Το αίτημα για αλλαγή που οδήγησε τους Δημοκρατικούς να χάσουν 13 εκ. ψήφους
Διαβάζεται σε 6'Πώς “μεταβόλισε” ο Τραμπ τα αιτήματα της κοινωνίας των ΗΠΑ, η αποτυχία της Χάρις να εμπνεύσει, και οι ομοιότητες με την Ευρώπη.
- 15 Νοεμβρίου 2024 06:12
Δε θα έπρεπε να θεωρείται αμφιλεγόμενο το να παραδεχτούμε ότι το Δημοκρατικό Κόμμα ανακάλυψε με τον άσχημο τρόπο, ότι όταν εγκαταλείπεις την αμερικάνικη εργατική τάξη, το πιο πιθανό είναι να σε εγκαταλείψει και εκείνη. Όχι απαραίτητα επιλέγοντας κάποιον καταλληλότερο, άλλα συνήθως κάποιον που μπορεί να περιγράψει ένα διαφοροποιημένο όραμα.
Αν πρέπει σε λίγες λέξεις να συνοψίσουμε τι συνέβη στις πρόσφατες αμερικάνικες εκλογές, θα λέγαμε πως σε μία περίοδο που η οικονομική κρίση και η δυσφορία για τις κυρίαρχες οικονομικές αποφάσεις επηρεάζει ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα της αμερικάνικης κοινωνίας, αναδύθηκε ένα αίτημα οικονομικής και πολιτικής αλλαγής. Αυτό το αίτημα το διάβασε ο Τραμπ, το αξιοποίησε και το μεταβόλισε στη δική του πολιτική κατεύθυνση. Κάτι που δεν απέχει ιδιαίτερα όταν αντίστοιχα σε εκλογικές αναμετρήσεις σε αρκετά ευρωπαϊκά κράτη, μαχητικά ακροδεξιά κόμματα συγκρούονται με την κεντροαριστερά, με την δεύτερη να μην μπορεί να εκφράσει την ανάγκη της κοινωνίας να οχυρωθεί απέναντι στις ανακατατάξεις που προκαλεί ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός.
Και στις ΗΠΑ, οι Δημοκρατικοί το αίτημα αυτό όχι μόνο δεν το διάβασαν, άλλα και το υποτίμησαν. Έτσι η Αμερική της Χάρις κατέληξε σε μεγάλο βαθμό να είναι η συνέχεια της Αμερικής του Μπάιντεν – μίας Αμερικής του πληθωρισμού, των ανισοτήτων, των επενδύσεων για λίγους και σε συγκεκριμένες περιοχές, της κρατικής ρατσιστικής βίας και της εμπλοκής σε πολέμους. Ένας από τους αναλυτές του Sky News ήδη από το βράδυ των εκλογών, εξηγούσε πως “δεν μπορεί να βρει σημαντικές διαφορές μεταξύ του Μπάιντεν και τη Χάρις”, παρόλο που αυτό ακριβώς ζητούσε ο κόσμος. Εξού και οι περίπου 13 εκατομμύρια ψήφοι λιγότερες από όσες κέρδισε ο Μπάιντεν το 2020.
Πώς έχασε η Χάρις
Μεγαλύτερη σημασία από το ότι έχασε η Κάμαλα Χάρις, όμως, έχει το πώς έχασε.
Είναι πραγματικά εκπληκτική η κατάσταση άρνησης στην οποία βρισκόταν το σύστημα των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ, εδώ και καιρό. Tα στοιχεία που έρχονταν στο προσκήνιο από έρευνες έδειχναν πως,
α) οι ανισότητες και η οικονομία παίζουν σημαντικότερο ρόλο για το σύνολο του αμερικάνικου κοινού από ότι αρχικά νόμιζαν,
β) ο Τραμπ έχει αποκτήσει οριζόντια πρόσβαση σε παραδοσιακά δημοκρατικές κοινωνικές ομάδες, υποσχόμενος αναγνώριση, δουλειές στο εσωτερικό και αίγλη στο εξωτερικό, και
γ) ότι οι Δημοκρατικοί εμφανίζονται περίπου ως το κόμμα της ελίτ, του Χόλιγουντ και του star system αντί για ένα λαϊκό δημοκρατικό κόμμα.
Εδώ πρέπει να σταθούμε στο εξής κρίσιμο: Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, σε αντίθεση με όσα ισχύουν στην Ευρώπη, το κόμμα των πλατιών συναινέσεων, του star system, της Wall St. και μίας σημαντικής μερίδας της αστικής τάξης, ιστορικά είναι η Δημοκρατικοί, με όλες φυσικά τις εσωτερικές τους διαιρέσεις δεξιά και αριστερά. Οι Ρεπουμπλικάνοι ήταν παραδοσιακά εκείνοι που μιλούσαν προνομιακά σε περιθωριοποιημένες ομάδες λευκών, στη φτωχή επαρχία, τους μικρούς αγρότες και τα λιγότερο μορφωμένα στρώματα. Τα παραπάνω δεδομένα που έφταναν εδώ και μήνες από πολιτικούς επιστήμονες υποτιμήθηκαν έντονα. Και αυτό είχε κόστος.
Η Χάρις λοιπόν, θεώρησε ότι είναι έξυπνη ιδέα να οργανώσει μία καμπάνια γύρω από την ανάγκη για ένα νέο δημοκρατικό μέτωπο. Η Αμερική όμως δεν είναι Γαλλία. Δεν μπορεί να υπάρξει αποτελεσματικό δημοκρατικό μέτωπο, χωρίς ριζοσπαστικό χαρακτήρα. Kαι σίγουρα όχι χωρίς πολιτικό περιεχόμενο που να απαντάει στην κοινωνική πλειοψηφία. Το New Republic, φιλελεύθερο-δημοκρατικό περιοδικό με δημοσιογραφική παράδοση άνω του ενός αιώνα, έδινε τίτλο σε άρθρο του μόλις στις 4 Σεπτεμβρίου “Η Κάμαλα Χάρις δε χρειάζεται συγκεκριμένες πολιτικές για να κερδίσει” με τον υπότιτλο να υπογραμμίζει “Στην πραγματικότητα, μία λεπτομερής πλατφόρμα προτάσεων θα της έκανε περισσότερο κακό από ότι καλό”.
Αυτή η λογική πρόσθεσε απόσταση ανάμεσα στη Χάρις και τα υπό πίεση κοινωνικά στρώματα, και ακόμη χειρότερα, τα έδωσε βορά στον ακροδεξιό λαϊκισμό του Τραμπ. Η επιμονή του να βαθύνει την αντιπαράθεση πάνω σε ζητήματα δικαιωμάτων, ήταν αναγκαία αφού τέτοια αιτήματα όπως το δικαίωμα σε ασφαλή και νόμιμη άμβλωση είχαν αναδειχθεί από την ίδια την κοινωνία. Το γεγονός όμως ότι το έκανε με έναν τυχοδιωκτικό τρόπο, δηλαδή αγνοώντας την ανάγκη αυτά τα δικαιώματα να συνδεθούν με ευρύτερες ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις που θα βελτίωναν τη θέση της γυναίκας στην εργασία και την οικονομία, ήταν καθοριστικό για να αποδοκιμαστεί από ευρύτερα στρώματα.
Από την άλλη, ο Τραμπ κατάφερε έναν τρομερά διαταξικό συντονισμό. Με βάση τα αποτελέσματα που βλέπουμε σε εύπορες δημοκρατικές κομητείες στην ανατολική ακτή άλλα και αλλού, φαίνεται ότι όχι μόνο τμήματα της υποβαθμισμένης εργατικής τάξης, αλλά και εύπορα στρώματα παραδοσιακών Δημοκρατικών ψηφοφόρων αποφάσισαν να στραφούν προς τους Ρεπουμπλικάνους. Κάτι που ξεχνάμε είναι ότι η οικονομία μπορεί υπό συνθήκες να αποτελεί προτεραιότητα και για τους φτωχούς που διεκδικούν προστασία από τις ελίτ, άλλα και για τους πλούσιους που αναζητούν διατήρηση των προνομίων τους.
Ο κίνδυνος του Project 2025
Έχουμε ισχυρές ενδείξεις ότι τον οδικό χάρτη για την επόμενη τετραετία θα τον ανοίξει το “Project 2025”. Με επικεφαλής το Ίδρυμα Heritage με τη βοήθεια δεκάδων άλλων υπερσυντηρητικών ομάδων, αυτό το σχέδιο 900 σελίδων αποτελεί τη βασική πρόταση για τη δεύτερη θητεία Τραμπ.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα νεοφασιστικής έμπνευσης μανιφέστο το οποίο προτείνει “την ένωση του συντηρητικού κινήματος και του αμερικανικού λαού ενάντια στην κυριαρχία της ελίτ και τους woke πολεμιστές της κουλτούρας”. Περιλαμβάνει την υποβάθμιση του νομοθετικού σώματος και τη μεταφορά συνολικά της κρατικής λειτουργίας κάτω από την εκτελεστική εξουσία του Προέδρου, απευθείας πολιτικούς διορισμούς, κατάργηση πολλών οργανισμών και θεσμών λογοδοσίας – συμπεριλαμβανομένων του Υπουργείου Παιδείας και του Υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας, εξάλειψη προγραμμάτων ισότητας και κοινωνικής ένταξης για ευπαθείς ομάδες, και πολλά άλλα.
Βασικός στόχος είναι η καταπολέμηση αυτού που θα ονομάζαμε “εσωτερικός εχθρός” και η θωράκιση του κράτους από τη δημοκρατική διαδικασία και τη λογοδοσία, άλλα και μία νέα εξωτερική πολιτική, πολύ πιο επιθετική απέναντι στην Κίνα, αυστηρή απέναντι στην ΕΕ και τους διεθνείς οργανισμούς, και συνεργάσιμη με περιφερειακές δυνάμεις με αυταρχικές κυβερνήσεις. Αυτά όμως, θα τα δούμε πιο αναλυτικά από τις 20 Ιανουαρίου, όταν και θα ορκιστεί ο νέος Πρόεδρος.
*O Στέλιος Φωτεινόπουλος είναι Πολιτικός αναλυτής σε θέματα Ευρωπαϊκής και Δημόσιας Πολιτικής με έδρα το Λονδίνο