Οι εκκωφαντικές σιωπές των προσφύγων στο Βαθύ της Σάμου
Η Ελένη Κονιδάρη, Υπεύθυνη Ανθρωπιστικών Υποθέσεων στη Σάμο δεν μας μεταφέρει μία ακόμη ιστορία πρόσφυγα που ζει στην Ελλάδα. Μιλάει για την ντροπή που τα τελευταία πέντε χρόνια έχει γίνει συνήθεια στα ελληνικά νησιά.
- 19 Ιουνίου 2021 09:23
Πάντα είναι δύσκολο για μας να μιλάμε με τη δική μας φωνή για τις ιστορίες άλλων ανθρώπων. Σήμερα θα μεταφέρω κάποια λόγια από τη Νέτα* και τον Λεβέντ* που ζουν στο Βαθύ. Πιο πολύ όμως θα προσπαθήσω να μεταδώσω όσα ακούμε μέσα από τις σιωπές και τη γλώσσα του σώματός των ανθρώπων που συναντάμε.
Η Νέτα κατάφερε να φτάσει στη Σάμο με την τρίτη προσπάθεια. Όταν πάτησε στη στεριά, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να βάλει τα κλάματα από ανακούφιση και χαρά. «Γύρισα πίσω και είδα όλη αυτήν την θάλασσα που πέρασα. Ήταν πολύ επικίνδυνο, τόση θάλασσα, και τα είχαμε καταφέρει. Ήμουν στην Ευρώπη, ήμουν πια ασφαλής!».
Ο Λεβέντ μάς είπε ότι σε μια από τις πιο δύσκολες προσπάθειες να διασχίσει τη θάλασσα, έχασε τον φίλο του. Έπεσε στο νερό, χτυπήθηκε από τη μηχανή της βάρκας και πνίγηκε μπροστά τους. «Ναι, θα έπρεπε να φοβάμαι μετά, αλλά ήξερα πως δεν μπορούσα καν να φοβάμαι, δεν είχα επιλογή». Τη μέρα που έφτασε στο camp ξεκίνησε να κλαίει χωρίς σταματημό. «Φοβήθηκα ότι θα έχω την ίδια μεταχείριση που είχα και στην Τουρκία. Νόμιζα ότι θα πάθαινα τα ίδια. Προσπαθήσαν να με συνεφέρουν, μου είπαν πως εδώ θα είμαι ασφαλής».
Η δεύτερη φορά που η Νέτα έκλαψε στη Σάμο ήταν όταν αντίκρυσε το camp: «Μου έφυγε όλη η χαρά κι έβαλα πάλι τα κλάματα – για το τι με περίμενε. Αφού μας έκαναν τις πρώτες ερωτήσεις και πήραν τα στοιχεία μας, μάς είπαν ότι δεν έχουν να μας δώσουν μέρος να μείνουμε. Με πέρασαν έξω από την πύλη και μου είπαν να βρω κάποιον δικό μου για να μου δώσει ένα μέρος να κοιμηθώ. Εγώ δεν είχα κανέναν».
Η Νέτα έφτασε στη Σάμο πριν 2 χρόνια περίπου. Σ’ αυτό το διάστημα έχει πολλά να θυμάται και πιο πολλά που θέλει να ξεχάσει: τις μέρες που βρόμικα λύματα από τις κοινόχρηστες τουαλέτες περνούσαν δίπλα από την σκηνή της, την κάθε μέρα που περιμένει για ώρες στην ουρά για ένα πιάτο φαγητό που δύσκολα τρώγεται, τις φορές που της φωνάζουν χωρίς να της δίνουν εξηγήσεις, τις φορές που δεν ξέρει πού να κάνει μπάνιο, τις φορές που αντιμετώπισε επιθέσεις γιατί είναι γυναίκα, μόνη, μαύρη, λεσβία. Την κάθε φορά που δεν βρήκε το δίκιο της ή προστασία.
Δεν θέλω να μεταφέρω μια ακόμη ιστορία ενός ανθρώπου που μιλάει για τη ζωή στο camp. Σήμερα δεν μπορεί να πει κάποιος πως δεν ξέρει, πως δεν άκουσε. Αυτές οι ιστορίες έχουν καταγραφεί και δημοσιοποιηθεί επανειλημμένως. Δεν φαίνεται να άλλαξε κάτι μετά.
Θα σας πάρω όμως μαζί μου σε δύο στιγμιότυπα από τις μέρες που μιλούσαμε με ανθρώπους απ’ το camp προετοιμάζοντας τη νέα έκθεση των Γιατρών Χωρίς Σύνορα. Στην ερώτηση: Πώς θα περιέγραφες σε κάποιον τη ζωή στον καταυλισμό; Η απόκριση ήταν πάντα η ίδια στη γλώσσα του σώματος: Ένα κοίταγμα κάτω, σιωπή, ένα αμήχανο χαμόγελο, λέγοντας: «Δεν θα μπορέσει ποτέ κανείς να καταλάβει, εάν δεν το ζήσει». Μια απεγνωσμένη παραίτηση για το τι να πρωτοπεί κανείς. «Τι είναι το πιο άσχημο πράγμα στο camp;» Κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να διαλέξει ένα. «Είναι όλα, όλα», έλεγαν με έμφαση. Μια απεγνωσμένη παραίτηση και πάλι.
Όσο περισσότερο ένας άνθρωπος ζει εκεί, τόσο περισσότερο εμπεδώνει και εσωτερικεύει ότι η ύπαρξη, η ιστορία, το σώμα, η φωνή του δεν έχουν αξία. Το camp είναι ένα κακοποιητικό περιβάλλον που διαλύει τους ανθρώπους από μέσα. Αυτή είναι μια παραδοχή που εμπεδώνεται με τα χρόνια στα νησιά ως κανονικότητα, τόσο που γίνεται διάφανη, αόρατη, ιδίως όσο πορευόμαστε με πολιτικές και ρητορεία που αντιμετωπίζουν αυτούς τους ανθρώπους σαν σώματα χωρίς, ή με λιγότερη, αξία.
Οι άνθρωποι γίνονται ο αριθμός της υπόθεσής τους. Στα κέντρα ημέρας των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, βλέπουμε κάποιους ανθρώπους που ανέπτυξαν το αντανακλαστικό να ψάχνουν το ποιοί είναι μέσα στα έγγραφα που κρατάνε. Η ιστορία που λέει το επίσημο έγγραφο, η ιστορία που πιστοποιείται με μια δημόσια σφραγίδα και υπογραφή είναι αυτή που μετράει, που έχει αξία, που αναγνωρίζεται. Ό,τι δεν υπογράφεται είναι σαν ανύπαρκτη πραγματικότητα.
Όσο περισσότερο κυλάει ο καιρός στο Βαθύ, βλέπουμε τους ανθρώπους να μην μπορούν να βγάλουν πια κανένα νόημα. Είναι αντιμέτωποι με το παράλογο, στην πιο επιθετική μορφή του. Πράγματα που δεν βγάζουν απολύτως κανένα νόημα στο πλαίσιο της πραγματικής ζωής, του πραγματικού βιώματος φαίνεται να βγάζουν νόημα και να είναι πολύ λογικά μόνο στο πλαίσιο της ιδιότυπης ρυθμιστικής-κανονιστικής γραφειοκρατίας, που εξουσιάζει τα σώματα, τα σώματα που μένουν σαστισμένα στην αναρώτηση και την απόγνωση.
Προσοχή στο κενό ανάμεσα σε αυτά τα δύο σύμπαντα! Σε αυτό το κενό, οι άνθρωποι εμπεδώνουν ότι: Ο φόβος στο παρελθόν τους, ο φόβος που τους έκανε να φύγουν από τη χώρα τους, δεν έχει αξία. Ο φόβος στο παρόν τους, ο φόβος κάθε στιγμή μέσα στο camp, δεν έχει αξία. Ο φόβος τους για το μέλλον, τι θα γίνει, τι τους περιμένει, δεν έχει αξία.
Ο θυμός και η παραιτημένη απόγνωση δεν μπορούν πάντα να εκφραστούν, να γίνουν διαμαρτυρία. Ανάμεσα στα δικαιώματα που έχασαν είναι και το δικαίωμα να μιλούν για αυτή την απώλεια. Ο φόβος για τις ενδεχόμενες συνέπειες σκεπάζει πολλά. Είναι κυρίως ατομικότητες που σιωπηλά ή με θόρυβο τραβάνε τα όρια, όταν φτάνουν σε αυτά, με μαχαιριές στο σώμα τους, με σχοινιά στο λαιμό τους: μήπως επιτέλους ακουστούν, μήπως επιτέλους ελευθερωθούν απ’ τον εγκλωβισμό. Την μέρα που θα ακούσετε για μια μεγάλη διαμαρτυρία στο camp, θα σημαίνει πως οι άνθρωποι πίστεψαν πως δεν τους απέμεινε τίποτε άλλο πια να χάσουν.
Γυρίζω στη Νέτα. Τη ρωτήσαμε: «Αν μπορούσες να πεις ή να ζητήσεις κάτι από τους Ευρωπαίους ηγέτες που παίρνουν αποφάσεις τι θα ήταν αυτό;» Η Νέτα απάντησε: «Θα τους έλεγα ότι κι εμείς είμαστε άνθρωποι σαν εσάς, και θα ζητούσα ένα κρεβάτι για να κοιμάμαι».
Αυτό ζητάει η Νέτα 2 χρόνια μετά: ένα κρεβάτι, να μην κοιμάται άλλο στο χώμα. Ας είναι αυτος ο παρονομαστής για τα πάνω από 3 δισεκατομμύρια ευρώ που έχουν δοθεί στην Ελλάδα από το 2015. Δεν έφτασαν για να έχει η Νέτα ένα κρεβάτι. Το 2021 η Ε.Ε. γίνεται ακόμη πιο γενναιόδωρη, η Νέτα αν καταλήξει στο νέο camp, στου Ζερβού, θα έχει κρεβάτι! Το αντάλλαγμα που θα πρέπει να πληρώσει για αυτό είναι να γίνει πιο αόρατη και πιο εγκλωβισμένη, να δώσει κι άλλες από τις λιγοστές ελευθερίες της.
Αν μας άφησε μια κληρονομιά το camp στο Βαθύ τα τελευταία πέντε χρόνια κι ένα μάθημα να κουβαλάμε μαζί μας είναι πως η ντροπή συνηθίζεται πολύ γρήγορα.
Αυτή τη στιγμή διακυβεύεται τι μπορούμε να σώσουμε πριν να είναι ακόμη πιο αργά για τους πρόσφυγες, για τα νησιά, για τα ευρωπαϊκά κεκτημένα.
Ζητάμε την προσοχή όλων σε όσα εκτυλίσσονται στο Ανατολικό Αιγαίο, προτού το νέο επικίνδυνο πείραμα για τη μετανάστευση και το άσυλο διαδεχτεί το προηγούμενο αποτυχημένο μοντέλο της ντροπής.
Το μοντέλο που εξαθλίωσε και αρρώστησε χιλιάδες ανθρώπους στα camps οδηγώντας κάποιους ακόμη και στο θάνατο, ενώ σε λίγα μόλις χρόνια εξώθησε τις φιλόξενες, ανοιχτές και αλληλέγγυες κοινωνίες των νησιών στην περιχαράκωση, το φόβο και την πόλωση, με τους ντόπιους να αναγκάζονται να κλείνουν πια τις πόρτες και τα μάτια τους.
*Τα ονόματα της Νέτα και του Λεβέντ δεν είναι τα πραγματικά, για λόγους προστασίας.
Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα εργάζονται στη Σάμο από τον Οκτώβριο του 2015. Αυτή τη στιγμή διαθέτουν δύο κλινικές για παροχή ψυχολογικής υποστήριξης σε θύματα βίας και σεξουαλικής βίας και για παροχή υπηρεσιών σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας σε γυναίκες. Παράλληλα, παρέχουν υπηρεσίες ύδρευσης και υγιεινής στον πληθυσμό που διαμένει έξω από το Κέντρο Yποδοχής και Ταυτοποίησης στο Βαθύ. Από τον Οκτώβριο του 2019 έως τον Μάιο του 2021, οι ομάδες των Γιατρών Χωρίς Σύνορα μετέφεραν πάνω από 43 εκατομμύρια λίτρα πόσιμου νερού.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις