Συμφωνία υπουργών Γεωργίας της Ε.Ε.

default image

Οι υπουργοί Γεωργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέληξαν σήμερα σε συμφωνία ως προς τους νέους όρους εμπορίας του κρέατος που προέρχεται από βοοειδή.

Με τους νέους κανόνες θα απαιτείται πλέον να χρησιμοποιούνται σταθερές ονομασίες πώλησης των ειδών αυτών κρέατος στα διάφορα κράτη-μέλη της ΕΕ, οι οποίες θα υποδηλώνουν την ηλικία των ζώων τη στιγμή της σφαγής. 

Σε γενικές γραμμές, σύμφωνα με τη σημερινή απόφαση, ο όρος « μοσχάρι γάλακτος» θα μπορεί στο εξής να χρησιμοποιείται αποκλειστικώς για τα βοοειδή ηλικίας ως οκτώ μηνών, το πολύ, (τα οποία αναπτύχθηκαν καταναλώνοντας γάλα ή γαλακτοκομικά προϊόντα). Σε ό,τι αφορά τα σφαγιαζόμενα βοοειδή ηλικίας μεταξύ οκτώ και δώδεκα μηνών (τα οποία αναπτύχθηκαν με σιτηρά και χορτονομή) θα ονομάζονται «μοσχάρι». Η ονομασία μοσχάρι δεν θα μπορεί να χρησιμοποιείται για βοοειδή άνω των 12 μηνών.

Σε σχετική ανακοίνωση την οποία εξέδωσε σήμερα από τις Βρυξέλλες η Επιτροπή, αναφέρεται ότι με τα νέα μέτρα επιδιώκεται να βελτιωθεί η διαφάνεια στην αγορά και να βοηθηθούν οι καταναλωτές να αναγνωρίζουν επακριβώς το τι αγοράζουν. Αναφέρεται επίσης ότι η σημερινή απόφαση αποτελεί απόρροια αιτημάτων από το εμπορικό κύκλωμα και από τα κράτη-μέλη της ΕΕ για σαφέστερους κανόνες. 

Σήμερα, η παραγωγή και η εμπορία βοείου κρέατος που προέρχεται από ζώα ηλικίας το πολύ δώδεκα μηνών και τα χαρακτηριστικά του ζώου κατά τη στιγμή της σφαγής συχνά διαφέρουν από ένα κράτος-μέλος στο άλλο. Υπάρχουν δύο είδη ευρύτερα χρησιμοποιούμενων συστημάτων παραγωγής. Στο πρώτο, τα ζώα εκτρέφονται κυρίως με γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα και οδηγούνται στο σφαγείο πριν από την ηλικία των οκτώ μηνών. Στο δεύτερο σύστημα, τα ζώα εκτρέφονται σχεδόν αποκλειστικά με σιτηρά – κατά κύριο λόγο καλαμπόκι – λαμβάνοντας ως συμπλήρωμα χορτονομή, οδηγούνται δε αργότερα στο σφαγείο και συγκεκριμένα σε ηλικία δέκα μηνών και άνω. Ενώ το πρώτο σύστημα παραγωγής είναι γνωστό σε όλα σχεδόν τα κράτη-μέλη, το δεύτερο έχει αναπτυχθεί σε μικρό μόνο αριθμό κρατών-μελών, κυρίως στην Ολλανδία, τη Δανία και την Ισπανία.

Στις κυριότερες αγορές κατανάλωσης της ΕΕ, το κρέας από τα διαφορετικά αυτά συστήματα παραγωγής κυκλοφορούσε στην αγορά με την ενιαία ονομασία πώλησης – “μοσχάρι γάλακτος”. Κατά κανόνα, δεν γινόταν αναφορά στο είδος της ζωοτροφής ή στην ηλικία τους κατά τη στιγμή της σφαγής.

Όπως αναφέρει στη σημερινή ανακοίνωσή της η Επιτροπή, η πείρα έχει δείξει ότι η πρακτική αυτή μπορεί να αναστατώσει το εμπόριο και να ενθαρρύνει τον αθέμιτο ανταγωνισμό. Κατά συνέπεια, επηρεάζει άμεσα την εύρυθμη λειτουργία της ενιαίας αγοράς. Στην ανακοίνωση της Επιτροπής σημειώνεται ακόμη ότι μεταξύ των κρεάτων που παράγονται στο πλαίσιο των δύο συστημάτων υφίστανται διαφορές τιμής παράδοσης στο σφαγείο περίπου 2 έως 2,5 ευρώ ανά χιλιόγραμμο. Κατά την Επιτροπή η πρακτική αυτή μπορεί επίσης να προκαλέσει σύγχυση στους καταναλωτές, επειδή πιθανώς να τους παραπλανά ως προς τα πραγματικά χαρακτηριστικά του προϊόντος που αγοράζουν.

Η Επιτροπή επισημαίνει ακόμη στη σημερινή της δήλωση ότι κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεών που προηγήθηκαν της σημερινής υπουργικής απόφασης, η πλειονότητα των καταναλωτών επιβεβαίωσαν ότι η ηλικία των ζώων και το είδος της ζωοτροφής είναι σημαντικά κριτήρια στον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών του κρέατος που παράγεται από αυτά. Οι περισσότεροι δήλωσαν ότι το βάρος των ζώων κατά τη σφαγή αποτελεί λιγότερο σημαντικό παράγοντα. Επιπλέον, μελέτες έχουν δείξει ότι τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του κρέατος, όπως η τρυφερότητα, η γεύση και το χρώμα, εξελίσσονται με την ηλικία του ζώου από το οποίο ελήφθη το κρέας και εξαρτώνται από τη ζωοτροφή που χρησιμοποιήθηκε. Η διαβούλευση έδειξε επίσης ότι, ανάλογα με το κράτος-μέλος, μπορεί η ίδια ονομασία πώλησης να προκαλεί διαφορετικές προσδοκίες στον καταναλωτή.

Στη σημερινή απόφαση της Επιτροπής αναφέρεται επίσης ότι οι έμποροι που επιθυμούν να συμπληρώσουν τις ονομασίες πώλησης όπως προβλέπονται στον νέο κανονισμό, με άλλες, προαιρετικώς παρεχόμενες, πληροφορίες θα μπορούν να το πράξουν σύμφωνα με το ισχύον σύστημα αναγνώρισης και καταγραφής των βοοειδών και επισήμανσης του βοείου κρέατος και των προϊόντων με βάση το βόειο κρέας (κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1760/2000).

Η Επιτροπή αναφέρει ότι χάριν συνέπειας και προκειμένου να αποφευχθεί τυχόν στρέβλωση του ανταγωνισμού, το κρέας που εισάγεται από τρίτες χώρες θα υπόκειται επίσης στις διατάξεις του νέου κανονισμού.

Τέλος, στη σημερινή ανακοίνωση της Επιτροπής υπενθυμίζεται ότι η παραγωγή μοσχαρίσιου κρέατος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανέρχεται σε περίπου 800.000 τόνους ετησίως. Οι χώρες με τη μεγαλύτερη παραγωγή είναι η Γαλλία (ποσοστό 30% του συνόλου), η Ολλανδία (26%), η Ιταλία (16%), το Βέλγιο (7%) και η Γερμανία (6%). Η Γαλλία και η Ιταλία είναι οι χώρες με τη μεγαλύτερη κατανάλωση μοσχαρίσιου κρέατος – σε αυτές αναλογεί περίπου το 70% της ευρωπαϊκής κατανάλωσης.

(ΠΗΓΗ: ΑΠΕ)

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα