Halloween: Οι αληθινές ιστορίες πίσω από τις 5 πιο τρομακτικές στολές
Διαβάζεται σε 19'Οι πιο περίεργες ιστορίες από τις οποίες “γεννήθηκαν” οι κλασικές στολές του Halloween που έχουν ταυτιστεί μαζί του.
- 31 Οκτωβρίου 2024 09:38
Από τη μάγισσα με το μυτερό καπέλο και το μαύρο φόρεμα, μέχρι τον κομψό αλλά αιμοδιψή Δράκουλα και το άλλοτε “τρομακτικό” φάντασμα με το σεντόνι, οι κλασικές στολές που έχουν ταυτιστεί με το Halloween κρύβουν μια ιστορία πολύ πιο πλούσια και πολυσύνθετη από ό,τι φανταζόμαστε.
Οι σημερινές απεικονίσεις τους σε γιορτές όπως το Halloween είναι αποτέλεσμα λαογραφίας, κοινωνικών προκαταλήψεων και καλλιτεχνικών προσεγγίσεων που, αιώνες πριν, ενίσχυσαν τα στερεότυπα γύρω από κάθε έναν από αυτούς τους χαρακτήρες. Ποια είναι η προέλευση αυτών των αναγνωρίσιμων στοιχείων που ακολουθούν μέχρι σήμερα τον θρύλο της μάγισσας, του βρικόλακα, του πειρατή, του σκοτεινού ιππότη και του φαντάσματος;
Μάγισσα
Κάθε “παραδοσιακή” μάγισσα που σέβεται τον εαυτό της φορά μαύρο μυτερό καπέλο, μαύρο φόρεμα με κάπα/μπέρτα, έχει πράσινο δέρμα και γαμψή μύτη, καζάνι και μετακινείται πετώντας με τη σκούπα της. Το ενδιαφέρον είναι πώς και γιατί απέκτησαν οι μάγισσες αυτά τα χαρακτηριστικά.
Μυτερό καπέλο
Μια πρώτη θεωρία που αναπτύχθηκε σχετικά με την προέλευση του κοστουμιού της μάγισσας θέλει τη χαρακτηριστική στολή να αντλεί έμπνευση από τις λεγόμενες «alewives» του Μεσαίωνα, γυναίκες που έφτιαχναν και πουλούσαν μπύρα, αναφέρει το mentalfloss.com.
Οι alewives φορούσαν ψηλό και μυτερό καπέλο προκειμένου να ξεχωρίζουν από το πλήθος επομένως είναι λογικό γιατί μπορεί να πίστευε κάποιος ότι αποτέλεσαν ένα ερέθισμα για τη σύνθεση αυτής της διαχρονικής αμφίεσης. Επιπλέον, η ιστορικός Judith M. Bennett γράφει στο βιβλίο της με τίτλο “Ale, Beer, and Brewsters in England: Women’s Work in a Changing World, 1300-1600” πως οι alewives συνήθως απεικονίζονταν με αρνητικό τρόπο. Μάλιστα, σε ποίημα του 1517 περιγράφεται μία φανταστική alewife να ασχολείται με διάφορα “σκοτεινά” πράγματα, συμπεριλαμβανομένης και της μαγείας.
Μέχρι το 1517, όμως, οι alewives άρχισαν να εκλείπουν στην Αγγλία, καθώς όλο και περισσότεροι άνδρες διεκδικούσαν το “μονοπώλιο” στο επάγγελμα του ζυθοποιού. Αυτό δημιουργεί δύο προβλήματα σχετικά με την προέλευση του κοστουμιού της μάγισσας: Πρώτον, οι δίκες για μαγεία στην Αγγλία κορυφώθηκαν το διάστημα 1563-1712, περίπου το ίδιο διάστημα δηλαδή που συνέβησαν και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Δεύτερον, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι καλλιτεχνικές απεικονίσεις των μαγισσών τις έδειχναν είτε γυμνές είτε ντυμένες όπως όλοι στην κοινότητα. Το κλασικό κοστούμι μάγισσας όπως το ξέρουμε μέχρι σήμερα εμφανίζεται τον 18ο αιώνα στην καλύτερη περίπτωση, όταν οι alewives είχαν σχεδόν εξαφανιστεί πια.
Το πιο αναγνωρίσιμο στοιχείο της στολής μάγισσας είναι το μαύρο, κωνικό καπέλο με μυτερή κορυφή. Όπως και κάθε άλλο κομμάτι της κλασικής ενδυμασίας της μάγισσας, το καπέλο φαίνεται να έχει ρίζες σε διάφορους πολιτισμούς και εποχές. Ορισμένοι εντοπίζουν την προέλευση του καπέλου της μάγισσας στην ενδυμασία των γυναικών Κουακέρων (αγγλ.: Quakers), των γυναικών δηλαδή που ανήκαν στη Χριστιανική Ομολογία (Εκκλησία) με την ονομασία Θρησκευτική Κοινωνία των Φίλων (Religious Society of Friends) η οποία ιδρύθηκε τον 17ο αιώνα στην Αγγλία από τον περιπλανώμενο ιεροκήρυκα Τζορτζ Φοξ. Όπως αναφέρει το history.com, οι πεποιθήσεις των Κουακέρων ήταν ριζοσπαστικές για την εποχή: ιδιαίτερα η ιδέα ότι άνδρες και γυναίκες είναι πνευματικά ίσοι και ότι οι γυναίκες μπορούσαν να κηρύττουν. Ως αποτέλεσμα, θεωρούνταν απειλή για τη βρετανική μοναρχία και την Εκκλησία της Αγγλίας, με συνέπεια οι Κουάκεροι να αντιμετωπίσουν διώξεις και φυλακίσεις, ενώ οι γυναίκες κατηγορούνταν κυρίως για μαγεία.
Στο βιβλίο της με τίτλο “The Quaker: A Study in Costume”, του 1901, η ιστορικός Αμέλια Μοτ Γκάμερ, η οποία ήταν η ίδια μέλος της Religious Society of Friends, παρατηρεί ότι οι “κηρύττριες γυναίκες” του 17ου αιώνα, που διώχθηκαν ως μάγισσες, φορούσαν μυτερά καπέλα (με σκουφάκια από κάτω), ποδιές και παπούτσια με τακούνι. Σε μια εποχή που οι γυναίκες εκτός βασιλικής οικογένειας σπάνια απεικονίζονταν στην τέχνη, αυτή η εικόνα των γυναικών Κουάκερ και των ρούχων τους χαράχτηκε στη συλλογική μνήμη.
Μια άλλη ερμηνεία εντοπίζει την προέλευση του καπέλου των μαγισσών στα μυτερά καπέλα που φορούσαν οι Εβραίοι άνδρες σε ορισμένες περιοχές της μεσαιωνικής Ευρώπης. Στην αρχή το φορούσαν οικειοθελώς, αλλά αυτό άλλαξε μετά το 1215, όταν οι Εβραίοι σε κάποια μέρη της Ευρώπης αναγκάστηκαν να φορούν ένα καπέλο, το λεγόμενο «Judenhut», σύμφωνα με παπική εντολή. Οι Εβραίοι απεικονίζονταν συχνά με αυτά τα κωνικά καπέλα σε ευρωπαϊκή μεσαιωνική τέχνη, μέχρι και τον 16ο αιώνα.
Mαύρο φόρεμα
Αναφορικά με το μαύρο φόρεμα της μάγισσας, η Katherine Walker, αναπληρώτρια καθηγήτρια Αγγλικών στο Πανεπιστήμιο της Νεβάδα, με ειδίκευση στην ιστορία της μαγείας και του πολιτισμού του 16ου και 17ου αιώνα, εξηγεί πως «ιστορικά, οι γυναίκες που θεράπευαν ή άλλες που αργότερα ονομάστηκαν μάγισσες φορούσαν ό,τι και οι υπόλοιποι στην κοινότητά τους: άνετα χειροποίητα ρούχα για το σπίτι. Κατά τη μεσαιωνική περίοδο και μετά, αυτά τα ρούχα περιλάμβαναν κάπες ή κουκούλες. Έτσι, είναι πολύ πιθανό ότι οι μάγισσες, σε ό,τι αφορά την ενδυμασία τους, αρχικά δεν διέφεραν οπτικά από τους υπόλοιπους. Ωστόσο, δεν άργησε αυτή η απλή ενδυμασία να συνδεθεί με τις μάγισσες. Η σύνδεση με το μαύρο φόρεμα συγκεκριμένα οφείλεται πιθανότατα στον συσχετισμό του μαύρου χρώματος με τον διάβολο και τη “μαύρη μαγεία” κατά την Αναγέννηση».
Γαμψή μύτη
Όπως ακριβώς τα μαύρα, μυτερά καπέλα παραπέμπουν αμέσως στη μεταμφίεση της μάγισσας έτσι και οι γαμψές μύτες, γιατί τούς προσδίδουν μία κακή και μοχθηρή όψη.
«Στη μεσαιωνική Ευρώπη, οι μάγισσες και οι Εβραίοι θεωρούνταν απειλές για την “καλή” χριστιανική κοινωνία και την υπάρχουσα δομή εξουσίας και, κατά συνέπεια, διώκονταν όποτε παρουσιαζόταν η ευκαιρία», εξηγεί η Vi, ιστορικός μόδας. «Υπήρχε κάποιο κοινό στοιχείο στην εικόνα [των Εβραίων και των μαγισσών], καθώς πολλά από τα φυσικά χαρακτηριστικά που συνδέονταν με τις μάγισσες ήταν επίσης στερεότυπα που αποδίδονταν στους Εβραίους, πριν, κατά και μετά τη μεσαιωνική περίοδο».
Αυτό συνέβαινε ιδιαίτερα με τις γαμψές μύτες, που χρησιμοποιούνταν για να απεικονίσουν τόσο τους Εβραίους όσο και τις μάγισσες. «Αυτός ο τύπος μύτης, που έχει βρεθεί ότι είναι χαρακτηριστικό ευρύτερα μεσογειακό, χρησιμοποιούνταν για να δείξει τη διαφορά ανάμεσα στους Εβραίους που ζούσαν στη Δυτική ή Ανατολική Ευρώπη και στους μη Εβραίους γείτονές τους που δεν είχαν μεσογειακή καταγωγή», αναφέρει η Vi.
Όταν οι μάγισσες, οι Εβραίοι και άλλες ομάδες, όπως οι Ρομά, παρουσιάζονταν με αυτές τις μύτες, η εικόνα μόνο μία ουδέτερη αναπαράσταση δεν ήταν. «Ένα τεράστιο μέρος των αντισημιτικών εικόνων χρησιμοποιεί υπερβολικά γαμψές μύτες ως οπτικό γνώρισμα για τους Εβραίους, συνδέοντας την εβραϊκή ταυτότητα με την ασχήμια, την απληστία και κάθε είδους άλλα ανεπιθύμητα χαρακτηριστικά», εξηγεί η Vi σε βίντεό της. «Στα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα ομορφιάς, οι έντονες ή καμπυλωτές μύτες θεωρούνταν ανέκαθεν στην καλύτερη περίπτωση “άσχημες”».
Καζάνι
Βρικόλακας
Οι βρικόλακες θεωρούνται συνήθως γοητευτικοί, κομψοί και πάντα εντυπωσιακοί μέσα στο σμόκιν τους— εκτός αν μιλάμε για τον αυθεντικό Δράκουλα.
Στο μυθιστόρημα του Μπραμ Στόκερ, ο Δράκουλας περιγράφεται ως «ένας ψηλός ηλικιωμένος άντρας, με μακριά λευκή γενειάδα και ντυμένος ολόκληρος στα μαύρα, χωρίς ίχνος χρώματος πάνω του» (σε άλλο σημείο, όταν εμφανίζεται πιο νέος, ο Δράκουλας έχει μαύρο μουστάκι και μυτερό μούσι, αλλά το πρόσωπό του “δεν ήταν καθόλου ωραίο”).
Σύμφωνα με το Smithsonian Magazine, στις αρχές της δεκαετίας του 1920, κυκλοφόρησαν δύο κινηματογραφικές εκδοχές του Δράκουλα: η ουγγρική ταινία Dracula’s Death και η γερμανική Nosferatu. Αυτές οι ταινίες ήταν οι πρώτες οπτικές απεικονίσεις του Δράκουλα στην ιστορία και παρουσίαζαν έναν πολύ διαφορετικό βρικόλακα από εκείνον που γνωρίζουμε και “φοβόμαστε” σήμερα.
Το Dracula’s Death έχει την τιμή να είναι η πρώτη—αν και πολύ, πολύ ελεύθερη—διασκευή του “Δράκουλα” του Στόκερ, αλλά δυστυχώς έχει χαθεί στην ιστορία.
Το Nosferatu, ωστόσο, παραμένει κλασικό.
Ο βρικόλακας στο Nosferatu είναι ένα φρικτό τέρας ντυμένο με μονότονα ρούχα ανατολικοευρωπαϊκού στυλ – μια εικόνα που απέχει πολύ από τον “δημοφιλή” Δράκουλα που βλέπουμε στα αποκριάτικα κοστούμια. Παρότι δεν είναι τόσο διάσημος όσο οι μεταγενέστερες εκδοχές του Δράκουλα, η κληρονομιά του χλωμού, τερατώδους Nosferatu συνεχίζεται στη σύγχρονη ποπ κουλτούρα.
Το 1924, η θεατρική εκδοχή του Δράκουλα έκανε πρεμιέρα στο Λονδίνο, σε διασκευή του Ιρλανδού ηθοποιού και θεατρικού συγγραφέα Χάμιλτον Ντιν. Αυτή η παραγωγή σύστησε στον κόσμο τον γοητευτικό, καλοχτενισμένο και ντυμένο με σμόκιν Κόμη Δράκουλα, όπως τον υποδύθηκε ο Ρέιμοντ Χάντλεϊ (που, σύμφωνα με φήμες, είχε φέρει δική του στολή). Αυτή είναι η απαρχή του Δράκουλα που συναντάμε στο Halloween.
Αυτή η παραγωγή “γέννησε” επίσης τον μεγάλο – και εμβληματικό πλέον – γιακά στην κάπα του Δράκουλα. Σύμφωνα με τον συγγραφέα Ντέιβιντ Τζ. Σκαλ, «αρχικά, ο γιακάς είχε συγκεκριμένη θεατρική λειτουργία: να κρύβει το κεφάλι του ηθοποιού όταν γύριζε την πλάτη του στο κοινό, επιτρέποντάς του να γλιστρήσει από την κάπα και να εξαφανιστεί μέσα από έναν τοίχο ή καταπακτή, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση της εξαφάνισης μπροστά στα μάτια του κοινού. Παρόλο που το τέχνασμα του γιακά δεν εξυπηρετούσε κάποιο συγκεκριμένο σκοπό κατά τη μεταφορά του Δράκουλα στη μεγάλη οθόνη, έχει γίνει πια αναπόσπαστο στοιχείο της στολής των βρικολάκων».
Batman
Ο Batman είναι αποτέλεσμα πληθώρας επιρροών, όπως περιέγραψε πολλές φορές ο συν-δημιουργός του, Μπομπ Κέιν.
Ο Ζορό ήταν μια προφανής πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία του Batman, αλλά ο Κέιν ανέφερε ότι μία από τις πιο σημαντικές του επιρροές ήταν η ταινία του 1930 με τίτλο “The Bat Whispers”, η οποία αφηγείται την ιστορία ενός κλέφτη που ντύνεται σαν τεράστια νυχτερίδα για να ληστέψει τα θύματά του. Άλλη επιρροή στη δημιουργία του “σκοτεινού ιππότη” ήταν το σχέδιο του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, το “Ornithopter“, με τον Κέιν να πιστεύει ότι όποιος το φορούσε θα έμοιαζε με γιγάντια νυχτερίδα.
Ωστόσο, πέρα από μια γενική ομοιότητα, ο Βatman του Κέιν δεν είχε πολλά κοινά με τον σημερινό Batman. Στην αρχική του μορφή, ο χαρακτήρας του Κέιν είχε μια μάσκα παρόμοια με αυτή του Robin και μια κόκκινη στολή με φτερά νυχτερίδας που έμοιαζαν με αυτά του “Ornithopter”. Η μοντέρνα εκδοχή του Batman οφείλεται κυρίως στον Μπιλ Φίνγκερ. Σύμφωνα με τον Κέιν, μια μέρα τηλεφώνησε στον Φίνγκερ και του είπε: «Έχω έναν νέο χαρακτήρα που ονομάζεται Bat-Man και έχω κάνει μερικά πρόχειρα σχέδια που θα ήθελα να δεις». Όταν ο Φίνγκερ είδε τα σκίτσα πρότεινε να τον κάνει να μοιάζει περισσότερο με νυχτερίδα, προσθέτοντας τη χακαρτηριστική μάσκα που καλύπτει όλο το κεφάλι του και αντικαθιστώντας τα μάτια με σχισμές για να δείχνει πιο μυστηριώδης. Ανέφερε, επίσης, ότι η κόκκινη στολή ήταν πολύ φωτεινή για έναν σκοτεινό ιππότη και πρότεινε ένα πιο σκούρο γκρι για να δείχνει πιο απειλητικός.
Επίσης, η αρχική κάπα είχε άκαμπτα φτερά νυχτερίδας συνδεδεμένα με τα χέρια του. Στη μεταξύ τους συζήτηση όμως οι Κέιν και Φίνγκερ συνειδητοποίησαν ότι αυτά τα φτερά περισσότερο θα δυσκόλευαν την κίνηση του Batman εν ώρα δράσης και τα άλλαξαν με κάπα με κυματιστό τελείωμα που θυμίζει φτερά νυχτερίδας. Τέλος, πρόσθεσαν γάντια για να μην αφήνει δακτυλικά αποτυπώματα.
Παρότι πολλές ακόμα επιρροές διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα και υπήρξαν αρκετές αλλαγές (το λογότυπο στο στήθος του έχει αλλάξει δραματικά ανάλογα με τους εκδότες και τους καλλιτέχνες), ο σχεδιασμός του Φίνγκερ συνέβαλε στη διαμόρφωση ενός από τους πιο εμβληματικούς και δημοφιλείς υπερήρωες όλων των εποχών.
Πειρατής
Όπως ο Batman, έτσι και ο… Μαυρογένης δεν παρέμεινε ίδιος στο πέρασμα των χρόνων. Αρχικά, τον 18ο αιώνα, ο Μαυρογένης απεικονίζεται ως ένας “απλός” πειρατής με καπέλο και αρκετά όπλα, απουσία στοιχείων που θα τον έκαναν να ξεχωρίζει σε έναν σύγχρονο κόσμο.
Στις αρχές του 20ου αιώνα όμως ο Μαυρογένης αποκτά μία πολύ πιο “πειρατική” όψη με μαντήλι, ζώνη, φαρδιά παντελόνια και σκουλαρίκι. Η αλλαγή στην εικόνα του Μαυρογένη αποδίδεται κυρίως στον Χάουαρντ Πάιλ, έναν εικονογράφο στα τέλη του 19ου αιώνα, μια εποχή που οι πειρατές της «Χρυσής Εποχής» έκαναν την εμφάνισή τους σε όπερες και βιβλία, όπως το Νησί των Θησαυρών. Αντί όμως να βασιστεί στα ιστορικά αρχεία, ο Πάιλ είχε την πεποίθηση ότι οι εικόνες του έπρεπε να μιλούν από μόνες τους. Για να πετύχει το στόχο του, ο Πάιλ αναζήτησε έμπνευση στην Ισπανία, η οποία θεωρείτο αρκετά εξωτική για τους Αμερικανούς εκείνης της εποχής ενώ παράλληλα είχε αποκτήσει τη φήμη του δημοφιλούς προορισμού για καλλιτέχνες. Οι περιγραφές εκείνης της εποχής για Ισπανούς, με ζώνες, φαρδιά παντελόνια και μαντήλια, θυμίζουν τη σημερινή εικόνα του πειρατή. Ο Πάιλ ίσως επηρεάστηκε από τον εξωτικό χαρακτήρα της Ισπανίας στην αναζήτηση της πειρατικής του αισθητικής.
Ωστόσο, υπήρχε και μια άλλη διάσταση στην ιστορία. Ο Πάιλ εργαζόταν σε μια εποχή αυξανόμενων εντάσεων μεταξύ Ισπανίας και Ηνωμένων Πολιτειών. Η φιγούρα του πειρατή ερχόταν σε αντίθεση με την παραδοσιακή εικόνα του λευκού Αμερικανού ναύτη. Έτσι, ο Πάιλ και οι μαθητές του έδωσαν στον πειρατή μια ξεχωριστή εμφάνιση, που βασίστηκε στην εικονογραφία των Ισπανών της εποχής, διαμορφώνοντας έτσι τη μοντέρνα εικόνα του πειρατή στα μάτια του αμερικανικού κοινού.
Φάντασμα
Το φάντασμα με το σεντόνι φαίνεται πως παραδοσιακά συνδέεται με τις πρακτικές ταφής της περιόδου της Αναγέννησης, όταν οι άνθρωποι τύλιγαν τους νεκρούς σε σάβανα αντί να τους τοποθετούν σε φέρετρα. Αργότερα, αυτή η εικόνα μεταφέρθηκε στη σκηνή του θεάτρου. Στις αρχές του 16ου αιώνα, οι ηθοποιοί που υποδύονταν φαντάσματα δεν διέφεραν ιδιαίτερα από τους υπόλοιπους καθώς το μόνο μέσο που χρησιμοποιούσαν για να δηλώσουν επί σκηνής τη μεταφυσική τους ιδιότητα ήταν το… αλεύρι που τοποθετούσαν στο πρόσωπό τους για να είναι χλωμοί.
Όμως, μέχρι τα τέλη του 16ου αιώνα, το λευκό σεντόνι καθιερώθηκε ως σύμβολο του φαντάσματος στη θεατρική απεικόνιση. Αυτό μπορεί να συνέβαινε για πρακτικούς λόγους: σε έργα όπως ο Ριχάρδος Γ’ του Σαίξπηρ, οι ηθοποιοί που υποδύονταν φαντάσματα δεν είχαν χρόνο να αλλάξουν εντελώς την ενδυμασία τους, οπότε το σεντόνι πάνω από τα ρούχα τους ίσως ήταν μια γρήγορη λύση.
Σήμερα, το «φαντασματάκι» με το σεντόνι, περισσότερο γέλιο προκαλεί παρά τρόμο και αποτελεί μια εύκολη στολή για το Halloween. O λόγος που σήμερα αντιμετωπίζεται με γέλιο αυτή η εμφάνιση είναι γιατί κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930, οι κωμικοί ενσωμάτωσαν στις παραστάσεις τους ιστορίες που αφορούσαν κάποια παρεξήγηση ανάμεσα σε κάποιον που υποδυόταν το φάντασμα και στον άτυχο που βρέθηκε στο δρόμο του. Οι χαρακτήρες στην ταινία τρόμαζαν, αλλά οι θεατές γελούσαν. Κάπως έτσι λοιπόν το “κωμικό φάντασμα” αφαίρεσε από το σεντόνι την δύναμη να προκαλεί τρόμο.
Μιας και μιλάμε όμως για φαντάσματα, και εφόσον η στολή με το σεντόνι δεν συγκαταλέγεται πλέον και στις πιο τρομακτικές, ας δώσουμε και σε ένα άλλο, εξίσου κλασικό ghost τον χώρο που του αξίζει. Ghostface it is.
Οι λάτρεις των ταινιών τρόμου ξέρουν πως ένας «δολοφόνος με μάσκα» είναι αναπόσπαστο στοιχείο μίας κινηματογραφικής επιτυχίας. Ωστόσο, η δημιουργία μιας καλής μάσκας για τον αιμοδιψή δολοφόνο της υπόθεσης δεν είναι απλώς θέμα εμφάνισης. Μία από τις πιο τρομακτικές μάσκες που κυριάρχησε στην έβδομη τέχνη είναι εκείνη του Ghostface από το «Scream», η οποία φέτος γιορτάζει την 33η επέτειό της.
Η μάσκα του Ghostface μοιάζει να έχει βγει από κάποιον εφιάλτη, έτοιμη να στοιχειώνει τα παιδικά χρόνια όσων την είδαν τυχαία στην τηλεόραση, έστω και για λίγα δευτερόλεπτα. Ωστόσο, όπως εξηγεί ο σεναριογράφος του «Scream» Kevin Williamson σε παλαιότερο βίντεο για την επέτειο της πρώτης ταινίας, η ιστορία πίσω από την εμβληματική αυτή μάσκα είναι στην πραγματικότητα πολύ πιο πεζή αλλά ταυτόχρονα ιδανική για το ύφος της ταινίας.
Ξέρουμε λοιπόν πως η μάσκα του Ghostface εμπνεύστηκε από τον διάσημο πίνακα του Edvard Munch, «Η Κραυγή», και από χαρακτήρες των 1930s από τα κινούμενα σχέδια της «Betty Boop».
Όμως, αυτό που ίσως δεν γνωρίζουν πολλοί είναι ότι η μάσκα δεν δημιουργήθηκε για το «Scream». Ήταν μια ήδη υπάρχουσα μάσκα, μέρος της συλλογής «Fantastic Faces» της εταιρείας Fun World, σχεδιασμένη από τη Brigitte Sleiertin. Ο Kevin Williamson, θυμάται πώς την εντόπισε:
«Κανείς δεν μπορούσε να συμφωνήσει σε μια μάσκα και θυμάμαι πως, καθώς ψάχναμε τοποθεσίες για τα γυρίσματα, βρήκαμε τη μάσκα του Ghostface… σε ένα κουτί σε ένα γκαράζ. Ο Wes Craven την κοίταξε αμέσως και είπε, “Αυτή μοιάζει με την Κραυγή”. Έτσι, πήραμε την έγκριση του στούντιο και τους είπαμε, “Ας τη χρησιμοποιήσουμε ως έμπνευση”… Οι σχεδιαστές έφτιαξαν περίπου 20 διαφορετικές παραλλαγές, όμως κάθε μία απορρίφθηκε μέχρι που τελικά αποφασίσαμε να πάρουμε τα δικαιώματα αυτής της μάσκας».
Η μάσκα είχε αρχικά κυκλοφορήσει το 1991 και, μετά από συμφωνία με τη Dimension Films, έγινε αναπόσπαστο κομμάτι του «Scream». Η επιτυχία της αποδείχθηκε εξαιρετικά κερδοφόρα για την Fun World, η οποία εξακολουθεί να διατηρεί τα δικαιώματα της σχεδίασης και του ονόματος «Ghostface». Από την παραγωγή του «Scream» το 1996, η μάσκα του Ghostface έγινε η πιο δημοφιλής σε πωλήσεις αποκριάτικη μάσκα στις ΗΠΑ, ενώ είναι γνωστή και για την αναβαθμισμένη της εκδοχή με το «αίμα» που ρέει, η οποία έγινε viral στις αρχές του 2000.