Ροχίνγκια: Η πλέον διωκόμενη μειονότητα του κόσμου
Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της διεθνούς κοινότητας έχει βρεθεί η πλέον πρόσφατη πράξη ενός δράματος που επί δεκαετίες παίζεται σε βάρος της μουσουλμανικής μειονότητας των Ροχίνγκια στη Μιανμάρ. Το χρονικό των διωγμών
- 30 Σεπτεμβρίου 2017 09:08
Στην δυτική πλευρά της Μιανμάρ, εκεί που η βουδιστική χώρα βρέχεται από τον Κόλπο της Βεγγάλης, βρίσκεται η επαρχία Ρακίν, πατρίδα των Ροχίγκια, οι οποίοι έχουν χαρακτηριστεί ως “η πιο διωκόμενη μειονότητα του κόσμου”.
Οι Ροχίγκια κατοικούν εκεί, κατά κύριο λόγο σε καταυλισμούς και υπό άθλιες συνθήκες, στα βόρεια της επαρχίας,υφιστάμενοι συνεχείς διωγμούς από ένα κράτος που τους έχει αφαιρέσει την υπηκοότητα, καθιστώντας τους απάτριδες.
Αν και, όπως ισχυρίζονται οι ίδιοι, κατοικούν στην Ρακίν εδώ και εκατοντάδες χρόνια, το κράτος της Μιανμάρ τους θεωρεί παράτυπους μετανάστες από το Μπαγκλαντές, οι οποίοι έφτασαν στη χώρα όσο αυτή βρισκόταν υπό βρετανικό έλεγχο και οι μετακινήσεις ήταν ελεύθερες.
Συνολικά, 1.100.000 Ροχίγκια υπολογίζεται ότι ζούσαν στην βουδιστική χώρα μέχρι τον περασμένο Αύγουστο. Ήταν τότε που ξεκίνησε η τελευταία σειρά επιχειρήσεων του βιρμανικού στρατού εναντίον τους.
Οι επιχειρήσεις αυτές, που έχουν χαρακτηριστεί από τον επικεφαλής της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, Ζάιντ Ράαντ Αλ Χουσέιν “τυπικό παράδειγμα εθνοκάθαρσης”, αποτελούν αντίποινα σε επίθεση που δέχτηκαν 24 αστυνομικά τμήματα και μία στρατιωτική βάση στην Ρακίν στις 25 Αυγούστου, από ομάδα ένοπλων Ροχίνγκια.
Έκτοτε, περισσότεροι από 500.000 Ροχίνγκια έχουν αναγκαστεί να καταφύγουν στο γειτονικό Μπαγκλαντές προκειμένου να γλιτώσουν από τις βιαιότητες των βιρμανών στρατιωτικών.
Μια ιστορία διωγμών
Οι διώξεις, όμως, δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο για τη μειονότητα των Ροχίνγκια. Ήδη από το 1948, όταν η Βιρμανία απέκτησε την ανεξαρτησία της από τη Μεγάλη Βρετανία, ο νόμος για την απόκτηση της υπηκοότητας αναγνώριζε διάφορες εθνότητες ως “ιθαγενείς φυλές της Βιρμανίας”. Η λίστα αυτή δεν περιελάμβανε τους Ροχίγκια, τους επέτρεπε, ωστόσο, να διατηρούν τη βιρμανική υπηκοότητα, υπό την προϋπόθεση ότι οι οικογένειές τους ζούσαν επί δύο γενιές στη Μιανμάρ.
Παρά το καθεστώς αναγνώρισης, έστω και υπό αυτή την προϋπόθεση, η παρουσία τους στη δημόσια διοίκηση ήταν μηδαμινή, σε αντίθεση με άλλων μειονοτήτων.
Το στρατιωτικό πραξικόπημα του στρατηγού Νε Γουίν το 1962,κατέστησε τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα για τους Ροχίγκια. Το κράτος έδινε υπηκοότητα σε όλο και λιγότερα παιδιά, με μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα, ολόκληρες γενιές της μειονότητας να μην χαίρουν αναγνώρισης.
Το 1982 ο Νε Γουίν εισήγαγε νέο νόμο περί υπηκοότητας: Ο νόμος αυτός αναγνώριζε 135 εθνότητες, οι οποίες είχαν δικαίωμα σε υπηκοότητα. Οι Ροχίγκια, και πάλι, δεν ήταν μία από αυτές. Με την εφαρμογή του νόμου, η κυβέρνηση τους αφαίρεσε και τις ταυτότητες, καθιστώντας τους και επίσημα απάτριδες.
Πλέον, δεν έχουν δικαίωμα στην ελεύθερη μετακίνηση, την εκπαίδευση, την εργασία ή την ιδιοκτησία.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι Ροχίνγκια εκδιώχθηκαν, απογυμνώθηκαν από τα όποια δικαιώματα τους είχαν απομείνει και υπήρξαν θύματα σκληρής θρησκευτικής βίας από τον στρατό και την βουδιστική πλειονότητα.
Ένα από τα σκληρότερα κύματα αυτής εκδηλώθηκε τον Μάιο του 2012, όταν γυναίκα, βουδιστικού θρησκεύματος φέρεται να βιάστηκε και να δολοφονήθηκε από μουσουλμάνους. Αμέσως ξέσπασαν σκληρές συγκρούσεις ανάμεσα στους βουδιστές και τους μουσουλμάνους της Ρακίν.
Η κυβέρνηση έθεσε την περιοχή σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης με τον στρατό να αναλαμβάνει την αποκατάσταση της τάξης, γεγονός που προκάλεσε νέες αντιδράσεις εξαιτίας της σκληρής αντι-μουσουλμανικής παράδοσης του.
Οι ταραχές κράτησαν μέχρι και τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς. Ολόκληρα χωριά κάηκαν εκατέρωθεν, περισσότεροι από 140.000 Ροχίνγκια αναγκάστηκαν είτε να μεταφερθούν σε καταυλισμούς στη Ρακίν είτε να καταφύγουν στο γειτονικό Μπαγκλαντές, ενώ οι νεκροί, σύμφωνα με την Βιρμανική κυβέρνηση, πλησίασαν τους 90, αριθμός πολύ μικρότερος από τον πραγματικό, σύμφωνα με το Παρατηρητήριο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
Οι θρησκευτικές συγκρούσεις συνεχίστηκαν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό και τα επόμενα χρόνια,οδηγώντας έναν τεράστιο αριθμό Ροχίνγκια να αναζητήσει καταφύγιο εκτός της Μιανμάρ.
Την τριετία 2012-2015, σύμφωνα με στοιχεία της Ήπατης Αρμοστείας, περισσότεροι από 112.000 επιχείρησαν να διασχίσουν τον Κόλπο της Βεγγάλης με πρωτόγονα μέσα και πέφτοντας θύματα διακινητών, προκειμένου να φτάσουν στην Μαλαισία. Πολλοί από αυτούς δεν τα κατάφεραν.
Οι διωγμοί κατά των Ροχίνγκια εντάθηκαν μετά την επίθεση ένοπλης ομάδας της μουσουλμανικής μειονότητας σε αστυνομικά φυλάκια, τον περασμένο Οκτώβριο, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους εννιά αστυνομικοί.
Ο στρατός ξεκίνησε τότε μία ευρεία επιχείρηση καταστολής στα χωριά της βόρειας Ρακίν. Μέχρι τον Δεκέμβριο του 2016 εκατοντάδες Ροχίγκια είχαν σκοτωθεί σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, στις οποίες, σύμφωνα με έκθεση της Ύπατης Αρμοστείας για τους Πρόσφυγες οι κτηνωδίες κατά αμάχων, οι μαζικές εκτελέσεις και οι ομαδικοί βιασμοί δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο. Ο στρατός και η αστυνομία, σύμφωνα με μαρτυρίες Ροχίνγκια, έκαψαν “σπίτια, σχολεία, μαγαζιά και τεμένη”.
Οι μαρτυρίες αυτές επιβεβαιώνονται από δορυφορικές λήψεις που δημοσιοποίησε το Παρατηρητήριο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, στις οποίες φαίνεται ο εμπρησμός 1250 σπιτιών Ροχίνγκια σε πέντε χωριά από τις δυνάμεις ασφαλείας.
Η επίθεση της 25ης Αυγούστου κατά φυλακίων της βιρμανικής αστυνομίας και μίας στρατιωτικής βάσης, αναζωπύρωσε το κύμα βίας, με αποτέλεσμα τον εκπατρισμό περισσότερων από 480.000 Ροχίνγκια, μέσα σε ένα μήνα, ποσοστό που πλησιάζει στο 40% του συνολικού πληθυσμού τους στη Μιανμάρ.
Ενδεικτικό των διαστάσεων που έχει λάβει η βιαιότητα των τελευταίων στρατιωτικών επιχειρήσεων είναι το γεγονός ότι κατά την πενταετία 2012-2016 ο αριθμός των Ροχίγκια που εγκατέλειψε τη χώρα έφτασε τις 170.000.
Η διεθνής κοινότητα έχει καταδικάσει τις βιαιότητες του βιρμανικού στρατού, ενώ σφοδρή κριτική δέχεται η πρωθυπουργός της χώρας Ονγκ Σαν Σου Κύι για τη μη λήψη ενεργειών κατά των διωγμών που υφίστανται οι Ροχίνγκια και επειδή δεν έχει καταδικάσει ακόμα το κύμα βίας.
Στα μέσα του Σεπτεμβρίου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σε ψήφισμα που ενέκρινε η ολομέλεια, εξέφρασε την βαθιά του ανησυχία για την αυξανόμενη σοβαρότητα και το εύρος των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ζητώντας από τις δυνάμεις ασφαλείας της Μιανμάρ να “σταματήσουν αμέσως” τις δολοφονίες, τους βιασμούς και την πυρπόληση των κατοικιών των Ροχίνγκια.
Όπως δήλωσε ο Ύπατος Αρμοστής του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, Φίλιππο Γκράντι, οι περίπου μισό εκατομμύριο άνθρωποι που κατέφυγαν στο Μπαγκλαντές δεν πρόκειται να επιστρέψουν σύντομα στη Ρακίν. Ο Γκράντι έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τις άθλιες συνθήκες που επικρατούν στους καταυλισμούς όπου διαβιούν οι πρόσφυγες Ροχίνγκια: “Θα πρέπει να βρεθεί μία μεσοπρόθεσμη λύση για τους ανθρώπους που μένουν εδώ. Αυτό που επείγει είναι να τους βγάλουμε από τη λάσπη”.
Η κυβέρνηση της Μιανμάρ, ανακοίνωσε την Τετάρτη ότι θα αναλάβει την ανοικοδόμηση των χωριών που κάηκαν.
Η δήλωση του υπουργού Κοινωνικής Ανάπτυξης της χώρας, Γουίν Μιάτ Αγιε πως “η καμένη γη περνάει στη διαχείριση του κράτους”, είναι τουλάχιστον ενδεικτική της πρόθεσης της βιρμανικής κυβέρνησης να απαλλαγεί δια παντώς από την “πιο διωκόμενη μειονότητα του κόσμου”.