Νόμπελ Ειρήνης: Οι ‘πολεμοχαρείς’ νικητές της ‘σκοτεινής’ πλευράς των βραβείων
Γκορμπατσόφ, Ομπάμα και Κίσινγκερ στη "μαύρη" λίστα με τις προσωπικότητες που κατόπιν βράβευσης έπαιξαν καθοριστικό ρόλο σε συρράξεις. Την επόμενη εβδομάδα το όνομα του νικητή του 2017
- 28 Σεπτεμβρίου 2017 22:27
Λίγες μέρες πριν ανακοινωθεί η προσωπικότητα ή ο οργανισμός που θα τιμηθεί με το Νόμπελ Ειρήνης για το 2017 (σ.σ. στις 6 Οκτωβρίου) και ο θεσμός με έπαθλο 1,1 εκατ. δολάρια ταλανίζεται από τις θηριωδίες που συμβαίνουν στην Μιανμάρ, με κεντρικό πρόσωπο την ηγέτη της χώρας και κάτοχο του βραβείου, Αούνγκ Σαν Σου Κι.
Η Σου Κι είναι η τελευταία στη μεγάλη λίστα από βραβευθέντες με Νόμπελ Ειρήνης που απογοήτευσαν πολλούς από όσους την είχαν χειροκροτήσει και επαινέσει για τις πράξεις της. Η ηγέτης της Μιανμάρ βρίσκεται τον τελευταίο καιρό στο στόχαστρο διεθνούς κριτικής για την απραξία της στις μαζικές δολοφονίες, τους βιασμούς και την εξαφάνιση από τον χάρτη ολόκληρων χωριών στην πολιτεία Ρακίν, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη. Η βία έχει αναγκάσει 421.000 μουσουλμάνους Ροχίνγκια να κινηθούν προς το γειτονικό Μπαγκλαντές.
Η στάση της αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την εν έτει 1991 βράβευσή της, όταν η Νορβηγική Επιτροπή Νόμπελ της απένειμε το βραβείο, επαινώντας “τον μη βίαιο αγώνα της για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα”. Να σημειωθεί ότι από τη στιγμή που γίνεται απονομή του βραβείου, αυτό δεν μπορεί να αφαιρεθεί.
Γκορμπατσόφ, Ομπάμα και Κίσινγκερ στη λίστα
Η Σου Κι πάντως δεν είναι η μοναδική προσωπικότητα, που μετά την βράβευση της συνέβαλε στην έναρξη πολεμικών συρράξεων ή στην κλιμάκωσή τους.
Ο Ισραηλινός ηγέτης Μεναχέμ Μπέγκιν διέταξε την εισβολή στο Λίβανο το 1982, τέσσερα χρόνια μετά τη βράβευσή του με το Νόμπελ, το οποίο μοιράστηκε με τον Αιγύπτιο Ανουάρ Σαντάτ για την ειρηνευτική συμφωνία του Καμπ Ντέιβιντ. Ο Σαντάτ είχε δολοφονηθεί από ισλαμιστή στρατιωτικό το 1981.
Ο Παλαιστίνιος ηγέτης Γιασέρ Αραφάτ μοιράστηκε το βραβείο του 1994 με τους Ισραηλινούς Γιτζάκ Ράμπιν (πρωθυπουργός) και Σιμόν Πέρες (υπουργός Εξωτερικών) για τις συμφωνίες του Όσλο, οι οποίες ωστόσο δεν έφεραν μόνιμη λύση στην αραβοϊσραηλινή σύγκρουση. Ο Ράμπιν δολοφονήθηκε από ακροδεξιό εθνικιστή το 1995 και ο Πέρες ανέλαβε καθήκοντα πρωθυπουργού. Ο Αραφάτ ήταν πρόεδρος των Παλαιστινίων κατά τη διάρκεια της δεύτερης Ιντιφάντα, της βίαιης εξέγερσης κατά της ισραηλινής κατοχής.
Ο Σοβιετικός ηγέτης Μιχαΐλ Γκορμπατσόφ πήρε το βραβείο το 1990 για τον ρόλο του στον ειρηνικό τερματισμό του Ψυχρού πολέμου. Το 1991 έστειλε τεθωρακισμένα για να σταματήσει την προσπάθεια ανεξαρτησίας των χωρών της Βαλτικής, αν και αργότερα τις άφησε να ανεξαρτητοποιηθούν.
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ μοιράστηκε το Νόμπελ το 1973 με τον Λε Ντουκ Το του Βόρειου Βιετνάμ για τις αποτυχημένες προσπάθειες για τον τερματισμό του πολέμου στο Βιετνάμ. Ο Το δεν δέχτηκε το βραβείο, όντας ο μοναδικός πρόεδρος που έχει κάνει κάτι τέτοιο, κατηγορώντας την Ουάσινγκτον ότι παραβίασε την εκεχειρία. Ο πόλεμος τελείωσε το 1975 με την Σαϊγκόν να καταλήγει στα χέρια των Βορειοβιετναμέζων.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα πήρε το Νόμπελ το 2009, λίγους μόνο μήνες αφότου έγινε “πλανητάρχης”, δηλώνοντας έκπληκτος. Τις εβδομάδες που μεσολάβησαν μέχρι να του απονεμηθεί το βραβείο, διέταξε τον τριπλασιασμό των αμερικανικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν.
Όσον αφορά στα φετινά βραβεία, στα φαβορί συμπεριλαμβάνονται όσοι συνέβαλαν στην πυρηνική συμφωνία του 2015 του Ιράν, όπως ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών Μοχάμεντ Γιαβάντ Ζαρίφ, η επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, Φεντερίκα Μογκερίνι και ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τζον Κέρι. Υποψήφιοι είναι, επίσης, ο πάπας Φραγκίσκος, η ομάδα διάσωσης “Λευκά Κράνη” της Συρίας και η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, η οποία έχει κερδίσει δύο φορές στο παρελθόν.
Πέρσι το Νόμπελ Ειρήνης πήγε στον Κολομβιανό πρόεδρο Χουάν Μανουέλ Σάντος για τις προσπάθειές του να δώσει τέλος στον 50ετή εμφύλιο που οδήγησε στον θάνατο χιλιάδες ανθρώπους.
Τα βραβεία Νόμπελ θεσπίστηκαν από τον Άλφρεντ Νόμπελ, τον εφευρέτη του δυναμίτη, του οποίου η περιουσία προήλθε εν μέρει από την κατασκευή και πώληση όπλων.
(Πηγή: Reuters, φωτό: AP Photo/John McConnico)