Ο Σάντερς και οι άλλοι: Οι υποψήφιοι των Δημοκρατικών και η “φαρέτρα” κόντρα στον Τραμπ
Ο Lonce Bailey, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Shippensburg University αναλύει στο Ινστιτούτο ΕΝΑ για τις προκριματικές εκλογές στο Δημοκρατικό Κόμμα: Το στοίχημα των εθνικών εκλογών του 2020
- 20 Φεβρουαρίου 2020 06:45
Οι προκριματικές εκλογές του Δημοκρατικού Κόμματος βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη, και η επιλογή του υποψηφίου που θα αναμετρηθεί με τον Ντόναλντ Τραμπ στις εθνικές εκλογές των ΗΠΑ, του Νοεμβρίου, θα γίνει, κατά πάσα πιθανότητα, εντός των επόμενων λίγων μηνών.
Η διαδικασία προκαλεί αρκετή σύγχυση στους ίδιους τους Αμερικανούς, το πιθανότερο δε είναι να προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση και να φαντάζει ακόμη πιο περίπλοκη στο διεθνές κοινό.
Ακολουθούν μερικά σημεία-κλειδιά που μπορεί να βοηθήσουν στην καλύτερη κατανόηση τόσο της διαδικασίας και της τρέχουσας θέσης των υποψηφίων όσο και κάποιων κομβικών σημείων.
Οι εκλογές στις ΗΠΑ είναι αποκεντρωμένες
Οι εκλογές είναι υπόθεση των πολιτειών και των τοπικών κοινωνιών. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν παίζει ουσιαστικά κανένα ρόλο σε αυτές. Δεν τυπώνει ψηφοδέλτια, δεν διαθέτει παραβάν, δεν μετράει ψήφους. Όλα αυτά γίνονται στις πολιτείες. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αναλαμβάνει ρόλο σε θέματα ατομικών και εκλογικών δικαιωμάτων και ελέγχει, ως ένα βαθμό, τη χρηματοδότηση της εκστρατείας των υποψηφίων, αλλά ουσιαστικά οι ΗΠΑ έχουν 50 διαφορετικές πολιτείες με 50 διαφορετικά εκλογικά συστήματα. Ακόμη και εντός της ίδιας πολιτείας είναι σύνηθες να υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα εκλογικά συστήματα και τη διαχείριση της εκλογικής διαδικασίας. Το ίδιο ισχύει και για την κομματική διάρθρωση: Τα κόμματα στις ΗΠΑ δεν διαθέτουν τόσο ισχυρή εξουσιαστική δομή «από τα πάνω προς τα κάτω». Σε πολιτειακό και τοπικό επίπεδο λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό χωρίς τεράστια πίεση ή διεύθυνση από το εθνικό επίπεδο.
Κατ’ επέκταση, τα κόμματα και οι μέθοδοι των προκριματικών εκλογών τους διαφέρουν. Κάθε κόμμα στην πολιτεία του μπορεί, κατά βάση, να αποφασίσει το είδος της διαδικασίας επιλογής που θα ακολουθήσει, αναδεικνύοντας τα ζητήματα που είναι κεντρικά για αυτή την πολιτεία. Τα κόμματα έχουν περισσότερους περιορισμούς σχετικά με το πότε μπορούν να διεξαγάγουν τις εκλογές, αλλά, ακόμη και έτσι, κάθε κόμμα σε πολιτειακό επίπεδο πασχίζει σκληρά να επηρεάσει τη σειρά των αναμετρήσεων για να βοηθήσει την πολιτεία του να αυξήσει την ισχύ της. Αυτό αντανακλά τη μεγάλη ποικιλομορφία στο εσωτερικό της χώρας: Η πολιτική, οι πολιτικές και η κουλτούρα είναι πολύ διαφορετικές στο Νιου Χάμσαϊρ της Ανατολικής Ακτής απ’ ό,τι στο Τέξας στη Νοτιοδυτική Ακτή. Η αποκεντρωμένη φύση των κομμάτων δίνει τη δυνατότητα ευέλικτου χειρισμού της περιφερειακής αυτής πολυμορφίας, κι αυτό αντανακλάται στην ποικιλία των τρόπων διεξαγωγής των εκλογών.
Τι είναι η τοπική συνέλευση (caucus) και τι οι προκριματικές εκλογές;
Η ερώτηση αυτή και οι σχετικές διαφορές μπορεί να μας οδηγήσουν σε εξονυχιστικές λεπτομέρειες, που δεν είναι και τόσο βοηθητικές, αλλά, σε γενικές γραμμές, η τοπική συνέλευση είναι ένα είδος προκριματικής εκλογής στο πλαίσιο της οποίας οι πολίτες συγκεντρώνονται μία φορά αυτοπροσώπως και, κατά κανόνα, ψηφίζουν σε μια σειρά από ψηφοφορίες. Είναι κάτι σαν ένα σύνολο μικρών συναντήσεων ή μίνι συνεδρίων όπου οι άνθρωποι ψηφίζουν αυτοπροσώπως. Οι τοπικές συνελεύσεις γενικά διοργανώνονται εξολοκλήρου από τα κόμματα, χωρίς να εμπλέκονται στην εκλογική διαδικασία οι πολιτείες. Η μορφή των τοπικών συνελεύσεων φθίνει παντού, καθώς οι πολιτείες μεταβαίνουν στις προκριματικές. Αυτή τη στιγμή μόνο τρεις πολιτείες και λίγες περιφέρειες εξακολουθούν να έχουν τοπικές συνελεύσεις. Οι προκριματικές ή οι απευθείας προκριματικές είναι οι πλέον συνηθισμένες. Πρόκειται για παραδοσιακές εκλογές όπου οι άνθρωποι πηγαίνουν στις κάλπες για να ψηφίσουν, οι εκλογές διενεργούνται από την πολιτειακή κυβέρνηση και οι ψήφοι καταμετρώνονται και επαληθεύονται από τις πολιτείες. Οι προκριματικές είναι πιο διαδεδομένες μεταξύ των κομμάτων και των υποψηφίων, επειδή οι κανόνες είναι περισσότερο ξεκάθαροι, είναι προβλέψιμες σε ό,τι αφορά τους όρους διεξαγωγής τους και πιο ελκυστικές για τους εκλογείς.
Οι προεκλογικές εκστρατείες, ιδίως στις προκριματικές εκλογές, περιστρέφονται γύρω από τους υποψηφίους. Πρόκειται σχεδόν αποκλειστικά για την προσπάθεια μεμονωμένων υποψηφίων να συγκεντρώσουν τα χρήματα και το προσωπικό που απαιτούνται για να θεωρηθεί η υποψηφιότητά τους σοβαρή. Κατά τη διάρκεια των προκριματικών, το κόμμα δεν παίζει σχεδόν κανένα ρόλο στις ίδιες τις καμπάνιες. Έτσι όμως, οι υποψήφιοι μπορεί να εκτεθούν ή να είναι ευάλωτοι σε μικρά παραστρατήματα ή λάθη. Οι δράσεις της καμπάνιας τους είναι αποκλειστικά δική τους ευθύνη, ενώ εξαρτώνται κατά πολύ από τη συνεχή ροή χρήματος για να «τρέξουν» τις τεράστιες εκστρατείες τους. Ιστορικά, η έλλειψη χρημάτων, που οφείλεται στην κακή επίδοση σε μικρές προκριματικές στις πολιτείες που ψηφίζουν πρώτες, είναι αυτό που θέτει τους υποψηφίους εκτός συναγωνισμού. Έτσι κι αρχίσεις να υπο-αποδίδεις, βρίσκεσαι αντιμέτωπος με το πρόβλημα τού να μην έχεις επαρκείς δωρεές για να στηρίξουν την καμπάνια σου. Παρότι αυτό έχει κάπως αλλάξει στις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, με την είσοδο εκατομμυριούχων/δισεκατομμυριούχων υποψηφίων και χρηματοδοτών, εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρό θέμα.
Το πρόγραμμα των προκριματικών εκλογών των κομμάτων είναι πολύ μακρύ και απλωμένο
Και για τα δύο κόμματα οι προκριματικές λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια πέντε περίπου μηνών, με διάφορες πολιτείες ή ομάδες πολιτειών να παίρνουν σειρά από τις αρχές περίπου του Φεβρουαρίου ως τις αρχές του Ιουνίου. Οι ημερομηνίες στις οποίες καλούνται οι πολιτείες να ψηφίσουν καθορίζονται πρωτίστως από το κόμμα και μπορεί να είναι φοβερά διαφιλονικούμενες. Έχει φυσικά ένα πλεονέκτημα το να είσαι μία από τις πρώτες, καθώς θα έχεις μεγαλύτερη επιρροή στην έκβαση του αγώνα. Για παράδειγμα, οι δύο πρώτες πολιτείες στο ημερολόγιο των προκριματικών (η Αϊόβα και το Νιου Χάμσαϊρ) αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρό και φυλετικά κυρίαρχα λευκό δείγμα του εκλογικού σώματος, ωστόσο, για πολλούς υποψηφίους, αν δεν τα πάνε καλά σε αυτές τις πολιτείες, μπορεί να σημάνει το τέλος της εκστρατείας τους. Ακόμη και οι δύο πολιτείες που έπονται (η Νότια Καρολίνα και η Νεβάδα) είναι σχετικά μικρές, έχουν όμως πολύ μεγαλύτερη εθνοτική και πολιτισμική ποικιλομορφία. Μόλις το πρόγραμμα κυλήσει πέραν των πρώτων αυτών πολιτειών, κατά κανόνα συνεχίζεται με ομάδες πολιτειών, συμπεριλαμβανομένης της μεγάλης εκλογικής αναμέτρησης της «Σούπερ Τρίτης», στις 3 Μαρτίου, όταν θα διεξαχθούν προκριματικές εκλογές σε 14 πολιτείες, μεταξύ των οποίων δύο από τις πιο πολυπληθείς, η Καλιφόρνια και το Τέξας. Αλλά και πέραν των ίδιων των προκριματικών, οι υποψήφιοι εγκαινιάζουν συνήθως επισήμως τις καμπάνιες τους εννέα μήνες με έναν χρόνο πριν από την πρώτη προκριματική εκλογή. Πρόκειται για μια μακρά και δαπανηρή διαδικασία.
Και τώρα οι υποψήφιοι. Ποιοι είναι;
Αυτή τη στιγμή υπάρχουν πέντε βασικοί υποψήφιοι που εμφανίζονται ως διεκδικητές του χρίσματος, σε κάποιο βαθμό. Ήταν σταθερά ανάμεσα στους τρεις ή τέσσερις πρώτους στις δημοσκοπήσεις, και τώρα που διεξήχθησαν οι προκριματικές εκλογές στις δύο πρώτες πολιτείες, πλασάρονται στην πρώτη γραμμή. Σε αυτούς περιλαμβάνονται (με αλφαβητική σειρά) ο πρώην Αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν, ένας δήμαρχος από τις Μεσοδυτικές πολιτείες, ο Πιτ Μπούτετζετζ, η Γερουσιαστής Έιμι Κλόμπουτσαρ, ο Γερουσιαστής Μπέρνι Σάντερς και η Γερουσιαστής Ελίζαμπεθ Ουόρεν. Υπάρχει ένας ακόμη ραγδαία ανερχόμενος «άγνωστος Χ», κι αυτός είναι ο πολυ-δισεκατομμυριούχος μεγιστάνας των μίντια Μάικλ Μπλούμπεργκ. Η στρατηγική του Μπλούμπεργκ είναι να χρηματοδοτήσει ο ίδιος την καμπάνια του και να κρατήσει σθεναρή στάση εναντίον του Τραμπ ως διεφθαρμένο και αποτυχημένο ηγέτη (έχει ως τώρα ξοδέψει το αστρονομικό ποσό των 250 εκατ. δολαρίων σε τηλεοπτική διαφήμιση, κι αυτό σε λίγες μόλις περιοχές της χώρας). Κλειδί αυτής της στρατηγικής ήταν η καθυστερημένη είσοδός του στην εκλογική αναμέτρηση, η παράκαμψη των πρώτων προκριματικών και η εστίαση στις πολιτείες που έρχονταν μετά τις αρχικές αυτές εκλογές (ξεκαθαρίζοντας πιθανότατα το τοπίο). Τουλάχιστον στα χαρτιά, παραμένει αουτσάιντερ, ακολουθώντας μια στρατηγική που δεν έχει δοκιμαστεί στο παρελθόν, αλλά τα ποσοστά του στις δημοσκοπήσεις στις πολιτείες όπου διαφημίζεται ανεβαίνουν σταθερά. Προσέξτε τον λοιπόν, ξεκινώντας με την αναμέτρηση της «Σούπερ Τρίτης» στις 3 Μαρτίου.
Ιδεολογικά, πρόκειται για μια ευρεία γκάμα υποψηφιοτήτων. Από πολύ μετριοπαθείς κεντρώους, όπως η Έιμι Κλόμπουτσαρ, μέχρι πολύ αριστερούς (τουλάχιστον για τα δεδομένα των ΗΠΑ) υποψηφίους, όπως ο Μπέρνι Σάντερς, μαζί με υποψηφίους που καλύπτουν όλο το πολιτικό φάσμα. Αν προσθέσουμε και έναν πολυ-δισεκατομμυριούχο όπως ο Μάικλ Μπλούμπεργκ, έχουμε ένα ευρύ φάσμα επιλογών. Οι Δημοκρατικοί δεν έχουν απόλυτα ξεκαθαρίσει τι θέλουν και ποιος μπορεί να επικρατήσει του Τραμπ, καθοδηγούμενοι, σε μεγάλο βαθμό, από την επιθυμία να φύγει απλώς ο Τραμπ και λιγότερο από την προσήλωση σε τολμηρές προτάσεις πολιτικής.
Επί του παρόντος, οι δύο επικρατέστεροι διεκδικητές του χρίσματος φαίνεται να είναι ο Σάντερς και ο Μπούτετζετζ. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι τίποτε δεν είναι σίγουρο, βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή των προκριματικών εκλογών, και τα δεδομένα αλλάζουν διαρκώς. Ο Σάντερς και ο Μπούτετζετζ ουσιαστικά ήρθαν ισόπαλοι στις πρώτες αναμετρήσεις στην Αϊόβα και στο Νιου Χάμσαϊρ, όπου ο Σάντερς ήρθε πρώτος, με τον Μπούτετζετζ να έρχεται δεύτερος με διαφορά 1%. Λίγο πιο πίσω ήταν η μετριοπαθής γερουσιαστής Έιμι Κλόμπουτσαρ, η εκστρατεία της οποίας θεωρήθηκε κάποια στιγμή ότι αποτυγχάνει, τώρα όμως ανεβαίνει, έπειτα από αξιοσημείωτες επιδόσεις στα ντιμπέιτ των υποψηφίων. Ακολουθούν η προοδευτική Γερουσιαστής Ελίζαμπεθ Ουόρεν στην τέταρτη θέση και ο Αντιπρόεδρος Μπάιντεν στην πέμπτη. Οι δύο πρώτες αυτές αναμετρήσεις είναι σημαντικές, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση, την αναγνωρισιμότητα και τη μιντιακή προβολή των υποψηφίων. Ωστόσο, πρόκειται για πολύ μικρές και ομοιογενείς πολιτείες, και οι υποψήφιοι που αυτή τη στιγμή έχουν το προβάδισμα βρίσκονται αντιμέτωποι με μεγάλες προκλήσεις ώστε να επαναλάβουν τις επιδόσεις τους στις επερχόμενες προκριματικές εκλογές.
Οι προκριματικές μεταφέρονται τώρα κυρίως στο Νότο και στη συνέχεια στη Δύση και σε άλλες περιοχές της χώρας. Εκεί έχουμε πολύ διαφορετικά δημογραφικά δεδομένα, ιδιαίτερα με όρους φυλής και εθνικότητας, κι έτσι είναι πιθανό να δούμε τα αποτελέσματα των εκλογών να αλλάζουν, ίσως ακόμη και να ανατρέπονται. Ο Τζο Μπάιντεν είναι πολύ δυνατός στο Νότο, και θα περίμενε κανείς ότι θα τα πάει καλύτερα στις επικείμενες εκλογές. Εάν όχι, αυτό θα σηματοδοτήσει πιθανότατα το τέλος της καμπάνιας του.
Ποιο είναι το συμπέρασμα όλων αυτών;
Πρώτα απ’ όλα, όλα είναι εξαιρετικά ρευστά, ανεξάρτητα από το τι λένε οι δημοσκοπήσεις και οι καμπάνιες. Δεύτερον, το εύρος των πιθανών αποτελεσμάτων κυμαίνεται από το να σαρώσει στις προκριματικές ο Μπέρνι Σάντερς, κερδίζοντας μια άνετη νίκη, μέχρι το ενδεχόμενο να υπάρξει τέτοιος κερματισμός ώστε ο υποψήφιος να μην εκλεγεί στις προκριματικές αλλά από την Εθνική Συνδιάσκεψη. Τρίτον, αυτή τη στιγμή αυτό που βλέπουμε να διαμορφώνεται είναι ένα πεδίο «Μπέρνι Σάντερς συν “κάποιος άλλος”». Δηλαδή ο Σάντερς ως εκπρόσωπος της αριστερής πτέρυγας του κόμματος και κάποιος από τους άλλους ως εκπρόσωπος της μετριοπαθούς πτέρυγας (τώρα είναι ο Μπούτετζετζ, αλλά θα μπορούσε να καταλήξει να είναι η Κλόμπουτσαρ ή κι ο Μπάιντεν). Τέταρτον, η καμπάνια του Μπλούμπεργκ έχει τη δυναμική να τα τινάξει όλα αυτά στον αέρα τη «Σούπερ Τρίτη». Αλλιώς, θα αποτύχει παταγωδώς όταν έρθει αυτή η εκλογική αναμέτρηση.
Υπάρχουν αρκετά κεντρικά ζητήματα που κινούν την καμπάνια, αλλά σε αυτή την εκστρατεία φαίνεται πως κυριαρχεί ένα ζήτημα: να ηττηθεί ο Τραμπ. Στην πραγματικότητα, εφόσον δεν υπάρχει κάποιο ξεκάθαρο φαβορί που να μπορεί να ενώσει το κόμμα, το ζήτημα αυτό εγείρει σοβαρές ανησυχίες μεταξύ των αναλυτών, των κομματικών στελεχών και των ψηφοφόρων. Ανακύπτουν διαρκώς ερωτήματα όπως: «Μπορεί ο Μπέρνι να προσελκύσει μετριοπαθείς ψηφοφόρους στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών;», «Μπορεί ο Μπάιντεν να φέρει οπαδούς του Μπέρνι στο δικό του στρατόπεδο;», «Μπορεί ένας άσημος δήμαρχος από την Ιντιάνα να προκαλέσει αρκετό ενθουσιασμό ώστε να εξασφαλίσει ψήφους στις εθνικές εκλογές;». Ακούμε συχνά ψηφοφόρους να δηλώνουν: «Δεν με νοιάζει ποιος θα πάρει το χρίσμα, αρκεί να μπορεί να κερδίσει τον Τραμπ». Έχει πράγματι αναδειχθεί σε αποκλειστικό ζήτημα για τους Δημοκρατικούς. Δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς το ποιος μπορεί να επικρατήσει του Τραμπ, το ζητούμενο επικεντρώνεται όμως κυρίως στην προσέλκυση των ψηφοφόρων. Εάν ο υποψήφιος που θα επιλεγεί μπορεί να είναι αποδεκτός από ένα ευρύ φάσμα ψηφοφόρων του Δημοκρατικού Κόμματος, τότε οι περισσότεροι πιστεύουν ότι οι Δημοκρατικοί έχουν ισχυρές πιθανότητες να κερδίσουν. Εκτιμάται ότι κάθε διαίρεση στο εσωτερικό του κόμματος θα δυσκολέψει την επικράτηση επί του Τραμπ ή την απόσπαση κερδών στο Κογκρέσο. Από πολλές απόψεις, αυτό εξηγεί γιατί οι ψηφοφόροι έχουν εκφράσει μια νευρικότητα για τον Σάντερς, καθώς δεν τυγχάνει αποδοχής από μετριοπαθείς ψηφοφόρους – και πολύ λιγότερο από πολύ μετριοπαθείς Ρεπουμπλικανούς που τους απωθεί ο Τραμπ και αναζητούν μια δικαιολογία για να ψηφίσουν τους Δημοκρατικούς.
Πέρα από το βασικό αυτό ζήτημα της «εκλογιμότητας», τα παραδοσιακά ερωτήματα που εξακολουθούν να συζητιούνται αφορούν κυρίως την εσωτερική ατζέντα. Το αίτημα για καθολική υγειονομική κάλυψη (με πολλές διαφορετικές μορφές), ερωτήματα σχετικά με την αντιμετώπιση του συσσωρευόμενου φοιτητικού χρέους, η μεταρρύθμιση της μεταναστευτικής πολιτικής, η αντιμετώπιση των φορολογικών περικοπών για τους πλούσιους από τη διακυβέρνηση Τραμπ, γενικότερα θέματα σχετικά με τις τεράστιες ανισότητες στην κατανομή του πλούτου και φυσικά πολιτικές για την αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Άλλα θέματα, αν και ήσσονος σημασίας για το αποτέλεσμα των εκλογών, περιλαμβάνουν την αντιστροφή των επιπτώσεων της απορρύθμισης της κυβερνητικής ρυθμιστικής λειτουργίας στην οποία προχώρησε η διακυβέρνηση Τραμπ, την αποδυνάμωση των σχέσεων με το ΝΑΤΟ και άλλους παραδοσιακούς συμμάχους και το γενικότερο ζήτημα των αποδυναμωμένων ΗΠΑ στην παγκόσμια σκηνή.
Η πολιτική Σάντερς
Αναλυτές από το εξωτερικό συχνά αναρωτιούνται για τις προοπτικές μιας υποψηφιότητας Σάντερς και μιας πιθανής νίκης, με δεδομένο ότι η σοσιαλδημοκρατική πολιτική του είναι πιο κοντά στην πολιτική της Δυτικής Ευρώπης. Η πολιτική Σάντερς λαμβάνει τη μορφή ενός ισχυρότερου δικτύου κοινωνικής προστασίας και περισσότερης προστασίας για τις μεσαίες και χαμηλές τάξεις, που αποκλείστηκαν από την πιο πρόσφατη οικονομική ανάκαμψη και δεν ωφελήθηκαν επαρκώς από την οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων 40 ετών. Τα βασικά θέματα στην προεκλογική του εκστρατεία περιλαμβάνουν την καθολική ατομική ασφάλιση υγείας (που επικεντρώνεται πρωτίστως σε ένα διευρυμένο «Medicare», που τώρα ασφαλίζει ηλικιωμένους πολίτες), τη διαγραφή χρεών από φοιτητικά δάνεια, δωρεάν ή σχεδόν δωρεάν πρόσβαση σε κολέγια και πανεπιστήμια, καθώς και μια αναδιάρθρωση του φορολογικού συστήματος, στην κατεύθυνση μιας πιο δίκαιης αναδιανομής των βαρών ή, όπως λέει ο Σάντερας, «να βάλουμε τους πλούσιους να πληρώσουν το μερίδιο που τους αναλογεί». Περιλαμβάνονται, επίσης, πολιτικές για ταχύτερη αύξηση των μισθών, προστασία των καταναλωτών στον χρηματοπιστωτικό κλάδο και μια υπόσχεση για πιο προσεκτική χρήση των στρατιωτικών δυνάμεων των Ηνωμένων Πολιτειών, με ταυτόχρονη αναζωογόνηση των διπλωματικών δυνάμεων.
Οι ψηφοφόροι δεν είναι συνηθισμένοι σε μια τέτοια ατζέντα, που θεωρείται περισσότερο αριστερή και πιο κρατικοκεντρική απ’ ό,τι συνηθίζεται. Η λέξη «σοσιαλιστής», σε οποιοδήποτε συγκείμενο στο αμερικανικό πλαίσιο, αποφεύγεται, και συχνά χρησιμοποιείται ως χαρακτηρισμός από κάποιον προς συνομιλητή του όταν θέλει να τερματίσει μια συζήτηση. Η αποστροφή προς τον όρο δεν συναντάται μόνο στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα αλλά και σε μεγάλα τμήματα του Δημοκρατικού. Δεν έχει απαραιτήτως σημασία τι σημαίνει ο όρος ή αν ο Σάντερς είναι όντως δημοκρατικός σοσιαλιστής, αλλά εάν «κολλήσει» σε κάποιον, μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο για την απεύθυνση σε μια ευρύτερη βάση. Τουλάχιστον από την εποχή του Ρίγκαν, οι ΗΠΑ είναι μια συντηρητική χώρα, και ακόμη και το Δημοκρατικό Κόμμα, από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, έγινε πιο συντηρητικό.
Μια μεταστροφή προς έναν πιο ξεκάθαρα αριστερό υποψήφιο θα ήταν σημαντική αλλαγή, και πολλοί ανησυχούν ότι η αριστερή στροφή των Δημοκρατικών, σε μια περίοδο που προσπαθούν να κερδίσουν τον Τραμπ, ίσως να μην είναι και η καλύτερη επιλογή. Η απάντηση του Σάντερς στον ισχυρισμό αυτό είναι ότι μπορεί να χαθούν μετριοπαθείς συντηρητικοί ψηφοφόροι, αλλά θα κινητοποιηθεί προς τις κάλπες μεγάλος αριθμός δυσαρεστημένων ψηφοφόρων που συμφωνούν και ενστερνίζονται την πολιτική του. Ένα άλλο πρόβλημα που μπορεί να προκύψει είναι ότι, εάν ο Σάντερς δεν πάρει το χρίσμα, όπως το 2016, τότε οι υποστηρικτές του θα απέχουν από τις εκλογές ή θα ψηφίσουν ακόμη και τον Τραμπ, κάτι που θα μπορούσε να υπονομεύσει σημαντικά την προοπτική ενός κόμματος ενωμένου γύρω από έναν μετριοπαθή υποψήφιο.
Ο Lonce Bailey είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Shippensburg University (Πενσυλβάνια. Το κείμενο δημοσιεύθηκε αρχικά από το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ.