Το Φαινόμενο Τραμπ και η Νέα Δεξιά
Διαβάζεται σε 7'Ο Δημήτρης Τσαρούχας, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, αναλύει στο NEWS 24/7 την άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ, τον μετασχηματισμό του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και τη συνεχιζόμενη επιρροή του κινήματος MAGA.
- 16 Οκτωβρίου 2024 06:26
Τον Αύγουστο του 2016, πραγματοποιήθηκε η πρώτη προκριματική συζήτηση των Ρεπουμπλικανών ενόψει των προεδρικών εκλογών.
Δώδεκα υποψήφιοι συγκεντρώθηκαν επί σκηνής, συμπεριλαμβανομένου του Ντόναλντ Τραμπ, και οι περισσότεροι αναλώθηκαν στα κλασσικά επιχειρήματα περί της ανάγκης ελεύθερου εμπορίου, χαμηλής φορολογίας και μιας δυναμικής εξωτερικής πολιτικής που θα συνεχίζει να καθιστά τις ΗΠΑ τον καθοριστικό παράγοντα των εξελίξεων.
Ο Τραμπ, από την άλλη, ενώ υπερθεμάτισε σε θέματα φορολογίας, τοποθετήθηκε υπέρ ενός υπέρμετρου εμπορικού προστατευτισμού, στρεφόμενος ιδιαίτερα ενάντια στην Κίνα, κατηγόρησε φίλους και αντιπάλους επί προσωπικού, και ανακοίνωσε την πρόθεσή του να επανεξετάσει τη χρησιμότητα των διεθνών συμμαχιών της χώρας, συμπεριλαμβανομένου του ΝΑΤΟ.
Μια λογική δούναι και λαβείν, που έως τότε θεωρούνταν αντιπαραγωγική και κατακριτέα από σχεδόν το σύνολο του πολιτικού κόσμου.
Οι πιθανότητές του να επικρατήσει στην εσωκομματική κούρσα για το χρίσμα θεωρήθηκαν πολύ μικρές. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε κάνει όνομα μέσω της αγοράς ακινήτων στην πόλη της Νέας Υόρκης, ενώ στη συνέχεια μπήκε στον κόσμο των ΜΜΕ και της βιομηχανίας του θεάματος. Ήταν αμέσως αναγνωρίσιμος και απεικόνιζε τον εαυτό του ως επιτυχημένο επιχειρηματία που θα ανόρθωνε την Αμερική στα πρότυπα των μεγαλείων μιας παρελθούσας εποχής, αλλά το υψηλότερο αξίωμα στη χώρα λογικά απαιτούσε άλλες ιδιότητες.
Δεύτερον, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ήταν σίγουροι για το αν ο Τραμπ ήταν καν Ρεπουμπλικανός. Το 2016, και επανειλημμένα αφότου έγινε Πρόεδρος, ο Τραμπ συνήθιζε να κοροϊδεύει τα κυρίαρχα στελέχη των Ρεπουμπλικανών και να τους κατηγορεί για προσωπική διαφθορά, περιφρόνηση του αμερικανικού λαού ή και τα δύο.
Καθώς η χιονοστιβάδα του Τραμπ προχωρούσε από πολιτεία σε πολιτεία και οι εξωφρενικές του δηλώσεις τον έκανα όλο και περισσότερο διαφορετικό από τους καθωσπρέπει πολιτικούς, οι θεματοφύλακες του κόμματος και οι εκλεκτοί των ΜΜΕ, όπως ο Τζεμπ Μπους από τη Φλόριντα, παραμερίστηκαν και σύντομα πέρασαν στην αφάνεια. Η στιγμή του MAGA (Make America Great Again) είχε φτάσει.
Fast forward οκτώ χρόνια, και ελάχιστοι Ρεπουμπλικάνοι εντός του κόμματος (αυτοί που το κάνουν, όπως η Λιζ Τσένει, στηρίζουν τη Χάρις) τολμούν να διαφωνήσουν με τον Τραμπ, είτε σε εθνικό, πολιτειακό ή ακόμα και σε τοπικό επίπεδο.
Πώς έγινε εφικτός αυτός ο μετασχηματισμός και ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του;
Η επανάσταση του Τραμπ μέσα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχει εξελιχθεί στη βάση προηγούμενων προσπαθειών δημιουργίας ενός ριζικά διαφορετικού κόμματος. Η πρώτη μεγάλη ρήξη με την παλιά ρεπουμπλικανική συναίνεση εντός του κόμματος ήταν το Συμβόλαιο με την Αμερική, ένα έγγραφο πολιτικής που ο Ρεπουμπλικανός Πρόεδρος της Βουλής Newt Gingrich παρουσίασε στον αμερικανικό λαό το 1994 ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών για το Κογκρέσο.
Υπό την επιρροή του Gingrich, το Ρεπουμπλικανικό κόμμα υιοθέτησε μια ατζέντα με επίκεντρο τον περιορισμό του μεγέθους της κυβέρνησης, την εκστρατεία κατά της υποτιθέμενης σπατάλης και διαφθοράς του κράτους, τη σκληρή στάση για τη μετανάστευση, επιδιώκοντας παράλληλα να απομονώσει τις Ηνωμένες Πολιτείες από τις διεθνείς εξελίξεις αλλά και οργανισμούς, όπως για παράδειγμα στοχεύοντας στο να απαγορέψει στα αμερικανικά στρατεύματα να υπηρετούν υπό τη διοίκηση του ΟΗΕ στις περισσότερες περιπτώσεις.
Η πολιτική πλατφόρμα του Τραμπ έχει προχωρήσει τις ιδέες του Gingrich παραπέρα, από την οικοδόμηση ενός τείχους για να κρατήσει τους μετανάστες μακριά (ο φράκτης με το Μεξικό) έως την εισαγωγή απότομων φορολογικών περικοπών για τους υπερπλούσιους και την απόσυρση των ΗΠΑ από την Συνθήκη του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή.
Η δεύτερη σημαντική πηγή έμπνευσης για τον Τραμπ ήταν το κίνημα Tea Party, οι ρίζες του οποίου εντοπίζονται στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και η κορύφωσή του λίγο πριν από το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης το 2007-08. Απέκτησε πανεθνική φήμη όταν εναντιώθηκε στις νομοθετικές πρωτοβουλίες του τότε Προέδρου Ομπάμα για την επέκταση της υγειονομικής περίθαλψης στους οικονομικά ασθενέστερους και μέλη του ξιφουλκούσαν νυχθημερόν από τηλεοράσεως εναντίον του «βάλτου» της Ουάσιγκτον.
Το κίνημα συγκέντρωσε ελευθεριακούς, δεξιούς συντηρητικούς, θρησκευόμενους Ευαγγελιστές και λαϊκιστές που κήρυξαν την Αμερική σε κατάσταση παρακμής, αντιτάχθηκαν στον υποτιθέμενο «σοσιαλισμό» που πρέσεβευε το Δημοκρατικό κόμμα – και έστρωσε το έδαφος για την επέλαση του Τραμπ λίγα χρόνια αργότερα.
Αν και το κίνημα δεν ήταν ομοιόμορφο, χαρακτηριζόταν από ένα βασικό σύνολο αρχών που τροφοδοτούσαν το κίνημα MAGA, όπως η δυσπιστία προς την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, η πρόθεση να ερμηνευτεί το Σύνταγμα των ΗΠΑ όπως αρχικά προοριζόταν από τους ιδρυτές (Founding Fathers) και ο απομονωτισμός στην εξωτερική πολιτική.
Κατά τη διάρκεια των συγκεντρώσεών του το 2016, ο Τραμπ πλημμύρισε το Tea Party με επαίνους και σήμερα, μερικοί από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του (όπως ο γερουσιαστής της Νότιας Καρολίνας Τιμ Σκοτ) ήταν μεταξύ των υποκινητών του φαινομένου Tea Party. Δεν είναι, επίσης, τυχαίο πως επί προεδρίας Τραμπ οι τρείς ανώτατοι δικαστές που προστέθηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο κυοφορούνται από αντιλήψεις για το Σύνταγμα της χώρας που μοιάζουν πολύ με εκείνες του Tea Party.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ο Τραμπ μπόρεσε να προχωρήσει περισσότερο από οποιονδήποτε από τους ελευθεριακούς ή λαϊκιστές προκατόχους του, επειδή έχει πλήρη επίγνωση των αποτυχιών του Δημοκρατικού Κόμματος, και μπορεί να εκμεταλλευτεί τις αδυναμίες του. Ως εκ τούτου, έχει δημιουργήσει έναν συνασπισμό ευρείας βάσης που συνδυάζει λαϊκοεθνικιστικά στοιχεία με ισχυρές δόσεις νεοφιλελευθερισμού στην οικονομία και απολυταρχικές αντιλήψεις για τη χρησιμότητα της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Ο Στιβ Μπάνον, ο επικεφαλής στρατηγικής του Τραμπ κατά την πρώιμη περίοδο της Προεδρίας του, χρησιμοποίησε με συνέπεια την πρόσβασή του στα μέσα ενημέρωσης (και τον προσωπικό πλούτο του Τραμπ) για να διαδώσει ένα εκ των βασικών μηνυμάτων του κινήματος MAGA: οι Δημοκρατικές «φιλελεύθερες ελίτ» αγνόησαν επί δεκαετίες τους Αμερικανούς της εργατικής τάξης, αναθέτοντας την παραγωγή στην Κίνα και άλλα έθνη και αγνοώντας τις (συντηρητικές) αξίες τους προς όφελος μιας woke ατζέντας δικαιωματισμού που έρχεται να καταργήσει παραδοσιακές αρχές και αξίες.
Παράλληλα, ο Μπάνον έχει συνεισφέρει όσο κανείς στη διάδοση της MAGA ανά τον κόσμο. Ο ίδιος και οι συνεργάτες του έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια αμφισβήτησης του αποτελέσματος των εκλογών στη Βραζιλία και της απόπειρας εισβολής στο Κογκρέσο στην πρωτεύουσα, με τρόπο που παρέπεμπε στα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2021 στις ΗΠΑ.
Ούτε είναι τυχαίο ότι ο μόνος ξένος ηγέτης στον οποίο αναφέρθηκε επί λέξει ο Τραμπ στην τηλεμαχία με τη Χάρις ήταν ο Βίκτορ Όρμπαν, τον οποίο φυσικά και εκθείασε ως «γενναίο πατριώτη».
Την επαύριον των εκλογών του Νοεμβρίου του 2020 είχα αρθρογραφήσει πως το φαινόμενο Τραμπ όχι απλά θα επιβιώσει αλλά θα βρει μιμητές ανά τον κόσμο. Σε έναν κόσμο όπου η πολιτική διαδικασία τείνει να μεταβληθεί σε ένα ακόμα καταναλωτικό προϊόν, και όπου πολύπλοκα, δυσεπίλυτα προβλήματα συγχέονται με ανόητες θεωρίες συνωμοσίας που στοχεύουν στα χαμηλότερα ανθρώπινα ένστικτα προς άγραν ψήφων, το φαινόμενο Τραμπ θα εξακολουθήσει να αποτελεί μορφή έκφρασης για εκατομμύρια Αμερικανούς.
Η νέα δεξιά έχει στη διάθεσή της σειρά μηχανισμών διάδοσης και επέκτασης των βασικών της μηνυμάτων, και πώς θα συνεχίσει να ασκεί επιρροή ανεξαρτήτως του αποτελέσματος της επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης.
Ο Δημήτρης Τσαρούχας είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και στο Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Virginia Tech, και Επισκέπτης Καθηγητής στο Πρόγραμμα Σπουδών Ασφαλείας του Πανεπιστημίου Georgetown.