Η Ευρώπη ανάμεσα σε δύο Τραμπ και ένα κενό ηγεσίας

Διαβάζεται σε 11'
Η Ευρώπη ανάμεσα σε δύο Τραμπ και ένα κενό ηγεσίας
Pool photo via AP

Ανάλυση της νέας κατάστασης, πίσω από τον θόρυβο της Διάσκεψης του Μονάχου και των διαπραγματεύσεων ΗΠΑ-Ρωσίας για την Ουκρανία.

Ανάμεσα στον δικαιολογημένο θόρυβο που προκάλεσε η ομιλία του Αμερικανού αντιπροέδρου JD Vance στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, και τις Γερμανικές εκλογές που ίπτανται ως φάντασμα πάνω από την Ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, έχει σημασία να εντοπίσουμε ποια σημεία μετακινούνται και προς τα πού.

Ο Τραμπ σηματοδοτεί, ήδη από το 2016, την μετάβαση σε μία νέα κατάσταση. Σε αυτό το νέο σημείο ισορροπίας, υπάρχουν ορισμένες νέες συντεταγμένες, οι οποίες αφενός παραγνωρίζονται, αφετέρου είναι αυτές που φέρνουν σε μεγάλη αμηχανία μερίδα της ΕΕ και οξύνουν τις αντιθέσεις στο εσωτερικό των κρατών μελών. Η ΕΕ πρέπει να θυμίσουμε ότι αντιμετωπίζει πολλαπλές κρίσεις στο εσωτερικό της, οι οποίες περισσότερη σχέση έχουν με τις δικές τις αντιφάσεις και ιστορία παρά με την εκλογή νέας ηγεσίας στις ΗΠΑ. Οι διαρκώς διευρυνόμενες ανισότητες, η υποχώρηση της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σε μία σειρά από τομείς (βλ. οικονομική και νομισματική ένωση), η εξάρτηση της πολιτικής ασφαλείας και άμυνας από το άρμα του ΝΑΤΟ, η κρίση του παραγωγικού μοντέλου έναντι νέων περιφερειακών ανταγωνιστών, η κρίση του κόστους ζωής άλλα και η κρίση πολιτικής εκπροσώπησης που οδηγεί στην άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων, δημιουργούν ένα θερμοκήπιο από συνθήκες οι οποίες έκαναν την εμφάνισή τους αρκετά πριν την πρόσφατη εκλογή Τραμπ. Στη βάση αυτή, καταθέτω ορισμένα σημεία τα οποία επιχειρούν να φωτίσουν την νέα κατάσταση, πίσω από τον θόρυβο της Διάσκεψης του Μονάχου και των διαπραγματεύσεων ΗΠΑ-Ρωσίας για την Ουκρανία.

Σημείο ένα. Οι ΗΠΑ ξεκαθάρισαν πλέον μέσω της στόχευσης που είχε η ομιλία του JD Vance στο Μόναχο, ότι δεν θεωρούν την Ρωσία βασικό αντίπαλο της δύσης, τουλάχιστον στο ζήτημα της ασφάλειας, και σε μικρότερο βαθμό ούτε και την Κίνα στο θέμα της αυξανόμενης επιρροής παγκοσμίως. Ανταγωνίστριες ναι, όμως όχι αντίπαλες. Αντίθετα ο Τραμπ τραβάει μία οριζόντια διαχωριστική γραμμή η οποία διαπερνά τις επί δεκαετίες πάγιες αμερικάνικες θέσεις, και αναδεικνύει μία νέα διχοτόμηση στην οποία στέκονται από την μία οι αστικές δημοκρατίες, και από την άλλη τα πιο ακραία δεξιά και επιθετικά τμήματα του ολιγαρχικού καπιταλισμού τα οποία βρίσκονται σε ετοιμότητα ώστε να συμβάλουν στην προσπάθεια αναδιάρθρωσης του κόσμου σε μια καινούρια πιο αντιδραστική βάση. Ο σφιχτός εναγκαλισμός της διεθνούς ακροδεξιάς με τους πιο πλούσιους ανθρώπους του κόσμου, εξυπηρετεί αυτό τον σκοπό.

“Η διεθνής τάξη που βασίζεται σε κοινούς κανόνες βρίσκεται υπό πίεση. Πιστεύω βαθιά ότι ο νέος πολυπολικός κόσμος πρέπει να βασίζεται σε ένα κοινό σύνολο κανόνων, όπως η Χάρτα του ΟΗΕ. Μπορεί να είναι εύκολο να διαταράξουμε αυτούς τους κανόνες, άλλα θα είναι πιο δύσκολο να τους οικοδομήσουμε ξανά από την αρχή”. Αυτά τα λόγια είναι του Christoph Heusgen, διόλου τυχαίος καθότι είναι ένας από τους πιο έμπειρους Γερμανούς διπλωμάτες και κορυφαίο στέλεχος των Κυβερνήσεων Μέρκελ στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, ο οποίος έδωσε μία έντονη ομιλία αποχωρώντας από την θέση του Προέδρου της Διάσκεψης του Μονάχου, χωρίς ωστόσο να μπορεί να περιγράψει με πειστικό τρόπο το πως έφτασε η Ευρώπη μέχρι εδώ. Τα λόγια του Heusgen συνομιλούν με έναν παλαιού τύπου ευρωπαϊσμό, ο οποίος ακριβώς επειδή ταυτίζεται με την κυρίαρχη Ευρωπαϊκή πολιτική τάξη και τα δικά της αδιέξοδα, δεν έχει τα αναλυτικά εργαλεία να εξηγήσει τις σεισμικές μεταβολές που συμβαίνουν, πόσο δε μάλλον να αναζητήσει ένα plan b.

Σημείο δύο. Παρατηρούμε το τέλος του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού όπως τον γνωρίζουμε κυρίως από την δεκαετία του 70, και την μετάβαση του από σε μία νέα κατάσταση που έχει στον πυρήνα της ένα νέο ολιγαρχικού τύπου αναρχοκαπιταλισμό. Αυτό που διαχωρίζει την πρώτη κατάσταση από την δεύτερη είναι το γεγονός ότι ο νεοφιλελευθερισμός στον πυρήνα του αναγνωρίζει το κράτος ως ρυθμιστή και επιδιώκει την σταθερότητα και την ασφάλεια των διεθνών οργανισμών στις συναλλαγές τους, ειδικά σε ότι αφορά το διεθνές εμπόριο, ενώ η δεύτερη επιδιώκει την κατάργηση όλων των παραπάνω με σκοπό μία απόλυτα αρύθμιστη οικονομία και κοινωνία η οποία βασίζεται στην αρχή της μεγιστοποίησης της οικονομικής ελευθερίας του κεφαλαίου και όχι στην δημοκρατία.

Η παραπάνω διχοτόμηση έχει εγκιβωτιστεί σε πολιτικό σχέδιο και μάλιστα παρουσιάζεται με τέτοιο τρόπο που σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό μεταφράζεται σε διαφορετικά διλήμματα. Στην Γερμανία μεταφράζεται σε επίθεση στο μεταπολεμικό πολιτικό σύστημα, στην Βρετανία σε επίθεση σε ιστορικές παραχωρήσεις κοινωνικών δικαιωμάτων καθώς και την πολυπολιτισμική κοινωνία, στην Γαλλία σε στοχοποίηση των αποτυχημένων οικονομικών πολιτικών, ενώ στο διευθυντήριο της ΕΕ το μήνυμα έχει αποδεκτή τον μεγάλο ιστορικό συνασπισμό λαϊκού κόμματος-σοσιαλδημοκρατών ο οποίος διευθύνει την Ευρώπη εδώ και δεκαετίες. Αυτό το πολυδιάστατο σινιάλο, συμπυκνώνει με τον πιο πρωτοφανή τρόπο ένα σχέδιο όχι τόσο διάλυσης της ΕΕ, άλλα μάλλον κατάληψής της από τις δυνάμεις της εξτρεμιστικής ρατσιστικής δεξιάς. Αποδεικνύεται πλέον με τον πιο άβολο τρόπο για την Ευρώπη, πως μεταξύ άλλων, ξόδεψε πολύ χρόνο και χρήμα φοβούμενη την επιρροή του ρωσικού παράγοντα, υποβαθμίζοντας απόλυτα το γεγονός ότι ο βασικός κίνδυνος προετοιμαζόταν εδώ και μερικά χρόνια στην άλλη πλευρά του ατλαντικού, άλλα και στις ίδιες της ευρωπαϊκές κοινωνίες.

Σημείο τρία. Η υποβάθμιση του ΝΑΤΟ ως βασικό όχημα εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, δεν είναι καινούριο στοιχείο. Το ΝΑΤΟ είναι μια ιστορικη συμμαχία που εξυπηρετούσε τα αμερικάνικα συμφέροντα σε μία δεδομένη περίοδο του 20 αιώνα. Κατά συνέπεια, για τον Τραμπ το ΝΑΤΟ διακατέχεται από άκαμπτες αναλύσεις οι οποίες είναι ασύμβατες και δυσκολεύουν την πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική που θέλουν να ακολουθήσουν οι ΗΠΑ. Στην δεδομένη φάση, ενδεχομένως να κοστίζει σε χρήμα και διπλωματικό κεφάλαιο πολύ περισσότερο από ότι προσφέρει στους αμερικανούς. Η δε προσπάθεια του Τραμπ να μεταφέρει την οικονομική ευθύνη της ασφάλειας της Ευρώπης στους Ευρωπαίους, ξεκλειδώνει μία ορισμένη συζήτηση η οποία, υπό πίεση θέτει αναγκαστικά στο τραπέζι το ζήτημα του ευρωστρατού. Ούτε το ζήτημα του ευρωστρατού βεβαίως είναι καινούριο, για την ακρίβεια έρχεται από την δεκαετία του 50. Ήταν το 1952 όταν η Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας, αρχικά υπογράφτηκε από τους ευρωπαίους ηγέτες της εποχής για να καταπέσει λίγο αργότερα στην Γαλλική και την Ιταλική Βουλή με αποτέλεσμα να μην προχωρήσει ποτέ, αφήνοντας χώρο στο ΝΑΤΟ να καλύψει τελικά αυτό το κενό.

Σημείο τέσσερα. Η σημερινή εκδοχή αυτής της συζήτησης είναι εντελώς διαφορετική, και οι Ευρωπαϊκές ηγεσίες πρέπει να σκεφτούν δύο φορές πριν κάνουν βαρυσήμαντες δηλώσεις. Για παράδειγμα, πριν ξεκινήσουν να κουβεντιάζουν στο Παρίσι το με πόσους στρατιώτες μπορεί η κάθε χώρα να εγγυηθεί την ασφάλεια της Ουκρανίας, θα ήταν χρήσιμο να εξηγήσουν πως σκοπεύουν να τροφοδοτήσουν ενεργειακά αυτό τον καινούριο στρατιωτικό βραχίωνα. Αν η απάντηση, είναι σε μεγάλο βαθμό το ρωσικό αέριο και πετρέλαιο, τότε προφανώς το επιχείρημα του ευρωστρατού μπαίνει σε μία άλλη, πιο ρεαλιστική βάση την οποία οφείλουν και να γνωρίζουν οι ευρωπαίοι πολίτες πριν εξουσιοδοτήσουν τους ηγέτες τους να διαπραγματευτούν τέτοιες πολεμικές ενέργειες.

Για παράδειγμα, η Ευρώπη υπήρξε η κύρια αγορά για τους τεράστιους πόρους φυσικού αερίου της Ρωσίας κατά τις τελευταίες έξι δεκαετίες. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Ευρώπη αύξησε σταδιακά την εξάρτησή της από το ρωσικό αέριο, δημιουργώντας ένα περίπλοκο δίκτυο αγωγών που εδραίωσε πολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς μεταξύ των δύο πλευρών. Στην Βρετανία την οποία γνωρίζω καλά, αυτό μεταφράζεται σε εκατομμύρια ετησίως ρωσικών κεφαλαίων τα οποία χρηματοδοτούν κόμματα και πολιτικούς (​​Chernukhin και Temerko είναι μόνο δύο από τα ονόματα μεγιστάνων που μου έρχονται πρόχειρα στο μυαλό). Μπορεί οι εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου να μειώθηκαν στο 18% των συνολικών εισαγωγών της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2024, σε σύγκριση με 42% το 2021 (Ινστιτούτο Bruegel) όμως μία αναζωπύρωση της ευρωπαϊκής στρατιωτικής μηχανής θα απαιτούσε την επιστροφή του ρωσικού αερίου.

Επίσης θα ήταν χρήσιμο αν η ΕΕ μπορούσε να αποδείξει με επίκαιρα στοιχεία ότι η Ρωσία, απειλεί πράγματι στρατιωτικά την εδαφική ακεραιότητα της ΕΕ. Αυτός είναι ένας πολύ σοβαρός ισχυρισμός και οφείλουν οι πολίτες να γνωρίζουν τις πληροφορίες οι οποίες ωθούν το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα να ετοιμάζεται άρδην να αλλάξει τις προτεραιότητες του. Αυτό τελικά είναι και το βασικό ντόμινο που απασχολεί σοβαρά, έστω και καθυστερημένα, την ΕΕ και εξηγεί εν μέρει και την αμηχανία της μπροστά στην αποφασιστικότητα του Τραμπ.

Σημείο πέντε. Στις εκλογές που διεξάγονται στην Γερμανία, η σαφής παρέμβαση στα εσωτερικά της χώρας από τους Αμερικανούς με την στήριξη τους προς το ακροδεξιό AfD πρέπει να ενταχθεί στην μεγάλη εικόνα της απόσυρσης των ΗΠΑ από την εγγύηση ασφάλειας της Ευρώπης. Το AfD θέλει η Γερμανία να επιστρέψει δυναμικά στην Ευρώπη και για αυτό χρειάζεται να τελειώσει και η οικονομική και διπλωματική αιμορραγία που προκαλεί ο πόλεμος στην Ουκρανία. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Δεν υπάρχουν πολλά που το AfD επιθυμεί να μεταφέρει σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και σίγουρα όχι την άμυνα. Αντίθετα υποστηρίζει ότι η άμυνα πρέπει να παραμείνει ζήτημα εθνικής κυριαρχίας και ότι το ΝΑΤΟ είναι παραπάνω από επαρκές για τον συντονισμό των αμυντικών θεμάτων με άλλα κράτη, τοποθέτηση δηλαδή που δεν είναι ευθυγραμμισμένη με αυτή των Αμερικάνων συμμάχων τους. Όπως επίσης και το γεγονός ότι το AfD μιλάει για επιστροφή της γερμανικής ατμομηχανής ως παγκόσμια υπερδύναμη, δεν φαίνεται να είναι κάτι που συμμερίζεται η διοίκηση Τραμπ η οποία θέλει να κλείσει το εμπορικό έλλειμα των 6.5 δις με την Γερμανία το συντομότερο. Επιπλέον η οικονομία είναι στενά συνδεδεμένη με την άμυνα. Η Γερμανία, στην περίπτωση που συμμετέχει τελικά σε μία ευρωπαϊκή προσπάθεια για οικοδόμηση κοινής πολιτικής άμυνας, θα πρέπει να έχει την δυνατότητα να την χρηματοδοτήσει, και αυτό χωρίς ελλειμματικούς προϋπολογισμούς και δανεισμό, δεν μπορεί να συμβεί. Αυτός είναι και ένας βασικός λόγος που το debt break είναι βασικό σημείο προεκλογικής σύγκρουσης στην Γερμανία.

Σημείο έξι. O νέος ρόλος της Βρετανίας. Ο Πρωθυπουργός Στάρμερ ανήκει στην στενή ομάδα όσων πιστεύουν ανυποχώρητα στον ευρωατλαντισμό με κάθε κόστος. Μάλιστα ενώ προεκλογικά είχε υποσχεθεί βάθεμα των σχέσεων τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με την Ευρώπη, περισσότερο από όσο τα κατάφεραν ποτέ οι Συντηρητικοί, κατανοεί σταδιακά ότι ο ρόλος που του αναλογεί πλέον είναι αισθητά μεγαλύτερος – είναι αυτός του ρυθμιστή και του διαμεσολαβητή. Για παράδειγμα, είναι λάθος αυτό που συχνά γράφεται, ότι δηλαδή η νέα κατάσταση επαναφέρει στην δημόσια συζήτηση το brexit. Το ακριβώς αντίθετο – υπάρχουν φωνές σε όλα τα κόμματα, που αναγνωρίζουν ότι η Βρετανία έχει μεγαλύτερο δείκτη ευελιξίας ακριβώς επειδή μπορεί πλέον να μεσολαβεί μεταξύ διαφορετικών πλευρών.

Δεν λείπουν μάλιστα και οι εισηγήσεις στην Downing Street που ζητούν από την Βρετανία να αναλάβει άτυπα την ηγεσία του ΝΑΤΟ, καλύπτοντας το κενό εξουσίας που αφήνουν πίσω τους οι Αμερικάνοι. Ο πρώην σύμβουλος εθνικής ασφαλείας, Λόρδος Ricketts, δήλωσε πρόσφατα ότι η Ευρώπη (εννοώντας μία ομάδα κρατών συμπεριλαμβανομένης της Βρετανίας), θα μπορούσε να προσγειώσει στρατιωτικές μπότες στην Ουκρανία ως κομμάτι μίας ειρηνευτικής δύναμης, χρησιμοποιώντας ρωσικά κεφάλαια που έχουν κατασχεθεί από κάποιες κυβερνήσεις. Δεν είναι εύκολο να εξηγηθεί στους πολίτες γιατί θα πρέπει να πληρώσουν ακόμη περισσότερο από όσο ήδη έχουν κάνει, για έναν πόλεμο που λίγο τους επηρεάζει στην πραγματική ζωή. Ωστόσο υπάρχει διάχυτη η αισιοδοξία, αυταπάτη για ορισμένους, ότι o Στάρμερ μπορεί να επηρεάσει τον Τραμπ να αντισταθεί στον αναθεωρητισμό του Πούτιν και να συνεργαστεί στην Ευρώπη. Όμως αν η αμηχανία στην πολιτική είναι κακός σύμβουλος, ο πανικός είναι χειρότερος – εν προκειμένω διότι παραγνωρίζει ότι το σχέδιο του οποίου ηγείται ο ίδιος ο Τραμπ είναι βαθιά αναθεωρητικό και βλέπει την ΕΕ (και την Βρετανία) ως ένα γραφειοκρατικό πλέγμα θεσμών και ρυθμίσεων από το οποίο πρέπει να την “απελευθερώσει”.

Ο Στάρμερ ο οποίος επτά μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας έχει χάσει ήδη το μεγαλύτερο ποσοστό δημοφιλίας του, γνωρίζει καλά ότι η επιτυχία αυτού του σχεδίου ανασύστασης του ευρωατλαντισμού με την Βρετανία στο τιμόνι, είναι συνδεδεμένη με τη δική του πολιτική επιβίωση η οποία τελευταία βάλλεται από τις διάφορες εκδοχές της βρετανικής ακροδεξιάς.

*O Στέλιος Φωτεινόπουλος είναι Πολιτικός αναλυτής σε θέματα Ευρωπαϊκής και Δημόσιας Πολιτικής με έδρα το Λονδίνο

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα