Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ: Πρώην εργαζόμενες στα Harrods τον κατηγορούν για βιασμούς
Διαβάζεται σε 9'Ντοκιμαντέρ του BBC αποκαλύπτει πλήθος καταγγελιών από πρώην εργαζόμενες γυναίκες στα πολυκαταστήματα Harrods, την περίοδο που ο μεγιστάνας Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ ήταν ιδιοκτήτης. Οι εφιαλτικές περιγραφές της δράσης του.
- 19 Σεπτεμβρίου 2024 13:44
Πέντε γυναίκες καταγγέλλουν ότι τις βίασε ο πρώην ιδιοκτήτης του Harrods, Μοχάμεντ Αλ Φαγιέντ, όταν αυτές εργάζονταν στο πολυτελές πολυκατάστημα του Λονδίνου.
Το BBC συγκέντρωσε μαρτυρίες από περισσότερες από 20 πρώην υπαλλήλους, οι οποίες ισχυρίζονται ότι ο δισεκατομμυριούχος, που πέθανε πέρυσι σε ηλικία 94 ετών, τις επιτέθηκε σεξουαλικά, ενώ κάποιες από αυτές τις βίασε.
Το ντοκιμαντέρ και podcast με τίτλο «Al-Fayed: Predator at Harrods» αποκάλυψε πως, κατά τη διάρκεια της ιδιοκτησίας του Αλ Φαγέντ, το Harrods όχι μόνο δεν παρενέβη για να σταματήσει τις καταγγελίες, αλλά βοήθησε να συγκαλυφθούν. Οι σημερινοί ιδιοκτήτες του Harrods δήλωσαν «βαθιά σοκαρισμένοι» από τις καταγγελίες και ζήτησαν συγγνώμη από τα θύματα για τα όσα υπέστησαν.
«Το κύκλωμα διαφθοράς και κακοποίησης μέσα σε αυτήν την εταιρεία ήταν απίστευτο και πολύ σκοτεινό», δηλώνει ο δικηγόρος Μπρους Ντράμοντ, ο οποίος εκπροσωπεί μια ομάδα από τις γυναίκες.
Σύμφωνα με τις καταγγελίες, οι σεξουαλικές επιθέσεις σημειώθηκαν σε Λονδίνο, Παρίσι, Σεν Τροπέ και Αμπού Ντάμπι.
«Κατέστησα σαφές ότι δεν ήθελα να συμβεί κάτι τέτοιο. Δεν έδωσα τη συγκατάθεσή μου. Ήθελα απλώς να τελειώσει», λέει μία από τις γυναίκες, η οποία καταγγέλλει πως ο Φαγέντ τη βίασε στο διαμέρισμά του στην κατοικία του στο Park Lane του Λονδίνου.
Μία άλλη γυναίκα υποστηρίζει πως τη βίασε όταν ήταν έφηβη στην έπαυλή του, στο Μέιφερ του Λονδίνου. «Ο Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ ήταν ένα τέρας, ένα αρπακτικό του σεξ, χωρίς κανέναν ηθικό φραγμό» καταγγέλλει, προσθέτοντας πως όλο το προσωπικό των Harrods ήταν για εκείνον το «παιχνιδάκι» του. «Ήμασταν όλοι τρομοκρατημένοι. Ο ίδιος ενεργά καλλιεργούσε τον φόβο. Αν έλεγε “πηδήξτε”, οι εργαζόμενοι απαντούσαν “πόσο ψηλά”», συμπληρώνει.
Ο Φαγέντ βρέθηκε αντιμέτωπος με την κατηγορία της σεξουαλικής επίθεσης όσο βρισκόταν εν ζωή. Ωστόσο, οι καταγγελίες αυτές μετά θάνατον είναι πρωτοφανούς διάστασης και σοβαρότητας και το BBC στηρίζει ότι ότι πολλές περισσότερες γυναίκες μπορεί να έχουν υποστεί επίθεση.
“Ο Φαγέντ ήταν αχρείος”
Η επιχειρηματική καριέρα του Φαγέντ ξεκίνησε από τους δρόμους της Αλεξάνδρειας, όπου πουλούσε αναψυκτικά στους περαστικούς. Ωστόσο, ο γάμος του με την αδερφή ενός Σαουδάραβα εκατομμυριούχου εμπόρου όπλων συνέβαλε στην οικοδόμηση διασυνδέσεων και τη δημιουργία της αυτοκρατορίας του.
Μετακόμισε στη Βρετανία το 1974 και ήταν ήδη γνωστός όταν ανέλαβε τα Harrods, το 1985. Τη δεκατία του 1990 και του 2000 εμφανιζόταν τακτικά ως καλεσμένος σε βρετανικά talk shows και ψυχαγωγικά προγράμματα υψηλής τηλεθέασης.
Ωστόσο, οι γυναίκες που μίλησαν στο ντοκιμαντέρ υποστηρίζουν πως η δημόσια εικόνα του Φαγέντ ως ενός κοινωνικού, ευχάριστου μεγιστάνα απέχει έτη φωτός από την αλήθεια.
«Ηταν αχρείος», λέει μία από τις καταγγέλλουσες, η Σοφία, προσωπική βοηθός του από το 1988 έως το 1991, που, όπως υποστηρίζει, ο Φαγέντ επιχείρησε πάνω από μία φορά να τη βιάσει.
«Με εξοργίζει αυτό, οι άνθρωποι δεν πρέπει να τον θυμούνται έτσι. Γιατί δεν ήταν έτσι», λέει η ίδια.
Κάποιες από τις γυναίκες μίλησαν επώνυμα στην κάμερα του BBC, άλλες με ψευδώνυμα και άλλες ανώνυμα. Σε κάθε περίπτωση, στο σύνολό τους οι μαρτυρίες αποκαλύπτουν το ίδιο μοτίβο σεξουαλικά επιθετικής συμπεριφοράς από τον Φαγέντ.
Οι επιθέσεις γίνονταν στα γραφεία του στο Harrods, στα διαμερίσματά του στο Λονδίνο ή κατά τη διάρκεια ταξιδιών στο εξωτερικό, συχνά το ξενοδοχείο Ritz –του οποίου επίσης ήταν ιδιοκτήτης– στο Παρίσι ή στη βίλα Windsor στο Μπουά ντε Μπουλόν της Πόλης του Φωτός.
«Κοιτάζαμε η μία την άλλη να περνάει το κατώφλι της πόρτας σκεπτόμενες “καημένο κορίτσι, είναι σήμερα η σειρά σου” και νιώθοντας εντελώς ανήμπορες να το σταματήσουμε», λέει η Αλις (ψευδώνυμο), ενώ και άλλα πρώην μέλη του προσωπικού του Harrods παραδέχτηκαν στο BBC πως ήταν ξεκάθαρο τι συνέβαινε μέσα σε εκείνο το γραφείο.
Οι ανατριχιαστικές περιγραφές των γυναικών
Η Ρέιτσελ (όχι το πραγματικό της όνομα) εργαζόταν ως προσωπική βοηθός στα Harrods τη δεκαετία του 1990. Ένα βράδυ, μετά τη δουλειά, λέει πως κλήθηκε στο πολυτελές διαμέρισμα του Αλ Φαγέντ, σε ένα μεγάλο κτίριο στην Park Lane, με θέα το Hyde Park του Λονδίνου. Το κτίριο φυλασσόταν από προσωπικό ασφαλείας και είχε γραφείο που στελεχωνόταν από υπαλλήλους του Harrods.
Η Ρέιτσελ αναφέρει πως ο Αλ Φαγέντ της ζήτησε να καθίσει στο κρεβάτι του και στη συνέχεια έβαλε το χέρι του στο πόδι της, κάνοντάς της σαφές τι ήθελε. «Θυμάμαι το βάρος του πάνω μου. Απλά άκουγα τους ήχους που έκανε και… ταξίδευα αλλού με το μυαλό μου. Με βίασε».
Το BBC μίλησε με 13 γυναίκες που ισχυρίζονται πως ο Αλ Φαγέντ τις κακοποίησε σεξουαλικά στο διαμέρισμα της Park Lane. Τέσσερις από αυτές, συμπεριλαμβανομένης της Ρέιτσελ, λένε πως βιάστηκαν.
Η Σοφία, η οποία ισχυρίζεται ότι κακοποιήθηκε σεξουαλικά, περιέγραψε την όλη κατάσταση ως έναν ατελείωτο εφιάλτη. «Δεν μπορούσα να φύγω. Δεν είχα σπίτι να επιστρέψω, έπρεπε να πληρώνω ενοίκιο», λέει. «Ήξερα ότι έπρεπε να το υπομείνω και δεν ήθελα. Ήταν φρικτό και το μυαλό μου ήταν μπερδεμένο».
Η Τζέμα, η οποία εργάστηκε ως μία από τις προσωπικές βοηθούς του Αλ Φαγέντ μεταξύ 2007-2009, αναφέρει ότι η συμπεριφορά του έγινε πιο τρομακτική κατά τη διάρκεια επαγγελματικών ταξιδιών στο εξωτερικό. Όπως λέει, το αποκορύφωμα ήταν ο βιασμός της στη Villa Windsor, στο Bois de Boulogne στο Παρίσι.
Η Τζέμα περιγράφει πως ξύπνησε ξαφνικά στο δωμάτιό της και είδε τον Αλ Φαγέντ δίπλα στο κρεβάτι της, φορώντας μόνο μια μεταξωτή ρόμπα. Στη συνέχεια προσπάθησε να μπει στο κρεβάτι μαζί της. «Του είπα, “όχι, δεν το θέλω αυτό”. Εκείνος όμως συνέχισε να προσπαθεί να μπει στο κρεβάτι και στο σημείο αυτό είχε ήδη ανέβει πάνω μου και δεν μπορούσα να κουνηθώ».
Μετά τον βιασμό, η Τζέμα λέει πως ξέσπασε σε κλάματα, ενώ ο Αλ Φαγέντ της είπε επιτακτικά και επιθετικά να πλυθεί με Dettol. «Προφανώς ήθελε να σβήσει οποιοδήποτε ίχνος του από πάνω μου», εξηγεί.
Ακόμη οκτώ γυναίκες κατήγγειλαν πως δέχτηκαν σεξουαλική επίθεση από τον μεγιστάνα σε κατοικίες του στο Παρίσι. Πέντε από αυτές περιέγραψαν τις επιθέσεις ως «απόπειρα βιασμού».
Κάποιες από τις γυναίκες, μάλιστα, αποκαλύπτουν πως, όταν άρχισαν να δουλεύουν για τον Φαγέντ, εξαναγκάστηκαν σε ιατρικές και γυναικολογικές εξετάσεις. Οι εξετάσεις αυτές τους παρουσιάζονταν ως προνόμιο –που δεν είχαν οι απλές υπάλληλοι του Harrods– πλην όμως ποτέ δεν λάμβαναν τα ιατρικά αποτελέσματα, τα οποία αντιθέτως στέλνονταν στον Φαγέντ.
«Δεν υπάρχει κανένα όφελος να γνωρίζει ποια είναι η σεξουαλική υγεία του οποιουδήποτε, εκτός αν σχεδιάζει να κάνει σεξ μαζί του, πράγμα που το βρίσκω ανατριχιαστικό τώρα», λέει η Κάθριν, η οποία ήταν βοηθός εκτελεστικού διευθυντή το 2005.
Κοινό μυστικό
«Η κακοποίηση γυναικών ήταν κάτι που γνώριζα όταν εργαζόμουν στο κατάστημα», δηλώνει ο Τόνι Λίμινγκ, πρώην διευθυντής τμήματος του Harrods από το 1994 έως το 2004. «Δεν ήταν καν μυστικό», θυμάται ο κ. Λίμινγκ, ο οποίος προσθέτει πως δεν γνώριζε για τις σοβαρότερες καταγγελίες για επιθέσεις ή βιασμούς. «Και νομίζω πως, αν εγώ το ήξερα, το ήξεραν όλοι. Όποιος λέει ότι δεν το ήξερε, λέει ψέματα, λυπάμαι».
Η μαρτυρία του Λίμινγκ υποστηρίζεται από πρώην μέλη της ομάδας ασφαλείας του Αλ Φαγιέντ. «Ξέραμε ότι είχε πολύ έντονο ενδιαφέρον για νεαρά κορίτσια», λέει ο Ίμον Κόιλ, που ξεκίνησε να εργάζεται στο Harrods το 1979 ως ντετέκτιβ του καταστήματος και αργότερα έγινε αναπληρωτής διευθυντής ασφαλείας από το 1989 έως το 1995.
Ο Στιβ, ο οποίος δεν θέλησε να αποκαλύψει το επώνυμό του, εργάστηκε για τον δισεκατομμυριούχο από το 1994 έως το 1995. Αναφέρει ότι το προσωπικό ασφαλείας «γνώριζε πως ορισμένα πράγματα συνέβαιναν σε κάποιες γυναίκες υπαλλήλους του Harrods και στο Park Lane».
«Κουλτούρα φόβου»
Όλες οι γυναίκες που μίλησαν στο BBC, περιέγραψαν ότι αισθάνονταν φόβο στη δουλειά τους, γεγονός που τις δυσκόλευε να μιλήσουν ανοιχτά. Η Σάρα (όχι το πραγματικό της όνομα) εξηγεί: «Υπήρχε σίγουρα μια κουλτούρα φόβου σε όλο το κατάστημα – από τους πιο χαμηλόβαθμους έως τους πιο υψηλόβαθμους».
Άλλες γυναίκες ανέφεραν ότι πίστευαν πως τα τηλέφωνα στο Harrods είχαν παγιδευτεί και ότι φοβούνταν να μιλήσουν μεταξύ τους για την κακοποίηση του Αλ Φαγιέντ, υπό τον φόβο ότι τις παρακολουθούσαν κρυφές κάμερες. Ο πρώην αναπληρωτής διευθυντής ασφαλείας, Ίμον Κόιλ, επιβεβαίωσε ότι μέρος της δουλειάς του ήταν να ακούει ηχογραφημένες κλήσεις. Κάμερες με δυνατότητα καταγραφής είχαν επίσης τοποθετηθεί σε όλο το κατάστημα, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών γραφείων. «Ο Αλ Φαγέντ παρακολουθούσε όποιον ήθελε», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Το πολυκατάστημα σε δήλωση του ανέφερε ότι «το Harrods σήμερα είναι ένας πολύ διαφορετικός οργανισμός από εκείνον που ανήκε και ελεγχόταν από τον Αλ Φαγέντ μεταξύ 1985 και 2010 και προσπαθεί να θέτει την ευημερία των εργαζομένων του στο επίκεντρο όλων όσων κάνει»
Απειλές στα θύματα για να μην αποκαλύψουν τη σεξουαλική κακοποίηση από τον Φαγέντ
Σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ του BBC, στο πλαίσιο δικαστικού συμβιβασμού της Τζέμα, το 2009, χρειάστηκε να υπογράψει συμφωνία μη δημοσιοποίησης (NDA), μια νομικά δεσμευτική σύμβαση που διασφαλίζει ότι οι πληροφορίες παραμένουν εμπιστευτικές.
Όπως λέει, μετά τον βιασμό παραιτήθηκε από τα Harrods επικαλούμενη σεξουαλική παρενόχληση – ανήμπορη να αποκαλύψει τον βιασμό της. Η εταιρεία την αποδέσμευσε καταβάλλοντάς της ένα ποσό, υπό την προϋπόθεση πως θα υπέγραφε το συμβόλαιο «σιωπής».
Σύμφωνα με το BBC, πολλές από τις γυναίκες απειλήθηκαν και υπέστησαν συστηματικό εκφοβισμό από τον τότε διευθυντή ασφαλείας των Harrods, Τζον Μακναμάρα, ώστε να μην αποκαλύψουν όσα είχαν βιώσει.
Δεκατέσσερις από τις γυναίκες που μίλησαν στο BBC κατέθεσαν αστικές αγωγές κατά της εταιρείας –που πλέον τελεί υπό το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Qatar Investment Authority– για αποζημίωση.