H πτώση της κυβέρνησης Μπαρνιέ και η μάχη διαχείρισης της οικονομίας

Διαβάζεται σε 10'
Μισέλ Μπαρνιέ
Μισέλ Μπαρνιέ Sarah Meyssonnier/Pool/AP IMAGES

Ο πολιτικός επιστήμονας και οικονομικός αναλυτής Θεοφάνης Κοτσώνης μιλά στο NEWS 24/7 για την επόμενη μέρα στη Γαλλία μετά την πτώση της κυβέρνησης Μπαρνιέ.

Πριν από λίγες ώρες, η γαλλική εθνοσυνέλευση υπερψήφισε την πρόταση μομφής έναντι της Κυβέρνησης του τεχνοκράτη Μισέλ Μπαρνιέ, την οποία έφερε προς ψήφιση το Νέο Λαϊκό Μέτωπο των συνασπισμένων κομμάτων της γαλλικής αριστεράς, με 331 ψήφους. Πρόκειται για την πρώτη επιτυχή πρόταση δυσπιστίας από το 1962 και μόλις τη δεύτερη από τη σύσταση της πέμπτης γαλλικής δημοκρατίας το 1958.

Στην πραγματικότητα, η ακροδεξιά “Εθνική Συσπείρωση” της Μαρί Λεπέν απέσυρε την ανοχή που είχε δείξει στον Μπαρνιέ, κατόπιν της απόπειρας του τελευταίου να διαμορφώσει έναν προϋπολογισμό λιτότητας “ευρύτερης αποδοχής”. Το επιχείρημα της απερχόμενης Κυβέρνησης, και επί της ουσίας του Προέδρου Μακρόν που εξαρχής τη δημιούργησε, περί φόβων κυβερνητικής αστάθειας και οικονομικών συνεπειών, δεν έπεισε το Κοινοβούλιο ή την κοινή γνώμη.

Προϋπολογισμός 2025: καταλύτης εξελίξεων

Υπενθυμίζεται πως μετά τις τελευταίες κοινοβουλευτικές εκλογές της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης, το Νέο Λαϊκό Μέτωπο (NFP) κατάφερε να βγει πρώτο στον δεύτερο γύρο, με την παράταξη της Λεπέν (RN) να ηττάται και το στρατόπεδο Μακρόν (RE) να λαμβάνει ένα σημαντικότατο πολιτικό κόστος. Αμέσως μετά, ο Μακρόν επέλεξε ως Πρωθυπουργό τον τεχνοκράτη Μισέλ Μπαρνιέ, δεχόμενος έτσι πυρά ευθύς εξαρχής από την αριστερά για λόγους μη σεβασμού των εκλογικών αποτελεσμάτων, της κοινοβουλευτικής ιεραρχίας και της λαϊκής εντολής που είχε λάβει η πρώτη δύναμη. Έτσι, η Κυβέρνηση Μπαρνιέ βασίστηκε σε μια ετερόκλητη συμμαχία (δυνάμεις Μακρόν & Ρεπουμπλικάνοι), με τη σιωπηρή διαπραγματευτική ανοχή της Λεπέν, η οποία απειλούσε συνεχώς να καταθέσει πρόταση μομφής. Μια απειλή, ωστόσο, που δεν κατάφερε να φέρει πρώτη προς ψήφιση, καθώς την πρόλαβε το NFP.

Μαρίν Λεπέν
Μαρίν Λεπέν 2024 Stephane de Sakutin, Pool via AP

Σε αυτό το ρευστό πολιτικά και ασταθές κυβερνητικά πλαίσιο, η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, συνεπεία των χειρισμών της προεδρίας Μακρόν από το 2017 μέχρι σήμερα, λειτούργησε ως καταλύτης εξελίξεων. Όπως φαίνεται από τον παρακάτω αναλυτικό πίνακα, οι βασικοί μακροοικονομικοί δείκτες της Γαλλίας, πλην του πληθωρισμού που βρίσκεται σε ελεγχόμενο επίπεδο, έχουν πλέον εκτροχιαστεί και μάλιστα κατά παράβαση των προβλέψεων του αναθεωρημένου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης της Ευρωζώνης (60% ανώτατο όριο χρέους και 3% ανώτατο έλλειμμα).

Έτσι, η Γαλλία συσσωρεύει ένα υψηλό δημόσιο χρέος (112% του ΑΕΠ) με αναιμικούς ετήσιους αναπτυξιακούς ρυθμούς (0,7% για το 2023 και 1,1% για το 2024) και φυσικά ένα σημαντικό δημοσιονομικό έλλειμμα (γύρω στο 6,1% για το 2024). Για αυτούς τους λόγους, οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης μείωσαν εντός του 2024 την επενδυτική βαθμίδα της Γαλλίας από ΑΑ σε ΑΑ- και της προσέδωσαν αρνητικό outlook, με αποτέλεσμα η Γαλλία να φτάσει προσφάτως να δανειστεί υψηλότερα από την Ελλάδα, καθώς το δεκαετές γαλλικό ομόλογο παρουσίασε υψηλότερο κόστος δανεισμού (3,03% έναντι του ελληνικού 2,99%), αντανακλώντας έτσι την επενδυτική απροθυμία λόγω του αυξημένου δανειακού ρίσκου.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η απερχόμενη κυβέρνηση συνέταξε έναν προϋπολογισμό στη βάση μιας περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής, που στόχο είχε τον περιορισμό των κρατικών δαπανών κατά 60 δισεκατομμύρια ευρώ και τον περιορισμό του ελλείμματος από το 6% στο 5% έως το τέλος του 2025. Από αυτά τα εξήντα δις, τα σαράντα θα προέρχονταν από δημόσιες περικοπές (κοινωνική ασφάλιση, διοικητικές υπηρεσίες και λοιπές δημόσιες δαπάνες) ενώ μόλις τα είκοσι θα προέρχονταν από φορολόγηση μεγάλων επιχειρήσεων και πλούσιων νοικοκυριών. Το Κοινοβούλιο εξαρχής τόνισε αυτή την άνιση κατανομή της επερχόμενης λιτότητας, η οποία θα βάραινε περισσότερο μικρομεσαίους, εργαζόμενους και συνταξιούχους, ενώ τα μεγάλα συμφέροντα θα συνέχιζαν να μην πληρώνουν το μερίδιο που τους αναλογεί. Εν τέλει και η Λεπέν διαφώνησε με τον προϋπολογισμό, παρά τις παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις επ΄αυτού. Το τελικό στρατηγικό λάθος του Μπαρνιέ, ήταν να προσπαθήσει να παρακάμψει την έγκριση μέρους του προϋπολογισμού από το Κοινοβούλιο, βασιζόμενος στο αρ. 49 παρ. 3 του γαλλικού συντάγματος, με αποτέλεσμα η αξιωματική αντιπολίτευση να απαντήσει με την πρόταση μομφής. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.

Αντιπολιτευόμενοι πόλοι και μια… υπόρρητη σύμπνοια

Πολλοί έσπευσαν να κάνουν λόγο για μια ετερόκλητη συμμαχία Λεπέν – Νέου Λαϊκού Μετώπου, καθώς μαζί απέσυραν την εμπιστοσύνη τους στον Μπαρνιέ. Πρόκειται για τους ίδιους κύκλους που προσπαθούν εναγωνίως να παρουσιάσουν το Νέο Λαϊκό Μέτωπο ως δήθεν “ακροαριστερά”, σε μια προσπάθεια ταύτισής του με τη Λεπέν και την εν γένει ακροδεξιά. Είναι η ίδια λογική που προσπαθεί πάνω σε μια συγκεχυμένη μεθοδολογικά βάση ενός απροσδιόριστου “λαϊκισμού” να ταυτίσει τον Ντόναλντ Τραμπ με την προοδευτική πτέρυγα των Δημοκρατικών (βλ. Σάντερς), ή αντίστοιχα, κάθε αντιμνημονιακή δύναμη ή/και κοινωνική κινηματική δράση με την Χρυσή Αυγή κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης. Η πραγματικότητα είναι σαφώς διαφορετική. Στη γαλλική περίπτωση μάλιστα, το NFP διατηρεί μια συνεπή στάση απέναντι τόσο στις δυνάμεις Μακρόν όσο και στις αντίστοιχες της Λεπέν, ενώ αντιθέτως, οι δύο τελευταίες βρίσκονται σε συνεχή στρατηγικό και πολιτικό διάλογο. Ενδεικτικά, ο επικεφαλής των φιλομακρονικών βουλευτών κ. Λοράν Βοκιέ, κατά τη διάρκεια της χθεσινής ψηφοφορίας, κυριολεκτικά παρακαλούσε την Λεπέν να μην υπερψηφίσει την μομφή για να μην συμμαχήσει με την “άκρα αριστερά” και να “θυμηθεί τις κοινές τους ιδεολογικές καταβολές”. Βλέπουμε λοιπόν ότι αναπτύσσεται, αργά αλλά μεθοδικά, μια υπόρρητη σύμπνοια εν είδει συναίνεσης ανάμεσα στο κεντροδεξιό φιλομακρονικό και το ακροδεξιό λεπενικό στρατόπεδο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την άσκηση εξουσίας.

Δημοσιονομική πραγματικότητα και πολιτικό αδιέξοδο

Ο Μπαρνιέ μπορεί πλέον να αποτελεί παρελθόν, γεγονός που ερμηνεύεται ως ακόμα μια προσωπική πολιτική ήττα του Εμανουέλ Μακρόν, όμως τα οικονομικά προβλήματα παραμένουν. Βάσει του γαλλικού συντάγματος, δεν μπορούν να προκηρυχθούν εκλογές για έναν χρόνο από τις τελευταίες, δηλαδή έως το επόμενο καλοκαίρι. Ως εκ τούτου, ο Μακρόν θα πρέπει να διορίσει νέο υπηρεσιακό Πρωθυπουργό και μάλιστα άμεσα, καθώς πιέζει η έγκριση του προϋπολογισμού. Πιθανώς, ο πρωθυπουργικός ρόλος να ανατεθεί σε κάποιο πρόσωπο ευρύτερης απήχησης (π.χ. σοσιαλδημοκράτη, κεντρώο ή ρεπουμπλικάνο), ωστόσο οι συσχετισμοί πολύ δύσκολα θα αλλάξουν. Με λίγα λόγια, η Μαρί Λεπέν θα συνεχίσει, όπως η ίδια δήλωσε, να θέτει προαπαιτούμενα και άρα μέρος της εκτελεστικής ατζέντας, διαφορετικά θα απειλεί και πάλι με άρση της ανοχής της. Αξίζει να σημειωθεί πως από τη στιγμή που ο/η Πρωθυπουργός δεν θα προέρχεται (κρίνοντας από το μέχρι στιγμής δείγμα γραφής Μακρόν) από το αριστερό Λαϊκό Μέτωπο, το τελευταίο, όπως έχει δηλώσει, θα ζητάει την παραίτηση του ίδιου του Μακρόν, τον οποίο και θεωρεί γενικώς πολιτικά και οικονομικά υπεύθυνο για την σημερινή κατάσταση. Εν τω μεταξύ, όσο συνεχίζεται η κρίση διακυβέρνησης, τόσο θα χειροτερεύει η παράμετρος της κυβερνητικής σταθερότητας στα διάφορα μαθηματικά οικονομικά μοντέλα, με αποτέλεσμα να χειροτερεύουν οι οικονομικές προβλέψεις, προγνώσεις και προτιμήσεις στα των γαλλικών ζητημάτων.

Μισέλ Μπαρνιέ
Μισέλ Μπαρνιέ 2024 Sarah Meyssonnier/Pool Photo via AP

Παράλληλα και ανεξάρτητα από τα ανωτέρω, οποιοσδήποτε κυβερνητικός άξονας και αν προκύψει, θα πρέπει να αντιμετωπίσει τα εκτροχιασμένα δημοσιονομικά στοιχεία. Η λογική Μπαρνιέ που απορρίφθηκε είχε βασιστεί στο γνωστό δόγμα δημοσιονομικής πειθαρχίας, γερμανικώς εκπορευόμενο από τον κανόνα scwarze null (ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί) που έχει επικρατήσει τα τελευταία χρόνια στα νεοκλασικά οικονομικά. Δηλαδή, μια λογική άμεσης μείωσης των ελλειμμάτων μέσω της μείωσης εξόδων (δημοσίων δαπανών) και αύξησης των εσόδων (μέσω της αύξησης φορολογίας), ελέγχου του χρέους σε βιώσιμα επίπεδα και σταδιακής δημιουργίας πρωτογενών πλεονασμάτων, τα οποία με τη σειρά τους δίνουν “σήμα” στις διεθνείς αγορές για μια καλύτερη πιστοληπτική αξιολόγηση ως δείκτες φερεγγυότητας, δηλαδή “μαξιλαριού” εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεων.

Πρόκειται για την ίδια λογική που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα καθώς και στις άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, ακόμα και τώρα παραβλέπεται αυτό που έχει πολλάκις προταθεί από κορυφαίους ερευνητές, κοινωνικούς και οικονομικούς επιστήμονες (βλ. Τομά Πικετί), δηλαδή μια άλλη, προοδευτικού και κριτικού τύπου, πολιτική επιλογή οικονομικού παραδείγματος, που βασίζεται σε ένα εναλλακτικό και βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο. Αυτή η έτερη λογική, αναγνωρίζει το σημερινό δημοσιονομικό μοντέλο ως μη βιώσιμο και προτείνει την μετατόπιση του κυρίου βάρους αυτής της προσαρμογής σε ειδικά και μεγάλα συμφέροντα, αξιοποιώντας φορολογικά και άλλα οικονομικά αναπτυξιακά εργαλεία, ώστε να μην επέλθει ακραία οικονομική ανισότητα άνευ ελέγχου και άρα de facto κοινωνική έκρηξη, φαινόμενα που λειτουργούν παραδοσιακά ως επιταχυντές και όχι σταθεροποιητές των πολιτικοοικονομικών αναταράξεων.

Εμανουέλ Μακρόν και Μισέλ Μπαρνιέ
Εμανουέλ Μακρόν και Μισέλ Μπαρνιέ 2024 Ludovic Marin, Pool via AP

Συμπεράσματα ευρωπαϊκής κλίμακας και αναπτυξιακής τροχιάς

Η Γαλλία δεν είναι η μοναδική προβληματική περίπτωση, από άποψη δημοσιονομικών δεικτών, της Ευρωζώνης. Κάθε άλλο. Ο γαλλογερμανικός άξονας παραμένει ελλειμματικός, με τη Γερμανία να οδεύει σε εκλογές και να παραμένει σε υφεσιακή τροχιά, ενώ οι περισσότερες χώρες της ζώνης του ευρώ δεν τηρούν τα ανώτατα επιτρεπτά όρια του νέου δημοσιονομικού συμφώνου, το οποίο αναθεωρήθηκε στη βάση ανεφάρμοστων στόχων υπό την πίεση των βόρειων φειδωλών κρατών. Αυξάνονται λοιπόν, εύλογα, οι φόβοι για κάποια δυνητική κρίση χρέους. Έτσι, αποδεικνύεται πως τα κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιρλανδία κλπ.), που κοροϊδευτικά αποκαλούσαν κάποτε με τα αρχικά PIGS (γουρούνια), δεν αποτελούσαν μοναδικές περιπτώσεις, αλλά μέρη ενός δομικού, ενιαίου και σύνθετου προβλήματος που κυρίως εδράζεται στη μη δημοσιονομική και οικονομική ολοκλήρωση της Ευρωζώνης.

Εάν προταθούν και πάλι οι ίδιες πολιτικές που υλοποιήθηκαν στα κράτη του Νότου, οι οποίες σημειωτέον δεν έλυσαν τα μακροπρόθεσμα και δομικά προβλήματα αυτών των χωρών όπως αποδεικνύουν τα σημερινά διαθέσιμα στοιχεία, δεν θα υπάρξει λυσιτελής διευθέτηση των κρίσιμων σημερινών ανισορροπιών. Αντίθετα, τα κράτη – μέλη της Ευρωζώνης, αν θέλουν να υλοποιήσουν τις προτάσεις της έκθεσης Ντράγκι που προβλέπουν αλλαγή παραγωγικού υποδείγματος μέσω επενδύσεων – μαμούθ, προς ανάκτηση ανταγωνιστικότητας και υψηλής ανάπτυξης, τότε πρέπει να επενδύσουν στη δημιουργία κοινού ευρωπαϊκού χρέους (eurobond), στη στενότερη οικονομική διακυβέρνηση και οικονομική σύγκληση, καθώς και σε ένα επικαιροποιημένο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής που μπορεί να αξιοποιήσει έκτακτα φορολογικά εργαλεία, ώστε να προστατεύσει τις κοινωνικές πλειοψηφίες, πριν αυτές χάσουν οριστικά την πίστη τους στους δημοκρατικούς θεσμούς.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα