“Στον δρόμο νιώθω πιο ασφαλής απ’ ότι στο εργοστάσιο”
Οι γυναίκες εργάτριες ένδυσης στο Μπανγκλαντές ξέρουν από πρώτο χέρι τι θα πει βία και κακοποίηση στον χώρο εργασίας.
- 12 Ιουλίου 2019 14:41
Οι γυναίκες εργάτριες ένδυσης στο Μπανγκλαντές ξέρουν από πρώτο χέρι τι θα πει βία και κακοποίηση στον χώρο εργασίας. Το ζουν καθημερινά την ώρα που φτιάχνουν τα ρούχα που λίγο αργότερα θα αγοράσουμε εμείς από τα μεγάλα καταστήματα της πόλης μας.
Η μέρα της 35χρονης Rahima, ξεκινάει στις πέντε το πρωί. Πριν φύγει για τη δουλειά της πρέπει να ετοιμάσει το πρωινό και το κολατσιό για τους τρεις γιους της και τον άνδρα της. Στις οκτώ πρέπει να βρίσκεται μπροστά από τη ραπτομηχανή της. Μέχρι τις πέντε κάνει το κανονικό της ωράριο και μετά ξεκινούν οι υπερωρίες. Γύρω στις επτά κάνει το δεύτερο διάλειμμά της για ένα ελαφρύ γεύμα. Στις εννιά θα φύγει και μετά από ένα μισάωρο περπάτημα στους δρόμους της Ντάκα θα φτάσει στο σπίτι της. Χωρίς πολλή ενέργεια θα μαγειρέψει ξανά και θα καταφέρει να ξαπλώσει γύρω στα μεσάνυχτα. Στις πέντε το πρωί της επομένης, η μέρα θα κυλήσει ακριβώς με τον ίδιο τρόπο.
«Πάνε τέσσερα χρόνια που δουλεύω στο συγκεκριμένο εργοστάσιο. Γενικά όμως είμαι σε αυτόν τον χώρο εδώ και 11 χρόνια. Μαζί με τις υπερωρίες, δουλεύω σχεδόν 70 ώρες την εβδομάδα. Ποτέ δεν ονειρεύτηκα να κάνω αυτή τη δουλειά. Είναι δύσκολη και μας συμπεριφέρονται άσχημα. Δεν είναι εύκολο να το δέχεσαι. Και έχεις και όλους τους πόνους στο σώμα. Στη σπονδυλική σου στήλη, στο κεφάλι».
Όλα τα παραπάνω αν και πολύ σοβαρά δεν είναι αυτά που κάνουν τη Rahima και άλλες συναδέλφισσές της, να σκέφτονται το μέλλον τους στα εργοστάσια ένδυσης της χώρας. Σύμφωνα με έρευνα της ActionAid, το ποσοστό των εργατριών που έχουν δεχτεί βία και σεξουαλική παρενόχληση στη δουλειά τους φτάνει το 80%. Η ίδια η Rahima, πριν μερικά χρόνια και ενώ τελείωνε η βάρδιά της είχε μία τραυματική εμπειρία από τον υπεύθυνό της. «Εκείνο το βράδυ προέκυψε ότι πρέπει να κάνω υπερωρία. Ο άνθρωπος που ήταν υπεύθυνος να τσεκάρει τη δουλειά μας εκείνη τη μέρα, μας φώναζε και μας υποβάθμιζε συνεχώς. Στις τρεις το πρωί η δουλειά τελείωσε και ενώ ετοιμαζόμουν να φύγω, ο μάνατζερ μου ζήτησε να ανέβω στον επάνω όροφο για να τακτοποιήσω κάποια υφάσματα. Αρνήθηκα να ανέβω και άρχισε να μου φωνάζει. Δεν είχα άλλη υπομονή και ξεκίνησα να φωνάζω κι εγώ. Τότε ξεπέρασε κάθε όριο και μου πέταξε ένα πλαστικό βαρύ αντικείμενο. Με χτύπησε στο κεφάλι και άρχισα να αιμορραγώ. Δεν σταμάτησε, ήρθε, με τράβηξε από τα μαλλιά θέλοντας να με αναγκάσει να ανέβω πάνω μαζί του. Εκεί κατάλαβα ότι αν δεν αντισταθώ κάτι απαίσιο θα μου συμβεί. Άρχισα να τον χτυπάω, να τον βαράω και να ουρλιάζω. Ο φύλακας με άκουσε, μπήκε μέσα και με προστάτεψε».
Την επόμενη μέρα η Rahima, πήγε στον διευθυντή της και μίλησε για όλα όσα είχαν γίνει την προηγούμενη. Τα είπε και σε κάποιους συναδέλφους. Αλλά δεν άλλαξε τίποτα. Ο υπεύθυνος που της επιτέθηκε, ζήτησε συγγνώμη και οι δύο άλλαξαν πόστα και η ζωή συνεχίστηκε. Μέχρι τότε θεωρούσε ότι το πιο τρομακτικό κομμάτι της δουλειάς της, ήταν ότι έπρεπε κάθε βράδυ να περπατάει βράδυ μόνη της στους δρόμους της Ντάκα για να επιστρέψει σπίτι της. Τότε κατάλαβε ότι μέσα στον χώρο εργασίας της, ο κίνδυνος για την ίδια ήταν μεγαλύτερος..
Και μπορεί ο διευθυντής της να αρνήθηκε να τιμωρήσει τον υπεύθυνο και μπορεί ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου να μην έμαθε ποτέ για όσα έζησε εκείνο το βράδυ η Rahima, λίγο αργότερα όμως κατάφερε να βρει ανθρώπους πρόθυμους να ακούσουν την ιστορία της και να την υποστηρίξουν, ψυχολογικά και νομικά. Πρόκειται για τα καφέ των εργατών που έχει δημιουργήσει η ActionAid με σκοπό οι εργάτες και κυρίως οι εργάτριες που δουλεύουν στη βιομηχανία ένδυσης, να ενημερώνονται για τα δικαιώματά τους. Εκεί μπορούν να βρουν πληροφορίες και συμβουλές για θέματα γύρω από τις παράνομες απολύσεις, τη βία και την παρενόχληση, τις χαμηλές αμοιβές. Να ενδυναμωθούν και να έρθουν σε επαφή με τα αντίστοιχα σωματεία τους. Η ActionAid έχει καταφέρει να έχει 25 τέτοια πρωτότυπα καφενεία σε όλη τη χώρα.
Η Rahima άρχισε να επισκέπτεται αυτά τα καφέ αρκετό καιρό αφότου παραιτήθηκε από εκείνο το εργοστάσιο, το οποίο έγινε και ο λόγος να μείνει τρία χρόνια στο σπίτι της. Στο καφέ των εργατών ένιωσε ότι δεν είναι μόνη της. «Εκεί απέκτησα εμπιστοσύνη στον εαυτό μου και ένιωσα λίγο περισσότερο γενναία. Σήμερα σκεπτόμενη εκείνη την τραγική βάρδια λέει ότι θα ήθελε τουλάχιστον να ξέρει ότι εκείνος ο υπεύθυνος τιμωρήθηκε. Ότι πήγε φυλακή ή τουλάχιστον ότι απολύθηκε. Τίποτα όμως απ’ αυτά δε συνέβη.
Μπορείτε να μάθετε περισσότερα για τη δράση της ActionAid στο Μπανγκλαντές εδώ.