Liberties: “Σκιές” πάνω από τη δημοκρατία στην Ελλάδα
Διαβάζεται σε 14'
Η νέα έκθεση της Civil Liberties Union for Europe (Liberties) καταγράφει σοβαρές παθογένειες στη Δικαιοσύνη, την ελευθερία του Τύπου και τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ευρώπη. Ακόμη μια αρνητική “πρωτιά” για την Ελλάδα.
- 17 Μαρτίου 2025 12:53
Η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με μια διαρκή υπονόμευση των δημοκρατικών θεσμών, καθώς σε πολλές χώρες -μεταξύ αυτών και η Ελλάδα- παρατηρούνται πολιτικές παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη, περιορισμοί στην ελευθερία του Τύπου και καταστολή διαδηλώσεων.
Όπως αποκαλύπτει η έκθεση της Ένωσης Πολιτικών Ελευθεριών για την Ευρώπη (Liberties), η Ιταλία, η Ελλάδα, η Σλοβακία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Κροατία βρίσκονται στο επίκεντρο της ανησυχίας, με κυβερνήσεις που κατηγορούνται για διάβρωση των θεσμών και αποδυνάμωση των ελεγκτικών μηχανισμών.
Στην Ιταλία, η κυβέρνηση Μελόνι κατηγορείται για αύξηση του κυβερνητικού ελέγχου στη Δικαιοσύνη και λογοκρισία στα δημόσια μέσα ενημέρωσης. Στη Σλοβακία, ο Ρόμπερτ Φίτσο καταργεί θεσμούς, όπως η κεντρική εισαγγελία, και στοχοποιεί τις ΜΚΟ.
Παράλληλα, ακόμη και ισχυρές δημοκρατίες όπως η Γαλλία και η Γερμανία παρουσιάζουν σημάδια πολιτικής εργαλειοποίησης των θεσμών. Η ΕΕ καλείται να λάβει αυστηρότερα μέτρα, ώστε να αποτρέψει την περαιτέρω διάβρωση του κράτους δικαίου και την ενίσχυση αυταρχικών τάσεων.
Η εν λόγω έκθεση στέκεται εκτενώς στις παθογένειες της Ελλάδας. Όπως αναφέρει, η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης αμφισβητείται, με αργές ή ελλιπείς έρευνες για σκάνδαλα, ενώ περιστατικά αστυνομικής βίας και παρακολουθήσεων δημοσιογράφων έχουν εντείνει τον προβληματισμό.
Παρατίθενται μερικά από τα ευρήματα της έκθεσης που προέκυψαν με τη συμβολή της Inter Alia, μιας αστικής μη κερδοσκοπικής οργάνωσης με έδρα την Αθήνα, που δραστηριοποιείται διεθνώς από το 2013. Εστιάζει στην πολιτική εκπαίδευση, την έρευνα, τον ακτιβισμό, τη συνηγορία και τις τέχνες, με στόχο τη μετασχηματιστική πολιτική δράση και την ενδυνάμωση των κοινοτήτων.
Δικαιοσύνη: Μια αργοκίνητη και ευάλωτη εξουσία
Όπως καταγράφει η έκθεση, το ελληνικό σύστημα δικαιοσύνης αντιμετωπίζει διαχρονικές προκλήσεις, με βασικά ζητήματα τη χαμηλή αποδοτικότητα, την έλλειψη διαφάνειας και την ανεξαρτησία του. Η αντίληψη των πολιτών για τη δικαστική ανεξαρτησία φθίνει συνεχώς, καθώς ολοένα και περισσότερες υποθέσεις υψηλού προφίλ χαρακτηρίζονται από καθυστερήσεις και αμφιλεγόμενες αποφάσεις.
Χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία της έκθεσης της Liberties, σύμφωνα με τα οποία, η εμπιστοσύνη των πολιτών στην ανεξαρτησία της Ελληνικής Δικαιοσύνης καταγράφει ιστορικά χαμηλά επίπεδα.
Σύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις, το 40% του γενικού πληθυσμού εκτιμά ότι η ανεξαρτησία των δικαστηρίων και των δικαστών είναι «αρκετά ή πολύ καλή», ενώ το 56% τη θεωρεί ανεπαρκή ή πολύ κακή. Η αντίληψη αυτή έχει επιδεινωθεί αισθητά σε σχέση με το 2023, όταν το αντίστοιχο ποσοστό θετικών αξιολογήσεων βρισκόταν στο 46%, αλλά και σε σύγκριση με το 2020, όταν το 53% των πολιτών εξέφραζε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον θεσμό.
Η ετήσια Έκθεση για το Κράτος Δικαίου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2023 είχε συστήσει στην Ελλάδα να λάβει μέτρα για τη διασφάλιση της συμμετοχής της δικαστικής εξουσίας στη διαδικασία διορισμού των ανώτατων δικαστικών λειτουργών. Ειδικότερα, είχε επισημάνει την ανάγκη να ενισχυθεί η διαφάνεια και να υιοθετηθούν ευρωπαϊκά πρότυπα στη διαδικασία επιλογής των προέδρων και των αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Σε αυτό το πλαίσιο, τον Ιούλιο του 2024, το Ελληνικό Κοινοβούλιο ενέκρινε νομοθετική ρύθμιση που προβλέπει τη συμμετοχή των ολομελειών των τριών ανώτατων δικαστηρίων στη διαδικασία επιλογής των επικεφαλής τους. Σύμφωνα με τη νέα διάταξη, ο υπουργός Δικαιοσύνης ζητά τη γνώμη της ολομέλειας του οικείου ανώτατου δικαστηρίου, η οποία στη συνέχεια διεξάγει μυστική ψηφοφορία για την επιλογή έως και πέντε υποψηφίων για τη θέση του προέδρου.
Ωστόσο, το βασικό σημείο κριτικής προς τη νέα νομοθεσία είναι ότι η γνώμη της ολομέλειας δεν είναι δεσμευτική.
Παρότι η ρύθμιση αυτή αποτελεί ένα βήμα προς την ενίσχυση της δικαστικής συμμετοχής στη διαδικασία διορισμού, δεν αντιμετωπίζει αποτελεσματικά το ζήτημα της πολιτικής επιρροής στη Δικαιοσύνη. Η έλλειψη δεσμευτικότητας στην ψήφο των δικαστικών λειτουργών αφήνει περιθώρια για κυβερνητικές παρεμβάσεις, διατηρώντας το ισχύον σύστημα που επιτρέπει τον διορισμό ανώτατων δικαστών από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Η συνεχής πτώση της εμπιστοσύνης των πολιτών στη Δικαιοσύνη αντανακλά μια γενικευμένη αίσθηση πολιτικής επιρροής στον θεσμό, γεγονός που έχει προκαλέσει επανειλημμένες συστάσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ελλάδα καλείται να προχωρήσει σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα διασφαλίζουν την πραγματική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και θα αποκαθιστούν την εμπιστοσύνη της κοινωνίας στον ρόλο της ως ανεξάρτητη εξουσία.
Διαφθορά: Ένας διαχρονικός γόρδιος δεσμός
Η Ελλάδα προσπαθεί να αντιμετωπίσει τη διαφθορά μέσα από νέα νομοθετικά εργαλεία, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Νόμο 5090/2024, αναφέρει η έκθεση. Ο συγκεκριμένος νόμος επιχειρεί να εναρμονίσει τη χώρα με τις διεθνείς προδιαγραφές και τις κατευθυντήριες οδηγίες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για την πάταξη της διαφθοράς.
Ωστόσο, η νομοθέτηση δεν αρκεί από μόνη της για την καταπολέμηση του φαινομένου. Παρά τη θεσμική πρόοδο, η Ελλάδα εξακολουθεί να κατατάσσεται στις υψηλότερες θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ό,τι αφορά την αντίληψη περί διαφθοράς.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Ειδικού Ευρωβαρόμετρου, η Ελλάδα κατατάσσεται πρώτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση στην αντίληψη περί διαφθοράς. Το 98% των Ελλήνων πολιτών θεωρεί ότι η διαφθορά είναι διαδεδομένη στη χώρα, ποσοστό συντριπτικά υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ, που ανέρχεται στο 68%.
Η ίδια έκθεση επισημαίνει ότι από το 2013 και μετά, η αντίληψη περί διαφθοράς στην Ελλάδα παραμένει σταθερά πάνω από το 95%, υποδεικνύοντας ότι οι πολίτες δεν βλέπουν ουσιαστική βελτίωση στο σύστημα διαφάνειας και λογοδοσίας.
Οι τομείς που θεωρούνται πιο ευάλωτοι σε πρακτικές διαφθοράς περιλαμβάνουν τον κλάδο της υγείας (89%), τα πολιτικά κόμματα (71%), τους πολιτικούς σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο (68%), τις δημόσιες συμβάσεις (67%), την πολεοδομία (63%), τους επιθεωρητές δημόσιας διοίκησης (59%), τις φορολογικές αρχές (57%), καθώς και την αστυνομία και τις τελωνειακές υπηρεσίες (56%).
Η έλλειψη εφαρμογής των νομοθετικών προβλέψεων και η απουσία σοβαρών καταδικαστικών αποφάσεων για υποθέσεις διαφθοράς υψηλού επιπέδου ενισχύουν την αίσθηση ατιμωρησίας. Οι πολιτικές και οικονομικές διασυνδέσεις προστατεύουν ισχυρούς παράγοντες από τη λογοδοσία, διατηρώντας ένα καθεστώς ασυλίας για όσους βρίσκονται κοντά στα κέντρα εξουσίας.
Ελευθερία του Τύπου και ανεξάρτητες αρχές υπό πίεση
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει σοβαρά ζητήματα στον τομέα της ελευθερίας του Τύπου, με τις συνθήκες να επιδεινώνονται τα τελευταία χρόνια. Η πολιτική επιρροή στα μέσα ενημέρωσης, η συγκεντρωμένη ιδιοκτησία, η στοχευμένη χρηματοδότηση προς φιλικά προσκείμενα μέσα και η στοχοποίηση ανεξάρτητων δημοσιογράφων έχουν δημιουργήσει ένα ασφυκτικό πλαίσιο για την ερευνητική δημοσιογραφία.
Το ελληνικό τοπίο των μέσων ενημέρωσης χαρακτηρίζεται από πληθώρα μέσων σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, ωστόσο η πραγματική ισχύς συγκεντρώνεται σε έναν μικρό αριθμό επιχειρηματιών με ισχυρούς δεσμούς με την πολιτική και την οικονομία. Παρότι η εικόνα δείχνει ποικιλία, η ιδιοκτησία των μεγαλύτερων ομίλων ενημέρωσης βρίσκεται σε λίγα χέρια, με τα μέσα να ανήκουν κυρίως σε επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται και σε άλλους στρατηγικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας.
Τα τελευταία χρόνια, η κυρίαρχη δύναμη στα ελληνικά ΜΜΕ ανήκει πλέον σε εφοπλιστές και μεγαλοεπενδυτές, οι οποίοι έχουν επενδύσει μαζικά στον χώρο, αποκτώντας τηλεοπτικούς σταθμούς, εφημερίδες, ραδιοφωνικούς σταθμούς και ειδησεογραφικά sites. Αυτό το μοντέλο ιδιοκτησίας έχει δημιουργήσει σοβαρές ανησυχίες για την ανεξαρτησία της ενημέρωσης, καθώς η γραμμή των μεγαλύτερων μέσων ενημέρωσης φαίνεται συχνά να ευθυγραμμίζεται με τα συμφέροντα των ιδιοκτητών τους και τις πολιτικές ή οικονομικές τους στρατηγικές.
Η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) και η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) αποτελούν τους βασικούς ρυθμιστικούς φορείς που επιβλέπουν το τοπίο των μέσων ενημέρωσης και των τηλεπικοινωνιών στην Ελλάδα. Ωστόσο, η ανεξαρτησία τους έχει αμφισβητηθεί επανειλημμένα, λόγω πολιτικών παρεμβάσεων στον διορισμό των μελών τους, καθώς και εξαιτίας σοβαρών ελλείψεων σε οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους, που περιορίζουν την αποτελεσματικότητά τους.
Παρότι το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) λειτουργεί τυπικά ως ανεξάρτητη αρχή, τα μέλη του επιλέγονται από κοινοβουλευτική επιτροπή στην οποία το κυβερνών κόμμα διαθέτει την πλειοψηφία. Η διαδικασία αυτή καθιστά τον θεσμό ευάλωτο σε πολιτικές επιρροές, γεγονός που έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις από φορείς της κοινωνίας των πολιτών και δημοσιογραφικές οργανώσεις.
Παράλληλα, το ΕΣΡ αντιμετωπίζει σοβαρές οικονομικές και διοικητικές δυσκολίες, με τη χρηματοδότηση και τη στελέχωσή του να θεωρούνται ανεπαρκείς.
Η αμφισβήτηση της ανεξαρτησίας του Συμβουλίου κορυφώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2023, όταν η διαδικασία διορισμού των νέων μελών του προκάλεσε αντιδράσεις από νομικούς κύκλους, δημοσιογράφους και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, που εξέφρασαν φόβους για απόπειρα ελέγχου του θεσμού από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Η υπόθεση έφτασε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, όπου τον Ιούλιο του 2024 εξετάστηκαν οι σχετικές αιτήσεις ακύρωσης που είχαν κατατεθεί από τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, με στόχο την ανατροπή της απόφασης για τον διορισμό του προέδρου, του αντιπροέδρου και έξι μελών του ΕΣΡ.
Τον Νοέμβριο του 2024, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε τις αιτήσεις ακύρωσης, κρίνοντας ότι ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών δεν είχε έννομο συμφέρον να προσφύγει κατά της διαδικασίας επιλογής. Ο Σύλλογος αντέδρασε έντονα, υποστηρίζοντας ότι το δικαστήριο απέφυγε να εξετάσει την ουσία της υπόθεσης, αποφεύγοντας να τοποθετηθεί στο εάν η διαδικασία επιλογής των μελών του ΕΣΡ ήταν συμβατή με τις συνταγματικές αρχές περί ανεξαρτησίας των ρυθμιστικών αρχών.
Η απόφαση αυτή ενίσχυσε τον διάχυτο προβληματισμό για την πραγματική αυτονομία των ανεξάρτητων αρχών στην Ελλάδα, καθώς και για τον βαθμό στον οποίο μπορούν να λειτουργούν χωρίς πολιτικές παρεμβάσεις.
Κοινωνικοί περιορισμοί και καταστολή
Τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα πάντα με την έκθεση, παρατηρείται μια σταδιακή συρρίκνωση του πολιτικού και ακτιβιστικού χώρου. Οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών βρίσκονται αντιμέτωπες με αυστηρούς κανονισμούς και περιορισμούς που δυσχεραίνουν το έργο τους, ενώ ακτιβιστές και υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων υφίστανται νομικές παρενοχλήσεις και πιέσεις.
Παράλληλα, περιστατικά αστυνομικής βίας κατά ειρηνικών διαδηλωτών και αυξημένη επιτήρηση μέσω ψηφιακών εργαλείων εντείνουν τις ανησυχίες για την προστασία των πολιτικών ελευθεριών.
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Ελληνικού Συνδέσμου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (HLHR), τα περιστατικά δυσανάλογης χρήσης βίας από τις αρχές δεν είναι σποραδικά, αλλά συστηματικά, με θύματα διαδηλωτές, πολίτες κατά τη διάρκεια ρουτίνας ελέγχων, αλλά και μειονοτικές ομάδες.
Η έκθεση με τίτλο «Αστυνομία, Βία και Δικαιώματα: Επισκόπηση των Αυθαίρετων Ενεργειών της Αστυνομίας στην Ελλάδα» τεκμηριώνει πολυάριθμες περιπτώσεις δυσανάλογης βίας κατά ειρηνικών διαδηλώσεων, περιπολιών ρουτίνας και στοχευμένων επιχειρήσεων. Σε αρκετές περιπτώσεις, η υπερβολική χρήση βίας έχει οδηγήσει σε σοβαρούς τραυματισμούς, ενώ καταγράφονται και περιστατικά που οδήγησαν στον θάνατο πολιτών.
Ένα από τα πιο ανησυχητικά ευρήματα της έκθεσης αφορά την επιθετική αστυνομική τακτική που χρησιμοποιείται με σκοπό τη διάλυση ειρηνικών διαδηλώσεων. Οι αρχές κάνουν συστηματική χρήση δακρυγόνων, προχωρούν σε αυθαίρετες συλλήψεις, ενώ δεν είναι σπάνιες οι σωματικές επιθέσεις σε διαδηλωτές και δημοσιογράφους που καλύπτουν τις κινητοποιήσεις. Αυτές οι πρακτικές δημιουργούν ένα κλίμα φόβου, περιορίζοντας τη δυνατότητα των πολιτών να ασκούν το θεμελιώδες δικαίωμα της διαμαρτυρίας.
Παράλληλα, η έκθεση υπογραμμίζει τον στοχευμένο χαρακτήρα της αστυνομικής βίας απέναντι σε μειονοτικές ομάδες, όπως οι Ρομά και οι μετανάστες, οι οποίοι υπόκεινται σε δυσανάλογους ελέγχους, άδικη μεταχείριση και αυξημένη αστυνομική επιτήρηση. Η στοχοποίηση αυτών των πληθυσμών αποτελεί ένδειξη συστημικών διακρίσεων, οι οποίες παραμένουν ατιμώρητες, ενισχύοντας τις κοινωνικές ανισότητες.
Το πλέον σοβαρό ζήτημα που αναδεικνύει η έκθεση είναι η κουλτούρα ατιμωρησίας που περιβάλλει την αστυνομική βία στην Ελλάδα. Οι καταγγελίες για περιστατικά αυθαιρεσίας σπάνια διερευνώνται σε βάθος, ενώ οι πειθαρχικές κυρώσεις σε βάρος των αστυνομικών είναι εξαιρετικά σπάνιες ή ανεπαρκείς. Η αποτυχία των θεσμικών μηχανισμών να διασφαλίσουν τη λογοδοσία και την τιμωρία των υπευθύνων επιτρέπει τη συνέχιση αυτών των πρακτικών, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο παραβιάσεων δικαιωμάτων χωρίς συνέπειες.
Παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και pushbacks
Η Ελλάδα έχει βρεθεί αντιμέτωπη με σοβαρές καταγγελίες για την παραβίαση των υποχρεώσεών της στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε μια απόφαση-ορόσημο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) καταδίκασε πρώτη φορά τη χώρα για παράνομες επαναπροωθήσεις αιτούντων άσυλο στον Έβρο, επιστρέφοντάς τους βίαια στην Τουρκία χωρίς την προβλεπόμενη διαδικασία.
Το δικαστήριο έκρινε ότι η χώρα παραβίασε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, και συγκεκριμένα το άρθρο 3, που απαγορεύει την απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, το άρθρο 13, που κατοχυρώνει το δικαίωμα σε πραγματική προσφυγή και το άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου 4, που απαγορεύει τις συλλογικές απελάσεις.
Η απόφαση του δικαστηρίου στηρίχθηκε στο γεγονός ότι δεν υπήρξε καμία διαδικαστική εγγύηση για τους αιτούντες άσυλο, καθώς δεν πραγματοποιήθηκε ατομική εξέταση των υποθέσεών τους. Επιπλέον, η απόφαση υπογράμμισε τον κίνδυνο κακομεταχείρισης που αντιμετωπίζουν οι επαναπροωθούμενοι στην Τουρκία, όπου δεν είναι διασφαλισμένη η προστασία των δικαιωμάτων τους.
Η καταδικαστική αυτή απόφαση δημιουργεί σημαντικό νομικό προηγούμενο και ρίχνει φως στο επίμονο ζήτημα των παράνομων επαναπροωθήσεων στα ευρωπαϊκά σύνορα. Το ΕΔΑΔ ζητά από την Ελλάδα να συμμορφωθεί με τις διεθνείς και ευρωπαϊκές υποχρεώσεις της, διασφαλίζοντας ότι οι συνοριακές πολιτικές της θα σέβονται πλήρως τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Εδώ “μπαίνει” και το ναυάγιο της Πύλου, το φονικότερο στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια. Έρευνα της Ευρωπαίας Διαμεσολαβήτριας αποκαλύπτει σοβαρές και καταδικαστέες παραλείψεις στα καθήκοντα έρευνας και διάσωσης εκ μέρους ανώτερων αξιωματικών του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής.
Σύμφωνα με την έκθεση, οι ενέργειες και οι παραλείψεις των εμπλεκομένων αξιωματικών κατά τη διαχείριση του περιστατικού στις 13 και 14 Ιουνίου 2023 συνιστούν σοβαρά ποινικά αδικήματα, καθώς χαρακτηρίζονται ως θανατηφόρα έκθεση σε κίνδυνο, αλλά και ως έκθεση σε κίνδυνο της ζωής, της υγείας και της σωματικής ακεραιότητας των εκατοντάδων μεταναστών που επέβαιναν στο αλιευτικό σκάφος Adriana.
Οι παραλείψεις αυτές τιμωρούνται σύμφωνα με το άρθρο 306 του Ποινικού Κώδικα, καθώς το Λιμενικό Σώμα φέρεται να μην ανταποκρίθηκε όπως έπρεπε στην υποχρέωσή του για διάσωση, παρά τις πολλαπλές προειδοποιήσεις για την επικινδυνότητα της κατάστασης.
Η έκθεση επιβεβαιώνει τις σοβαρές καταγγελίες για τον χειρισμό του περιστατικού, εγείροντας σοβαρά ερωτήματα για την τήρηση των διεθνών υποχρεώσεων της Ελλάδας στην προστασία της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα.
Όπως καταλήγει η έκθεση, παρά τις όποιες θετικές νομοθετικές πρωτοβουλίες, η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις στη διατήρηση ενός ισχυρού κράτους δικαίου. Η αδυναμία της δικαστικής εξουσίας να λειτουργήσει ανεξάρτητα, η έλλειψη ουσιαστικών διώξεων για διαφθορά, η περιορισμένη ελευθερία του Τύπου και οι συχνές παραβιάσεις θεμελιωδών ελευθεριών συνθέτουν ένα ανησυχητικό σκηνικό.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει καταστήσει σαφές ότι η κατάσταση πρέπει να βελτιωθεί, με την Κομισιόν να ζητά αυστηρότερη εποπτεία και εφαρμογή του κράτους δικαίου. Το ερώτημα που παραμένει είναι αν η Ελλάδα θα προχωρήσει σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις ή αν θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει τις ίδιες χρόνιες παθογένειες, διακινδυνεύοντας τη δημοκρατική της σταθερότητα.