“Το Βερολίνο δεν είναι Βαϊμάρη” – Οι μαζικές κινητοποιήσεις αποτελούν σημάδι ελπίδας
Διαβάζεται σε 6'Η πλειονότητα των δημοκρατικών δυνάμεων ορθώς υποστηρίζει ότι οι εχθροί της δημοκρατίας πρέπει να νικηθούν με πολιτικά επιχειρήματα. Αν η πολιτική τάξη στη Γερμανία δεν είναι σε θέση να το κάνει αυτό, τότε είναι καθήκον των πολιτών να πάρουν την πρωτοβουλία.
- 25 Ιανουαρίου 2024 06:27
“Εμείς είμαστε ο λαός” φωνάζουν οι οπαδοί της ριζοσπαστικής δεξιάς “Εναλλακτική για τη Γερμανία” (AFD) και άλλων εξτρεμιστικών ομάδων στις συγκεντρώσεις τους. Στις ομιλίες, οι ηγέτες τους συκοφαντούν τις ελίτ και τους διανοούμενους που -σύμφωνα με το λαϊκιστικό αφήγημα- έχουν χάσει την επαφή με τη βάση. Προσβάλλουν και βρίζουν τους ανεξάρτητους δημοσιογράφους και το “παλιό σύστημα”. Ο κύριος στόχος της προπαγάνδας τους είναι τα πολιτικά κόμματα ενός κατεστημένου που θέλουν να καταργήσουν.
Η στρατηγική και η γλώσσα των λαϊκιστών είναι λίγο πολύ παρόμοιες παντού. Αυτό που διαφέρει από χώρα σε χώρα είναι ο τρόπος με τον οποίο οι κοινωνίες και τα πολιτικά συστήματα αντιδρούν στην πρόκληση από τα δεξιά.
Οι μαζικές κινητοποιήσεις που λαμβάνουν χώρα σε πολλές γερμανικές πόλεις αυτές τις μέρες είναι ένα νέο φαινόμενο. Οι τεράστιες συγκεντρώσεις δεν συντονίζονται κεντρικά. Δεν υπάρχουν δεσμοί με πολιτικά κόμματα ή οργανώσεις. Βιώνουμε την κοινωνία των πολιτών με την καλύτερη έννοια του όρου.
Βλέπουμε τις πρώτες ενδείξεις ενός κινήματος που θέλει να αποδείξει ότι το 20% που επιτυγχάνει η “Εναλλακτική για τη Γερμανία” στις τρέχουσες δημοσκοπήσεις, και ούτε πάνω από 30% που δείχνουν οι δημοσκοπήσεις για την ακροδεξιά στην ανατολική Γερμανία, δεν αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία των Γερμανών.
“Ποτέ ξανά φασισμός” είναι γραμμένο σε αφίσες που οι διαδηλωτές έχουν γράψει με το χέρι. Πολλοί διαδηλωτές φέρνουν τα παιδιά τους στις πορείες. Στην τηλεόραση, πατέρες και μητέρες εξηγούν στους δημοσιογράφους ότι θέλουν τα παιδιά τους να ζήσουν σε μια ελεύθερη και φιλελεύθερη δημοκρατία.
Η αντιπαράθεση με τον ακροδεξιό εξτρεμισμό είναι το κυρίαρχο θέμα στη γερμανική πολιτική αυτές τις μέρες. Σε καμία άλλη χώρα του κόσμου η αντιπαράθεση με τους δεξιούς δημαγωγούς δεν είναι τόσο πολιτικά -και συναισθηματικά- φορτισμένη όσο στη Γερμανία. Φυσικά, αυτό οφείλεται -για καλό λόγο- στο βάρος της ιστορίας και των εγκλημάτων των Ναζί.
Θα αποτελούσε λάθος να συγκρίνουμε το σημερινό AFD με το NSDAP του Χίτλερ. Το Βερολίνο δεν είναι Βαϊμάρη. Αυτό αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, από τις μαζικές διαδηλώσεις των τελευταίων ημερών. Παρ’ όλα αυτά, ο κίνδυνος από τα δεξιά δεν πρέπει να υποτιμάται, όπως συνέβαινε για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Όπως και σε άλλες χώρες, οι δεξιές δυνάμεις στη Γερμανία επωφελούνται από τις αδυναμίες των δημοκρατικών κομμάτων. Ένα από τα καθήκοντα μιας κυβέρνησης είναι να δίνει πρακτικές λύσεις στα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Μια καλή κυβέρνηση που αξίζει την εμπιστοσύνη του λαού πρέπει να διαπνέει την πεποίθηση ότι είναι ικανή να λύσει τα προβλήματα.
Από αυτή την άποψη, η κυβέρνηση του Βερολίνου έχει μεγάλες ελλείψεις. Αυτό οφείλεται και στην ιδιαίτερη ποιότητα των προβλημάτων για τα οποία δεν υπάρχουν απλές λύσεις. Σκεφτείτε μόνο τις πολύπλοκες προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής -ένα ζήτημα που παίζει μεγαλύτερο ρόλο στη Γερμανία απ’ ό,τι στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Η εσωτερική διχόνοια εντός του συνασπισμού τριών ιδεολογικά πολύ διαφορετικών κομμάτων συμβάλλει, επίσης, στην αδυναμία της κυβέρνησης. Οι Γερμανοί έχουν συνηθίσει σε αυτό: λίγο μετά την επίτευξη συμβιβασμού στον συνασπισμό του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Όλαφ Σολτς, σε συχνά παρατεταμένες διαπραγματεύσεις δεν αργούν οι κυβερνητικοί εταίροι -εκπρόσωποι των Πρασίνων και των Φιλελευθέρων- να τον αμφισβητήσουν δημοσίως. Φυσικά, αυτό δε δείχνει εικόνα μιας ισχυρής κυβέρνησης.
Η αδυναμία της είναι συνέπεια του κατακερματισμού του γερμανικού κομματικού συστήματος. Ένας λόγος γι’ αυτό είναι το σύστημα της απλής αναλογικής. Στο παρελθόν, δύο κόμματα μπορούσαν να σχηματίσουν κυβέρνηση. Σήμερα, συνήθως απαιτούνται τρία κόμματα για να επιτευχθεί πλειοψηφία. Αυτό δεν προάγει κατ’ ανάγκη την πολιτική σταθερότητα – που κάποτε αποτελούσε σήμα-κατατεθέν της Γερμανίας.
Η εσωπολιτική διαμάχη, η οποία συχνά λαμβάνει χώρα εντός του κυβερνητικού συνασπισμού, διεξάγεται με φόντο την οικονομική επιβράδυνση και αυξανόμενες κοινωνικές αντιπαραθέσεις. Οι προοπτικές για τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης είναι δυσοίωνες. Πέρυσι, η Γερμανία διολίσθησε σε ύφεση, πολλές εταιρείες είναι απαισιόδοξες για το μέλλον.
Την ίδια στιγμή, οι Γερμανοί αντιμετωπίζουν δυσκολίες σε μεγάλο βαθμό. Το κράτος πρόνοιας, το οποίο κατοχυρώνεται στο σύνταγμα, εγγυάται κοινωνικές παροχές άνω του μέσου όρου με βάση τα διεθνή πρότυπα. Στα καλά χρόνια, υπήρχαν αρκετά χρήματα για κοινωνικές παροχές. Η οικονομική ύφεση, όμως, μειώνει το περιθώριο. Πρόσθετες – σε ορισμένες περιπτώσεις απρόβλεπτες – επιβαρύνσεις, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία και μια συνταγματική διάταξη που θέτει φρένο στον δανεισμό, δυσχεραίνουν το έργο της κυβέρνησης.
Όταν τα χρήματα λιγοστεύουν, οι συγκρούσεις για τη διανομή εντείνονται. Βλέπουμε τα αποτελέσματα αυτές τις μέρες με τη μορφή κινητοποιήσεων των αγροτών και απεργιών των σιδηροδρόμων που παραλύουν μεγάλα τμήματα της χώρας.
Οι κοινωνικές εντάσεις και η δυσφορία στον πληθυσμό αποτελούν πολιτικά “δώρα” για τους ακροδεξιούς που καταφέρνουν να πείσουν πολλούς ανθρώπους με απλοϊκές λύσεις σε πολύπλοκα προβλήματα. Η επιτυχία των λαϊκιστών δεν παρατηρείται μόνο στη Γερμανία, αποτελεί διεθνές φαινόμενο. Ωστόσο, ο δεξιός εξτρεμισμός δεν κλονίζει καμία άλλη κοινωνία τόσο πολύ όσο τη Γερμανία – γεγονός που έχει φυσικά να κάνει με τις οδυνηρές εμπειρίες της ιστορίας.
Σε αυτή την περίσταση, όλο και περισσότερες φωνές -μεταξύ άλλων και από πολιτικά κόμματα- ζητούν την απαγόρευση της “Εναλλακτικής για τη Γερμανία”. Το γερμανικό σύνταγμα επιτρέπει την απαγόρευση κομμάτων που παραβιάζουν τις αρχές του συντάγματος υπό πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Πρόκειται για μια χρονοβόρα και επίμαχη διαδικασία. Αμφιβάλλω αν είναι μια καλή λύση στην παρούσα συγκυρία.
Η πλειονότητα των δημοκρατικών δυνάμεων ορθώς υποστηρίζει ότι οι εχθροί της δημοκρατίας πρέπει να νικηθούν με πολιτικά επιχειρήματα. Αν η πολιτική τάξη δεν είναι σε θέση να το κάνει αυτό, τότε είναι καθήκον των πολιτών να πάρουν την πρωτοβουλία. Οι μαζικές διαδηλώσεις στους δρόμους και τις πλατείες της Γερμανίας αποτελούν ένα σημαντικό πρώτο βήμα. Ένα βήμα που δίνει ελπίδα.
*Ο Δρ. Ρόναλντ Μαϊνάρντους είναι πολιτικός αναλυτής και σχολιαστής και Κύριος Ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ