Μια μετέωρη Γερμανία σε μια ακυβέρνητη Ευρώπη
Ο δικηγόρος Γιάννης Γούναρης του LLM London School of Economics, Διδάκτορας Νομικής ΕΚΠΑ, αναλύει στο Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ τις πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία.
- 08 Μαρτίου 2020 07:41
Όταν στις 5 Φεβρουαρίου εξελέγη πρωθυπουργός στο ομόσπονδο κρατίδιο της Θουριγγίας ένα «φιλελεύθερο» πολιτικό ανδρείκελο ονόματι Τόμας Κέμεριχ με τις ψήφους του ακροδεξιού AfD και του συντηρητικού CDU, πολλοί στη Γερμανία ένιωσαν έντονο σοκ.
Ένα θεμελιώδες ταμπού του μεταπολεμικού γερμανικού πολιτικού συμβολαίου, δηλαδή, ότι δεν χωρεί και δεν επιτρέπεται κανείς διάλογος και καμία συνεργασία με την ακροδεξιά, είχε παραβιαστεί. Η ανίερη συμμαχία χριστιανοδημοκρατών, ακροδεξιών και φιλελεύθερων στη Θουριγγία αποδείχθηκε βραχύβια και κατέρρευσε άμεσα, σε λίγες μόνο ώρες, υπό το βάρος της κατακραυγής -και με παρέμβαση της ίδιας της Μέρκελ.
Ωστόσο, έφερε στην επιφάνεια ένα βαθύτερο πρόβλημα που εκκολαπτόταν στην καρδιά της γερμανικής και ευρύτερα της ευρωπαϊκής Δεξιάς και έθεσε σε κίνηση μια αλυσίδα ανησυχητικών γεγονότων.
Το βαθύτερο αυτό πρόβλημα έχει ως εξής: Ποια οφείλει να είναι η στάση της Δεξιάς απέναντι στην άνοδο της ακροδεξιάς; Στη Γερμανία, το δίλημμα είναι το βασικό επίδικο στη μάχη διαδοχής μιας όλο και περισσότερο αποδυναμωμένης Μέρκελ στην ηγεσία του CDU.
Μετά την παραίτηση της εκλεκτής της Γερμανίδας καγκελαρίου, Ανεγκρέτ Κραμπ-Κάρενμπαουερ, η μάχη αυτή βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, έχοντας ανατρέψει το σχέδιο της Μέρκελ να δρομολογήσει η ίδια την αποχώρηση της και να θέσει υπό τον δικό της έλεγχο τη μετάβαση του CDU στην επόμενη μέρα.
Από τους διεκδικητές, οι δύο επικρατέστεροι είναι ο Φρίντριχ Μερτς, εκλεκτός του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και του μεγάλου γερμανικού κεφαλαίου που είχε χάσει τον πρώτο γύρο της αναμέτρησης για την ηγεσία του CDU το 2018 και τώρα βλέπει, τόσο ο ίδιος όσο και εκείνοι που τον στηρίζουν, μια ανέλπιστη δεύτερη ευκαιρία και ο Άρμιν Λάσετ, πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας που εμφανίζεται ως ο συνεχιστής της πολιτικής της Μέρκελ.
H συγκυρία είναι υπέρ του Μερτς, ενός ανθρώπου ακραία νεοφιλελεύθερου σε οικονομικά ζητήματα και σκληρά δεξιού σε όλα τα υπόλοιπα, υπέρμαχου των κλειστών συνόρων, της αντιμεταναστευτικής πολιτικής και του δόγματος Νόμος και Τάξη, που ενσαρκώνει τη θεωρία ότι ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπίσει η συστημική Δεξιά την ακροδεξιά είναι να την ενσωματώσει και να υιοθετήσει πλήρως τη ρητορική και την ατζέντα της, αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα στον διάλογο και, γιατί όχι, στη συνεργασία με «σοβαρά» ακροδεξιά κόμματα, όπως το AfD (σ.σ. αν αυτό μας θυμίζει κάτι).
Στο έκτακτο συνέδριο του CDU στα τέλη Απριλίου θα κριθεί εάν θα επικρατήσει αυτή η λογική ή εάν τα σοβαρά αντανακλαστικά της μεταπολεμικής γερμανικής χριστιανοδημοκρατίας ενάντια σε οποιαδήποτε επιμόλυνση με ακροδεξιά στοιχεία θα ενεργοποιηθούν και πάλι.
Την ίδια στιγμή, το σοσιαλδημοκρατικό SPD παραμένει σε αμηχανία, εγκλωβισμένο σε έναν κυβερνητικό συνασπισμό με το CDU (και τους Βαυαρούς χριστιανοκοινωνιστές) που συνεχίζει να του προκαλεί αιμορραγία, ενώ οι οιωνοί για ένα ευρύτερο δημοκρατικό-προοδευτικό μέτωπο με την Αριστερά (Die Linke) και τους Πράσινους δεν είναι καλοί, μολονότι η εκλογική νίκη των σοσιαλδημοκρατών στο Αμβούργο έδωσε μια πνοή αισιοδοξίας.
Όλα αυτά συμβαίνουν υπό τη σκιά του χειρότερου χτυπήματος της ακροδεξιάς τρομοκρατίας στη Γερμανία μετά την ενοποίηση: Στις 19 Φεβρουαρίου, στην πόλη Χανάου ένας ένοπλος εκτέλεσε εννέα άτομα και τραυμάτισε άλλα πέντε σε δύο μπαρ με ναργιλέδες –άρα «μη δυτικού χαρακτήρα», πριν δολοφονήσει τη μητέρα του και αυτοκτονήσει.
Η Γερμανία έχει εισέλθει σε μια παρατεταμένη περίοδο εσωτερικής πολιτικής αστάθειας και αβεβαιότητας, συμπαρασύροντας μια ήδη παραπαίουσα Ευρώπη στην πλήρη ακινησία. Και μάλιστα, τη χειρότερη δυνατή στιγμή.
Οι τελευταίες εξελίξεις στη Συρία έχουν φέρει σε αδιέξοδο την τυχοδιωκτική πολιτική του Ερντογάν, ο οποίος αντέδρασε με τον τρόπο που γνωρίζει καλά: Εκβιάζοντας την Ευρώπη με όπλο τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Ο Τούρκος πρόεδρος, μέσα στην αλλοπρόσαλλη πολιτική του, έχει διαβάσει σωστά την Ευρώπη: ακέφαλη, φοβική, αδύναμη και διαιρεμένη, είναι εύκολος στόχος για τον εκβιασμό του. Συγχρόνως, τα σύννεφα πυκνώνουν για την γερμανική οικονομία -κατ’ επέκταση και για την οικονομία της Ευρωζώνης. Η εμμονή σε ένα οικονομικό μοντέλο βασισμένο σχεδόν αποκλειστικά στις εξαγωγές και στα εξωφρενικά πλεονάσματα δεν αποξήρανε μόνο τις χώρες τις λεγόμενης ευρωπαϊκής περιφέρειας υπέρ της Γερμανίας, αλλά επιπλέον δεν επέτρεψε στην ίδια τη Γερμανία να επενδύσει στην προσαρμογή της βιομηχανικής της παραγωγής στα δεδομένα του 21ου αιώνα, στην τεχνολογία και την καινοτομία. Η γερμανική βιομηχανία στην πραγματικότητα λειτουργεί με εκδοχές των βιομηχανικών παραδειγμάτων του 19ου και του 20ου αιώνα, όταν η Ασία εξ αντικειμένου έχει θέση οδηγού της μετάβασης στην 4η Βιομηχανική Επανάσταση. Το αποτέλεσμα θα είναι ακόμη μεγαλύτερη εσωστρέφεια.
Η γερμανική ηγεμονία στην Ευρώπη, αν μπορούμε να ονομάσουμε έτσι τη δεσπόζουσα θέση της Γερμανίας στις ευρωπαϊκές υποθέσεις τα τελευταία 10, τουλάχιστον, χρόνια, έχει αποδειχθεί εξαιρετικά εύθραυστη, ενώ τα αποτελέσματά της μιλούν από μόνα τους. Η καταστροφική διαχείριση της κρίσης της Ευρωζώνης, του προσφυγικού/ μεταναστευτικού και του Brexit είναι τα τρία κορυφαία παραδείγματα. Από την άλλη πλευρά, θα έλεγε κανείς ότι τουλάχιστον στη Γερμανία η ραγδαία μετάλλαξη της συστημικής Δεξιάς σε υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και ακροδεξιάς είναι ακόμα υπό αμφισβήτηση και όχι τετελεσμένο γεγονός, καθώς υπάρχουν ισχυρές αντιστάσεις μέσα στην ίδια τη γερμανική Δεξιά. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες αυτό δεν ισχύει και η εν λόγω μετάλλαξη έχει ήδη συντελεστεί. Η Ελλάδα, δυστυχώς, τείνει να είναι μία από αυτές τις χώρες.
* Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 29ο Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ που δημοσιεύεται στο www.enainstitute.org.