Γερμανία: Τι προβλέπει η συμφωνία συγκυβέρνησης SPD, Πράσινων και Φιλελεύθερων
Τι προβλέπει το κείμενο συνεργασίας στο οποίο συμφώνησαν τα τρία κόμματα της συγκυβέρνησης SPD, Πράσινοι και Φιλελεύθεροι. Τα σημεία "κλειδιά" της συμφωνίας.
- 10 Δεκεμβρίου 2021 06:13
Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 2 Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ που δημοσιεύεται σήμερα στο enainstitute.org
Η νέα ομοσπονδιακή κυβέρνηση συνεργασίας στη Γερμανία με Καγκελάριο τον σοσιαλδημοκράτη Όλαφ Σολτς είναι πλέον γεγονός. Πρόκειται για την πρώτη φορά που τα τρία αυτά κόμματα, δηλαδή οι Σοσιαλδημοκράτες, οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι, συμμετέχουν μαζί σε μία κυβέρνηση. Το κείμενο συνεργασίας που δημοσιεύτηκε στις 24/11 υπήρξε προϊόν πολύμηνων και πολυεπίπεδων διαπραγματεύσεων μεταξύ των τριών κομμάτων. Μέσα σε 178 σελίδες το κείμενο ρυθμίζει αναλυτικά όλα τα βασικά ζητήματα που θα απασχολήσουν τη γερμανική κυβέρνηση την επόμενη τετραετία, δίνοντας έμφαση στην οικολογική και ψηφιακή μετάβαση κράτους και οικονομίας, στην αντιμετώπιση της πανδημίας και στην εξωτερική πολιτική και ρυθμίζοντας σημαντικά κοινωνικά ζητήματα.
Βασική επιδίωξη των τριών κομμάτων είναι να κάνουν τη δεκαετία του 2020 μια δεκαετία επενδύσεων για το μέλλον, ιδίως στην προστασία του κλίματος, την ψηφιοποίηση, την εκπαίδευση, καθώς και την έρευνα και τις υποδομές. Η συμφωνία θέτει ως στόχο το 2030 (αντί του 2038) για την κατάργηση της ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα και την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας μέχρι το 2045. Η συνθήκη προτείνει, επίσης, μια συνολική προσέγγιση της πολιτικής για το κλίμα, με έναν νέο μηχανισμό «κλιματικού ελέγχου», που απαιτεί από όλα τα υπουργεία να αξιολογούν τις κλιματικές επιπτώσεις της νομοθεσίας τους. Η επερχόμενη κυβέρνηση θα επιδιώξει να εφαρμόσει τα κατάλληλα κίνητρα ώστε να κυκλοφορούν στους δρόμους 15 εκατομμύρια αμιγώς ηλεκτρικά οχήματα (σε αντίθεση με τα υβριδικά) έως το 2030, από περίπου 400.000, που είναι σήμερα. Αυτό θα απαιτήσει τη μαζική επέκταση των υποδομών φόρτισης, η οποία, με τη σειρά της, θα ανοίξει το δρόμο για την προτεινόμενη από την ΕΕ απαγόρευση των ταξινομήσεων νέων οχημάτων με ορυκτά καύσιμα από το 2035. Η συμφωνία αυξάνει, επίσης, το μερίδιο των δαπανών της γενικής κυβέρνησης για έρευνα και ανάπτυξη στο 3,5% του ΑΕΠ έως το 2025. Επίσης, θέτει ως στόχο την κατασκευή 400.000 νέων κατοικιών ετησίως, εκ των οποίων οι 100.000 θα επιδοτούνται από το κράτος, για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα έλλειψης φθηνής κατοικίας στις μεγάλες πόλεις και ιδίως στο Βερολίνο.
Για την υλοποίηση των παραπάνω στόχων, η τρικομματική κυβέρνηση σκοπεύει να ακολουθήσει μια πολιτική που αυξάνει σημαντικά τις επενδύσεις – τόσο τις ιδιωτικές όσο και τις δημόσιες. Παρ’ όλα αυτά, η συμφωνία δηλώνει ότι, αρχής γενομένης το 2023, ο δημόσιος δανεισμός θα επανέλθει στα στενά δημοσιονομικά όρια που προβλέπει το συνταγματικά κατοχυρωμένο «φρένο χρέους», δηλαδή θα περιοριστεί στο ετήσιο 0,35% του ΑΕΠ. Όπως όμως επισημαίνουν τόσο η Γερμανική Συνομοσπονδία Συνδικάτων (DGB) όσο και ο Σύνδεσμος Γερμανών Βιομηχάνων (BDI) σε ανακοινώσεις τους, η νέα κυβέρνηση δεν καθιστά σαφές το πώς θα χρηματοδοτήσει αυτές τις επενδύσεις, δεδομένων των στενών δημοσιονομικών περιθωρίων που θα διαμορφώσει η επιστροφή στο «φρένο χρέους» το 2023.
Σημαντικά κοινωνικά ζητήματα που ρυθμίζει η συμφωνία είναι η εφάπαξ αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου από τα 9,60 ευρώ στα 12 ευρώ. Η αύξηση των μηνιαίων απολαβών για τις λεγόμενες mini-jobs (έως 10 ώρες εβδομαδιαίως) από τα 450 στα 520 ευρώ και για τις λεγόμενες midi-jobs (έως 20 ώρες) από τα 1.200 στα 1.600 ευρώ. Παρ’ όλα αυτά, όπως επισημαίνει η DBG, οι θέσεις αυτές θα εξακολουθούν και με το νέο καθεστώς να μην καλύπτουν την υγειονομική και κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων. Άλλο μέτρο είναι η ελεγχόμενη διανομή κάνναβης σε ενήλικες για σκοπούς κατανάλωσης σε καταστήματα με άδεια, ώστε να ελέγχεται η ποιότητα και να αποτρέπεται η μετάδοση μολυσμένων ουσιών. Η συμφωνία προβλέπει, επίσης, την κατάργηση του νόμου για τα διεμφυλικά άτομα και την αντικατάστασή του με έναν νόμο περί αυτοδιάθεσης, ενώ το κόστος των θεραπειών αλλαγής φύλου θα πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τη νόμιμη ασφάλιση υγείας.
Ως προς το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, η νέα κυβέρνηση διατηρεί μια στάση σχετικά μετριοπαθή, αναμένοντας βεβαίως και τη στάση των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, ιδίως της Γαλλίας και της Ιταλίας. Η συμφωνία τονίζει ότι «το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) έχει αποδείξει την ευελιξία του», ενώ θέτει τρεις βασικές αρχές από τις οποίες θα πρέπει να καθοδηγείται η περαιτέρω ανάπτυξη των κανόνων δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτές είναι η διασφάλιση της ανάπτυξης, η διατήρηση της βιωσιμότητας του χρέους, αλλά και ο προσανατολισμός προς βιώσιμες και φιλικές προς το κλίμα επενδύσεις. Ενδιαφέρον παρουσιάζει εδώ η διαφορετική προσέγγιση του Ιταλού πρωθυπουργού Μ. Ντράγκι, ο οποίος σε πρόσφατη συνέντευξη Τύπου στη Ρώμη δήλωσε ότι «όσον αφορά τους δημοσιονομικούς κανόνες που ίσχυαν μέχρι πριν από την πανδημία, είχαν ήδη αποδειχθεί ανεπαρκείς από την παγκόσμια οικονομική κρίση… Σήμερα η αναθεώρηση [των κανόνων] είναι αναπόφευκτη, όχι μόνο λόγω του πολύ υψηλού κόστους της πανδημίας με οικονομικούς και κοινωνικούς όρους αλλά και λόγω των μελλοντικών προκλήσεων για την ΕΕ, από την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής έως τις νέες τεχνολογίες και τις γιγαντιαίες επενδύσεις στους ημιαγωγούς. Πρέπει να διορθώσουμε το παρελθόν μας και να σχεδιάσουμε το μέλλον μας». Στο ίδιο πνεύμα βρίσκεται και ο ηγέτης της Γαλλίας Ε. Μακρόν γεγονός, που επιβεβαιώθηκε και στην πρόσφατη συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών. Ως προς το Ταμείο Ανάκαμψης, ξεκαθαρίζεται ότι για τη νέα ομοσπονδιακή κυβέρνηση παραμένει ένα μέσο περιορισμένο σε χρονική διάρκεια και μέγεθος, ενώ σημειώνεται ότι αποτελεί θεμελιώδες συμφέρον της Γερμανίας το πρόγραμμα ανασυγκρότησης να επιφέρει ταχεία και εμπροσθοβαρή ανάκαμψη σε όλη την Ευρώπη μετά την κρίση.
Ως προς την εξωτερική πολιτική, η νέα κυβέρνηση θέτει ως στόχο την ενίσχυση του διεθνούς ρόλου της ΕΕ και την εφαρμογή μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής άμυνας και ασφάλειας. Προτείνει μάλιστα δύο σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Το πρώτο είναι η μετατροπή του κανόνα περί ομοφωνίας στο Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής της ΕΕ σε ενισχυμένη πλειοψηφία, ώστε το όργανο αυτό να καταστεί περισσότερο λειτουργικό. Το δεύτερο είναι η ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης, με την ενίσχυση του ρόλου του Ύπατου Εκπροσώπου με καθήκοντα αντίστοιχα ενός Υπουργού Εξωτερικών της ΕΕ.
Τέλος, η νέα κυβέρνηση μιλάει ανοικτά για «συστημικό ανταγωνισμό» με την Κίνα. Οι Γερμανοί πολιτικοί γνωρίζουν τη διακομματική συναίνεση στις ΗΠΑ για την αντιμετώπιση της κινεζικής επιρροής και έχουν λάβει το σαφές μήνυμα της κυβέρνησης Μπάιντεν ότι θέλει να συντονίσει την πολιτική της Κίνας με τους Ευρωπαίους. Έτσι, η συμφωνία του συνασπισμού ζητεί μια διατλαντική πολιτική για την Κίνα. Και ο νέος συνασπισμός έχει δεσμευτεί να συνεργαστεί στενότερα με τους εταίρους του στην ΕΕ και να θέσει τέλος στην υπερβολική εξάρτηση της Γερμανίας από τις εξαγωγές και επενδύσεις στην Κίνα, τις οποίες η ίδια η Α. Μέρκελ χαρακτήρισε πρόσφατα «αφελείς». Η ατζέντα αυτή βρίσκει σύμφωνο και τον Σύνδεσμο Γερμανών Βιομηχάνων.
Η νέα κυβέρνηση καλείται λοιπόν να αντιμετωπίσει άμεσα προβλήματα, όπως η διαχείριση του τέταρτου κύματος της πανδημίας, μεσοπρόθεσμα προβλήματα, όπως η αναθεώρηση του ΣΣΑ, αλλά και στρατηγικής σημασίας προβλήματα, όπως η κλιματική κρίση και ο τεχνολογικός ανταγωνισμός με Κίνα και ΗΠΑ, ώστε να παραμείνει η Γερμανία η ισχυρότερη εξαγωγική οικονομία στον κόσμο και πρωτοπόρος στην καινοτομία. Η επίτευξη αυτών των στόχων θα είναι μια εξαιρετικά πολύπλοκη και πολυπαραγοντική διαδικασία, με πλήθος απρόβλεπτες μεταβλητές.
*Ο Θάνος Λιάπας είναι υποψήφιος Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, European University Viadrina
Πάρε μέρος στην έρευνα αναγνωστών του NEWS 24/7. Αφιέρωσε 3 λεπτά για να απαντήσεις γρήγορα και ανώνυμα! Ξεκίνα εδώ: Έρευνα News 24/7
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις