Θα μπορέσει ένας Δημοκρατικός πρόεδρος να “ξηλώσει” όλα τα “κακά” της προεδρίας Τραμπ; Άλλα ναι… και άλλα όχι
Η πρώτη τετραετία Τραμπ στην προεδρία οδεύει στο τέλος της, με τις δημοσκοπήσεις να δίνουν προβάδισμα στον Τζο Μπάιντεν και τους αναλυτές να διερωτώνται εάν θα μπορέσει ο επόμενος πρόεδρος να αντιστρέψει όλα εκείνα τα «κακά» που έκανε ο προκάτοχός του
- 28 Οκτωβρίου 2020 07:48
Ο Ντόναλντ Τραμπ ήρθε στην εξουσία των ΗΠΑ το 2016 με μία – σχεδόν εμμονική – αποστολή: Με την υπόσχεση να ξηλώσει την πολιτική κληρονομιά του Μπαράκ Ομπάμα… όπερ και εγένετο, τουλάχιστον σε έναν βαθμό.
Ο Τραμπ ανακοίνωσε, το καλοκαίρι του 2017, ότι αποσύρει τις ΗΠΑ από τη Συμφωνία των Παρισίων για την κλιματική αλλαγή που είχε υπογράψει ο Μπαράκ Ομπάμα περίπου δύο χρόνια νωρίτερα (2015). Παράλληλα ξήλωσε και το σχέδιο (Clean Power Plan) που είχε κομίσει η διοίκηση Ομπάμα για τον περιορισμό των ανθρωπογενών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Το 2018 απέσυρε τις ΗΠΑ από τη διεθνή συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν (JCPOA) που είχε υπογράψει η κυβέρνηση Ομπάμα το 2015, ενώ ήδη από το 2017 ο Τραμπ είχε αποσύρει την αμερικανική υπογραφή και από τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου των χωρών του Ειρηνικού (Trans-Pacific Partnership Agreement) που είχε συνάψει η διοίκηση Ομπάμα στις αρχές του 2016.
Εάν πιστέψουμε μάλιστα τις διαρροές, τότε ο Τραμπ κάποια πράγματα τα έκανε απλώς και μόνο «για να πικάρει τον Ομπάμα» («to spite Obama», όπως θα έγραφε ο πρώην πρέσβης του Ηνωμένου Βασιλείου στις ΗΠΑ, Κιμ Ντάροκ).
Έγκυροι αναλυτές όπως ο Ντέιβιντ Σάνγκερ των New York Times σημειώνουν με νόημα ότι ο Τραμπ έσπευσε να ακυρώσει κάποιες από τις συμφωνίες του Δημοκρατικού Αφροαμερικανού προκατόχου του όχι απαραιτήτως επειδή δεν τις ενέκρινε αλλά απλώς απειδή… δεν τις είχε υπογράψει ο ίδιος.
Κρίνοντας από τον οριακά «σχιζοφρενικό» τρόπο με τον οποίο ο Τραμπ κινήθηκε ως πρόεδρος σε σειρά από ζητήματα (στο θέμα για παράδειγμα της Βορείου Κορέας και των σχέσεών του με τον Κιμ Γιονγκ Ουν), ίσως να μην έκανε εντύπωση εάν κάποια στιγμή τον βλέπαμε ακόμη και να υιοθετεί πολιτικές του Ομπάμα (ένα νέο ντιλ για παράδειγμα με το Ιράν που δεν θα διαφέρει όμως σε πολλά σημεία από το παλαιό) παρουσιάζοντάς τες ως δικές του.
Η τετραετία του Τραμπ στην προεδρία ωστόσο οδεύει προς το τέλος της, με τις δημοσκοπήσεις να δίνουν πια σαφές προβάδισμα περίπου 10 ποσοστιαίων μονάδων στον Δημοκρατικό Τζο Μπάιντεν και τους αναλυτές να διερωτώνται εάν και κατά πόσο θα μπορούσε ο επόμενος πρόεδρος με τη σειρά του να αντιστρέψει κάποιες από τις αποφάσεις του Τραμπ.
Το Ανώτατο Δικαστήριο πάει… άλλαξε
Κάποια πράγματα δεν πρόκειται να αλλάξουν, αυτό είναι σαφές. Η 48χρονη συντηρητική δικαστής – και εκλεκτή του Τραμπ – Εϊμι Κόνεϊ Μπάρετ εξασφάλισε πια τον ισόβιο διορισμό της στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ στη θέση της θανούσας Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ, προς μεγάλη απογοήτευση των Δημοκρατικών και του ιδίου του Μπάιντεν που ήλπιζαν ότι θα μπορούσαν ίσως να αποτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη έως ότου αλλάξουν οι πολιτικές ισορροπίες στη Γερουσία (μια Γερουσία που σήμερα ελέγχεται μεν από τους Ρεπουμπλικάνους αλλά μετά τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου ίσως να ελέγχεται από τους Δημοκρατικούς). Αξίζει να σημειωθεί ότι μέσα στα τέσσερα χρόνια της προεδρικής θητείας του, ο Τραμπ πρόλαβε να διορίσει τρεις (από τους συνολικά εννέα) δικαστές στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ (τον Νιλ Γκόρσατς το 2017, τον Μπρετ Κάβανο το 2018 και τελευταία την Εϊμι Κόνεϊ Μπάρετ), με αποτέλεσμα έτσι πλέον οι Ρεπουμπλικάνοι να «ελέγχουν» (ή πιο σωστά να έχουν με το μέρος τους) έξι από τους εννέα ανώτατους δικαστές.
Η πρεσβεία των ΗΠΑ μένει Ιερουσαλήμ
Αλλά και στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής, οι ΗΠΑ έχουν πια αναγνωρίσει επισήμως την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, πράγμα που δεν πρόκειται να αλλάξει. Ο Μπάιντεν έχει άλλωστε ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να μεταφέρει την αμερικανική πρεσβεία πίσω στο Τελ Αβίβ. Αυτό που μπορεί να κάνει ο Δημοκρατικός υποψήφιος, σε περίπτωση που εκλεγεί, είναι να προχωρήσει σε κάποια ανοίγματα αποκατάστασης των δεσμών με τους Παλαιστινίους (μέσα από: την πιθανή επαναλειτουργία αμερικανικού προξενείου στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, την πιθανή λειτουργία παλαιστινιακής «πρεσβείας» στην Ουάσιγκτον, την ενδεχόμενη αποκατάσταση της παροχής αμερικανικής οικονομικής βοήθειας προς τους Παλαιστίνιους, την ενδεχόμενη αποδοκιμασία κάθε απόπειρας προσάρτησης εδαφών από τους Ισραηλινούς στη Δυτική Όχθη κ.ά.).
Μένει να φανεί πως θα προσεγγίσει ο Μπάιντεν (εάν εκλεγεί) και το ζήτημα των υψιπέδων του Γκολάν, με δεδομένο ότι ο Τραμπ έχει ήδη από το 2019 αναγνωρίσει την κυριαρχία του Ισραήλ στις εν λόγω περιοχές προκαλώντας αντιδράσεις διεθνώς.
Ιράν και Τουρκία
Αναφορικά με το Ιράν, ο Μπάιντεν κατά πάσα πιθανότητα θα επιχειρήσει να «αναστήσει» τη διεθνή συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης επαναφέροντας-επανεντάσσοντας παράλληλα και τις Ηνωμένες Πολιτείες σε αυτήν. Το εάν θα τα καταφέρει πρόκειται να εξαρτηθεί όχι μόνο από τον ίδιο αλλά και από τη στάση άλλων παραγόντων: του Ισραήλ για παράδειγμα αλλά και του ιδίου του Ιράν. Υπενθυμίζεται πάντως ότι οι σχέσεις του περιβάλλοντος Ομπάμα (του οποίου ο Μπάιντεν ήταν αντιπρόεδρος) με το περιβάλλον του Ισραηλινού πρωθυπουργού Νετανιάχου δεν ήταν και οι καλύτερες. Αντιθέτως.
Στο μέτωπο των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, το «bromance» μεταξύ Λευκού Οίκου (Τραμπ) και Ερντογάν είναι κάτι παραπάνω από σαφές ότι δεν πρόκειται να έχει συνέχεια υπό μια νέα διοίκηση των Δημοκρατικών στην Ουάσιγκτον, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι οι ΗΠΑ πρόκειται και να τα «σπάσουν» με την Τουρκία… την οποία είναι σαφές ότι δεν θέλουν να χάσουν από σύμμαχο.
Κίνα και Ρωσία
Οι σχέσεις των ΗΠΑ με την Κίνα, από την άλλη, είναι σαφές ότι πρόκειται να παραμείνουν σε τροχιά οξυμμένου ανταγωνισμού, όπως προκύπτει μέσα από τις τοποθετήσεις όχι τόσο των πολιτικών που έρχονται και παρέρχονται αλλά του ιδίου του διπλωματικού και στρατιωτικού κατεστημένου των ΗΠΑ. Οι σχέσεις με τη Ρωσία του Βλάντιμιρ Πούτιν φαίνεται επίσης να οδεύουν προς όξυνση, ενώ απέναντι στο ΝΑΤΟ ο Μπάιντεν αναμένεται να είναι λιγότερο σκεπτικιστής από ό,τι ο Τραμπ, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι έτσι θα επιλυθούν και όλα τα (υπαρξιακά) προβλήματα της Συμμαχίας.
Ο Τζο Μπάιντεν έχει, επίσης, ξεκαθαρίσει ότι πρόκειται να επανεντάξει τις ΗΠΑ στις τάξεις του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) από όπου ο Τραμπ τις είχε αποσύρει μόλις το περασμένο καλοκαίρι εν μέσω πανδημίας.
Από εκεί και πέρα, στο εσωτερικό, ο Τζο Μπάιντεν (που έχει διαμηνύσει ότι πρόκειται να εστιάσει την προσοχή του σε πρώτη φάση στο εσωτερικό) θα έχει την ευκαιρία εάν εκλεγεί όχι μόνο να «σώσει» αλλά και να επεκτείνει το καλούμενο Obamacare (το πρόγραμμα στήριξης της ιατροφαρμακευτικής κάλυψης ανασφάλιστων και χαμηλόμισθων του Ομπάμα) που επί της ουσίας εξακολουθεί να είναι σε ισχύ λόγω της αδυναμίας των Ρεπουμπλικάνων να το ξηλώσουν-αντικαταστήσουν. Με την υποσημείωση, ωστόσο, ότι στο εν λόγω μέτωπο ο Μπάιντεν ίσως βρεθεί αντιμέτωπος με το… Ανώτατο Δικαστήριο.
Η Συμφωνία των Παρισίων και η… 4η Νοεμβρίου
Με τον Μπάιντεν πρόεδρο, αναμένεται να λάβουν τέλος και όσα αμφιλεγόμενα είχε επιχειρήσει ο Τραμπ στο μέτωπο του μεταναστευτικού (οι πρακτικές διαχωρισμού των παιδιών από τους γονείς τους, η επιβολή ορίων ως προς τον αριθμό των αιτήσεων ασύλου, οι απαγορεύσεις εισόδου σε πολίτες από μουσουλμανικές χώρες κ.ά.). Ο προεδρικός υποψήφιος των Δημοκρατικών έχει, επίσης, καταστήσει σαφές ότι στην περίπτωση που εκλεγεί πρόεδρος θα διακόψει την ανέγερση του τείχους που οραματιζόταν ο Τραμπ στα σύνορα των ΗΠΑ με το Μεξικό (αφήνοντας ωστόσο στη θέση του το μέρος του τείχους που έχει ήδη κατασκευαστεί).
Παράλληλα, με τον Μπάιντεν πρόεδρο, οι ΗΠΑ αναμένεται να επανεμπλακούν και στη Συμφωνία των Παρισίων για το κλίμα, μια συμφωνία από την οποία άλλωστε επισήμως δεν έχουν ακόμη αποχωρήσει. Το ημερολογιακά νωρίτερο που θα μπορούσαν να αποχωρήσουν είναι στις 4 Νοεμβρίου του 2020 (τέσσερα χρόνια αφότου η εν λόγω Συμφωνία ενεργοποιήθηκε στις ΗΠΑ). Το πρωί της 4ης Νοεμβρίου, ωστόσο, στις Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να υπάρχει ένας νέος πρόεδρος, διαφορετικός από τον παλιό.
Διαβάστε τις Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο, με την αξιοπιστία και την εγκυρότητα του News247.gr.