ να αποδεχτώ την ιδέα ότι η θεσμική αποσταθεροποίηση θα μπορούσε να είναι ο στόχος που θα συνέφερε την πλειοψηφία των βουλευτών εδώ».

«Αυτό που διακυβεύεται είναι η συλλογική μας ικανότητα να κάνουμε βήματα ο ένας προς τον άλλον, να ξεπεράσουμε τις εντάσεις και τις διαιρέσεις που κάνουν τόσο κακό στη χώρα μας, να έχουμε το γενικό συμφέρον ως μόνη πυξίδα μας» κατέληξε.

Τι πρόκειται να ακολουθήσει

Σε επίπεδο διακυβέρνησης της Γαλλίας, αν πέσει ο Μπαρνιέ, ο Μακρόν έχει διάφορες επιλογές. Ωστόσο, είναι συνταγματικά περιορισμένος από το γεγονός ότι, επειδή διέλυσε τη Βουλή τον Ιούνιο, δεν μπορεί να την ξαναδιαλύσει πριν από τον Ιούνιο του 2025.

Ο πρόεδρος μπορεί απλά να επαναφέρει τον Μπαρνιέ στη θέση του πρωθυπουργού, κάτι που η Βουλή θα θεωρούσε προκλητικό, και για τον λόγο αυτό οι περισσότεροι θεωρούν αυτήν την επιλογή απίθανη. Μπορεί επίσης να ζητήσει από τα πολιτικά κόμματα της Γαλλίας να προσπαθήσουν να χτίσουν μια νέα συμμαχία, αυτή τη φορά με περισσότερη υποστήριξη.

Αυτό θα μπορούσε, για παράδειγμα, να περιλαμβάνει εκ νέου προσπάθειες από το κέντρο για να αποσπάσουν τα πιο μετριοπαθή στοιχεία του Νέου Λαϊκού Μετώπου, όπως το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS). Αν και η συμμαχία της αριστεράς έχει συχνά εμφανιστεί διαιρεμένη σε επι μέρους ζητήματα, δεν υπάρχει εγγύηση ότι αυτό θα πετύχει.

Ο Μακρόν θα μπορούσε επίσης να αποφασίσει να διορίσει μια τεχνοκρατική κυβέρνηση για να επιβλέψει τη διακυβέρνηση της Γαλλίας για άλλους έξι μήνες.

Τέλος, θα μπορούσε ο ίδιος να παραιτηθεί, προκαλώντας νέες προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές, αλλά προς το παρόν αυτή η επιλογή θεωρείται απίθανη.

Παρά το γεγονός ότι η Λεπέν δηλώνει ότι το κόμμα της θα υποστηρίξει την πρόταση μομφής, το κόμμα της θα μπορούσε να κάνει πίσω και να μην προχωρήσει σε μομφή αυτή τη φορά. Η τελευταία ευκαιρία φέτος για να ρίξει την κυβέρνηση θα είναι στην τελευταία ψηφοφορία του προϋπολογισμού στις 20 Δεκεμβρίου, και πολλοί παρατηρητές αμφισβητούν ποιο πολιτικό όφελος θα είχε η Λεπέν από το να ρίξει τον Μπαρνιέ τώρα.

Η Γαλλία αντιμέτωπη με δημοσιονομική θύελλα

Μέχρι πρότινος οι οιωνοί για τη γαλλική οικονομία φαίνονταν ευνοϊκοί: Κατά το τρέχον έτος η ανάπτυξη υπολογίζεται σε 1,1% – τη στιγμή που το ΑΕΠ της Γερμανίας αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 0,2%. Επιπλέον, το ποσοστό ανεργίας στη Γαλλία τοποθετείται στο 7,4%, ενώ ο πληθωρισμός έχει περιοριστεί γύρω στο 2% – πριν από δύο χρόνια εξακολουθούσε να ξεπερνάει το 5%.

Στη Γαλλία πολλοί επιχειρηματίες είναι αποθαρρυμένοι, όπως αναφέρει ο Φεράν: «Κάθε τρίμηνο ρωτάμε 1.000 Γάλλους μικρομεσαίους επιχειρηματίες για την επενδυτική τους συμπεριφορά. Στα τέλη Οκτωβρίου μόνο το 36% των ερωτηθέντων δήλωσε πως θέλει να συνεχίσει τις επενδύσεις του – το 45% θέλει να τις αναβάλει για αργότερα, ενώ το 18% δεν θέλει να επενδύσει καθόλου. Πρόκειται για μία τάση που είχε παρατηρηθεί ήδη από τις αρχές του έτους, με τις πρόωρες βουλευτικές εκλογές ωστόσο έγινε πολύ πιο έντονη».

 

Την αρνητική διάθεση των επενδυτών επιβεβαιώνει και ο Φιλίπ Ντρουόν, δικηγόρος ειδικευμένος στο πτωχευτικό δίκαιο στην εταιρεία Hogan Lovells. «Επί του παρόντος είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν αγοραστές για τις εταιρείες που είναι σε διαδικασία πτώχευσης. Και αυτήν την περίοδο συνεργάζομαι με 60 τέτοιες εταιρείες – δηλαδή με πάρα πολλές», δηλώνει ο δικηγόρος στην DW«Ο αριθμός των πτωχεύσεων πλησιάζει στα επίπεδα που είχε φτάσει κατά τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2008». Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, φέτος αναμένεται να καταθέσουν αίτηση πτώχευσης περίπου 65.000 επιχειρήσεις – 9.000 περισσότερες από πέρυσι.

Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι πολλές επιχειρήσεις αναγκάζονται τώρα να αποπληρώσουν τα δάνεια που έλαβαν κατά την περίοδο της πανδημίας. Ταυτοχρόνως όμως είναι και το αποτέλεσμα «μίας διαρθρωτικής κρίσης που επηρεάζει πολλούς τομείς, όπως για παράδειγμα την αυτοκινητοβιομηχανία λόγω της μετάβασης στην ηλεκτροκίνηση, αλλά και τον κλάδο των ακινήτων, όπου υπάρχει μικρότερη ζήτηση για γραφεία, επειδή η τηλεργασία έχει γίνει τόσο δημοσφιλής». Επιπλέον, τα υψηλά επιτόκια στην κεφαλαιαγορά αποτέλεσαν εμπόδιο στην προσέλκυση επενδύσεων.

“Ένα μνημειώδες λάθος”

Η Αν-Σοφί Αλσίφ, επικεφαλής οικονομολόγος της συμβουλευτικής εταιρείας BDO, δεν πιστεύει πως η οικονομική κατάσταση είναι τόσο δραματική – χωρίς ωστόσο να συνυπολογίζουμε τον πολιτικό παράγοντα.

«Υπάρχει βελτίωση στους μακροοικονομικούς δείκτεςαλλά σε περίπτωση που η κυβέρνηση πέσει και δεν υπάρχει προϋπολογισμός για το 2025, θα μπορούσαμε να διολισθήσουμε κατευθείαν σε οικονομική κρίση – και μία τέτοια εξέλιξη θα ήταν καταστροφική», εξηγεί η οικονομολόγος στην DW. «Αυτό θα έδινε στους επενδυτές το μήνυμα πως η Γαλλία είναι ανίκανη να εφαρμόσει ένα σχέδιο για την αποπληρωμή των χρεών της».

Τον περασμένο Οκτώβριο, αφ’ ότου η πρόβλεψη για το έλλειμμα του γαλλικού κράτους κατά το τρέχον έτος αυξήθηκε στο 6% επί της ετήσιας οικονομικής απόδοσης, ο Μπαρνιέ παρουσίασε ένα σχέδιο για τη μείωση του δημοσιονομικού κενού στο 3% έως το 2029, όπως προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας της ΕΕ. Δεδομένου όμως ότι η πρόταση μομφής “πέρασε”, για το προσεχές διάστημα τίθεται και πάλι σε εφαρμογή ο προϋπολογισμός του 2024. «Αυτός όμως ήταν ο προϋπολογισμός με τον οποίο το δημοσιονομικό μας κενό κατέληξε να φτάσει στο 6%», τονίζει η Αλσίφ. «Η απόφαση του Μακρόν να διαλύσει το κοινοβούλιο ήταν ένα μνημειώδες λάθος – και τώρα είμαστε αναγκασμένοι να έχουμε μία κυβέρνηση με έναν συνασπισμό, κάτι που απλούστατα δεν μπορεί να λειτουργήσει στη Γαλλία. Η πολιτική κατάσταση στη χώρα είναι απολύτως ασταθής».

«Είναι υπερβολή να πούμε πως η Γαλλία απειλείται να περάσει σε φάση οικονομικής κρίσης», σχολιάζει από την πλευρά του ο Κρίστοφερ Ντέμπικ, σύμβουλος επενδύσεων στην ελβετική εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων Pictet Asset Management. «Κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως η Γαλλία δεν είναι πλέον σε θέση να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της – όπως συνέβη από το 2009 με την Ελλάδα».

Ο οικονομολόγος επισημαίνει πως «οι διαχειριστές επενδυτικών κεφαλαίων στις ΗΠΑ μου λένε πως έχουν συνυπολογίσει εδώ και καιρό τον πολιτικό κίνδυνο και το spread – δηλαδή η διαφορά στα επιτόκια των κρατικών ομολόγων δεκαετίας σε σύγκριση με τη Γερμανία – βρίσκεται περίπου στις 80 μονάδες. Η Γαλλία πληρώνει επί του παρόντος κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα επιτόκια από τη Γερμανία. Και αυτή η διαφοροποίηση είναι αποδεκτή».

Είναι η Γαλλία “too big to fail”;

Τα επιτόκια για τα γαλλικά κρατικά δεκαετή ομόλογα βρίσκονται αυτήν τη στιγμή περίπου στο 3%. Όμως για πρώτη φορά στην ιστορία ξεπέρασαν αυτά της Ελλάδας. Και μέχρι την κήρυξη των πρόωρων βουλευτικών εκλογών το spread διαμορφωνόταν γύρω στις 50 μονάδες.

Αυτά τα στοιχεία είναι που ανησυχούν τον Φεράν: «Μέχρι τώρα η Γαλλία ισχυριζόταν πάντα πως είναι “too big to fail”, πως είναι δηλαδή υπερβολικά μεγάλο οικονομικό μέγεθος για να την αφήσουν οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες να χρεοκοπήσει», λέει ο οικονομολόγος. «Στις Βρυξέλλες όμως οι άνθρωποι χάνουν σιγά-σιγά την υπομονή τους με την ανικανότητα της Γαλλίας να αποπληρώσει τα χρέη της» – ένα χρέος το οποίο είναι πλέον μεγαλύτερο από το γαλλικό ΑΕΠ.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα