Σόιμπλε: Κίνδυνος να θεωρούμε τη δημοκρατία δεδομένη
Για τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η δημοκρατία, το διακύβευμα των ευρωεκλογών και την οικονομική κρίση, μίλησε σε συνέντευξή του ο πρόεδρος της γερμανικής Βουλής.
- 12 Οκτωβρίου 2018 17:50
Συνέντευξη του πρώην υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας και νυν προέδρου της Μπούντεσταγκ, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, δημοσιεύει η Le Figaro υπό τον τίτλο: “Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τη δημοκρατία είναι να τη θεωρήσουμε δεδομένη”.
“Εξακολουθούμε να είμαστε μια σχετικά σταθερή χώρα, σε σύγκριση με άλλες. Αλλά παντού στην Ευρώπη και τη Β. Αμερική, το μοντέλο της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου βρίσκεται υπό πίεση. Το ίδιο και τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα. Υπάρχουν μάλλον δύο λόγοι. Ο Ομπάμα το είχε αναφέρει στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του: “Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τη δημοκρατία είναι να τη θεωρήσουμε δεδομένη”. Ένας επιφανής Γερμανός, ο Γκαίτε, επίσης είπε: “Αυτό που κληρονόμησες από τους προγόνους σου, απόκτησέ το για να το κατέχεις”. Τα εβδομήντα χρόνια ειρήνης στην Ευρώπη, σταθερότητας και ανάπτυξης έχουν οδηγήσει σε έναν κάποιο βαθμό αυτοπεποίθησης”, λέει ο κ. Σόιμπλε.
Σχολιάζοντας τον ευρωσκεπτικισμό αλλά και την πολιτική κατάσταση στη Γερμανία, ο πρώην υπουργός Οικονομικών της χώρας σημειώνει: ” … Στη Γερμανία, βιώνουμε ένα νέο φαινόμενο που δεν θεωρούσαμε πλέον δυνατό: ένα νέο κόμμα στα δεξιά του φάσματος […] στα ανθρώπινα συστήματα, τα πάντα έχουν ένα χρόνο. Σε κάποιο σημείο εμφανίζεται κόπωση. Αλλά οι κρίσεις είναι πάντα μια πρόκληση. Αυτός είναι ο λόγος που πιστεύω ότι θα παραμείνουμε σταθεροί […] με τον καιρό εμφανίζονται πάντα κάποιες δυσκολίες. Γι’ αυτό τα προεδρικά συστήματα, όπως στη Γαλλία ή των ΗΠΑ, έχουν προβλέψει ένα όριο για τη θητεία του αρχηγού του κράτους. Οι κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις δεν το έχουν. Εξάλλου, ένας τέτοιος περιορισμός δεν θα ταίριαζε στη δική μας κοινοβουλευτική δημοκρατία […] Μετά την αποτυχία του συνασπισμού ‘Τζαμάικα’, υπήρξε μεγάλη πίεση στο SPD. Αυτό προκάλεσε ισχυρό κλονισμό στο κόμμα και δεν έχει ακόμη ανακάμψει. Αλλά δεν υπήρχαν πολλές εναλλακτικές λύσεις. Σαφώς ο μεγάλος συνασπισμός δεν θα είναι εύκολος για όλα τα μέλη του, και ειδικά για το SPD”.
Αναφερόμενος στις εκλογές της Κυριακής στη Βαυαρία, ο κ. Σόιμπλε αποφεύγει να διακινδυνεύσει πρόβλεψη. Στη συνέχεια δηλώνει ότι συμφωνεί με τη θέση της καγκελαρίου που δήλωσε ότι δεν θέλει να επαναλάβει το λάθος του Schröder ο οποίος “παραιτήθηκε από την προεδρία του SPD σε μια εποχή που αντιμετώπιζε δυσκολίες με το κόμμα του”, επισημαίνοντας παράλληλα ότι η A. Mέρκελ είναι άνθρωπος που διατηρεί πολλές επιλογές ανοιχτές και αποφασίζει μόνο την τελευταία στιγμή. Ως προς το ζήτημα της ολοκλήρωσης της θητείας της, ο επικεφαλής της Μπούντεσταγκ υπενθυμίζει αδυναμίες της δημοκρατίας της Βαϊμάρης από τις οποίες η Γερμανία έχει διδαχθεί για το μεταπολεμικό Σύνταγμά της: “άπαξ και εκλεγεί ένας καγκελάριος δεν μπορεί να αντικατασταθεί παρά από την εκλογή ενός άλλου καγκελαρίου […] Δεν μπορώ να κάνω πρόβλεψη για την εξέλιξη αυτής της νομοθεσίας. Όμως, ό,τι κι αν συμβεί, οι θεσμοί μας είναι ισχυροί”, υποστηρίζει.
Σχετικά με το AfD, σχολιάζει μεταξύ άλλων: “Μετά τον Χίτλερ, πιστεύαμε πως δεν θα υπήρχε νέα δεξιά στη Γερμανία. Αυτό συμβαίνει σήμερα, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Δείτε τη Γαλλία. Αλλά δεν αποτελεί απειλή για τη δημοκρατία, μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε”.
Ερωτώμενος για τις κρίσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο (μετανάστευση, ευρώ, ακροδεξιά …), ο κ. Σόιμπλε απαντά πως “πετύχαμε να ελέγξουμε αρκετά καλά την προσφυγική κρίση χάρη σε μια ισχυρή ευρωπαϊκή συνεργασία […] Η ευρωπαϊκή ενοποίηση έχει πάντα ενισχυθεί μέσα από κρίσεις. Ξεπεράσαμε τον πόλεμο, το σιδηρούν παραπέτασμα. Όταν βλέπουμε ότι τόσοι πολλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ονειρεύονται να ζήσουν στην Ευρώπη και ότι τόσοι πολλοί ηγέτες φοβούνται ότι και ο δικός τους λαός θα έχει τον τρόπο ζωής μας -την ελευθερία, το κράτος δικαίου, την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της δημοκρατίας-, τότε εμείς οι Ευρωπαίοι δεν πρέπει να αποθαρρυνόμαστε”.
Σε ερώτηση για τη σημασία των ευρωεκλογών του 2019, απαντά: “Όταν αποφασίσαμε να μειώσουμε το χρέος του ιδιωτικού τομέα, στη διάρκεια της ελληνικής κρίσης -αγωνίστηκα για καιρό γι’ αυτό-, ο τότε πρόεδρος της ΕΚΤ, J.-Cl. Trichet μου είπε: “Wolfgang, αυτή θα είναι η χειρότερη κρίση μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση” κι εγώ του απάντησα: “Jean-Claude, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν επίσης τρομερός”. Ας μην υπερβάλλουμε. Ξέρω ότι η κατάσταση είναι επικίνδυνη. Αλλά νομίζω ότι μπορούμε να ελέγξουμε αυτήν την κρίση, έχουμε ήδη υπερβεί μεγαλύτερες. Γνωρίζω επίσης ότι η μελλοντική πλειοψηφία στο Ευρωκοινοβούλιο προκαλεί ανησυχίες. Αλλά στη Γερμανία υπάρχει επίσης μεγάλη ανησυχία για την πλειοψηφία στο Βαυαρικό Κοινοβούλιο. Νομίζω ότι πρέπει να εκμεταλλευτούμε την ορμή του Em. Macron για να κάνουμε την Ευρώπη πιο δυναμική και να πετύχουμε περισσότερα”.
Αναφορικά με τις προτάσεις Mακρόν, ο Γερμανός πρώην υπ. Οικονομικών λέει ότι η A. Merkel “γνωρίζει ότι η Ευρώπη χρειάζεται περισσότερη δυναμική. Το ερώτημα είναι ποιός μπορεί να την πετύχει. Ένα σημαντικό μέρος των οικονομικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων αποτελεί αρμοδιότητα των κ-μ. Πάντα έχω πει ότι είμαι υπέρ της αλληλεγγύης, αλλά αυτό δεν πρέπει να βάζει σε κακό πειρασμό […] Για ορισμένες μεταρρυθμίσεις, πρέπει να παραιτηθούμε από την κυριαρχία και να τροποποιήσουμε τις συνθήκες […] Είμαι επίσης υπέρ της ολοκλήρωσης της τραπεζικής ένωσης, όπως αποφασίστηκε στο Meseberg από την A. Merkel και τον Em. Macron. Αυτό μπορεί να γίνει χωρίς τροποποίηση των Συνθηκών. Αλλά όταν αποφασίζεις για έναν προϋπολογισμό, πρέπει επίσης να υπάρχει ένα κοινοβούλιο. Δεν θα λειτουργήσει χωρίς αυτό”, τονίζει. “Ομοίως για έναν Ευρωπαίο υπουργό Οικονομικών, μόνο ο τίτλος δεν αρκεί. Ένας κοινός υπουργός πρέπει να έχει εξουσίες”.
Τέλος, σε ερώτηση σχετικά με το αν οι πολιτικές λιτότητας έχουν εκθρέψει το λαϊκισμό, ο W. Schäuble υποστηρίζει ότι “… ο λαϊκισμός στην Ευρώπη έχει και άλλες αιτίες. Και πρώτα απ’ όλα το να μην αντιμετωπίζεις κατάματα την πραγματικότητα. Αυτό ισχύει και για τη μετανάστευση … Δεν θέλουμε να χτίσουμε τείχη, αυτό το αφήνουμε σε άλλους. Είχαμε ήδη αρκετά στη Γερμανία. Αλλά όταν δίνουμε μη ρεαλιστικές υποσχέσεις, καλλιεργούμε τον λαϊκισμό και τη δημαγωγία. Όσον αφορά την οικονομία, προσπαθήσαμε απλώς να εφαρμόσουμε το Σύμφωνο Σταθερότητας”.