Γιατί ο Τραμπ δεν έχει τερματίσει ακόμα τον πόλεμο στην Ουκρανία;
Διαβάζεται σε 5'Ο Τραμπ ισχυριζόταν προεκλογικά πως θα τερμάτιζε τον πόλεμο στην Ουκρανία μέσα σε 24 ώρες από την ανάληψη των καθηκόντων του. Μετά την ορκωμοσία του όμως αλλάζει το αφήγημά του.
- 24 Ιανουαρίου 2025 14:04
Διανύουμε την πέμπτη μέρα της δεύτερης θητείας του Ντόναλντ Τραμπ και παρατηρούμε πως έχουν περάσει ήδη τρία 24ωρα παραπάνω από όσα υποτίθεται ότι χρειαζόταν ο 47ος πρόεδρος των ΗΠΑ για να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία, όπως ισχυριζόταν κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας. Αντίθετα φαίνεται πως ο Τραμπ αλλάζει το αφήγημά του σχετικά με το πόλεμο που ξεκίνησε η Ρωσία.
Κατά την ομιλία του στην ορκωμοσία, ο Τραμπ δεν αναφέρθηκε καν στην Ουκρανία αλλά μιλώντας λίγο αργότερα σε δημοσιογράφους, δήλωσε ότι ο πόλεμος κοστίζει στον πρόεδρο της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, περισσότερα απ’ όσα κερδίζει. «Δεν μπορεί να είναι ενθουσιασμένος, δεν τα πηγαίνει και τόσο καλά», είπε ο Τραμπ, ενώ στη συνέχεια, άσκησε κριτική στον Πούτιν.
Την επόμενη μέρα, σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Truth Social, ο Τραμπ προχώρησε ακόμη περισσότερο. «Αν δεν κάνουμε μια συμφωνία [για τον τερματισμό του πολέμου], και σύντομα, δεν έχω άλλη επιλογή παρά να επιβάλω υψηλούς φόρους, δασμούς και κυρώσεις σε οτιδήποτε πωλείται από τη Ρωσία στις ΗΠΑ και σε διάφορες άλλες συμμετέχουσες χώρες».
Βέβαια, όλα τα παραπάνω ακούγονται κάπως γνώριμα καθώς πρόκειται για τις πρακτικές που εφάρμοσε και ο προκάτοχος του Τραμπ, Τζο Μπάιντεν. Η κυβέρνησή του απαγόρευσε σχεδόν όλες τις εισαγωγές ρωσικών προϊόντων και είχε επιβάλει ευρείες κυρώσεις σε πολλούς ρωσικούς φορείς.
Συνεχίζει την πολιτική του Μπάιντεν;
Επομένως, αυτό που προτείνει τώρα ο Τραμπ είναι απλά να συνεχίσει την πολιτική του του Μπάιντεν; Αυτό φαίνεται πως πιστεύει η Ρωσία. Την Πέμπτη, 23 Ιανουαρίου, απαντώντας στις απειλές του Τραμπ, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, δήλωσε στα ρωσικά μέσα ενημέρωσης: «Δεν βλέπουμε κάποιο ιδιαίτερο νέο στοιχείο εδώ».
Το ειρηνευτικό σχέδιο του Τραμπ
Σύμφωνα με ανάλυση της ιστοσελίδας theconversation.com, τα στοιχεία δείχνουν πως η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ δεν μεταβάλλεται τόσο εύκολα όσο η εσωτερική και ότι οι δεσμεύσεις της Αμερικής στο εξωτερικό μοιάζουν να “κληρονομούνται” από πρόεδρο σε πρόεδρο. Τρανό παράδειγμα αποτελεί η συνέχιση της πολιτικής του Μπαράκ Ομπάμα στη Μέση Ανατολή κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ ο οποίος διατήρησε σε ένα βαθμό την εμπλοκή της Αμερικής αλλά διατήρησε ισχνό το αποτύπωμα των ΗΠΑ στην περιοχή.
Ωστόσο, η προσέγγιση του Τραμπ για την Ουκρανία φαίνεται να πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα από εκείνη του Μπάιντεν σε δύο βασικούς τομείς:
Στόχος τερματισμού του πολέμου σε 100 μέρες: Ο Τραμπ έθεσε έναν νέο στόχο για τον τερματισμό του πολέμου μέσα σε 100 μέρες. Επιπλέον, διόρισε τον ειδικό απεσταλμένο Κιθ Κέλογκ για να φέρει τη Ρωσία και την Ουκρανία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ο Τραμπ φαίνεται να θέλει να ξεπεράσει τις προϋποθέσεις που έχει θέσει το Κρεμλίνο για κατάπαυση του πυρός, όπως την παραίτηση της Ουκρανίας από αξιώσεις στην Κριμαία και τις τέσσερις ανατολικές επαρχίες, καθώς και την εγγύηση ότι η Ουκρανία δεν θα γίνει μέλος του ΝΑΤΟ.
Ποινές σε χώρες που συνεργάζονται με τη Ρωσία: Ο Τραμπ δήλωσε ότι σκοπεύει να προχωρήσει συγκριτικά με τον Μπάιντεν το σχέδιό του, τιμωρώντας χώρες που συνεχίζουν να συνεργάζονται με τη Ρωσία, όπως το Ιράν, η Βόρεια Κορέα, αλλά και χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία, που παραμένουν μεγάλοι αγοραστές ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Ο Μπάιντεν είχε αφήσει περιθώρια σε χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία να διαδραματίσουν έναν εποικοδομητικό ρόλο για την επίτευξη βιώσιμης ειρήνης μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Ο Τραμπ, από την άλλη πλευρά, ελπίζει ότι οι απειλές θα ενθαρρύνουν την Κίνα και την Ινδία να αναλάβουν πιο αποφασιστικό ρόλο στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις.
Η Ουκρανία έχει πολλά να χάσει
Ο Ράνταλ Σβέλερ, καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Οχάιο στις ΗΠΑ, έγραψε το 2018 ότι «η συναλλακτική προσέγγιση του Τραμπ στις διεθνείς σχέσεις χαρακτηρίζει μια Αμερική που ενδιαφέρεται λιγότερο για τη διαχείριση των μακροπρόθεσμων σχέσεών της και περισσότερο για την επίτευξη κερδών από βραχυπρόθεσμες συμφωνίες … ακόμα και εις βάρος μακροχρόνιων συμμάχων».
Αυτή η προσέγγιση στις διαπραγματεύσεις αντικατοπτρίζεται και στον τρόπο που ο Τραμπ – ένας δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας – αντιμετωπίζει τις εμπορικές συναλλαγές. Σε ένα άρθρο του 2019, ο Γιουτζίν Μπ. Κόγκαν του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ έγραψε ότι ο Τραμπ στοχεύει να προσφέρει μια «δομημένη επιλογή στις διαπραγματεύσεις: είτε αποδέχεστε την προσφορά του είτε αντιμετωπίζετε την απρόβλεπτη οργή του. Η αποδοχή της προσφοράς του Τραμπ συχνά τοποθετεί τα άλλα μέρη σε θέση οφειλής προς αυτόν, και αναμένεται να απειλήσει με αντίποινα αν δεν ανταποδώσουν».
Η Ουκρανία ίσως δεχτεί τη μεγαλύτερη πίεση προκειμένου να συμφωνήσει με τους όρους του Τραμπ καθώς έχει να χάσει πολλά. Εάν η Ρωσία αποσύρει τα στρατεύματά της σήμερα, θα υπάρξει πολιτική απώλεια για τον Πούτιν, δεδομένου του αριθμού των στρατιωτών που έχουν πεθάνει και του γεγονότος ότι έχει σχεδόν εξαντλήσει τα οικονομικά αποθέματα της χώρας. Ωστόσο, αυτό θα μπορούσε να διαχειριστεί μέσω του αυστηρού ελέγχου του ρωσικού κράτους στα μέσα ενημέρωσης.
Η Ουκρανία, από την άλλη πλευρά, επιδιώκει την εδαφική της ακεραιότητα και εγγυήσεις ασφαλείας μέσω της πρόσβασης στο ΝΑΤΟ. Αυτό θέτει την Ουκρανία σε άμεση αντίθεση με τη Ρωσία σε οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις. Σύντομα θα δούμε τι μπορεί να κάνει ένας διαπραγματευτής όπως ο Τραμπ για να αλλάξει τις θέσεις οποιασδήποτε πλευράς.