Γιατί ο Λίβανος κρατάει τα “κλειδιά” του μεταναστευτικού
Διαβάζεται σε 9'Έκδηλη, όπως αποτυπώθηκε και στη Σύνοδο Κορυφής, είναι η ευρωπαϊκή ανησυχία για προσφυγικό κύμα από τον Λίβανο. Η πίεση της Κύπρου για αντιμεταναστευτική συμφωνία με τη χώρα της Μέσης Ανατολής και ο καθημερινός «Γολγοθάς» των Σύρων προσφύγων.
- 19 Απριλίου 2024 06:30
Αναγκαζόμενοι από ολοένα και πιο απελπιστικές συνθήκες διαβίωσης και με το αίσθημα της ασφάλειας να έχει διαταραχθεί λόγω της κλιμακούμενης έντασης στην περιοχή, ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων επιβιβάζεται σε βάρκες διακινητών -κυρίως στη βόρεια πόλη της Τρίπολης του Λιβάνου- με προορισμό την Κύπρο, που απέχει περίπου 260 χιλιόμετρα δια θαλάσσης.
Παρ’ ότι οι αριθμοί των αφίξεων το προηγούμενο διάστημα κινούνταν σε διψήφια επίπεδα, τους τρεις πρώτους μήνες του 2024 η κυπριακή κυβέρνηση κατέγραψε περισσότερους από 2.000 Σύρους πρόσφυγες που έφτασαν από τον Λίβανο δια θαλάσσης. Παρά τη διμερή συμφωνία που υπογράφηκε το 2020, και η οποία δίνει τη δυνατότητα στην Κύπρο να στέλνει πίσω πρόσφυγες από τον Λίβανο, το κράτος της Μέσης Ανατολής αρνείται πλέον να δεχτεί πίσω Σύρους από την Κύπρο.
Στις αρχές Απριλίου, μάλιστα, ο Κύπριος πρόεδρος Νίκος Χριστοδουλίδης κάλεσε την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν να μεσολαβήσει στον Λίβανο ούτως ώστε να περιοριστεί η εισροή μεταναστευτικών σκαφών που φτάνουν στις ακτές του νησιού. Λίγες ημέρες αργότερα, συναντήθηκε με τον υπηρεσιακό πρωθυπουργό του Λιβάνου Νατζίμπ Μικάτι στη Βηρυτό για να συζητήσουν τη μεταναστευτική κρίση, με τον τελευταίο να κάνει λόγο για προσπάθειες του Λιβάνου για τον έλεγχο της μετανάστευσης, αλλά να τονίζει την ανάγκη για μια συμφωνία-πλαίσιο με την ΕΕ.
Εν τω μεταξύ, η Κύπρος έχει ανακοινώσει ότι αναστέλλει την εξέταση των αιτημάτων ασύλου των Σύρων προσφύγων που φτάνουν στη χώρα από το Λίβανο.
Στο σημείο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι ο Λίβανος -με συνολικό πληθυσμό περίπου 5,5 εκατομμυρίων κατοίκων- φιλοξενεί περίπου 1,5 εκατομμύρια Σύρους και 210.000 Παλαιστίνιους πρόσφυγες, γεγονός που τον καθιστά τη χώρα με τον υψηλότερο κατά κεφαλήν πληθυσμό προσφύγων στον κόσμο. Παρά την οικονομική βοήθεια που λαμβάνει από την ΕΕ και τα Ηνωμένα Έθνη, το αντισυριακό συναίσθημα έχει γίνει σταδιακά πιο έντονο στο Λίβανο με την πάροδο των ετών. Ιδίως, δε, από τότε που η χώρα βυθίστηκε σε μια πολύπλευρη οικονομική κρίση στα τέλη του 2019, ένα μέρος του πληθυσμού και της πολιτικής τάξης αποδίδει την ευθύνη στους Σύρους.
Η φρικτή καθημερινότητα των Σύρων στον Λίβανο
Ο Fadel Abdul Ghany, εκτελεστικός διευθυντής του Συριακού Δικτύου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, δήλωσε στην εφημερίδα The New Arab ότι οι Σύροι πρόσφυγες στον Λίβανο αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες στην απόκτηση επίσημων εγγράφων, ιδίως αδειών παραμονής, γεγονός που περιορίζει τη δυνατότητά τους να κινούνται ελεύθερα και την πρόσβασή τους σε βασικές υπηρεσίες. Οι διακρίσεις, ο ρατσισμός και η εκμετάλλευση επιδεινώνουν περαιτέρω την κατάστασή τους.
«Ενώ πολλοί υπομένουν αυτές τις κακουχίες, αντί να διακινδυνεύσουν να επιστρέψουν στη Συρία, κάποιοι αναζητούν καταφύγιο σε άλλες χώρες για να ξεφύγουν από τις δύσκολες συνθήκες του Λιβάνου» εξηγεί ο ίδιος.
Επιπλέον, η κυβέρνηση του Λιβάνου θεσπίζει πολιτικές για τη βίαιη επιστροφή Σύρων στη χώρα τους κατά παράβαση της διεθνούς αρχής της μη επαναπροώθησης, ενώ την ίδια στιγμή α) η σύγκρουση στα νότια σύνορα της χώρας μεταξύ της Χεζμπολάχ και του Ισραήλ και β) η αυξανόμενη βία και ρητορική κατά των προσφύγων μετά τη δολοφονία ανώτερου στελέχους των Λιβανέζικων Δυνάμεων -η οποία φέρεται να έγινε από Σύρους υπηκόους- ωθούν όλο και περισσότερους πρόσφυγες να αναζητήσουν καταφύγιο στην ΕΕ.
Αντιμεταναστευτική συμφωνία της ΕΕ, όπως με την Τυνησία και την Αίγυπτο;
Ανώτεροι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν προτείνει να συνάψουν οι Βρυξέλλες μια συμφωνία με τη Βηρυτό, αντίστοιχη με αυτές κατά της μετανάστευσης που υπεγράφησαν με την Αίγυπτο και την Τυνησία, και οι οποίες έχουν επικριθεί από ανθρωπιστικές οργανώσεις.
Και εξηγούμαστε: Προκειμένου η ΕΕ να περιορίσει την παράτυπη μετανάστευση μέσω θαλάσσης, έχει εφαρμόσει διμερείς συμφωνίες με βασικές χώρες αναχώρησης, με αντάλλαγμα την παροχή οικονομικής βοήθειας. Έτσι, λοιπόν, τον περασμένο Ιούλιο ΕΕ και Τυνησία έδωσαν τα χέρια για την ενίσχυση των οικονομικών και εμπορικών εταιρικών σχέσεών τους και την ενίσχυση του ελέγχου των συνόρων, παρέχοντας βοήθεια ύψους 105 εκατ. ευρώ. Αντίστοιχο, τον Μάρτιο, η ΕΕ σύναψε μια στρατηγική σχέση με την Αίγυπτο, προσφέροντας 7,4 δισ. ευρώ σε βοήθεια για τη στήριξη της σταθερότητας της χώρας και την αντιμετώπιση των μεταναστευτικών προκλήσεων εν μέσω της σύγκρουσης στη Γάζα και του πολέμου στο Σουδάν.
Λαμβάνοντας υπόψιν αυτά τα δεδομένα, η Κύπρος διερευνά αν μπορεί να πείσει την ΕΕ να υιοθετήσει μια παρόμοια προσέγγιση για τον Λίβανο. Προσερχόμενος την Τετάρτη στη Σύνοδο Κορυφής, ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης, δήλωσε πως «η πρόεδρος της Επιτροπής μόλις με ενημέρωσε ότι θα επισκεφτούμε από κοινού τον Λίβανο στις 2 Μαΐου. Έχω έρθει και σε επαφή με τον πρωθυπουργό της χώρας, έτσι ώστε να δείξουμε την έμπρακτη στήριξη της ΕΕ στην προσπάθεια που γίνεται με τον Λίβανο».
Ερωτηθείς κατά πόσον ξεκίνησε μια συζήτηση, σε επίπεδο ΕΕ, για ένα πιο συγκροτημένο πακέτο βοήθειας προς τον Λίβανο, ο κ. Χριστοδουλίδης επεσήμανε ότι: «Για το πρώτο πακέτο έχω ήδη συζητήσει με την Πρόεδρο της Επιτροπής όταν πήγαμε στην Αθήνα. Όπως γνωρίζετε μετά πήγα στον Λίβανο, έχω ενημερώσει την κυβέρνηση του Λιβάνου και χαίρομαι που έχει καθοριστεί συγκεκριμένη ημερομηνία. Όπως σας έχω πει στις 2 Μαΐου θα βρεθώ στον Λίβανο, μαζί με την πρόεδρο της Επιτροπής. Θα σας πω την ίδια στιγμή ότι την Παρασκευή ο Γάλλος πρόεδρος θα φιλοξενήσει στο Παρίσι τον πρωθυπουργό της χώρας, τον αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, σε μια προσπάθεια που γίνεται, συνειδητά πλέον, συγκεκριμένα από πλευράς ΕΕ, για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που ο Λίβανος αντιμετωπίζει και κατ’ επέκταση, τα όποια προβλήματα, όπως για παράδειγμα το μεταναστευτικό που έχει αντιμετωπίσει η Κυπριακή Δημοκρατία. Αλλά είναι σε άμεση συνάρτηση, επαναλαμβάνω, με την ανάγκη να ξεκινήσουμε συζητήσεις για καθορισμό κάποιων περιοχών στη Συρία, στη βάση πραγματικών δεδομένων, ως ασφαλών περιοχών».
Στο ζήτημα του Λιβάνου εστίασε και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, μετά την πρώτη ημέρα των εργασιών της Συνόδου Κορυφής. «Έχουν πολλούς Σύρους πρόσφυγες στον Λίβανο και όλοι καταλαβαίνουμε ότι είναι ευθύνη μας να συνεργαστούμε με τη χώρα αυτή (…) συμπεριλαμβανομένων των λιβανέζικων ενόπλων δυνάμεων» εξήγησε ο Μισέλ, προσθέτοντας ότι η μελλοντική συνεργασία με τον Λίβανο θα μπορούσε να περιλαμβάνει μέτρα για τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών προς την Ευρώπη.
Ο Ευρωπαίος αξιωματούχος απέφυγε, πάντως, να επιβεβαιώσει αν άλλοι ηγέτες -πέρα του Νίκου Χριστοδουλίδη- έχουν υποστηρίξει την πρόταση να εξεταστεί το ενδεχόμενο επανεκτίμησης των λεγόμενων «ασφαλών περιοχών» εντός της Συρίας, προκειμένου να διευκολυνθεί η επιστροφή μεταναστών και προσφύγων. «Πρέπει να συνεργαστούμε με τον Λίβανο, αυτό είναι πολύ σαφές. Η μετανάστευση είναι μόνο μία πτυχή» επεσήμανε ο Μισέλ.
Σημειώνεται πως στα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής, οι 27 ηγέτες δηλώνουν ότι είναι έτοιμοι να «συνεργαστούν με όλους τους εταίρους για να αποφευχθεί περαιτέρω κλιμάκωση των εντάσεων στην περιοχή, ιδίως στον Λίβανο» και επιβεβαιώνουν «την αποφασιστικότητα της ΕΕ να στηρίξει τα πλέον ευάλωτα άτομα στον Λίβανο, συμπεριλαμβανομένων των προσφύγων, των εσωτερικά εκτοπισθέντων ατόμων και των κοινοτήτων υποδοχής που έχουν ανάγκη, καθώς και να παράσχει στήριξη για την καταπολέμηση της εμπορίας και της παράνομης διακίνησης ανθρώπων».
Η επιστροφή στη Συρία, υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν είναι λύση
Ο Wadih Al-Asmar, Λιβανέζος ακτιβιστής για τα ανθρώπινα δικαιώματα και συνιδρυτής του Λιβανέζικου Κέντρου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, εξηγεί ότι μια πιθανή συμφωνία με τον Λίβανο, όπου η απουσία προέδρου και υπηρεσιακής κυβέρνησης καθιστά το κράτος μη λειτουργικό, θα ήταν αναποτελεσματική, υπογραμμίζοντας την αναγκαιότητα μιας πολιτικής λύσης στη Συρία. «Ο Λίβανος δεν είναι μια ασφαλής χώρα για τους Σύρους πρόσφυγες. Η απέλαση ή η επαναπροώθησή τους στη Συρία παραβιάζει αρκετούς νόμους, συμπεριλαμβανομένης της Σύμβασης κατά των Βασανιστηρίων και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα».
Ο ίδιος, μάλιστα, επικρίνει την ΕΕ για το γεγονός ότι ακολουθεί μια «σύντομη διαδρομή» για την αντιμετώπιση των μεταναστευτικών ροών και δεν λαμβάνει υπόψη τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα. «Αυτή η στρατηγική, που συχνά καθοδηγείται από ακροδεξιές ατζέντες στην Ευρώπη, αποσκοπεί στην εξωτερίκευση της διαχείρισης της μετανάστευσης, βασιζόμενη σε αυταρχικά καθεστώτα. Αντί να υπερασπίζεται τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ΕΕ επιλέγει συντομεύσεις, όπως η χρηματοδότηση αυτών των καθεστώτων για την επιβολή των συνοριακών ελέγχων».
Η ουσία του θέματος, πάντως, είναι ότι η Συρία δεν θεωρείται ασφαλές μέρος για την επιστροφή των προσφύγων, καθώς ΜΚΟ διεθνώς έχουν καταγράψει ευρέως τη βία, τα βασανιστήρια, τις αυθαίρετες συλλήψεις, τους βιασμούς και τις δολοφονίες, καθώς και τις εξαφανίσεις, για τους Σύρους πρόσφυγες που επιστρέφουν στη χώρα τους.
Όπως παρατηρεί η Kelly Petillo, υπεύθυνη προγράμματος για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, οι πρόσφατες διμερείς συμφωνίες για τη μετανάστευση (σ.σ. με Αίγυπτο και Τυνησία) αντικατοπτρίζουν ένα συγκεκριμένο μοτίβο, όπου αρκετά ευρωπαϊκά κράτη, υπό την ηγεσία δεξιών κομμάτων, υποστηρίζουν τον επαναπατρισμό των Σύρων παρά τις αντιξοότατες συνθήκες. «Ενώ η ΕΕ αντιτίθεται επισήμως στην επιστροφή Σύρων, υπάρχει αυξανόμενη άτυπη και πολιτική πίεση για την επανεξέταση ορισμένων περιοχών της Συρίας ως ασφαλών για την επιστροφή προσφύγων. Αλλά η αλήθεια είναι ότι η Συρία δεν είναι ασφαλής, οπότε μέχρι να αλλάξει αυτό, οι ασφαλείς ζώνες είναι καταδικασμένες να αποτύχουν».
Στο ίδιο πνεύμα και ο Abdul Ghany, ξεκαθαρίζοντας οι περισσότεροι Σύροι πρόσφυγες επιθυμούν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, αλλά δεν μπορούν να το κάνουν γιατί θα αντιμετώπιζαν βασανιστήρια και θάνατο. «Χωρίς μια πολιτική λύση βασισμένη στο διεθνές δίκαιο και τον σεβασμό, και με το συριακό καθεστώς ταυτοχρόνως να απαλλάσσεται από κάθε μορφή λογοδοσίας, κανείς δεν θα επιστρέψει στη Συρία».