Οι υποδείξεις του ΟΑΣΕ και το δημοσιογραφικό γλωσσάρι για το Κυπριακό
Τις “ευαίσθητες” λέξεις και εκφράσεις που χρησιμοποιούνται ακόμη και για τον Αττίλα και την εισβολή ζητά να αλλάξουν οι δημοσιογράφοι στην Κύπρο με το νέο γλωσσάρι που εκπονήθηκε από τον ΟΑΣΕ. Πώς θέλουν να μετονομαστεί η εισβολή, ο Αττίλας, οι απαγωγές, ο απελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ, ο κατοχικός στρατός, τα κατεχόμενα κ.α.
- 18 Ιουλίου 2018 07:22
Στις 10 Ιουλίου 2018 έλαβε χώρα στην Κύπρο και συγκεκριμένα στην Λευκωσία δημοσιογραφική διάσκεψη, κατά την οποία εδόθη στην δημοσιότητα εγχειρίδιο τιτλοφορούμενο «Λέξεις που έχουν σημασία: Γλωσσάριο για τη δημοσιογραφία στην Κύπρο». Το γλωσσάρι εκπονήθηκε από τον ΟΑΣΕ, με την οικονομική υποστήριξη της Γερμανίας και της Ολλανδίας και εντάσσεται στο πλαίσιο του προγράμματος «Διάλογος Κύπρου», που εγκαινιάστηκε τον Μάρτιο του 2017 με την συμμετοχή δημοσιογραφικών ενώσεων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Η συλλογιστική που διαπνέει το εγχείρημα, σύμφωνα με τους εμπνευστές του, αποσκοπεί στην καταγραφή «ευαίσθητων λέξεων» που χρησιμοποιούνται στον δημοσιογραφικό λόγο. Πρόθεσή τους είναι λειτουργήσει ως «ένα γλωσσάριο εναλλακτικών λύσεων για αρνητικές λέξεις και φράσεις», «στην πρόκληση που αντιμετωπίζουν όλοι οι δημοσιογράφοι να αναφέρουν επαγγελματικά την περίπλοκη κατάσταση στην Κύπρο», με δεδομένες «τις πραγματικότητες, οι οποίες απορρέουν από τα εθνικά συναισθήματα και από τις δεκαετίες διαίρεσης».
Εκφράζεται δε ο προβληματισμός «Αν δυνητικά αμφισβητούμενες λέξεις και φράσεις είναι απαραίτητες για την αφήγηση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος αφήγησης που έχει το ίδιο αποτέλεσμα, αλλά δεν κάνει χρήση λέξεων που προκαλούν αχρείαστη προσβολή;». Οι συγγραφείς θεωρούν πως από τη «σύγκρουση στην Κύπρο», «οι δύο κύριες κοινότητες έχουν υποφέρει εξίσου» και «τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μπορούν και πρέπει να είναι οι πρωτοπόροι της κοινωνικής αλλαγής και ανάπτυξης της αποδοχής, της ανοχής, της εμπιστοσύνης και της ειρήνης».
Ως αρχική θέση, επισημαίνεται πως η πατρίδα δεν είναι απλώς ένα ουσιαστικό ή μια λέξη, ούτε και το Κυπριακό συνιστά αφηρημένο σχήμα, για το οποίο θα επιλέξουμε αποχρώσεις ή θα κατασκευάσουμε έννοιες για να το περιγράψουμε. Υπομνηματίζεται πως οι λέξεις και οι έννοιες έχουν συγκεκριμένη σημασία, περιεχόμενο, συνυποδήλωση και φορτίο. Η στρέβλωση, η κατάχρηση, η αμφισβήτηση της σημασίας τους, συνεπώς, απαξιώνει τα νοήματά τους, τις ευτελίζει, καθιστώντας τον λόγο, όχι απλά κενό, αλλά ενίοτε και κίβδηλο. Η σκόπιμη σημασιολογικά καθοδηγούμενη εκφορά και διατύπωση του λόγου και η παραμορφωμένη αφηγηματική πλαισίωση δεδομένων εγκλημάτων πολέμου και κατ’ εξακολούθησιν και συστηματικής παραβίασης της διεθνούς νομιμότητας, πόρρω απέχει από την ηθική ή την υπεύθυνη δημοσιογραφία.
Επιφανειακή και μόνον πτυχή αυτής της άνωθεν επιβληθείσας διαδικασίας είναι ο αποπροσανατολισμός της κοινωνίας και η υιοθέτηση ξύλινης γλώσσας, βρίθουσας από ασάφειες, ανακρίβειες και επιδερμικές αναφορές. Στον ρου της ιστορίας, δυστυχώς όχι σε μακρό ορίζοντα χρόνου, τυχόν υιοθέτηση μιας τέτοιας αντίληψης στον δημόσιο λόγο, θα οικοδομήσει συνθήκες, στις οποίες η λήθη θα συνιστά την αναπόφευκτη λογική εξέλιξη.
Η Θουκυδίδεια γραφίδα είναι εν τοις πράγμασι διαχρονικά επίκαιρη και σαφής. Εν προκειμένω, «η ειωθυία αξίωσις των ονομάτων αντηλλάγη τη δικαιώσει». Τούτο ακριβώς παραπέμπει στο γεγονός πως η καθιερωμένη σημασία των ονομάτων, δηλαδή οι λέξεις, εφόσον αλλοιωθεί η σημασία τους, υπόκεινται σε επανερμηνείες, όπου ήπια και εξωραϊσμένα νοήματα είναι ικανά να εμπεδώνουν την εξαπάτηση και τον έλεγχο των συνειδήσεων.
Η πιο σημαντική, όμως, παράμετρος είναι η μέθοδος της ψυχολογικής διαδικασίας της μεταθέσεως. Εκεί, θα διακρίνουμε τα απτά αποτελέσματα της εφαρμογής του κλασσικού αυτού επικοινωνιακού τεχνάσματος. Τα νοήματα θα δικαιώνουν πλέον όσους με ευφάνταστες προσεγγίσεις επιχειρούν να πειθαναγκάσουν το θύμα να αισθάνεται ενοχή για τα δεινά και τις συμφορές, που άλλοι επισώρευσαν πάνω του.
Σε αυτή την κατάσταση, θα διακατεχόμαστε από ντροπή όταν αρθρώνουμε το αυτονόητο, δηλαδή ότι είμαστε πλειοψηφία, ότι αξιώνουμε την εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής και επικαλούμαστε τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες μας. Είναι εξαιρετικά ουσιώδες να έχουμε κατά νου πως όταν αρχίσουμε να διαπραγματευόμαστε τα ονόματα, τότε η ταυτότητα και ο πολιτισμός μας βρίσκονται στο έσχατο σημείο, εκείνο που ορίζει την επιβίωση, την συνέχιση της ύπαρξής μας. Τούτο γιατί η διαδικασία αυτή οδηγεί από υποχώρηση σε υποχώρηση, ενδεδυμένη διάφορες συστηματοποιημένες μορφές.
Η εργαλειακή αναστροφή ρόλων θυμάτων και θυτών υιοθετεί ενίοτε σφραγίδες και επικεφαλίδες, όπως σωβινιστής, ανένδοτος, απορριπτικός, μη ηθικός, προκειμένου να εμπεδωθούν αισθήματα συλλογικής ενοχής και το άτομο να εθιστεί σε αυτά. Τότε, εφόσον το συλλογικό υποκείμενο αισθάνεται ένοχο, αυτολογοκρίνεται και αυτοπεριορίζεται, ιδίως στον δημόσιο λόγο. Εν τω μεταξύ, η παραφθαρμένη γλώσσα, που έχει ήδη αλωθεί, λειτουργεί ως μέσο προώθησης λύσεων, που στηρίζονται ακόμη και σε κριτήρια αμιγώς ρατσιστικά. Ας μην ξεχνάμε πως μικρές δόσεις μοιρολατρίας, σιωπής και ηττοπάθειας έχουν γιγαντώσει το φαινόμενο του συλλογικού μας μιθριδατισμού. Και τούτο προκειμένου να μην ταράξουμε τον διάλογο που εκτυλίσσεται και το σκηνικό μιας διαπραγμάτευσης, όπου η πανάρχαια και εκ του αποτελέσματος επιτυχής πρακτική «αντίπαλον δέος, ισόπαλον σέβας» δεν υφίσταται ούτε κατ’ ελάχιστον.
Σε εκείνο το χρονικό σημείο, θα έχουν, αν δεν έχουν ήδη, διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις, για να είναι το έδαφος έτοιμο, προκειμένου να πέσει ότι έχει απομείνει «ως ώριμο φρούτο στις αγκαλιές της Τουρκίας». Εκτιμούμε, πως σε ένα τέτοιο σκεπτικό, πριν από ορισμένες δεκαετίες, ενέτασσε ο Τουργκούτ Οζάλ, πρόεδρος και πρωθυπουργός της Τουρκίας, την δωρική του αποστροφή. Κάτι τέτοιο αναπόδραστα δρομολογεί, όχι απλώς την απάλειψη αναφορών στα διά της βίας και ως αποτέλεσμα παρανομίας τετελεσμένα, αλλά την θεσμική παγίωση και με την συγκατάθεσή μας, νομιμοποίησή τους.
Σε αναφορά προς το σκεπτικό σύνταξης του πονήματος, δηλαδή της προώθησης ενός κλίματος «εμπιστοσύνης και ειρήνης», θα ήταν ορθό να ανατρέξουμε σε ορισμένα προηγούμενα, που έλαβαν χώρα στην παγκόσμια ιστορία και αναφέρονται στην επίλυση συγκρούσεων και στην εμπέδωση της ειρήνης, τα αποτελέσματα των οποίων δοκιμάστηκαν επιτυχώς στον χρόνο. Τούτο γιατί, η λεγόμενη «επαναπροσέγγιση», με τον τρόπο που εκδηλώνεται στην Κύπρο, αφίσταται των βασικών παραμέτρων, που παραπέμπουν στην ειρήνη. Επιχειρείται η εμπέδωσή της μέσω κοινών δράσεων ατόμων ή θεσμών, παραγνωρίζοντας το αξονικό σημείο. Κάθε δράση ή πρωτοβουλία λαμβάνει χώρα, χωρίς να έχουν αρθεί οι συνθήκες της κατοχής. Η παρανόμως κατέχουσα δύναμη δε, δεν έχει υποστεί στο παρελθόν, αλλά και δεν υφίσταται στο παρόν οποιοδήποτε κόστος για καμία από τις εγκληματικές ενέργειές της.
Ως προς τούτο, αφετηριακά σημειώνουμε πως η ειρήνη δεν συνιστά μια στατική κατάσταση, κατά την οποία απλώς δεν υπάρχει πόλεμος ή αντιπαράθεση, ούτε και η αναζήτησή της, όπως εκφράζεται στο γλωσσάρι, είναι «αποτέλεσμα συμβιβασμών». Η ειρήνη συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την διεκδίκηση δικαιωμάτων και ελευθεριών για το σύνολο των πολιτών, την εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής κατά τρόπο καθολικό και την απάλειψη φαινομένων δομικής βίας, δηλαδή διακρίσεων, φτώχιας, εξαθλίωσης, αναλφαβητισμού κ.α.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η επικοινωνία που εφαρμόστηκε μεταξύ των κοινωνιών της Γαλλίας και της Γερμανίας συνιστά διεθνές πρότυπο. Αυτή η επικοινωνία εκκίνησε και εμπεδώθηκε μόνον αφότου έληξε ο πόλεμος και ενταφιάστηκε η ιδεολογία του ναζισμού. Εφόσον εδραιώθηκε η δημοκρατία στην Γερμανία και φυσικά τερματίστηκε η κατοχή του Παρισιού από το Τρίτο Ράιχ, τότε οι Γάλλοι και εν γένει οι γαλλικοί θεσμοί άρχισαν να επικοινωνούν με τους γερμανικούς και να προωθούν κοινές δράσεις στην παιδεία και στον πολιτισμό, με έμφαση στις ανταλλαγές νέων. Εάν εφαρμόσουμε τις αναλογίες που προωθούνται στην Κύπρο στην γαλλογερμανική περίπτωση, τότε προκειμένου να εμπεδωνόταν η ειρήνη και να απαλείφονταν οποιαδήποτε αρνητικά στερεότυπα και προκαταλήψεις, θα έπρεπε οι Γάλλοι πολίτες και οι γαλλικοί θεσμοί να άρχιζαν να επικοινωνούν με τους γερμανικούς θεσμούς, ενώ ακόμη υφίστατο η γερμανική κατοχή στην Γαλλία.
Η περίπτωση, επίσης, των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και των φυλετικών διακρίσεων των λευκών προς τους έγχρωμους είναι συναφής προς αυτό τον συλλογισμό, αλλά και προς την αντίληψη της τεχνητής κατασκευής διαιρετικών και διχοτομικών παραμέτρων ως πλαίσιο επίλυσης του Κυπριακού. Στις ΗΠΑ, οι έγχρωμοι για δεκαετίες στερούνταν τα πολιτικά τους δικαιώματα και υφίσταντο παντοειδείς διακρίσεις και κακομεταχείριση. Κατά το 1964, η ψήφιση του νόμου για τον τερματισμό των διακρίσεων των ανθρώπων βάσει φυλής, θρησκείας, καταγωγής ή φύλου θα λειτουργήσει ως η αρχή για την παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων στους έγχρωμους και ενσωμάτωσής τους στην αμερικανική κοινωνία. Η «επαναπροσέγγιση» των ατόμων άρχισε να εμπεδώνεται όταν επεκράτησαν συνθήκες, που ανέστελλαν τις παραμέτρους δομικής βίας. Στην εν λόγω περίπτωση δεν υποστηρίχθηκε πως για να μπορέσουν οι έγχρωμοι να τα βρουν με τους λευκούς, θα έπρεπε να ζήσουν απομονωμένοι ή γκετοποιημένοι σε ορισμένες πολιτείες ή περιοχές.
Στην Κύπρο, αυτό που εφευρέθη ως αφήγημα και υιοθετείται ως διάγραμμα λύσης είναι ότι προκειμένου να υπάρξει ειρήνη, θα πρέπει να γίνει αποδεκτός ο διά της βίας τεχνητός γεωγραφικός διαχωρισμός που επήλθε ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής. Επί αυτής της θεμελιακής θέσης, δηλαδή της τεχνητής διζωνικότητας, εκτιμάται πως θα επιτευχθούν οι συνθήκες, οι όροι και οι προϋποθέσεις για την διευθέτηση της ειρήνης. Η άρση των συνθηκών κατοχής δε, κρίνοντας από την εμπράγματη στάση της Άγκυρας ή την εκπεφρασμένη ρητορική της, ουδόλως εντάσσεται στον σχεδιασμό της. Ούτως ή άλλως, δεν υφίσταται καμία πίεση ή κόστος από την συνεχιζόμενη παρανομία της. Αντιθέτως, εν προκειμένω και μέσω πονημάτων, επιχειρείται η προοδευτική αποδόμηση της παράστασης της Τουρκίας ως εισβολέα και η κατασκευή του «προβλήματος» ως ενός απλού ζητήματος ελλειμματικής επικοινωνίας των «κοινοτήτων».
Στο εισαγωγικό κείμενο αναφέρεται πως «Το γλωσσάριο αναδεικνύει λέξεις και όρους που κατανοούνται διαφορετικά και που μπορεί να μην είναι χρήσιμοι. Σε ορισμένες περιπτώσεις προτείνονται και συμφωνούνται εναλλακτικές λέξεις και φράσεις από τους συντάκτες του γλωσσαρίου. Σε άλλες περιπτώσεις δεν υπάρχουν εναλλακτικές προτάσεις και δεν υπήρξε συμφωνία για το πώς να αντιμετωπίσουμε μια αντιληπτή προκατάληψη». Ο πίνακας που παρατίθεται κατωτέρω περιλαμβάνει τις λέξεις που εντάχθηκαν στο γλωσσάρι και κρίθηκε η χρήση τους από τους συντάκτες του ως προβληματική ή «ευαίσθητη», με σχετική αιτιολόγηση.
Ακολουθεί ολόκληρο το γλωσσάρι
*Η Μερσίλεια Αναστασιάδου είναι Διεθνολόγος, Επιστημονική Συνεργάτης του Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία Πάντειο Πανεπιστήμιο