Το “φρούριο” της Ουγγαρίας έχει μια απρόσμενη απάντηση για το δημογραφικό

Διαβάζεται σε 7'
Συνοριακό πέρασμα ανάμεσα σε Ουγγαρία-Σερβία
Συνοριακό πέρασμα ανάμεσα σε Ουγγαρία-Σερβία AP Photo/Darko Vojinovic

Η κυβέρνηση του Βίκτορ Όρμπαν, που έχει επικριθεί για την αντιμεταναστευτική πολιτική της, βρίσκει λύση για την πληθυσμιακή κρίση μέσω της μετανάστευσης.

Το 99% των ανθρώπων είναι κατά των γκέτο μεταναστών” αναγράφεται σε διαφημιστικές πινακίδες σε όλη την Ουγγαρία και στο κάτω μέρος εκφράζουν την πλήρη αντίθεσή τους στις εντολές των Βρυξελλών για τη μετανάστευση. Οι πινακίδες αυτές αντικατοπτρίζουν την κυβερνητική γραμμή και τις πρακτικές της κυβέρνησης του Βίκτορ Όρμπαν.

Παρά το πλήγμα που υπέστη το κυβερνών κόμμα Fidesz στις ευρωεκλογές, το μήνυμα αυτό φαίνεται πως συνεχίζει να βρίσκει απήχηση στον ουγγρικό λαό.

Ο εθνικιστής ηγέτης έχει αγωνιστεί σκληρά κατά των προτάσεων για την κατανομή των αιτούντων άσυλο σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση και έχει επικρίνει τους ηγέτες που άνοιξαν τα σύνορά τους σε πρόσφυγες που εκτοπίστηκαν λόγω του εμφύλιου πολέμου στη Συρία. “Η Ουγγαρία δεν χρειάζεται ούτε έναν μετανάστη για να λειτουργήσει η οικονομία, για να συντηρηθεί ο πληθυσμός ή για να έχει μέλλον η χώρα“, είχε δηλώσει ο Όρμπαν στο απόγειο της συριακής προσφυγικής κρίσης το 2016.

Ο Βίκτορ Όρμπαν
Ο Βίκτορ Όρμπαν AP Photo/Geert Vanden Wijngaert

Η κοσμοθεωρία του άλλωστε υποστηρίζει πως οι πληθυσμοί στη Δύση απειλούνται από τη μαζική μετανάστευση που προωθείται από τις διεθνείς ελίτ και από τη μείωση των εγχώριων ποσοστών γεννήσεων, σύμφωνα με όσα είπε η Zsuzsanna Szelényi, διευθύντρια προγράμματος στο Ινστιτούτο Δημοκρατίας του Πανεπιστημίου Κεντρικής Ευρώπης, μια μη κερδοσκοπική οργάνωση με έδρα τη Βουδαπέστη.

Σύμφωνα με το Politico, η Ουγγαρία πρόκειται να αναλάβει την εξάμηνη εκ περιτροπής προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ και έχει προσθέσει το δημογραφικό στην ατζέντα. Πρόκειται για ένα θέμα που ενδιαφέρει εδώ και καιρό τη Βουδαπέστη.

Ο ουγγρικός πληθυσμός φαίνεται πως θα μειωθεί, καθώς τα ζευγάρια δεν αποκτούν αρκετά παιδιά για να τον διατηρήσουν σταθερό. Η μετανάστευση, δε, των Ούγγρων προς την υπόλοιπη ΕΕ επιδεινώνει τα πράγματα, ενώ υπάρχουν περιστασιακές ελλείψεις εργατικού δυναμικού.

Ως εκ τούτου, η κυβέρνηση έχει επιλέξει να θέσει τον ρεαλισμό πάνω από τη μεταναστευτική-σκεπτικιστική ιδεολογία της. Και προσλαμβάνει αθόρυβα ανθρώπους από το εξωτερικό για να καλύψει τα κενά.

Το δημογραφικό πρόβλημα της Ουγγαρίας

Μετά την οικονομική κρίση του 2008, υπήρξε κατακόρυφη πτώση των γεννήσεων και έστειλε την Ουγγαρία στον “πάτο” των ευρωπαϊκών πινάκων γονιμότητας. Τότε, η κυβέρνηση ξεκίνησε μια διαρκή προσπάθεια για την ενθάρρυνση της δημιουργίας οικογένειας με φορολογικές ελαφρύνσεις και επιδοτήσεις για αγορά κατοικίας.

Αυτό απέδωσε αποτελέσματα, τουλάχιστον αρχικά. Ο συνολικός δείκτης γονιμότητας ανέβηκε και πάλι, φθάνοντας το 1,6 το 2021, μετά το χαμηλό 1,2 το 2011. Αλλά η γονιμότητα έχει σταματήσει έκτοτε, με την πιο πρόσφατη μέτρηση του 2023 να δείχνει πτώση σε σχέση με το προηγούμενο έτος. 

Ο Csaba Tóth, δημογράφος και οικονομολόγος από το Κέντρο Οικονομικών και Περιφερειακών Μελετών HUN-REN, δήλωσε ότι τέτοιες παρεμβάσεις έχουν συγκεκριμένο, στατιστικά σημαντικό, αλλά τελικά μικρό αντίκτυπο. Εάν μια κοινωνία συνηθίσει να έχει ένα ή δύο παιδιά, είναι πολύ δύσκολο να το αυξήσει” είπε, προσθέτοντας ότι η δημογραφία μπορεί απλώς να είναι ένα πεδίο που οι κυβερνήσεις δεν έχουν μεγάλο έλεγχο.

Συγκεντρωμένοι στην Ουγγαρία κατά τη διάρκεια της εθνικής τους εορτής
Συγκεντρωμένοι στην Ουγγαρία κατά τη διάρκεια της εθνικής τους εορτής AP Photo/Denes Erdos

Η οικονομική βοήθεια μπορεί να οικοδομήσει τη συνοχή και να κάνει την ανατροφή των παιδιών λιγότερο αγχωτική. Αλλά ως στρατηγική για την αύξηση των γεννήσεων μπορεί να σας οδηγήσει μόνο μέχρις ενός σημείου” είπε ο Tóth.

Σύμφωνα με τη βασική πρόβλεψή του, το Κέντρο HUN-REN αναμένει ότι ο πληθυσμός της Ουγγαρίας θα μειωθεί σε 8,5 εκατομμύρια έως το 2050 από 9,6 εκατομμύρια σήμερα. Ακόμη και στο καλύτερο σενάριο, όπου το ποσοστό γονιμότητας θα φτάσει το 1,85, ο πληθυσμός θα μειωθεί στα 8,8 εκατομμύρια. 

Η απάντηση της κυβέρνησης στην πληθυσμιακή κρίση

Η ουγγρική οικονομία αντιμετωπίζει ήδη προβλήματα στη στελέχωση της αγοράς εργασίας. Ακόμη και μετά την έξοδο από τη δύσκολη περίοδο της πανδημίας, το ποσοστό ανεργίας είναι μόλις 4,5%.

Ως εκ τούτου, η κυβέρνηση στρέφει το βλέμμα της στο εξωτερικό για να διασφαλίσει ότι υπάρχουν τουλάχιστον αρκετοί άνθρωποι για να τροφοδοτήσουν τα εργοστάσιά της.

Μόλις πρόσφατα, ψήφισε νόμο που επιτρέπει σε φιλοξενούμενους εργαζόμενους από 15 χώρες εκτός ΕΕ να παραμείνουν στη χώρα για έως και τρία χρόνια. Σε αυτές περιλαμβάνονται η Μογγολία, το Βιεβτνάμ, η Βραζιλία, το Καζακστάν, οι Φιλιππίνες, η Βενεζουέλα και η Κολομβία.

Η χαλάρωση των νόμων έρχεται την ώρα που νέες επενδύσεις από την Κίνα σαρώνουν τη χώρα, κυρίως για τη δημιουργία εργοστασίων ηλεκτρικών οχημάτων και μπαταριών που θα χρειαστούν προσωπικό.

Στην Ουγγαρία ζουν ήδη περίπου 400.000 μετανάστες. Λίγο περισσότεροι από τους μισούς από αυτούς είναι υπήκοοι τρίτων χωρών.

Στο παρελθόν, το ποσοστό των μεταναστών στο συνολικό πληθυσμό ήταν περίπου 2%”, δήλωσε η Vivien Vadasi, νομική σύμβουλος της Menedék, μιας ΜΚΟ που βοηθά τους μετανάστες να ενσωματωθούν στην ουγγρική κοινωνία. Το ποσοστό αυτό έχει διπλασιαστεί σε περίπου 4%. “Πρόκειται για μια αρκετά δραματική αύξηση”, πρόσθεσε η ίδια.

Η Vadasi εξήγησε ότι, εξαιρουμένης της πρόσφατης εισροής από την Ουκρανία, η Ουγγαρία δεν δέχεται ουσιαστικά κανέναν πρόσφυγα. Η πλειονότητα των μεταναστών εισέρχεται στη χώρα μέσω γραφείων ευρέσεως εργασίας. Υποβάλλουν αίτηση για διαμονή στη χώρα τους και στη συνέχεια εγκαθίστανται με εργοδότες στην Ουγγαρία. 

Παρά τις πρόσφατες αφίξεις, η κυβέρνηση δεν έχει αναπτύξει κάποια συντονισμένη στρατηγική ένταξης, πρόσθεσε η νομικός. “Βλέπουμε κάποιες πρωτοβουλίες σε δημοτικό επίπεδο, αλλά δεν υπάρχει πολιτική της κεντρικής κυβέρνησης“, εξήγησε. 

Το “παραθυράκι” της χρυσής βίζας

Ωστόσο, υπάρχουν και άλλοι τρόποι με τους οποίους φθάνουν μετανάστες. Το 2014, η Ουγγαρία εγκαινίασε ένα σύστημα χρυσής βίζας, το οποίο διακόπηκε προσωρινά το 2017, για να επανέλθει πρόσφατα. Η συνολική τιμή είναι η εξής: μια επένδυση 250.000 ευρώ σε ένα αμοιβαίο κεφάλαιο ακινήτων ή μια αγορά ακινήτου αξίας τουλάχιστον 500.000 ευρώ είναι αρκετά για να εξασφαλίσει κανείς μόνιμη διαμονή. 

Ο Pál Nyíri, καθηγητής στο Ινστιτούτο Παγκόσμιων Σπουδών του Πανεπιστημίου Corvinus της Βουδαπέστης, δήλωσε ότι η προηγούμενη εφαρμογή του προγράμματος είχε κερδίσει έδαφος με ανθρώπους της μεσαίας τάξης από την Κίνα. 

“Θέλουν να φύγουν από την Κίνα, κυρίως για λόγους τρόπου ζωής“, δήλωσε ο Nyíri, ο οποίος μελετά την κινητικότητα των κινεζικών ελίτ. “Δεν είναι ευχαριστημένοι με την κινεζική κοινωνία, το περιβάλλον, τον ανταγωνισμό και συχνά δεν θέλουν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους σε αυτό το περιβάλλον”.

Οι βίζες για τους φιλοξενούμενους εργαζόμενους είναι χρονικά περιορισμένες και οι αφίξεις περιορίζονται στις 65.000 ετησίως. Δεν υπάρχει, επίσης, δυνατότητα οικογενειακής επανένωσης.

Οι αφίξεις έχουν πάντως έχουν ήδη αρχίσει να δημιουργούν εντάσεις μεταξύ των κατοίκων της περιοχής. Αξιωματούχοι της τοπικής κυβέρνησης στην πόλη Ντέμπρετσεν, στα ανατολικά, υποσχέθηκαν ότι οι φιλοξενούμενοι εργάτες θα στεγάζονται μόνο σε κοιτώνες σε βιομηχανικές ζώνες, μακριά από κατοικημένες γειτονιές.

“Αυτό είναι το πλαίσιο με το οποίο η κυβέρνηση αποφεύγει τα λάθη άλλων χωρών” δήλωσε ο Βίκτορ Μαρσάι, επικεφαλής του συντηρητικού Ινστιτούτου Έρευνας για τη Μετανάστευση. Η Γερμανία και η Αυστρία, για παράδειγμα, δοκίμασαν προγράμματα μεταναστών εργατών στις δεκαετίες του 1960 και 1970, φέρνοντας φιλοξενούμενους εργάτες από χώρες όπως η Τουρκία. Πολλοί δεν επέστρεψαν ποτέ στην πατρίδα τους, καταλήγοντας να δημιουργήσουν οικογένειες στη χώρα υποδοχής τους. “Αυτό είναι κάτι που η Βουδαπέστη θέλει να αποφύγει”, εξήγησε ο Marsai.

Αλλά, άλλο πράγμα είναι η θεωρία και άλλο η πράξη. Όσο περισσότεροι μετανάστες έρχονται στην Ουγγαρία, κάποιοι είναι βέβαιο ότι θα ριζώσουν.

Δεν μπορούμε να κρατήσουμε δεκάδες χιλιάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους σε έναν εντελώς διαφορετικό και αποκομμένο κόσμο. Και νομίζω ότι αυτό θα αποτελέσει πρόβλημα κάποια στιγμή“, δήλωσε ο Szelényi, του Ινστιτούτου Δημοκρατίας του Πανεπιστημίου Κεντρικής Ευρώπης.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα