Πώς Ινδία και Πακιστάν έχουν βρεθεί στο χείλος του πολέμου
Διαβάζεται σε 7'
Διπλωματικές αντεγκλήσεις, ανταλλαγή πυρών και στο βάθος η κρίση του νερού και τα πυρηνικά. Τι συμβαίνει στο Κασμίρ που βρίσκεται ξανά σε πολεμικό συναγερμό.
- 25 Απριλίου 2025 15:00
Λίγες μόλις ημέρες μετά τη φονική επίθεση εναντίον τουριστών στο ινδικό Κασμίρ, Ινδία και Πακιστάν βρίσκονται στα πρόθυρα του πολέμου.
Το Πακιστάν αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη στην επίθεση της Τρίτης (22/04), την οποία του καταλογίζει η Ινδία κατά την οποία σκοτώθηκαν 26 – κυρίως Ινδοί – τουρίστες σε ένα γραφικό σημείο της ορεινής περιοχής των Ιμαλαΐων. Η Ινδία είχε ισχυριστεί ότι είχε αποκαταστήσει την ηρεμία στην περιοχή, παρά την εξέγερση που κρατά χρόνια. Την ευθύνη για την επίθεση ανέλαβε μια άγνωστη μέχρι πρότινος ένοπλη οργάνωση με το όνομα “Αντίσταση του Κασμίρ”.
Την επίθεση αρχικά ακολούθησε ένα ντόμινο διπλωματικών ενεργειών, με τις δύο χώρες να προχωρούν σε υποβάθμιση των διπλωματικών και εμπορικών τους σχέσεων, έκλεισαν το βασικό συνοριακό πέρασμα και ακύρωσαν τις θεωρήσεις εισόδου για τους υπηκόους της άλλης πλευράς.
Την διαδέχτηκε νέα κλιμάκωση το πρωί της Παρασκευής (25/04) έπειτα από ανταλλαγές πυρών κατά μήκος της Γραμμής Ελέγχου (LoC), που χωρίζει τις περιοχές του Κασμίρ που ελέγχονται από την Ινδία και το Πακιστάν. Ο υπουργός Άμυνας του Πακιστάν, Χουάτζα Ασίφ δήλωσε ότι το Πακιστάν θα “μετρήσει την αντίδρασή του” ανάλογα με τις ενέργειες της Ινδίας. Προειδοποίησε ωστόσο ότι σε περίπτωση “γενικευμένης επίθεσης” από την Ινδία, τότε “προφανώς θα υπάρξει γενικευμένος πόλεμος”, αν και εξέφρασε την ελπίδα η κρίση να επιλυθεί μέσω διαπραγματεύσεων. Στη συνέχεια, ο ινδικός στρατός κατέστρεψε με εκρηκτικά δύο σπίτια στα γειτονικά χωριά Τραλ και Μπιτζμπεχάρ τα οποία, σύμφωνα με τους ίδιους, ανήκαν στις οικογένειες των δραστών της επίθεσης.
Η Ινδία και το Πακιστάν έχουν διεξάγει δύο από τους τρεις πολέμους τους για το Κασμίρ – μια περιοχή που είναι διαιρεμένη μεταξύ των δύο χωρών αλλά διεκδικείται εξ ολοκλήρου και από τις δύο.
Τι συμβαίνει στο Κασμίρ – Το χρονικό των συγκρούσεων
Το Κασμίρ είναι διαιρεμένο ντε φάκτο ανάμεσα στις δύο χώρες. Η Ινδία ελέγχει περίπου το 55% της περιοχής, κυρίως το Τζαμού, το Κασμίρ και το Λαντάκ. Το Πακιστάν ελέγχει περίπου το 35%, γνωστό ως Αζάντ Κασμίρ και την περιοχή Γκιλγκίτ-Μπαλτιστάν. Ένα μικρότερο τμήμα (περίπου 10%) βρίσκεται υπό κινεζικό έλεγχο, γνωστό ως Aksai Chin, το οποίο παραχωρήθηκε από το Πακιστάν στην Κίνα, ωστόσο η Ινδία δεν το αναγνωρίζει.
Οι σχέσεις μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν διαμορφώνονται εδώ και δεκαετίες μέσα από συγκρούσεις, επιθετική διπλωματία και αμοιβαία καχυποψία, με επίκεντρο τις ανταγωνιστικές τους διεκδικήσεις στην εντυπωσιακή ορεινή περιοχή των Ιμαλαΐων, το Κασμίρ.
Το 1999, αντάρτες υποστηριζόμενοι από το Πακιστάν – μαζί με Πακιστανούς στρατιώτες – κατέλαβαν ινδικές θέσεις στην παγωμένη ορεινή περιοχή Κάργκιλ. Ο ινδικός στρατός αντέδρασε και η σύγκρουση κράτησε δέκα εβδομάδες, με απολογισμό τουλάχιστον 1.000 νεκρούς. Η μάχη σταμάτησε μετά από παρέμβαση των ΗΠΑ.
Το 2008, ένοπλοι της πακιστανικής οργάνωσης Lashkar-e-Taiba εξαπέλυσαν πολύνεκρη επίθεση στη Μουμπάι, σκοτώνοντας 166 ανθρώπους. Η Ινδία κατηγόρησε την πακιστανική υπηρεσία πληροφοριών για ανάμειξη – ισχυρισμός που η Ισλαμαμπάντ αρνήθηκε.
Το 2019, βομβιστής αυτοκτονίας σκότωσε 40 Ινδούς στρατιώτες στο Κασμίρ, οδηγώντας τις δύο χώρες στα πρόθυρα πολέμου. Η Ινδία απάντησε με αεροπορική επίθεση σε στρατόπεδο ανταρτών εντός του Πακιστάν. Το Πακιστάν ανταπέδωσε με δικές του αεροπορικές επιδρομές, κατέρριψε ινδικό στρατιωτικό αεροσκάφος και συνέλαβε τον πιλότο, τον οποίο αργότερα απελευθέρωσε.
Λίγους μήνες μετά, η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι αφαίρεσε το ειδικό καθεστώς αυτονομίας του Κασμίρ και επέβαλε σκληρά μέτρα ασφαλείας. Έκτοτε, η Ινδία διατηρεί την τάξη στην περιοχή μέσω εκτεταμένης στρατιωτικής παρουσίας, περιορίζοντας έντονα τη διαφωνία, τις πολιτικές ελευθερίες και την ελευθερία του Τύπου.
Ένοπλοι αντάρτες στο Κασμίρ αντιστέκονται στη διοίκηση του Νέου Δελχί εδώ και δεκαετίες, με πολλούς μουσουλμάνους κατοίκους της περιοχής να στηρίζουν το αίτημα των ανταρτών για ένωση του Κασμίρ με το Πακιστάν ή για την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους, όπως σημειώνει το AP. Η Ινδία κατηγορεί το Πακιστάν ότι υποθάλπει τη βία, κάτι που η Ισλαμαμπάντ αρνείται. Δεκάδες χιλιάδες πολίτες, αντάρτες και μέλη των κυβερνητικών δυνάμεων έχουν σκοτωθεί στη διάρκεια της σύγκρουσης.
Τα διπλωματικά μέτρα που έλαβαν Ινδία και Πακιστάν
Την Τρίτη, ένοπλοι άνοιξαν πυρ σκοτώνοντας 26 τουρίστες κοντά στην πόλη Παχάλγκαμ. Το Νέο Δελχί έσπευσε να συνδέσει την επίθεση με το Πακιστάν, αν και δεν παρουσίασε δημοσίως αποδείξεις.
Η Ινδία ανακοίνωσε σειρά τιμωρητικών μέτρων: υποβάθμισε τις διπλωματικές της σχέσεις με το Ισλαμαμπάντ, ανέστειλε κρίσιμη συμφωνία για τη διαμοίραση των υδάτινων πόρων και ακύρωσε όλες τις θεωρήσεις εισόδου που είχαν χορηγηθεί σε Πακιστανούς πολίτες. Επιπλέον, δήλωσε πως θα μειώσει το προσωπικό της στην Ύπατη Αρμοστεία της στο Πακιστάν, ενώ θα περιορίσει τον αριθμό των Πακιστανών διπλωματών στο Νέο Δελχί από 55 σε 30 από την 1η Μαΐου.
Το Πακιστάν χαρακτήρισε τις ενέργειες της Ινδίας «ανεύθυνες», ακύρωσε τις βίζες για Ινδούς πολίτες, ανέστειλε κάθε μορφή εμπορίου – ακόμη και μέσω τρίτων χωρών – και έκλεισε τον εναέριο χώρο του για ινδικά αεροσκάφη.
Γιατί είναι κρίσιμη η συνθήκη για τη διαχείριση των υδάτων
Η απόφαση της Ινδίας να αναστείλει τη συνθήκη για τα ύδατα θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο καμπής στον τρόπο με τον οποίο οι δύο γειτονικές χώρες διαχειρίζονται έναν ζωτικής σημασίας κοινό φυσικό πόρο. Το Πακιστάν προειδοποίησε την Πέμπτη ότι οποιαδήποτε ινδική προσπάθεια διακοπής ή εκτροπής της ροής του νερού θα θεωρηθεί «πράξη πολέμου».
Η Συνθήκη για τα Ύδατα του Ινδού, η οποία συνάφθηκε υπό την αιγίδα της Παγκόσμιας Τράπεζας το 1960, ρυθμίζει τον διαμοιρασμό των υδάτων ενός συστήματος ποταμών που αποτελεί πηγή ζωής και για τις δύο χώρες. Η συμφωνία έχει επιβιώσει από δύο πολέμους (1965 και 1971) και μια μείζονα μεθοριακή σύρραξη το 1999.
Η συνθήκη αφορά τη διαχείριση του υδάτινου συστήματος του ποταμού Ινδού και των παραποτάμων του. Σύμφωνα με τους όρους της, η Ινδία έχει τον έλεγχο των ανατολικών ποταμών Ράβι, Σατλέτζ και Μπέας, ενώ το Πακιστάν ελέγχει τους δυτικούς ποταμούς Τζέλουμ, Τσενάμπ και Ινδό, που διασχίζουν και την περιοχή του Κασμίρ.
Το Πακιστάν δήλωσε ότι η συνθήκη είναι δεσμευτική και δεν προβλέπει μονομερή αναστολή από καμία πλευρά. Την χαρακτήρισε «ζωτικό εθνικό συμφέρον», υπογραμμίζοντας ότι είναι απαραίτητη για τη γεωργία και την υδροηλεκτρική ενέργεια, σε μια χώρα 240 εκατομμυρίων κατοίκων. Η αναστολή της συνθήκης θα μπορούσε να προκαλέσει ελλείψεις νερού, σε μια περίοδο που τμήματα του Πακιστάν ήδη δοκιμάζονται από ξηρασία και μείωση των βροχοπτώσεων.
Προειδοποίησε επίσης ότι ενδέχεται να αναστείλει τη Συμφωνία της Σίμλα, μια σημαντική ειρηνευτική συνθήκη που υπογράφηκε μετά τον πόλεμο Ινδίας–Πακιστάν το 1971, ο οποίος οδήγησε στη δημιουργία του ανεξάρτητου κράτους του Μπανγκλαντές.
Η συμφωνία προέβλεπε την καθιέρωση της Γραμμής Ελέγχου (Line of Control) – παλαιότερα γνωστής ως Γραμμή Κατάπαυσης του Πυρός – μιας ισχυρά στρατιωτικοποιημένης ντε φάκτο συνοριακής γραμμής που διαιρεί το αμφισβητούμενο Κασμίρ μεταξύ των δύο χωρών. Ινδία και Πακιστάν δεσμεύτηκαν επίσης να επιλύουν τις διαφορές τους μέσω διμερών διαπραγματεύσεων.
Παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες προσέγγισης, οι σχέσεις των δύο χωρών σκιάζονται διαρκώς από συγκρούσεις και τρομοκρατικές επιθέσεις. Τακτικά επεισόδια στα σύνορα και επιθέσεις ενόπλων στο Κασμίρ και σε άλλες περιοχές της Ινδίας υπονομεύουν τις προσπάθειες ειρήνευσης. Το Νέο Δελχί έχει υιοθετήσει σκληρή στάση έναντι του Ισλαμαμπάντ, κατηγορώντας το για στήριξη της τρομοκρατίας.
Ανησυχία για τα πυρηνικά που έχουν στην κατοχή τους οι δύο χώρες
Η Ινδία και το Πακιστάν έχουν ενισχύσει σημαντικά τις στρατιωτικές και πυρηνικές τους δυνατότητες τις τελευταίες δεκαετίες.
Η Ινδία πραγματοποίησε την πρώτη της πυρηνική δοκιμή το 1974 και επανέλαβε το 1998. Το Πακιστάν απάντησε με δικές του δοκιμές λίγες εβδομάδες αργότερα.
Έκτοτε, και οι δύο πλευρές έχουν εξοπλιστεί με εκατοντάδες πυρηνικές κεφαλές, προηγμένα συστήματα εκτόξευσης πυραύλων, μαχητικά αεροσκάφη νέας γενιάς και σύγχρονα οπλικά συστήματα – καθιστώντας κάθε στρατιωτική σύγκρουση εξαιρετικά επικίνδυνη για ολόκληρη την περιοχή.