Σουηδία-Δολοφονία Πάλμε: Πώς η αστυνομία έκλεισε την υπόθεση 34 χρόνια μετά
Τριαντατέσερα χρόνια μετά την δολοφονία του Ούλοφ Πάλμε, η αστυνομία αποφάσισε να κλείσει την υπόθεση, καθώς ο βασικός ύποπτος είναι νεκρός
- 11 Ιουνίου 2020 06:19
Στις 28 Φεβρουαρίου 1986 ο πρωθυπουργός της Σουηδίας, Ούλωφ Πάλμε, ενώ κατευθυνόταν με τη σύζυγό του, Λίσμπετ στο σπίτι του, μετά από την προβολή ταινίας σε κινηματογράφο της Στοκχόλμης, έπεσε νεκρός από τις σφαίρες δράστη, ο οποίος παρέμενε άγνωστος. Από ό,τι φαίνεται, μέχρι σήμερα.
Την Τετάρτη, 10 Ιουνίου 2020, 34 χρόνια μετά την δολοφονία του Πάλμε, ο εισαγγελέας Κριστερ Πέτερσον ανακοίνωσε το κλείσιμο της υπόθεσης. Ο λόγος; Οι αρχές της Σουηδίας πλέον πιστεύουν ότι δολοφόνος του Ούλωφ Πάλμε είναι ο Στινγκ Ένγκστρομ, ένας από τους πρώτους μάρτυρες που η αστυνομία εξέτασε μετά το τραγικό περιστατικό. Ο Ένγκστρομ, νεκρός από το 2000, δεν μπορεί, φυσικά, να διωχθεί και η συνέχιση της έρευνας καθίσταται άτοπη.
Τι οδήγησε όμως τις σουηδικές αρχές στον Ένγκστρομ και στο κλείσιμο μιας “από τις μεγαλύτερες υποθέσεις παγκοσμίως και την μεγαλύτερη αστυνομική έρευνα στην ιστορία της Σουηδίας”, όπως ανέφερε ο Πέτερσον.
Πώς η αστυνομία έφτασε στον Ένγκστρομ
Το 2017 ο Πέτερσον ανέλαβε επικεφαλής της έρευνας για την δολοφονία του Ούλωφ Πάλμε, ήδη εν εξελίξη επί 31 χρόνια. Έκτοτε, η αστυνομία επικεντρώθηκε στην ανασκόπηση υλικού που συνδέεται με την σκηνή του εγκλήματος και τα άτομα που ήταν παρόντες. Μέχρι τότε, οι έρευνες στρέφονταν σε ομάδες που είχαν ισχυρό κίνητρο για να δολοφονήσουν τον Πάλμε, όμως δεν καθίστατο δυνατόν να συνδεθούν με το έγκλημα.
Οι αστυνομικοί παρατήρησαν πως ενώ οι δηλώσεις των μαρτύρων διέφεραν και λίγες από αυτές περιέγραφαν το πρόσωπο του δολοφόνου, όλες συνέκλιναν σε κάποια στοιχεία της εμφάνισής του και στην κατεύθυνση προς την οποία διέφυγε.
“Έτσι, οδηγηθήκαμε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε ένα άτομο που δεν ταίριαζε με τα υπόλοιπα, ένα άτομο που ξεχώριζε”, δήλωσε ο αρχηγός της αστυνομίας, Χανς Μελάντερ. Το άτομο αυτό ήταν ο Στινγκ Ένγκστρομ. “Η μαρτυρία του δεν μπορούσε να συσχετιστεί με εκείνες των υπολοίπων μαρτύρων, κάτι που αρχίσαμε να εξετάζουμε το καλοκαίρι του 2017”, συνέχισε. “Το φθινόπωρο αρχίσαμε να εργαζόμαστε εντατικότερα πάνω σε αυτό και λίγο αργότερα παρουσιάσαμε την πληροφορία στον εισαγγελέα Πέτερσον, ο οποίος μας έδωσε την οδηγία να παραμείνουμε επικεντρωμένοι σε αυτό το πρόσωπο”.
Ο Ένγκστρομ είχε στρατιωτική εμπειρία, ήταν ασκημένος στην χρήση όπλων και είχε πολλάκις δηλώσει την αντιπάθειά του για τον Πάλμε και τις πολιτικές του.
Τα στοιχεία εναντίον του βασίζονται σε δηλώσεις δικές του και άλλων μαρτύρων και στις πράξεις του το απόγευμα τις δολοφονίας και στο διάστημα που ακολούθησε.
Πριν καταστεί ύποπτος, ο Ένγκστρομ ήταν από τους πρώτους μάρτυρες της υπόθεσης και εξετάστηκε από την αστυνομία αρκετές φορές, κατά τις οποίες ανέφερε ότι έφτασε στο σημείο αμέσως μετά την δολοφονία, καθ’οδόν για το μετρό. Όπως είπε, φορούσε ένα παλτό ως το γόνατο, καπέλο, γυαλιά και είχε μία μικρή τσάντα περασμένη στον καρπό του. Οι πληροφορίες αυτές, μαζί με το ύψος του 1,82, ταίριαζε με τις περιγραφές των άλλων μαρτύρων για τον ύποπτο.
Ο ίδιος δήλωσε στους αστυνομικούς ότι θεωρούσε πως οι μάρτυρες περιγράφουν τον ίδιο περνώντας τον για τον δράστη. Είπε επίσης πως είχε δει τον δολοφόνο να φορά ένα μπλε μπουφάν και πως η Λίσμπετ Πάλμε του είπε πως ο δολοφόνος φορούσε μπλε. Δεν υπάρχει καμία άλλη μαρτυρία που να περιγράφει την σύζυγο του Πάλμε να μιλάει για τον δράστη σε παρόντες μετά την δολοφονία.
Ένα επιπλέον στοιχείο σε βάρος του Ένγκστρομ ήταν το γεγονός ότι όσα δήλωσε για την συμπεριφορά του μετά τις στιγμές της δολοφονίας δεν συνάδουν με καμία άλλη μαρτυρία για τον ίδιο: κανείς δεν τον είδε να φτάνει πρώτος στο σημείο της δολοφονίας, όπως δήλωσε ο ίδιος, κανείς δεν τον είδε να παράσχει τις πρώτες βοήθειες στον πρωθυπουργό της Σουηδίας, όπως δήλωσε ο ίδιος, κανείς δεν τον είδε να υποδεικνύει στην αστυνομία την κατεύθυνση προς την οποία έτρεξε ο δράστης, όπως δήλωσε ο ίδιος.
“Εξετάζοντας το υλικό, αυτό που μας έκανε εντύπωση είναι ότι κανείς από τους άλλους αυτόπτες μάρτυρες, δεν επιβεβαίωσε ότι ο Ένγκστρομ βρισκόταν καν στο σημείο του εγκλήματος”, ανέφερε ο Πέτερσον, πριν συνεχίσει για να περιγράψει τους λόγους για τους οποίους χρειάστηκαν 34 χρόνια για να οδηγηθεί η αστυνομία στον εντοπισμό του ενόχου για την δολοφονία του Ούλωφ Πάλμε.
Γιατί χρειάστηκαν 34 χρόνια;
Όπως είπε ο Πέτερσον. η αρχική έρευνα ξεκίνησε πολύ διαφορετικά, από ό,τι θα συνέβαινε τώρα. Έχει υπάρξει πολλή κριτική για τον τρόπο με τον οποίο η αστυνομία χειρίστηκε την έρευνα στα αρχικά της στάδια, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις ερωτήσεις στην Λίσμπετ Πάλμε και την αδυναμία να αποκλείσουν την σκηνή του εγκλήματος, πράγμα που οδήγησε στην καταστροφή στοιχείων.
“Αυτό που έκανε πιο δύσκολη την έρευνα για εμάς, είναι ότι έχουν περάσει 34 χρόνια από την δολοφονία. Ένας αριθμός μαρτύρων δεν είναι πλέον μαζί μας ή είναι πολύ μεγάλοι. Τα στοιχεία δεν βελτιώνονται με τον χρόνο” ανέφερε ο εισαγγελέας.
“Ελπίζαμε να λάβουμε ξεκάθαρες ενδείξεις από το Εθνικό Εγκληματολογικό Κέντρο, αλλά είπαν ότι με βάση την σημερινή τεχνολογία δεν είναι εφικτό να συνδεθεί ένα όπλο με την σκηνή του εγκλήματος. Επομένως έπρεπε να δουλέψουμε λίγο-πολύ, με τα στοιχεία που εξασφαλίσαμε τότε”.
Ο Πέτερσον τόνισε επίσης, ότι η τεράστια κάλυψη από τα Μέσα και η δημοσίευση φωτογραφιών και δηλώσεων των μαρτύρων μπορεί να έβλαψαν την έρευνα. “Παρατηρήσαμε ότι δηλώσει μαρτύρων διέφεραν μεταξύ της αρχικής ανάκρισης και όσων δήλωσαν αφού διάβασαν τι είχαν πει άλλοι μάρτυρες και αυτό έκανε ακόμη δυσκολότερη την έρευνα”.