4 ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΣΥΝΔΕΘΕΙ ΜΕ ΑΝΕΞΗΓΗΤΟΥΣ ΘΑΝΑΤΟΥΣ
Δεν αγαπούν και πολύ τον Φρανκ Σινάτρα στις Φιλιππίνες.
Όλο το συνωμοσιολογικό Βατερλό που ακολουθεί θα έκανε περήφανο κάθε Λιακόπουλο αυτού του σύμπαντος, το γνωρίζουμε, αλλά τα δήθεν καταραμένα τραγούδια που ακολουθούν βλέπουν πέρα από αυτόν. Στέκονται απλά στο ότι γέννησαν ενδιαφέρουσες ιστορίες.
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι κι εσύ δεν θα συμμεριστείς λεπτό τον ισχυρισμό ότι “το τάδε τραγούδι έφερε θάνατο στον τάδε που τομ έγραψε” και ότι θα σταθείς απλά στο ιντριγκαδόρικο κομμάτι ιστοριών, που στο τέλος της ημέρας, συνθέτουν κι αυτά την γοητευτική ποπ κουλτούρα του σήμερα.
Ακολουθούν τέσσερα τραγούδια, λοιπόν, που εδώ και χρόνια θεωρούνται καταραμένα.
BADFINGER – WITHOUT YOU
Η τραγωδία ξεκίνησε το 1970 όταν ο Πίτερ Χαμ και ο Τομ Έβανς -και οι δύο μέλη του ουαλικού συγκροτήματος των Badfinger- ένωσαν δύο τραγούδια γεμάτα από ερωτική απελπισία σε μια ενιαία μπαλάντα που σου σχίζει την καρδιά, στο “Without You”. Ωστόσο, φαίνεται ότι εμφύσησαν στο κομμάτι περισσότερη θλίψη από όση θα μπορούσε να αντέξει ακόμη και το ίδιο το τραγούδι.
Έχοντας υπογράψει στην Apple Records και με μέντορες τους Beatles, οι Badfinger ήταν έτοιμοι να γίνουν το επόμενο μεγάλο ροκ συγκρότημα. Αντίθετα, όμως, όλα θα γκρεμίζονταν πολύ γρήγορα.
Η Apple Records κατέρρευσε μετά τη διάλυση των Beatles, αφήνοντας τους Badfinger “ακυβέρνητους”. Κι εκείνοι, μέσα στην απελπισία τους, πήραν ως μάνατζερ τον απατεώνα Σταν Πόλλεϊ. Έτσι, σύντομα θα βρεθούν χαμένοι μέσα στην κακοδιαχείριση της εταιρείας του τελευταίου και θα μείνουν χωρίς δεκάρα, παρά το γεγονός ότι είχαν ήδη σημειώσει αρκετά χιτς.
Μέσα σε αυτό το χάος, λοιπόν, σε ένα άλλο σημείο του πλανήτη, ο Χάρι Νίλσον θα ακούσει το το “Without You” στο σπίτι ενός φίλου του και θα ενθουσιαστεί. Θα το λατρέψει τόσο πολύ που θα αποφασίσει να ηχογραφήσει τη δική του εκδοχή, παρότι θα το κάνει με έναν τρόπο που τελικά δεν του πολυάρεσε. Ο παραγωγός του επέμεινε να το τραγουδήσει “ψηλά” και εκείνος υπάκουσε απρόθυμα. Ωστόσο, το 1971 το τραγούδι θα γινόταν μία τεράστια παγκόσμια επιτυχία.
Απ’ τη μεριά τους όμως, ο Χαμ και ο Έβανς, είδαν μικρή αναγνώριση από τη δημιουργία τους και παρέμειναν βυθισμένοι σε οικονομικούς και νομικούς αγώνες. Ως αποτέλεσμα, και οι δύο θα αυτοκτονήσουν σε αρκετά νεαρή ηλικία -αν και το “ως αποτέλεσμα” είναι μάλλον τραβηγμένο, αλλά έτσι κι αλλιώς όλη η θεωρία περί “κατάρας” έχει εξ αρχής την υπερβολή στη φύση της.
Η κατάρα του τραγουδιού θα χτυπούσε και σχεδόν δύο δεκαετίες αργότερα, όταν η Μαράια Κάρεϊ θα το διασκεύαζε το 1994. Λίγες ημέρες πριν κάνει το ντεμπούτο του και αρχίζει να σκαρφαλώνει μέχρι την κορυφή των τσαρτς, ο Νίλσον θα πέθαινε από καρδιακή προσβολή.
Ρομπερτ Τζονσον – CROSSROAD BLUES
Γεννημένος μέσα σε ένα φτωχόσπιτο μαύρων βιοπαλαιστών στον Μισισιπή του 1900, ο θρυλικός μπλουζίστας Ρόμπερτ Τζόνσον έζησε από νωρίς μια δύσκολη ζωή, καταφεύγοντας για παρηγοριά στη μουσική. Αποφεύγοντας τη ζωή του εργάτη σε φυτείες, βιοπορίστηκε ως μουσικός και παντρεύτηκε την αγαπημένη του, η οικογένεια της οποίας -βαθιά θρησκευόμενη- δεν ενέκρινε ποτέ το επάγγελμά του. Μάλιστα, όταν η σύζυγός του πέθανε στη γέννα, απέδωσαν την τραγωδία στο γεγονός ότι ο Τζόνσον είχε αφιερωθεί στη “μουσική του διαβόλου”.
Στη συνέχεια, ο μουσικός αφοσιώθηκε ολόψυχα στα μπλουζ, επιστρέφοντας πάνω στη σκηνή με μουσικές ικανότητες που έμοιαζαν ως υπερφυσικές για την εποχή. Σύμφωνα με τον μουσικό δημοσιογράφο, Πολ Τρίνκα, στο βιβλίο του “Portrait of the Blues”, ο Τζόνσον είπε στον συνάδελφό του, Σον Χάουζ, ότι κάποτε είχε συναντήσει έναν μελαχρινό άνδρα σε ένα σταυροδρόμι, ο οποίος του είχε κουρδίσει την κιθάρα -ένας ευφημισμός για να πει ότι είχε πουλήσει την ψυχή του στον διάβολο.
Ο Τζόνσον αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες στη ζωή του μέχρι τον πρόωρο και επώδυνο θάνατό του από δηλητηρίαση, και πολλοί αποδίδουν αυτήν την κακοτυχία στην ισχυρή κατάρα που τον ακολουθούσε εξαιτίας της συμφωνίας του με τον διάβολο.
Η κατάρα όμως φαίνεται ότι δεν πέθανε μαζί του και ότι συνεχίζει να ζει μέχρι και σήμερα. Η αποκαλούμενη ως ”Crossroads Curse” υποτίθεται ότι φέρνει τραγωδία σε όποιον “τολμά” να διασκευάσει το “CrossRoad Blues”, το τραγούδι του Τζόνσον από το μακρινό πια 1936. Τόσο ο Ρόμπερτ Πλαντ όσο και ο Έρικ Κλάπτον έχασαν τους γιους τους σε μικρή ηλικία από τη στιγμή που το διασκεύασαν και κάτι ανάλογο συνέβη και με τους Lynyrd Skynyrd και τους Allman Brothers, που έχασαν μέλη τους από δυστυχήματα “για τον ίδιο λόγο”.
Λέγεται ότι και ο Κερτ Κομπέιν σκεφτόταν να το ηχογραφήσει λίγο προτού αυτοκτονήσει και γενικά οι συνωμοσιολόγοι έχουν κάνει πάρτι πάνω σε αυτό το τραγούδι, σιγά μην τη γλίτωνε και φρόντμαν των Nirvana.
Φρανκ Σινατρα – MY WAY
Ακούγεται περίεργο αλλά αυτός ο ύμνος στην αυτοπεποίθηση και στο “δεν βρήκα τίποτα έτοιμο, όλα τα έκανα μόνος μου”, θεωρείται καταραμένος στις Φιλιππίνες. Πιστεύεται ότι το τραγούδι μπορεί να προκαλέσει τέτοια οργή που θεωρείται υπεύθυνο για μια σειρά από δολοφονίες (γνωστές ως “My Way Killings”) σε καραόκε μπαρ, τα οποία είναι πολύ δημοφιλή στις Φιλιππίνες. Αυτό το θανατηφόρο ξέσπασμα οργής επικεντρώνεται κυρίως γύρω από το πόσο απαίσια ακούγεται το τραγούδι όταν κάποιος δεν καταφέρνει να το τραγουδήσει σωστά και το φάλτσο του πάει σύννεφο (κάτι το οποίο, βέβαια, για όποιον είναι εξοικειωμένος με το καραόκε δεν είναι και κανένα ασυνήθιστο φαινόμενο).
Σε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά περιστατικά, ένας άνδρας ονόματι Ρόμιμ Μπαλιγκούλα, τραγουδούσε το “My Way” σε ένα καραόκε μπαρ στο Σαν Ματέο το 2007, όταν ένας σεκιουριτάς, ονόματι Ρομπιλίτο Ορτέγκα του φώναξε ότι ήταν αδιανόητα φάλτσος. Ο Μπαλιγκούλα όμως δεν πτοήθηκε και συνέχισε να τραγουδά, με αποτέλεσμα ο Ορτέγκα να βγάλει ένα όπλο, να τον πυροβολήσει και να τον σκοτώσει επί τόπου.
Τουλάχιστον άλλες πέντε παρόμοιες δολοφονίες έχουν λάβει χώρα(!), ενώ δεν έχουν λείψει και μικρότερα περιστατικά βίας εξαιτίας αυτού του τραγουδιού.
Ρέζε Σέρες – GLOOMY SUNDAY
Η πολύ συενάχωρη μπαλάντα του Ούγγρου Ρέζε Σέρες που κυκλοφόρησε το 1932 είχε αρχικά τον τίτλο “Vége a Világnak”, δηλαδή “Ο κόσμος τελείωσε”. Εμπνευσμένο από έναν κακό χωρισμό, ήταν ήδη ένα αρκετά απαισιόδοξο τραγούδι αλλά οι στίχοι του ποιητή, Λάσλο Γιάβορ, ήταν αυτοί που ήρθαν και που απογείωσαν την μιζέρια του.
Και πώς να γίνει διαφορετικά από τη στιγμή που μιλούν για έναν άνδρα που αυτοκτόνησε μετά τον θάνατο της ερωμένης του, χαρακτηριστικό που του χάρισε και το προσωνύμιο “το ουγγρικό τραγούδι της αυτοκτονίας”.
Το τραγούδι μεταφράστηκε στα αγγλικά και το 1941 διασκευάστηκε υπέροχα από την Μπίλι Χαλιντέι ως “Gloomy Sunday”. Μαζί με την αυξανόμενη δημοτικότητά του όμως ήρθε και ένα ανησυχητικό πρόβλημα: ένας υπερβολικά μεγάλος αριθμός ανθρώπων που το άκουσαν κατέληξαν να αυτοκτονήσουν. Εκατοντάδες αυτοκτονίες συνδέθηκαν με έναν εντελώς ανεξήγητο τρόπο με το τραγούδι, με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση ενός κοριτσιού που βρέθηκε νεκρό, κρατώντας στα χέρια της τις παρτιτούρες του. Γι’ αυτόν τον λόγο, πολλοί ραδιοφωνικοί σταθμοί σταμάτησαν να το μεταδίδουν.
Τραγωδία όμως βρήκε και τους συντελεστές του τραγουδιού. Η Χαλιντέι πέθανε σε ηλικία 44 ετών το 1959 και εννιά χρόνια αργότερα, το 1968, και ο ίδιος του ο συνθέτης ακολούθησε την μοίρα των υπόλοιπων και αυτοκτόνησε.
Μιλώντας για το τραγούδι του στο περιοδικό Time το 1936, ο Σέρες ανέφερε: “αυτή η φήμη ότι φέρνει τον θάνατο με πληγώνει. Έκλαψα όλες τις απογοητεύσεις της καρδιάς μου μέσα σε αυτό το τραγούδι και φαίνεται ότι και άλλοι με συναισθήματα σαν τα δικά μου έχουν βρει τη δική τους πληγή σε αυτό”.
Αν και όλα αυτά ακούγονται ανησυχητικά και δίνουν πάτημα για ιστορίες με καταραμένους κλπ, ένα άρθρο του 2007 που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Omega, μάλλον δίνει την πιο λογική εξήγηση. Η αύξηση των αυτοκτονιών της δεκαετίας του 1930 πιθανότατα είχε να κάνει περισσότερο με τη συνεχιζόμενη Μεγάλη Ύφεση παρά με ένα στενάχωρο και απαισιόδοξο κομμάτι.