ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ, ΤΣΕΤΣΕΝΙΑ, ΟΥΚΡΑΝΙΑ: ΚΑΝΕΙ Η ΡΩΣΙΑ ΞΑΝΑ ΤΑ ΙΔΙΑ ΛΑΘΗ;
Ο Πούτιν εισέβαλε στην Ουκρανία περιμένοντας μία "νέα" Κριμαία, αλλά μέχρι στιγμής μάλλον έχει μία νέα "Τσετσενία".
Με την πρώτη ματιά, η αρχική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία φαινόταν να υποδηλώνει μια αλλαγή στον τρόπο που προσεγγίζουν πλέον τα πράγματα οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις.
Η Μόσχα ίσως υπολόγιζε ότι οι πυραυλικές επιθέσεις και η πολύπλευρη εισβολή των χερσαίων δυνάμεων θα οδηγούσαν την ουκρανική κυβέρνηση στη γρήγορη παράδοση.
Από ό, τι φαίνεται ο Πούτιν περίμενε μια επανάληψη της κατάληψης της Κριμαίας το 2014 ή της εισβολής στη Γεωργία το 2008. Ωστόσο, αυτό που είδαμε θυμίζει περισσότερο την επέμβαση της Ρωσίας στην Τσετσενία τον Δεκέμβριο του 1994, όταν οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις δεν μπόρεσαν αρχικά να μετατρέψουν τη στρατιωτική τους υπεροχή και σε στρατιωτική επιτυχία, τότε που τα χιλιάδες ρωσικά στρατεύματα αποδείχθηκαν ανίκανα.
Η δύναμη της ουκρανικής αντίστασης φαίνεται να εξέπληξε τη Μόσχα και τις τελευταίες ημέρες υπήρξε μια αλλαγή στη ρωσική τακτική, μία στροφή προς μεγαλύτερη χρήση του πυροβολικού και των πυραύλων εναντίον μεγάλων πόλεων, όπως συμβαίνει ήδη στη Χερσώνα, στο Χάρκοβο και στη Μαριούπολη.
Και εδώ υπάρχουν ομοιότητες με τη ρωσική επέμβαση στην Τσετσενία, τότε που η ρωσική ηγεσία σχεδίασε μια μαζική επίθεση με τεθωρακισμένα εναντίον της πρωτεύουσας της Τσετσενίας, του Γκρόζνι. Ήθελε τότε να πραγματοποιήσει ένα αποφασιστικό και γρήγορο χτύπημα με τη βοήθεια της αεροπορίας, προκειμένου να πάρει εκείνη τα ηνία της ηγεσίας της Τσετσενίας. Για κακή της τύχη όμως, οι δυνάμεις της Τσετσενίας είχαν προετοιμαστεί από καιρό για ένα χτύπημα κατά της πρωτεύουσας και η επίθεση κατέληξε σε μια θλιβερή αποτυχία.
Από το Αφγανιστάν στην Τσετσενία και την Ουκρανία: Υποτιμώντας τη θέληση του λαού
Οι Ρώσοι τότε υποτίμησαν τη θέληση των Τσετσένων να υπερασπιστούν την πατρίδα τους, πράγμα που κάνει και σήμερα ο Πούτιν, υποτιμώντας την αντίστοιχη θέληση των Ουκρανών.
Η περίπτωση της Τσετσενίας έδειξε επίσης ότι η ρωσική ηγεσία εκείνης της εποχής περιφρόνησε εντελώς τα μαθήματα που την είχε διδάξει η πρόσφατη -για τότε- εμπειρία στο Αφγανιστάν.
Και εκεί οι Σοβιετικοί βασίστηκαν στο αιφνιδιαστικό σοκ της αρχικής εισβολής και της βραχυπρόθεσμης στρατιωτικής κατοχής προκειμένου να κάμψουν τον αντίπαλό τους, αλλά είχαν υποτιμήσει την αποφασιστικότητα του αφγανικού λαού και τη θέλησή του να αντισταθεί.
Ο τότε Ρώσος υπουργός Άμυνας, Πάβελ Γκράτσεφ, είχε ισχυριστεί ότι η αντίσταση της Τσετσενίας θα συντριβόταν μέσα σε λίγες ώρες χρησιμοποιώντας ελάχιστες δυνάμεις, αλλά οι τσετσενικές δυνάμεις ήταν προετοιμασμένες για εισβολή.
Την ίδια στιγμή, και η προώθηση των ρωσικών δυνάμεων ήταν αργή, καθώς εμποδιζόταν από τα μπλόκα των πολιτών, τις βλάβες και τις κακές καιρικές συνθήκες.
Μάχες μέσα στην πόλη
Ένα από τα βασικά μειονεκτήματα των Ρώσων ήταν η ελλιπής εκπαίδευση στον ανταρτοπόλεμο μέσα σε πόλεις: οι μονάδες που συμμετείχαν στην έφοδο της Πρωτοχρονιάς του 1994 στο Γκρόζνι δεν είχαν ειδική εκπαίδευση σε αυτό το είδος του πολέμου.
Αντίθετα, οι Τσετσένοι μαχητές ήταν ελαφρά οπλισμένοι με πολυβόλα, χειροβομβίδες και εκτοξευτές χειροβομβίδων και οργανώθηκαν σε μικρές, εξαιρετικά κινητές μονάδες.
Μετά τις πρώτες αποτυχίες τους, οι ρωσικές δυνάμεις άλλαξαν την τακτική τους και προσπάθησαν να αποφύγουν τις κατά πρόσωπον μάχες στο Γκρόζνι. Πολέμησαν από απόσταση, χρησιμοποιώντας μαζικούς βομβαρδισμούς από αέρος για να καταστρέψουν την πόλη, αποκτώντας τελικά τον έλεγχο της τον Φεβρουάριο του 1995.
Η δεύτερη επιχείρηση της Ρωσίας κατά της Τσετσενίας που ξεκίνησε το 1999 βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στη χρήση τεράστιας δύναμης πυρός και στην αδιάκριτη χρήση βίας. Η ρωσική πολιορκία του Γκρόζνι (1999-2000) κατέστρεψε την πόλη, ωθώντας τον ΟΗΕ να τη χαρακτηρίσουν ως “την πιο κατεστραμμένη πόλη στη γη”.
Ο ρόλος των ΜΜΕ
Ένα από τα πιο σημαντικά μαθήματα που πήρε η Ρωσία κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης του 1994-96 ήταν ο κρίσιμος ρόλος των μέσων ενημέρωσης στον σύγχρονο πόλεμο.
Στην αρχή της στρατιωτικής επιχείρησης, τα ρωσικά ΜΜΕ διατήρησαν μια σημαντική ανεξαρτησία και συχνά επέκριναν ανοιχτά τις ενέργειες της ηγεσίας της χώρας τους.
Αυτός ήταν ο πρώτος “τηλεοπτικός πόλεμος” της Ρωσίας και η αξιοπιστία των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων “υπονομευόταν” συνεχώς από τα δημοσιεύματα των εφημερίδων, τα οποία συχνά έρχονταν σε αντίθεση με την επίσημη θέση, δείχνοντας τη βαρβαρότητα του πολέμου στους πολίτες. Αυτό το γεγονός έπαιξε σημαντικό ρόλο στη μετατόπιση της κοινής γνώμης ενάντια στην εισβολή.
Έτσι, κατά τη δεύτερη σύγκρουση που ξεκίνησε το 1999, η ροή των πληροφοριών ελεγχόταν αυστηρά από επίσημες πηγές, με την κυβέρνηση να ασκεί ταυτόχρονα σημαντική πίεση στους δημοσιογράφους και στα ΜΜΕ να μην κάνουν κανενός είδους κριτική ούτε και να αμφισβητήσουν την επίσημη πολιτική.
Πόλεμος με τη Γεωργία
Σε αντίθεση με τον ανταρτοπόλεμο στην Τσετσενία, ο πενθήμερος πόλεμος της Ρωσίας με τη Γεωργία τον Αύγουστο του 2008 ήταν μια συμβατική στρατιωτική επιχείρηση, αν και περιλάμβανε δράσεις όπως κυβερνοεπιθέσεις και πόλεμο πληροφόρησης.
Όπως και στην Ουκρανία, έτσι και στην Γεωργία, το άλλοθι της Ρωσίας για την εισβολή ήταν ότι ήθελε να σταματήσει την υποτιθέμενη γενοκτονία του λαού της Οσετίας από τις γεωργιανές δυνάμεις και να προστατεύσει τους Ρώσους πολίτες που κατοικούν στη Νότια Οσετία. Έτσι και ο Πούτιν τώρα χαρακτήρισε τη συνεχιζόμενη εισβολή στην Ουκρανία ως “ειδική στρατιωτική επιχείρηση” για την προστασία των αμάχων από τη “γενοκτονία”.
Η Ρωσία χρησιμοποίησε πλήρως το στοιχείο του αιφνιδιασμού: οι Γεωργιανοί αποδείχτηκαν απροετοίμαστοι για μία μεγάλης κλίμακας στρατιωτική επέμβαση. Οι γεωργιανές ένοπλες δυνάμεις ήταν προετοιμασμένες για έναν επιθετικό πόλεμο κατά των αυτονομιστικών δυνάμεων είτε στη Νότια Οσετία είτε στην Αμπχαζία, αλλά όχι για ταυτόχρονη μεγάλης κλίμακας μάχη εναντίον δεκάδων χιλιάδων ρωσικών στρατευμάτων σε δύο μέτωπα ταυτόχρονα.
Η γεωργιανή κυβέρνηση και ο στρατός έμειναν έκπληκτοι από την ταχύτητα της ρωσικής εισβολής, ανίκανοι να προσφέρουν καμία ουσιαστική αντίσταση.
Οι ρωσικές ενέργειες φαίνεται να αντικατοπτρίζουν την αρχή του στρατηγού Αλεξάντερ Σουβόροφ: “το να εκπλήσσεις σημαίνει να νικάς”.
Μέσα σε λίγες μέρες, χιλιάδες ρωσικά στρατεύματα είχαν προχωρήσει στα αποσχισμένα εδάφη της Γεωργίας, τη Νότια Οσετία και την Αμπχαζία και τα είχαν καταλάβει.
Κριμαία, 2014: Έκπληξη και σύγχυση
Είκοσι χρόνια μετά τις πρώτες αποτυχίες της στην Τσετσενία, η διαφορετική αυτήν τη φορά χρήση βίας από τη Ρωσία στην Ουκρανία το 2014 οδήγησε τη Δύση να επικεντρωθεί στον υβριδικό πόλεμο και στον πόλεμο της “γκρίζας ζώνης”. Ωστόσο, αυτό παρέβλεψε τη συνεχιζόμενη έμφαση που έδιναν οι Ρώσοι στην ενδυνάμωση των συμβατικών δυνάμεων.
Η έκπληξη και η κατάληψη της πρωτοβουλίας έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία της Ρωσίας στην Κριμαία. Η ταχύτητα της ρωσικής επίθεσης την άνοιξη του 2014 αιφνιδίασε την ουκρανική κυβέρνηση, υπονομεύοντας την ικανότητά της να λαμβάνει αποφάσεις και να προσφέρει οποιαδήποτε αντίσταση.
Ρωσικά στρατεύματα στην Κριμαία
Η ταχύτητα της επέμβασης αιφνιδίασε επίσης και τη διεθνή κοινότητα, αποτρέποντας οποιαδήποτε ενιαία απάντηση: τη στιγμή που η προσοχή του κόσμου ήταν στραμμένη στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες στο Σότσι, η Μόσχα ενήργησε γρήγορα και αποφασιστικά για να πάρει τον έλεγχο της χερσονήσου της Κριμαίας, με μια επίθεση που “έκλεψε” από την Ουκρανία την πρωτοβουλία και έσπειρε σύγχυση.
Συρία: Μαθαίνοντας να πολεμά με νέο τρόπο;
Η Συρία θεωρήθηκε ότι αντιπροσωπεύει μια αλλαγή στη ρωσική τακτική: ο Σεργκέι Σόιγκου, ο Ρώσος υπουργός Άμυνας, ισχυρίστηκε ότι τα ρωσικά στρατεύματα έπρεπε να μάθουν να πολεμούν με έναν νέο τρόπο στη Συρία. Και “είχαν μάθει”.
Σε αντίθεση με τις προηγούμενες εκστρατείες, οι επιχειρήσεις της Ρωσίας στη Συρία διεξήχθησαν κυρίως από τις Ρωσικές Αεροδιαστημικές Δυνάμεις (VKS), με περιορισμένο μόνο αριθμό χερσαίων δυνάμεων που αναπτύχθηκαν (κυρίως ελίτ μονάδες), γεγονός που αποτέλεσε μία σημαντική αλλαγή από προηγούμενες επιχειρήσεις.
Ωστόσο, παρά την πεποίθηση ότι οι ρωσικές επιχειρήσεις στη Συρία αποτελούσαν μια νέα προσέγγιση, υπήρξαν πολλά που θύμισαν τον πόλεμο της Τσετσενίας, και ιδιαίτερα οι έντονοι βομβαρδισμοί και οι αδιάκριτες αεροπορικές επιθέσεις εναντίον όχι μόνο στρατιωτικών υποδομών αλλά και κατοικημένων περιοχών, με πλήγματα σε σχολεία και νοσοκομεία.
Επιθέσεις χωρίς διακρίσεις σε πόλεις
Υπήρχε μια προσδοκία πριν από την εισβολή στην Ουκρανία ότι αυτή η διαδικασία εκσυγχρονισμού των στρατιωτικών επιχειρήσεων που ξεκίνησε το 2008, σε συνδυασμό με την επιχειρησιακή εμπειρία (ιδίως στη Συρία), θα σήμαινε ότι ο ρωσικός στρατός θα ήταν πολύ πιο ικανός. Ωστόσο, τα στοιχεία δείχνουν ότι εξακολουθούν να υπάρχουν προβλήματα σε τομείς όπως ο ανεφοδιασμός, το ηθικό των στρατιωτών και η αποτυχία απόκτησης υπεροχής στον αέρα.
Οι ενέργειες της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν είναι χωρίς προηγούμενο. Οι ρωσικές δυνάμεις έχουν στραφεί σε μια τακτική στην οποία έχουν καταφύγει πολλές φορές από το 1991 εναντίον πόλεων όπως το Γκρόζνι στην Τσετσενία, το Χαλέπι και το Ιντλίμπ στη Συρία: χρήση βαρέων πυροβολικών και εναέριων βομβαρδισμών για την καταστροφή αστικών περιοχών, επιβάλλοντας βαρύ φόρο αίματος στον ουκρανικό πληθυσμό.
Η σκόπιμη στόχευση αμάχων και η εκτεταμένη καταστροφή πόλεων έχει σκοπό να αποδυναμώσει το ηθικό του λαού σε μια προσπάθεια να υπονομεύσει τη θέλησή του για αντίσταση.
Τέλος, το Κρεμλίνο επιδιώκει να διασφαλίσει και ότι ελέγχει τις ροές πληροφοριών εντός της Ρωσίας. Αυξάνει τον έλεγχό της στα εγχώρια μέσα ενημέρωσης προκειμένου να διασφαλίσει ότι η κρατική αφήγηση είναι κυρίαρχη, προσπαθώντας να αποτρέψει τις αντιπολεμικές διαδηλώσεις που απειλούν την εσωτερική σταθερότητα.