Στο κατώφλι ενός πετρελαϊκού πολέμου Ιράν – Ισραήλ;
Διαβάζεται σε 10'Το Ισραήλ εξετάζει το ενδεχόμενο επιθέσεων στον ενεργειακό τομέα του Ιράν, μια κίνηση που έχει προκαλέσει ανησυχίες στις αγορές και φόβους ότι ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή μπορεί να μετασχηματιστεί σε “πετρελαϊκό πόλεμο”.
- 05 Οκτωβρίου 2024 21:00
Στο επίκεντρο της παγκόσμιας προσοχής βρίσκονται αυτές τις ημέρες οι ενεργειακές υποδομές του Ιράν, καθώς είναι ανοιχτό ακόμη το ενδεχόμενο να αποτελέσουν στόχους του Ισραήλ, στο πλαίσιο των αντιποίνων στην επίθεση με βαλλιστικούς πυραύλους της Τεχεράνης.
Με τις τιμές του πετρελαίου να βρίσκονται ήδη σε ανοδική πορεία, μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά τις παγκόσμιες προμήθειες πετρελαίου.
Κι αυτό γιατί, οποιαδήποτε ισραηλινή επίθεση που θα διαταράξει τα 1,7 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου ημερησίως που εξάγει το Ιράν, θα έχει σοβαρές συνέπειες για τις παγκόσμιες ενεργειακές αγορές, όπως σημειώνουν οι Financial Times. Επίσης, τυχόν αντίποινα από το Ιράν που θα στοχεύσουν ανταγωνιστικούς εξαγωγείς πετρελαίου στη Μέση Ανατολή, θα προκαλέσουν ακόμα μεγαλύτερη αναστάτωση.
Μια ανεξέλεγκτη αλυσίδα επιθέσεων θα μπορούσε να οδηγήσει σε απότομη αύξηση των τιμών του πετρελαίου, αναζωπυρώνοντας τον πληθωρισμό και πλήττοντας την παγκόσμια οικονομία, λίγες εβδομάδες πριν τις εκλογές στις ΗΠΑ, προειδοποιούν αναλυτές. Ωστόσο, υπάρχουν παράγοντες που θα μπορούσαν να μετριάσουν τις επιπτώσεις, δείχνοντας κάποια ανθεκτικότητα στην αγορά.
Οι πιθανότητες για ένα χτύπημα του Ισραήλ στις ενεργειακές υποδομές του Ιράν
Το Ισραήλ συζητά με τους Αμερικανούς συμμάχους του το ενδεχόμενο επιθέσεων κατά της πετρελαϊκής βιομηχανίας του Ιράν και αυτή του φυσικού αερίου, ως απάντηση στην εκτόξευση 180 πυραύλων από την Τεχεράνη προς το Ισραήλ αυτή την εβδομάδα.
Όταν το Ιράν εξαπέλυσε επίθεση με πυραύλους και drones στο Ισραήλ τον Απρίλιο, η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Μπέντζαμιν Νετανιάχου απάντησε με επίθεση σε ιρανική αεροπορική βάση. Καμία από τις δύο πλευρές δεν επιδίωξε περαιτέρω κλιμάκωση τότε.
Αυτή τη φορά, όμως, οι αναλυτές προβλέπουν μια πιο επιθετική αντίδραση από το Ισραήλ, πιθανόν με στόχο τον βασικό πετρελαϊκό και ενεργειακό τομέα του Ιράν.
«Το Ισραήλ βρίσκεται σε αυτό που αποκαλώ ‘τρία μάτια για ένα μάτι’. Πιστεύω ότι η απάντηση θα είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή του Απριλίου», δήλωσε ο Μπομπ ΜακΝάλι, ιδρυτής της Rapidan Energy Group και πρώην σύμβουλος ενέργειας του προέδρου των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους.
Η Ουάσιγκτον αναμένεται να προτρέψει το Ισραήλ να περιορίσει τα πλήγματά του στις ενεργειακές υποδομές του Ιράν. Ωστόσο, το Ισραήλ βλέπει τον ενεργειακό τομέα του Ιράν ως το «ATM για τους αντιστασιακούς συμμάχους» της Τεχεράνης, δήλωσε η Χελίμα Κροφτ, επικεφαλής στρατηγικής εμπορευμάτων στην RBC Capital Markets και πρώην αναλύτρια της CIA, αναφερόμενη στο δίκτυο των φιλοϊρανικών ένοπλων ομάδων στην περιοχή.
Ποια σημεία θα μπορούσε να στοχεύσει το Ισραήλ στο Ιράν
Η πιο σημαντική ενεργειακή υποδομή της Ισλαμικής Δημοκρατίας είναι η εγκατάσταση εξαγωγών του νησιού Χαργκ, περίπου 25 χιλιόμετρα από την νότια ακτή του Ιράν, η οποία διαχειρίζεται περίπου το 90% των εξαγωγών αργού πετρελαίου της χώρας.
«Υπάρχει μεγάλο ρίσκο συγκέντρωσης για το Ιράν στο νησί Χαργκ, που ουσιαστικά λειτουργεί ως το νευρικό σύστημα του ιρανικού πετρελαϊκού τομέα», δήλωσε η Χελίμα Κροφτ.
Άδεια δεξαμενόπλοια που βρίσκονταν κοντά στο νησί Χαργκ έχουν απομακρυνθεί από την περιοχή μετά την πυραυλική επίθεση του Ιράν στο Ισραήλ, ανέφερε ο Σαμίρ Μαντάνι, διευθύνων σύμβουλος του TankerTrackers.com, που παρακολουθεί τις μεταφορές πετρελαίου.
Ο Μαντάνι πρόσθεσε ότι η εθνική ομάδα δεξαμενόπλοιων του Ιράν «φαίνεται να φοβάται μια επικείμενη επίθεση από το Ισραήλ», σημειώνοντας ότι μια τέτοια «νυχτερινή εκκένωση» δεν έχει παρατηρηθεί ξανά στο παρελθόν.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου Ιράν-Ιράκ τη δεκαετία του 1980, η Βαγδάτη απείλησε να καταστρέψει την εγκατάσταση του νησιού Χαργκ και στοχοποίησε δεξαμενόπλοια που αναχωρούσαν από τον τερματικό σταθμό.
Εναλλακτικοί, αλλά λιγότερο σημαντικοί ενεργειακοί στόχοι θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν το διυλιστήριο στο Αμπαντάν — που αντιπροσωπεύει το 17% της διυλιστικής ικανότητας του Ιράν και το 13% της προσφοράς βενζίνης της χώρας, σύμφωνα με αναλυτές της Kpler — και τον τερματικό σταθμό στο Μαχσάρ. Σημαντικοί αγωγοί και αποθηκευτικοί χώροι κοντά στο Χορμοζγκάν θα μπορούσαν επίσης να αποτελέσουν στόχους.
Μια ισραηλινή επίθεση στις μικρότερες πετρελαϊκές υποδομές του Ιράν θα μπορούσε να προκαλέσει προσωρινή απώλεια παραγωγής έως και 450.000 βαρέλια την ημέρα, εκτιμά η Citi. Ωστόσο, μια επίθεση στο νησί Χαργκ θα οδηγούσε σε πολύ μεγαλύτερη και πιο παρατεταμένη απώλεια παραγωγής, έως και 1,5 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, δηλαδή περίπου 1,4% της παγκόσμιας κατανάλωσης.
Επιθέσεις σε διυλιστήρια, αντί για πετρελαιοπηγές ή εξαγωγικούς τερματικούς σταθμούς, θα μπορούσαν να έχουν μικρότερο αντίκτυπο στην τιμή του πετρελαίου ή ακόμη και να την οδηγήσουν σε πτώση, καθώς το Ιράν θα είχε περισσότερο αργό πετρέλαιο να διαθέσει στις διεθνείς αγορές.
Πώς θα μπορούσε να αντιδράσει το Ιράν
Σε περίπτωση αντιποίνων, το Ιράν και οι σύμμαχοί του ενδέχεται να επιδιώξουν να διεθνοποιήσουν τη σύγκρουση, στοχεύοντας ενεργειακές επιχειρήσεις σε ολόκληρη την περιοχή, συμπεριλαμβανομένων επιχειρήσεων αμερικανικών εταιρειών ή συμμάχων των ΗΠΑ στον Κόλπο. Οποιαδήποτε τέτοια κίνηση, όπως προειδοποιούν οι αναλυτές, θα αποτελούσε σημαντική κλιμάκωση.
«Ο κίνδυνος είναι ότι δεν πρόκειται πλέον για μια περιορισμένη σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Ιράν. Τώρα υπάρχει ένα μεγάλο τόξο αβεβαιότητας», δήλωσε ο Ντάνιελ Γέργκιν, βραβευμένος με Πούλιτζερ ιστορικός ενέργειας. «Μπορεί να υπάρξουν μικρές επιθέσεις για αντίποινα. Το πρόβλημα είναι ότι αυτές οι επιθέσεις μπορεί να γίνουν πολύ μεγαλύτερες».
Το 2019, οι ΗΠΑ κατηγόρησαν το Ιράν για μια περίπλοκη επίθεση με πυραύλους και drones στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις Khurais και Abqaiq της Σαουδικής Αραβίας, η οποία προκάλεσε προσωρινή απώλεια περισσότερης από τη μισή παραγωγή αργού της χώρας. Το Ιράν κατηγορήθηκε επίσης για δύο επιθέσεις δολιοφθοράς σε δεξαμενόπλοια στον Κόλπο την ίδια χρονιά.
Ωστόσο, μετά την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Ριάντ και Τεχεράνης πέρυσι, η Σαουδική Αραβία είναι λιγότερο πιθανό να βρίσκεται «στην κορυφή της λίστας ιρανικών αντιποίνων», ανέφερε η Χελίμα Κροφτ της RBC. Οι δύο χώρες βρίσκονται σε συνεχή επικοινωνία από τότε που η επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου στο Ισραήλ προκάλεσε ένα κύμα περιφερειακών εχθροπραξιών.
Αντ’ αυτού, το Ιράν μπορεί να ενθαρρύνει τους συμμάχους του να αυξήσουν τις επιθέσεις σε δεξαμενόπλοια, διαταράσσοντας την προσφορά και αναγκάζοντας τα πλοία να αλλάξουν πορεία. Οι αντάρτες Χούθι στην Υεμένη επιτίθενται εδώ και μήνες σε εμπορικά πλοία στην Ερυθρά Θάλασσα, υποστηρίζοντας ότι οι επιθέσεις αυτές γίνονται σε ένδειξη αλληλεγγύης με τη Χαμάς και τους Παλαιστινίους.
Ένα «πιο ακραίο» σενάριο, όπως δήλωσε ο Τζέισον Μπόρντοφ, ιδρυτικός διευθυντής του Κέντρου Παγκόσμιας Ενεργειακής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Columbia, θα ήταν ο αποκλεισμός της κυκλοφορίας μέσω του Στενού του Ορμούζ, από όπου περνά καθημερινά ένα στα πέντε βαρέλια αργού που καταναλώνει ο κόσμος. Κατά μέσο όρο, 2.500 εμπορικά πλοία διασχίζουν το στενό κάθε μήνα, σύμφωνα με στοιχεία του Marine Traffic.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου Ιράν-Ιράκ τη δεκαετία του 1980, η Τεχεράνη είχε τοποθετήσει νάρκες στο Στενό, σε αυτό που έγινε γνωστό ως «πόλεμος των δεξαμενόπλοιων». Τον Απρίλιο, καθώς εξαπέλυσε τις πρώτες άμεσες στρατιωτικές επιθέσεις στο Ισραήλ από το έδαφος του Ιράν, κατέλαβε ένα πλοίο στην περιοχή. Ωστόσο, παρά τις απειλές από σκληροπυρηνικά στοιχεία σε περιόδους υψηλής έντασης, το Ιράν δεν έχει μπλοκάρει ποτέ την κυκλοφορία στο Στενό.
Οποιαδήποτε προσπάθεια αποκλεισμού του Στενού θα επηρέαζε και τις εξαγωγές του ίδιου του Ιράν, γεγονός που καθιστά αυτό το σενάριο απίθανο, σύμφωνα με τους αναλυτές. «Πιστεύω ότι αυτό είναι ένα σενάριο με χαμηλή πιθανότητα, που θα ήταν δύσκολο να εφαρμοστεί, ακόμα κι αν το Ιράν το ήθελε», δήλωσε ο Μπόρντοφ.
Ο αντίκτυπος στις τιμές του πετρελαίου
Τα γεγονότα αυτής της εβδομάδας ταρακούνησαν τις αγορές, που μέχρι πρότινος βρίσκονταν σε σχετική ηρεμία, με τη χαμηλή ζήτηση από την Κίνα να πιέζει τις τιμές. Το Brent, το διεθνές σημείο αναφοράς για το αργό πετρέλαιο, αυξήθηκε κατά 8% αυτή την εβδομάδα, φτάνοντας σχεδόν τα 78 δολάρια το βαρέλι.
Αν η σύγκρουση περιοριστεί σε περιορισμένες αεροπορικές επιθέσεις που δεν πλήττουν ενεργειακές υποδομές, οι τιμές του Brent είναι απίθανο να ξεπεράσουν τα 85 δολάρια το βαρέλι, ανέφερε ο Χένινγκ Γκλόιστεϊν από την Eurasia Group.
Ωστόσο, επιτυχείς ισραηλινές επιθέσεις σε ιρανικά ενεργειακά περιουσιακά στοιχεία «σχεδόν σίγουρα θα ωθήσουν τις τιμές πάνω από τα 85 δολάρια το βαρέλι, ίσως και προς τα 100», πρόσθεσε. «Μόνο αν υπάρξουν μεγάλα ιρανικά αντίποινα που θα επηρεάσουν σοβαρά τη ναυσιπλοΐα μέσω του Στενού του Ορμούζ, θα μπορούσαν οι τιμές του Brent να ανέβουν σημαντικά υψηλότερα».
Οι αναλυτές της Citi ανέφεραν ότι μια επιτυχής προσπάθεια αποκλεισμού του Στενού του Ορμούζ, αν και απίθανη, θα οδηγούσε σε άνοδο των τιμών «πολύ πέρα από τα προηγούμενα ιστορικά υψηλά», έστω και για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Η υψηλότερη τιμή του Brent ήταν 147,50 δολάρια το βαρέλι το 2008.
Οποιαδήποτε αύξηση στις τιμές του αργού πετρελαίου θα περάσει τελικά και στις τιμές της βενζίνης, κάτι που θα μπορούσε να επηρεάσει τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ τον Νοέμβριο. Η άνοδος των τιμών μπορεί να αποτελέσει πλήγμα για το κυβερνών Δημοκρατικό Κόμμα.
Τι θα μπορούσε να σταθεροποιήσει την αγορά
Αντισταθμιστικοί παράγοντες που απουσίαζαν σε προηγούμενες συγκρούσεις θα μπορούσαν να βοηθήσουν να συγκρατηθούν οι τιμές, εάν οι συγκρούσεις κλιμακωθούν.
Οι περικοπές παραγωγής από τους παραγωγούς του OPEC+ τα τελευταία δύο χρόνια — ιδιαίτερα από τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα — σημαίνουν ότι η ομάδα διαθέτει πάνω από 5 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα σε εφεδρική ικανότητα, η οποία θα μπορούσε να αξιοποιηθεί εάν η προμήθεια του Ιράν διακοπεί ξαφνικά.
«Αυτό αποτελεί ένα καθησυχαστικό μαξιλάρι για την αγορά καθώς εισερχόμαστε σε αυτήν την επικίνδυνη κατάσταση», δήλωσε η Αν-Λουίζ Χιτλ, αντιπρόεδρος αγορών πετρελαίου στη Wood Mackenzie.
Οι δυτικές χώρες διαθέτουν επίσης σημαντικά στρατηγικά αποθέματα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να αποσβέσουν μια αύξηση των τιμών, αφού οι αποθήκες τους ενισχύθηκαν μετά τα σοκ τιμών της δεκαετίας του 1970.
Η απελευθέρωση αποθεμάτων από τις ΗΠΑ μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία βοήθησε να μειωθούν οι τιμές το 2022, αλλά τα αποθέματα στις ΗΠΑ είναι τώρα στα χαμηλότερα επίπεδα από τη δεκαετία του 1980.
Η Κίνα, ο κύριος προορισμός σχεδόν όλου του ιρανικού πετρελαίου, αυξάνει τα αποθέματά της, γεγονός που θα μπορούσε να συμβάλει στην εξομάλυνση οποιασδήποτε διαταραχής στην προσφορά.
Η παραγωγική ικανότητα του αμερικανικού σχιστολιθικού πετρελαίου (σ.σ. αργό πετρέλαιο που εξάγεται από πετρώματα σχιστόλιθου μέσω υδραυλικής ρωγμάτωσης και οριζόντιας γεώτρησης) προσφέρει επίσης ένα περιθώριο, καθώς οι εταιρείες γεώτρησης, θεωρητικά, θα μπορούσαν να αυξήσουν γρήγορα την παραγωγή τους για να μειώσουν τις τιμές. Ωστόσο, οι ιδιοκτήτες τους στη Wall Street δεν ανέχονται πλέον δαπανηρές νέες εκστρατείες γεώτρησης.
«Έχουμε αφήσει πίσω μας αυτήν την περίοδο», δήλωσε ο Στιβ Προυέτ, διευθύνων σύμβουλος της Elevation Resources με έδρα το Τέξας και επικεφαλής της Independent Petroleum Association of America. «Οι κεφαλαιαγορές έχουν επιβάλει μια πειθαρχία και οι ηγέτες αυτών των εταιρειών την έχουν αποδεχτεί».