Τουρκία: Η επόμενη ημέρα των εκλογών και το ερώτημα “ποιος Ερντογάν θα προκύψει”
«Αντίο Κεμάλ» είπε, το βράδυ της Κυριακής, ο Ερντογάν, ο οποίος συμπληρώνει 21 χρόνια στην εξουσία και βαδίζει πλέον προς την τρίτη δεκαετία διακυβέρνησης. Ωστόσο, ο δρόμος δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα καθώς η χώρα έχει να αντιμετωπίσει μεγάλες προκλήσεις.
- 29 Μαΐου 2023 06:12
«Ήρθαμε ξανά για να ψηφίσουμε τον Κιλιτσντάρογλου, παρόλο που η νίκη φαίνεται ολοένα και πιο δύσκολη. Τουλάχιστον, θέλουμε να δείξουμε στον Ερντογάν ότι σχεδόν η μισή χώρα δεν υποστηρίζει την αυταρχική διακυβέρνησή του». Τα λόγια αυτά, που αποτυπώνουν τη σκληρή πραγματικότητα για την επόμενη ημέρα που ξημέρωσε στην Τουρκία, ανήκουν στον 22χρονο Αλί, φοιτητή στην Κωνσταντινούπολη. Μια χώρα πιο διαιρεμένη από ποτέ.
Ο 69χρονος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εξασφάλισε την επανεκλογή του στην προεδρία για την επόμενη πενταετία με ποσοστό 52,1% και περίπου 27 εκατομμύρια ψήφους. Ο 74χρονος Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, από την άλλη, ακολούθησε με 47,9% (βελτιώνοντας το 44,9% του πρώτου γύρου) και περίπου 25 εκατομμύρια ψήφους.
Μολονότι μεγάλη μερίδα του τουρκικού λαού εξέφρασε έντονα την επιθυμία για αλλαγή, η συμμαχία του Ερντογάν -ιδίως μετά τον πρώτο γύρο εκλογών- θεωρούνταν το απόλυτο φαβορί για να επικρατήσει. Η αντιπολίτευση σημείωσε μεν αρκετά καλές επιδόσεις, αλλά η λατρεία της προσωπικότητας του Ερντογάν οδήγησε πολλούς ψηφοφόρους να τον θεωρήσουν ως τον μοναδικό υποψήφιο που είναι ικανός να οικοδομήσει μια καλύτερη Τουρκία, παρά τα σοβαρά προβλήματα της χώρας.
Ο τούρκος πρόεδρος εκμεταλλεύτηκε, δε, τη μεγάλη πόλωση της κοινωνίας και την ισχυρή επιρροή του -για την ακρίβεια, ασφυκτικό έλεγχο- στο δικαστικό, οικονομικό και δημοσιογραφικό κομμάτι. Για παράδειγμα, αρκετοί υποστηρικτές του ΑΚΡ επαναλάμβαναν λέξη προς λέξη φράσεις του Ερντογάν, όπως: “Η υποστήριξη της αντιπολίτευσης θα οδηγούσε στην ανάληψη της εξουσίας από τρομοκρατικές ομάδες, όπως το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK)” -ένα μεγάλο ψέμα που διαιωνιζόταν από τα ευθυγραμμισμένα με τον Ερντογάν ΜΜΕ.
Στην αντίπερα όχθη, ο υποψήφιος της αντιπολίτευσης Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου διεξήγαγε τις τελευταίες ημέρες μια εντελώς διαφορετική εκστρατεία από τον πρώτο γύρο των εκλογών, σε μια προσπάθεια να προσελκύσει ορισμένους υπερεθνικιστές. Ξαφνικά, ο πολιτικός που επιζητούσε τη συναίνεση και υποσχόταν να οδηγήσει την Τουρκία σε μια μετα-αυταρχική εποχή αποτελούσε παρελθόν.
Τη θέση του πήρε ένας «φθηνός» εθνικιστής που προσπάθησε να ανοίξει τον δρόμο προς την εξουσία στις πλάτες των πιο ευάλωτων στη χώρα του: των 3,6 εκατομμυρίων Σύριων προσφύγων της Τουρκίας και των «10 εκατομμυρίων ακόμη προσφύγων» που θα έφερνε στη χώρα ο Ερντογάν εάν επανεκλεγόταν. «Πρόκειται για μια απλή επιλογή μεταξύ Κιλιτσντάρογλου ή Ερντογάν. Και το κύριο θέμα μας είναι ο φόβος. Θα υπενθυμίσουμε σε όλους πώς θα είναι τα επόμενα πέντε χρόνια εάν επανεκλεγεί» έλεγε στέλεχος της αντιπολίτευσης, με αφοπλιστική ειλικρίνεια.
Τα «μέτωπα» της επόμενης ημέρας
Η εκλογική μάχη, πλέον, αποτελεί παρελθόν και το ενδιαφέρον εστιάζεται στις σοβαρές προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η χώρα με φόντο τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει και την ευρύτερη αστάθεια στο γεωπολιτικό περιβάλλον. Όπως σχεδόν βέβαιη θεωρούνταν η επικράτηση του Ερντογάν στις χθεσινές κάλπες, το ίδιο ισχύει και για την επόμενη ημέρα, που κατά γενική ομολογία θα είναι δύσκολη.
Σήμερα, στην επέτειο από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, ο τούρκος πρόεδρος αναμένεται να εγκαινιάσει τον «νέο τουρκικό αιώνα». Κατά τους οπαδούς του, αυτός θα περιλαμβάνει περισσότερη ανάπτυξη και ισχύ για την Τουρκία, ενώ κατά τους επικριτές του θα έχει «λιγότερο Ατατούρκ» και περισσότερη ισλαμοποίηση.
Καθώς, λοιπόν, οδεύει προς την τρίτη θητεία του, η οικονομία αναμένεται να αποτελέσει τον μεγαλύτερο πονοκέφαλο, λαμβάνοντας υπόψιν το υψηλό ποσοστό πληθωρισμού και τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας. Ωστόσο, ο Ερντογάν ενδέχεται να αισθάνεται τόσο πολύ δικαιωμένος από τη νίκη του, ώστε να παραμείνει αρχικά προσηλωμένος στις -ανορθόδοξες- οικονομικές πολιτικές του. Η απόφασή του θα μπορούσε, επίσης, να αντανακλά τον μακροπρόθεσμο στόχο του να καταστήσει την Τουρκία ανεξάρτητη από τις δυτικές χρηματοπιστωτικές αγορές, εν μέρει με την οικοδόμηση ισχυρότερων οικονομικών δεσμών με τη Ρωσία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία.
Ευτυχώς για τον τούρκο πρόεδρο, τα υψηλά επίπεδα στα οποία θα κινηθεί ο τουρισμός θα είναι μια «ένεση» για την οικονομία αυτό το καλοκαίρι. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα θα απαιτηθεί μια οικονομική στροφή για να υποστηριχθούν οι ανάγκες του λαού και το κράτος διαχειριστεί τις εξωτερικές πληρωμές.
Το μεγάλο πρόβλημα της Τουρκίας, πάντως, δεν είναι τόσο η άμεση προοπτική κατάρρευσης της οικονομίας όσο το εάν και κατά πόσο έχει εξαντληθεί πια το «αναπτυξιακό μοντέλο» της εποχής Ερντογάν, με τις μεγάλες επενδύσεις στον κατασκευαστικό κλάδο και την τόνωση της κατανάλωσης. Ο Ερντογάν μπορεί να προβάλει τις τεχνολογικές επιτυχίες της Τουρκίας, αλλά η χώρα απέχει από το να έχει μια κυρίως βιομηχανική ανάπτυξη.
Την επομένη των εκλογών, μείζον ερώτημα αποτελεί αν η Τουρκία θα επιστρέψει στο σύστημα δημοκρατικών ελέγχων και ισορροπιών ή θα εξελιχθεί σε μονοκομματικό κράτος, όπως η Ρωσία ή η Κίνα. Η αλήθεια είναι πως η χώρα κατά την «εποχή Ερντογάν» εξελίχθηκε σε ένα ιδιαίτερα αυταρχικό καθεστώς, με εντυπωσιακό βαθμό ελέγχου των κρατικών μηχανισμών και ιδίως της δικαιοσύνης, και πολύ άνισο συσχετισμό σε επίπεδο μέσων ενημέρωσης.
Όπως διαμήνυαν πριν τις εκλογές στελέχη της αντιπολίτευσης και αρκετοί αναλυτές, αυτές οι κάλπες σηματοδοτούσαν ένα σημείο καμπής για την Τουρκία· Θα αποφασιζόταν αν η Τουρκία θα γίνει ξανά δημοκρατική, με κοινοβουλευτικό σύστημα, ή αν θα εξελιχθεί σε δικτατορία.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, όπως εκτιμάται, δύο πράγματα είναι βέβαιο ότι θα συμβούν: οι θεμελιώδεις ελευθερίες θα περιοριστούν ακόμη περισσότερο και ομάδες που βρίσκονταν ήδη στο περιθώριο, όπως οι γυναίκες και η LGBTQ κοινότητα, θα κινδυνεύσουν έτι περαιτέρω. Μακροπρόθεσμα, δε, έρευνες δείχνουν ότι έως και το 75% των νέων θέλουν να εγκαταλείψουν τη χώρα, ακόμη και εκείνοι που προέρχονται από οικογένειες που υποστηρίζουν το ΑΚΡ.
Αναφορικά με τους δεσμούς της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, θεωρείται σχεδόν απίθανο να αλλάξουν. Αυτό συνεπάγεται μη επικαιροποίηση της τελωνειακής ένωσης του 1995 και μη απελευθέρωση της βίζας για ταξίδια στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Γενικότερα, η Δύση θα συνεχίσει να βλέπει τον Ερντογάν ως ένα δύσκολο εταίρο, ο οποίος ωστόσο είναι σημαντικός για τα στρατηγικά συμφέροντα. Ενδεικτικό ήταν προ ημερών ένα δημοσίευμα των Financial Times, σύμφωνα με το οποίο οι δυτικές πρωτεύουσες προσπαθούσαν να συμβιβαστούν με την προοπτική συμβίωσης για ακόμη πέντε χρόνια με τον «αναξιόπιστο» Ερντογάν στην τουρκική ηγεσία.
Μάλιστα, από τις πρώτες παραγράφους του άρθρου της βρετανικής εφημερίδας προέκυπτε η απογοήτευση από τη διαφαινόμενη επικράτηση του ισλαμιστή ηγεμόνα της γειτονικής χώρας στις χθεσινές εκλογές, με εκτενή απαρίθμηση των… αμαρτημάτων του, μεταξύ των οποίων και η εργαλειοποίηση των μεταναστών τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2020.
Η Ιλκέ Τοϊγούρ, καθηγήτρια Ευρωπαϊκής Γεωπολιτικής στο Πανεπιστήμιο Κάρολος Γ’ στη Μαδρίτη, προειδοποίησε ότι οι σχέσεις θα μπορούσαν να επιδεινωθούν περισσότερο εάν οι δυτικές χώρες εγκαταλείψουν την αυτοσυγκράτηση που έδειξαν τον περασμένο χρόνο: «Κρατήθηκαν, γιατί δεν ήθελαν να γίνουν υλικό της εκστρατείας υπέρ του προέδρου Ερντογάν. Αλλά, αν κερδίσει τον δεύτερο γύρο, δεν υπάρχει λόγος να σταματήσουν» έλεγε.
Ένα ζήτημα που αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα για τις ΗΠΑ και αναμένεται να δοκιμάσει τις σχέσεις με την Τουρκία είναι η ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, ενόψει της επόμενης συνόδου κορυφής της συμμαχίας τον Ιούλιο. Όπως έχουν τονίσει αξιωματούχοι των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ από την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία, το ενδεχόμενο να μη γίνει δεκτή η Σουηδία θα έστελνε ένα κακό μήνυμα για τη διατλαντική ενότητα.
Αν και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ πιστεύουν ότι ο στόχος αυτός θα ήταν ευκολότερο να επιτευχθεί με τον Κιλιτσντάρογλου στην προεδρία, ευελπιστούν προς αυτή την κατεύθυνση να κινηθεί κι ο Ερντογάν μέχρι τον Ιούλιο. Σε κάθε περίπτωση, η ένταξη της Σουηδίας θα παρείχε στην κυβέρνηση Μπάιντεν μεγαλύτερα περιθώρια προκειμένου να πιέσει για πρόσθετες πωλήσεις F-16 στην Τουρκία -χωρίς αυτή την παραχώρηση, το Κογκρέσο είναι απίθανο να εγκρίνει οποιαδήποτε πώληση.
Ο αμερικανός πρόεδρος έχει επενδύσει πολλά στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και η έγκριση της πώλησης πακέτου εκσυγχρονισμού των F-16 στην Τουρκία ήταν το πρώτο βήμα για την ενθάρρυνση του Ερντογάν να επικυρώσει την ένταξη της Σουηδίας μετά τις εκλογές. Ωστόσο, παρά το άνοιγμα αυτό -όπως εκτιμούν αναλυτές- ο τούρκος πρόεδρος θα επιδιώξει να εξασφαλίσει περαιτέρω παραχωρήσεις πριν δώσει το πράσινο φως -πιθανότατα, μια πρόσκληση για να επισκεφθεί τον Μπάιντεν στην Ουάσιγκτον και μια δέσμευση του Λευκού Οίκου να προωθήσει την πλήρη πώληση των F-16 μέσω του Κογκρέσου.
Η Ουάσινγκτον καλείται, επίσης, να παρακολουθεί στενά τη σχέση του Ταγίπ Ερντογάν με τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Η τάση του πρώτου να ισορροπεί σε δύο “βάρκες” έχει αντιμετωπιστεί με καχυποψία στη Δύση, ωθώντας κορυφαίους Αμερικανούς αξιωματούχους να επισκέπτονται τακτικά την Τουρκία και να προειδοποιούν την κυβέρνηση και τις ιδιωτικές εταιρείες να μην παραβιάζουν τις κυρώσεις προς τη Ρωσία.
Πράγματι, όπως προκύπτει, τα αμερικανοτουρκικά αγκάθια όχι μόνο παραμένουν, αλλά έχουν οξυνθεί τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, η Τουρκία θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύτιμη για την προώθηση των πολιτικών συμφερόντων των ΗΠΑ, όπως φάνηκε με τη συμφωνία Ουκρανίας-Ρωσίας για τα σιτηρά.
Τέλος, στο μέτωπο των ελληνοτουρκικών το τελευταίο διάστημα η γείτονα επέλεξε έναν συνδυασμό ανάμεσα στην υψηλή ρητορική -αν και πιο ήπια μετά τους σεισμούς- και την αποφυγή εντάσεων επί του πεδίου. Μπορεί, δηλαδή κατά διαστήματα να επανέρχονταν οι αναφορές στη «Γαλάζια Πατρίδα», όμως έχουμε αρκετό καιρό να δούμε για παράδειγμα έξοδο ερευνητικών πλοίων με όρους που να αποτελούν αμφισβήτηση ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Στην τελευταία θητεία του Ερντογάν στον προεδρικό θώκο, αρκετοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι δεν θα οδηγήσει την κατάσταση στα άκρα, σε μια ύστατη προσπάθεια να φανεί ως ειρηνοποιός σε μια περιοχή με σημαντικά προβλήματα. Η εκτίμηση αυτή έχει διαψευστεί ξανά, ωστόσο η διεθνής συγκυρία ευνοεί την έναρξη κάποιων συνομιλιών. Ακόμη πάντως κι αν διάφοροι δίαυλοι των ελληνοτουρκικών ανοίξουν και υπάρξουν προσπάθειες για συνεννόηση σε επιμέρους ζητήματα, ο πυρήνας των αντιλήψεων της Άγκυρας για τη τουρκική θέση στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο δεν θα αλλάξει.
Ανταπόκριση του NEWS 24/7 από την Κωνσταντινούπολη
Ακολουθήστε το News 24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις