Η κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας – Τι μας διδάσκει η Αυστρία
Διαβάζεται σε 5'Ο Δρ. Ρόναλντ Μαϊνάρντους, πολιτικός αναλυτής και σχολιαστής, γράφει στο NEWS 24/7 για τις πολιτικές εξελίξεις στην Αυστρία, την ακροδεξιά και τις αδυναμίες του δημοκρατικού κέντρου.
- 09 Ιανουαρίου 2025 06:33
Για τους υποστηρικτές της φιλελεύθερης δημοκρατίας, η νέα χρονιά δεν ξεκίνησε με ελπιδοφόρο τρόπο. Δεν αναφέρομαι στις παρεμβατικές επιδιώξεις του Αμερικανού μεγιστάνα των μέσων ενημέρωσης, Ίλον Μασκ, ούτε στις αυτοκρατορικές φαντασιώσεις του αυριανού Προέδρου των ΗΠΑ και του Τούρκου “φίλου” του, Ερντογάν.
Αντίθετα, η πηγή της ανησυχίας βρίσκεται στις εξελίξεις στην Αυστρία, μια κεντρική ευρωπαϊκή χώρα, όπου η ακροδεξιά σημειώνει σημαντική πολιτική άνοδο – με επιπτώσεις που ξεπερνούν τα σύνορα της Αλπικής Δημοκρατίας.
Η Αυστρία είναι μια σχετικά μικρή χώρα, ωστόσο έχει λειτουργήσει ως πρότυπο για πολιτικές τάσεις αλλού. Στη δεκαετία του 1990, ένας πολιτικός ονόματι Γεργκ Χάιντερ έγινε διεθνώς γνωστός για τη ρητορική του που προωθούσε την ξενοφοβία και για τις προσπάθειές του να υποβαθμίσει τις θηριωδίες του ναζιστικού καθεστώτος. Ο Χάιντερ, που πέθανε σε τροχαίο το 2008, υπήρξε φάρος ελπίδας για το ακροδεξιό Κόμμα Ελευθερίας της Αυστρίας (FPÖ) και πρόδρομος του ευρωπαϊκού δεξιού λαϊκισμού.
Αυτό που ο Χάιντερ δεν κατάφερε, φαίνεται πλέον να είναι εφικτό για τον Χέρμπερτ Κικλ. Μετά από τρεις μήνες άκαρπων διαπραγματεύσεων συνασπισμού μεταξύ του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος (ÖVP), των Σοσιαλδημοκρατών (SPÖ) και των φιλελεύθερων NEOS, ο ηγέτης του FPÖ, Χέρμπερτ Κικλ, ανέλαβε να σχηματίσει κυβέρνηση. Το κόμμα του αναδείχθηκε ως η ισχυρότερη πολιτική δύναμη στις εκλογές πριν από τρεις μήνες, συγκεντρώνοντας σχεδόν το 29% των ψήφων.
Η άνοδος της ακροδεξιάς, που στοχεύει ανοιχτά στη διάλυση στοιχείων του υφιστάμενου συστήματος, υπογραμμίζει την ευθραυστότητα του παραδοσιακού δημοκρατικού κέντρου. «Η κατάσταση στην Αυστρία λέει πολλά για την κατάρρευση των παραδοσιακών κομμάτων και την ταχύτητα με την οποία οι λαϊκιστικές και ακροδεξιές δυνάμεις μπορούν να ανέλθουν στην εξουσία», ανέφερε η φιλελεύθερη γερμανική εφημερίδα Süddeutsche Zeitung.
Η εφημερίδα εξέφρασε, επίσης, ανησυχία για τις επερχόμενες εκλογές στη Γερμανία τον επόμενο μήνα: «Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει ένα πρότυπο που ενδέχεται να δούμε να επαναλαμβάνεται στη Γερμανία».
Για να είμαστε σαφείς, οι πολιτικές συνθήκες στη Γερμανία και την Αυστρία δεν είναι άμεσα συγκρίσιμες. Με περίπου 20% στήριξη στις τρέχουσες δημοσκοπήσεις, η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) δεν έχει ρεαλιστική πιθανότητα να καταλάβει την εξουσία στο Βερολίνο. Ωστόσο, οι εξελίξεις στην Αυστρία αποτελούν παράδειγμα μιας ευρύτερης αποτυχίας των δημοκρατικών κομμάτων να βρουν συμβιβασμούς, να συνεργαστούν εποικοδομητικά και να πείσουν τους ψηφοφόρους ότι μπορούν να αντιμετωπίσουν τις σύνθετες προκλήσεις της σύγχρονης εποχής. Η νέα δύναμη της ακροδεξιάς αντανακλά, εν μέρει, τις αδυναμίες του δημοκρατικού κέντρου.
Στη Γαλλία, οι διαιρέσεις μεταξύ της αριστεράς και του κέντρου λειτουργούν άμεσα υπέρ της ακροδεξιάς. Στη Γερμανία, οι επικείμενες πρόωρες εκλογές είναι αποτέλεσμα της κατάρρευσης του λεγόμενου «συνασπισμού φαναριού» μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων, που διαλύθηκε εν μέσω έντονων εσωτερικών συγκρούσεων.
Παρά τις διαφωνίες τους, τα δημοκρατικά κόμματα της Γερμανίας παραμένουν ενωμένα σε ένα κρίσιμο σημείο: η συνεργασία με την ακροδεξιά αποτελεί ταμπού. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την Αυστρία, όπου οι πολιτικές ελίτ εδώ και καιρό είναι πιο ευέλικτες. Οι συνασπισμοί με το FPÖ αποτελούν μέρος του πολιτικού σκηνικού. Όταν το ÖVP σχημάτισε συνασπισμό με το FPÖ του Χάιντερ πριν από ένα τέταρτο του αιώνα, οι αντιδράσεις ήταν έντονες: η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε προσωρινές πολιτικές κυρώσεις στη Βιέννη. Σήμερα, η Αυστρία δεν αντιμετωπίζει τέτοιες συνέπειες, γεγονός που αντανακλά τη γενικότερη μετατόπιση της ευρωπαϊκής πολιτικής προς τα δεξιά. Εάν ο ηγέτης του FPÖ, Κικλ, αναλάβει την εξουσία στη Βιέννη, λίγοι αναμένουν τιμωρητικά μέτρα από τις Βρυξέλλες.
Το πρόγραμμα του FPÖ και οι δηλώσεις του Κικλ έρχονται σε πλήρη αντίθεση με θεμελιώδεις αξίες της ΕΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα, το κράτος δικαίου και την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης. Ο Κικλ υποστηρίζει ισχυρότερους δεσμούς με τη Ρωσία του Πούτιν και αντιτίθεται στη στήριξη της Ουκρανίας. Η ρητορική του για την «επαναμετανάστευση» (Remigration) — ένας όρος υπερβολικά ριζοσπαστικός ακόμα και για μεγάλο μέρος της ηγεσίας της AfD στη Γερμανία — αποτελεί άλλη μία αιτία ανησυχίας. Η αυστριακή εφημερίδα Der Standard προειδοποιεί ότι ο Κικλ είναι έτοιμος να ενταχθεί στο «κλαμπ των διασπαστών» της ΕΕ, με επικεφαλής τον Βίκτορ Όρμπαν της Ουγγαρίας και τον Ρόμπερτ Φίκο της Σλοβακίας.
Η Ελλάδα, εν τω μεταξύ, απολαμβάνει την πολυτέλεια να παρακολουθεί αυτές τις πολιτικές αναταράξεις στην κεντρική Ευρώπη από απόσταση. Εκπρόσωποι του κυβερνώντος κόμματος συχνά παρουσιάζουν τη χώρα ως «όαση σταθερότητας», και δεν έχουν εντελώς άδικο όσον αφορά την πιθανή επιρροή της ακροδεξιάς. Παρόλο που η Ελλάδα έχει το μερίδιό της σε ακροδεξιές και φασιστικές οργανώσεις — οι οποίες συνολικά συγκέντρωσαν περίπου 18% στις περσινές ευρωεκλογές — αυτές οι ομάδες εξουδετερώνονται από τις εσωτερικές τους διαμάχες.
Επιπλέον, το εκλογικό σύστημα της Ελλάδας, που προσφέρει σημαντικό μπόνους εδρών στο πρώτο κόμμα, διευκολύνει τον σχηματισμό σταθερών κυβερνήσεων. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, μαζί με τον ελληνικό λαό, μπορούν να χαλαρώσουν, καθώς δεν αντιμετωπίζουν τις πολιτικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα ο Εμανουέλ Μακρόν στη Γαλλία ή ο Όλαφ Σολτς στη Γερμανία.
* Ο Δρ. Ρόναλντ Μαϊνάρντους είναι πολιτικός αναλυτής και σχολιαστής και Κύριος Ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ