“ΑΓΙΑ” MASKIROVKA: Ο ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΠΟΥΤΙΝ ΧΑΜΕΝΟΣ ΣΤΗ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΠΑΤΗΣΗΣ
Ο καθηγητής ιστορίας Timothy Snyder αναλύει την τέχνη της εξαπάτησης του Βλάντιμιρ Πούτιν και τι δεν έχει κάνει ακόμα, από όσα συνηθίσει, πριν τις εισβολές.
Έχετε διαβάσει ήδη στο NEWS 24/7 για το πώς ο Βλάντιμιρ Πούτιν έκανε ζωή, την τέχνη της εξαπάτησης. Την έκανε και καριέρα, όπως φαίνεται με όσα επιδιώκει, μέσω όσων κάνει στην Ουκρανία. Ο καθηγητής ιστορίας στο Yale University (πανεπιστήμιο στο οποίο φοίτησε) και μόνιμος συνεργάτης του Ινστιτούτο Ανθρωπιστικών Επιστημών στη Βιέννη, Timothy Snyder εξηγεί πως η συμπεριφορά του έχει ρίζες στην παραδοσιακή τέχνη της Σοβιετίας που λεγόταν maskirovka. Ή αλλιώς το ρωσικό στρατιωτικό δόγμα της μεταμφίεσης, της στρατιωτικής εξαπάτησης.
Ενημερώνει και ότι υπάρχει το ενδεχόμενο ο Πούτιν να έχει ‘χαθεί’ μέσα στις συνήθειες του και να μην μπορεί να ερμηνεύσει σωστά τα όσα πραγματικά συμβαίνουν στον κόσμο που υπάρχει εκτός Ρωσίας.
Ο συγγραφέας οκτώ βιβλίων που αφορούν την ιστορία της Ουκρανίας, της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης (έχει βραβευτεί πολλάκις για τις δουλειές του που έχουν μεταφραστεί σε σαράντα γλώσσες) γράφει στο άρθρο που δημοσίευσε το Atlantic ότι “ο Βλάντιμιρ Πούτιν αρέσκεται να συνδέει τη σημερινή Ρωσική Ομοσπονδία, με την παλιά Ρωσική αυτοκρατορία. Και κατά μία έννοια, έχει δίκιο. Η Ρωσική αυτοκρατορία ήταν το πιο καταστατικό κράτος της εποχής του, με την πιο εκλεπτυσμένη αστυνομία: την Okhrana”.
Fact: η Okhrana ήταν η μυστική υπηρεσία των Ρώσων τσάρων και δημιουργήθηκε, μετά τη δολοφονία του τσάρου Αλέξανδρου του Β’, το 1881. Για περισσότερα από 30 χρόνια, τα μέλη της διείσδυσαν, παρακολουθούσαν, ασκούσαν λογοκρισία και συνελάμβαναν ομάδες που θεωρούνταν τρομοκράτες ή αριστεροί επαναστάτες και αποσταθεροποιούν το έθνος ή απειλούν την αυταρχική εξουσία της Ρωσικής αυτοκρατορίας.
Όπως αναφέρει η Britannica, ο κύριος τρόπος λειτουργίας ήταν μέσω της διείσδυσης σε εργατικά συνδικάτα, πολιτικά κόμματα και σε -τουλάχιστον δύο περιπτώσεις- εφημερίδες: αστυνομικοί υπήρξαν συντάκτες των μαρξιστικών περιοδικών Nachalo και της Pravda. Η οργάνωση καταργήθηκε μετά την Επανάσταση του Φεβρουαρίου, το 1917 (προκάλεσε το τέλος της Ρωσικής αυτοκρατορίας και της δυναστείας των Romanov).
Το ‘κανείς δεν είναι ποτέ αθώος’ και η πρώτη εξαπάτηση
Ο Snyder συνεχίζει, αναφέροντας ότι “οι Ρώσοι επαναστάτες, άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι ίδρυσαν το Σοβιετικό κράτος εκπαιδεύονταν με τις μεθόδου της Okhrana που δεν τους καταδίωκε απλά, αλλά συχνά εν αγνοία τους τους έβαζε σε έναν περίπλοκο χορό ενοχοποίησης των συντρόφων τους. Εξειδικευόταν στις προκλήσεις και ήξερε πώς να κάνει τους εχθρούς να κάνουν όλη τη δουλειά, για αυτές. Η δουλειά των μυστικών πληροφοριών είναι να βρίσκει πράγματα. Η δουλειά της αντικατασκοπίας είναι να κάνουν το έργο των μυστικών πληροφοριών δύσκολο.
Στο μακρινό περιθώριο της αντικατασκοπίας βρίσκονται οι επιχειρήσεις που έχουν σχεδιαστεί, όχι απλώς για να προκαλούν σύγχυση στον κόσμο αλλά και για να τον αλλάξουν. Στα ρωσικά η λέξη για τη ρωσική στρατιωτική απάτη είναι maskirovka, ενώ φυσικά υπάρχει και η γνωστή provokatsiia.
Ο μηχανισμός κρατικής ασφαλείας των Μπολσεβίκων, Cheka ανέλαβε δράση και επέκτεινε τις μεθόδους της Okhrana. Η κομμουνιστική ιδεολογία τους έδωσε νέα ζωή. Κανείς δεν ήταν ποτέ αθώος. Όλοι συνδέονταν με την ταξική πάλη, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Η εκμετάλλευση των ανθρώπων (ώστε να στραφούν ο ένας εναντίον του άλλου) ήταν δικαιολογημένη.
Xάριν της παράδοσης και της ιδεολογίας, τα Σοβιετικά όργανα ήταν ανώτερα από τους ομολόγους τους στη Δύση. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, όταν το σοβιετικό κράτος ήταν ευάλωτο στις εξωτερικές πιέσεις, η Cheka ‘έτρεξε’ μια επιχείρηση που ονομάστηκε ‘Εμπιστοσύνη’. Οι πράκτορες της πήγαν στο εξωτερικό και παρουσιάστηκαν ως μέλη συνωμοτικής οργάνωσης που δρούσε εντός της ΕΣΣΔ. Έπεισαν τις ευρωπαϊκές υπηρεσίες πληροφοριών ότι μπορούσαν να ‘ρίξουν’ τη Σοβιετική αυτοκρατορία και ότι το μόνο που χρειάζονταν, ήταν χρήματα.
Αυτό αποθάρρυνε τα ευρωπαϊκά κράτη από το να μπουν στη Σοβιετική Ένωση, σε μια εποχή που η παρέμβαση θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά και εξασφάλισαν χρήματα για να συμπληρώσουν το μπάτζετ της Cheka”.
Τι έκανε την NKVD πιο αποτελεσματική από την Gestapo
“Κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η NKVD (Naródnyy Κomissariát Vnútrennikh Del -η Λαϊκή Επιτροπεία Εσωτερικών Υποθέσεων, όπως ήταν τότε γνωστή η κρατική αστυνομία της Σοβιετικής Ένωσης) ήταν πιο περίφημη και από την Gestapo.
Μετά την κοινή γερμανοσοβιετική εισβολή του 1939, η Πολωνία μοιράστηκε μεταξύ των δύο δυνάμεων και η επικράτειά της αποτέλεσε ένα είδος φυσικού πειράματος.
Όταν η Gestapo ηγούνταν και έκανε μια σύλληψη, μετά βασάνιζε και σκότωνε. Έτσι η πολωνική αντίσταση συνεχιζόταν. Όταν η NKVD συνελάμβανε, έκανε τον συλληφθέντα δικό της (του άλλαζε τα μυαλά) και τον έστελνε πίσω ως πράκτορα. Έτσι, δεν υπήρχε πολωνική αντίσταση, αφού διαμορφώθηκαν ουκ ολίγες ομάδες που δρούσαν υπόγεια και ουσιαστικά έκαναν ό,τι ήθελε η Σοβιετική εξουσία. Μόνο τότε όλοι συλλαμβάνονταν ή μεταφέρονταν σε Gulag ή εκτελούνταν.
Η ιστορία ήταν πάνω κάτω η ίδια και κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Εάν υπήρχε διαγωνισμός υπηρεσιών πληροφοριών τότε, οι Αμερικανοί δεν θα είχαν τύχη. Όπως οι Ευρωπαίοι προ αυτών, οι Αμερικανοί στερούνταν την ενστικτώδη παράνοια, την ψυχαναγκαστική δημιουργικότητα και τα χρόνια πρακτικής που απαιτούνται για να ανακαλύπτεις τις προκλήσεις.
Τούτου λεχθέντος, η συνήθεια της maskirovka (ή της εξαπάτησης) είχε τραγικές συνέπειες. Αν το μόνο που κάνει κάποιος είναι να προκαλεί, τότε το μόνο που βλέπει -αυτός ο κάποιος- είναι η πρόκληση. Όταν η πολιτική της κολεκτιβοποίησης του Στάλιν οδήγησε σε μαζικό λιμό στη Σοβιετική Ουκρανία, έριξε το φταίξιμο σε πολωνική υπηρεσία πληροφοριών. Κάτι που ήταν γελοίο, εν τούτοις ο κόσμος τον πίστεψε.
Ο συγγραφέας Arthur Koestler πίστεψε στην προπαγάνδα, στο βαθμό που πίστευε ότι οι πεινασμένοι αγρότες που είχαν φουσκωμένες κοιλιές, ήταν προβοκάτορες.
Ένας λόγος για τον οποίο οι σοβιετικές δίκες που έγιναν σόου τη δεκαετία του ’30 ήταν δυνατές, αφορούσε το γεγονός ότι οι ιστορίες που λέγονταν για τους κατηγορούμενους -που ήταν τελείως απίθανες-, μπορούσαν να χωρέσουν σε έναν κόσμο με καθρέφτες, όπου ο καθένας συνήθιζε να υποψιάζεται οτιδήποτε έμοιαζε με πραγματικότητα.
Κατά τη διάρκεια των εκκαθαρίσεων, το ζητούμενο ήταν να ‘βγουν οι μάσκες’ ανθρώπων, εναντίον των οποίων δεν υπήρχαν στοιχεία, με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Ήταν ένας τρόπος σκέψης που έχει νόημα, όταν η maskirovka γίνεται τρόπος ζωής”.
Η παράδοση του Στάλιν που “κληρονόμησε” ο Πούτιν
“Ο Στάλιν είχε συνηθίσει τόσο πολύ στο να σκέφτεται υπερβολικά την πραγματικότητα, που μπορούσε να χάσει τα βασικά της σημεία. Την άνοιξη του 1941, ήταν φανερό πως η Γερμανία προετοιμαζόταν για να προδώσει τον Σοβιετικό σύμμαχό της και να κάνει εισβολή. Τα γερμανικά στρατεύματα συγκεντρώνονταν στα κοινά σύνορα, στη μέση της κατεχόμενης Πολωνίας, ενώ ο Στάλιν είχε λάβει περισσότερες από 100 προειδοποιήσεις από τις υπηρεσίες πληροφοριών.
Τις αγνόησε όλες και προτίμησε να μεταφράσει το περιεχόμενου τους ως απόδειξη της βρετανικής πρόκλησης -που είχε σχεδιαστεί για να δημιουργήσει διχόνοια μεταξύ των Σοβιετικών και των Γερμανών. Ήταν ένα λάθος που στοίχισε εκατομμύρια ζωές.
Ο πρώην αξιωματικός της KGB, Βλάντιμιρ Πούτιν είναι κληρονόμος αυτής της παράδοσης. Ήταν τελείως άγνωστος, όταν επιλέχθηκε για διάδοχος του Μπόρις Γιέλτσιν, τον Αύγουστο του 1999. Το ποσοστό αποδοχής του ήταν στο 2%. Ένα μήνα μετά, σειρά από βόμβες εξερράγησαν σε ρωσικές πόλεις και ο Πούτιν πολύ γρήγορα απέδωσε την ευθύνη των επιθέσεων στους Τσετσένους τρομοκράτες. Όχι τυχαία: έτσι δημιούργησε τις βάσεις για τον πόλεμο που είχε ως στόχο την υποταγή της αποσχισθείσας περιφέρειας της Τσετσενίας. Την επόμενη ημέρα το ποσοστό αποδοχής του ήταν στο 45%.
Παρεμπιπτόντως, δεν είχε παρουσιάσει το παραμικρό στοιχείο που να αποδεικνύει τους ισχυρισμούς του.
Την ίδια ώρα, υπήρχαν στοιχεία που έδειχναν ότι ήταν δουλειά της KGB (Komitet Gosudarstvennoy Bezopasnosti -Επιτροπή Κρατικής Ασφάλειας). Σε μια πόλη, πράκτορες της επιτροπής που είναι γνωστή σήμερα ως FSB (Federal’naya Sluzhba Bezopasnosti -Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας) συνελήφθησαν, ως ύποπτοι από συναδέλφους τους. Στην εξέλιξη της ιστορίας, ο Πούτιν κέρδισε τις προεδρικές εκλογές, το Μάρτιο του 2000. Έκτοτε είναι μαζί μας”.
Τι ήλεγξε ο Πούτιν το 2014
“Οι τεχνολογικές εξελίξεις του 21ου αιώνα έχουν βοηθήσει εξόχως τους σκοπούς του Πούτιν. Χάρη στα social media, η εισβολή του στην Ουκρανία, το 2014 έγινε ο θρίαμβος της μεταμοντέρνας πρόκλησης. Αν είσαστε της αριστεράς, θα ακούσατε ότι η Ουκρανία είναι ναζιστική. Αν είσαστε της δεξιάς, θα σας είπαν πως ήταν γκέι. Αν είσαστε στην ακροδεξιά, θα μάθατε ότι είναι Εβραίοι.
Τέτοιου είδους ιστορίες δεν επέτρεψαν στους ανθρώπους της Δύσης να δουν την απλή αλήθεια: μια χώρα είχε εισβάλει σε άλλη και κατέλαβε περιοχή της, όπως σκότωνε ανθρώπους και οδηγούσε άλλους στην προσφυγιά.
Με τον αέρα που κέρδισε από την επιτυχία αυτού που έγινε στην Ουκρανία, η Ρωσία εφάρμοσε τις ίδιες τεχνικές στο Brexit και στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Τα αποτελέσματα ήταν, επίσης, ίδια. Χρήστες του Facebook στη Μεγάλη Βρετανία ή τις ΗΠΑ συναλλάσσονταν με άλλους από αυτούς που πίστευαν πως έχουν ‘απέναντι’ τους και έκαναν ενέργειες που -εν αγνοία τους- εξυπηρετούσαν ένα κρυφό σκοπό: την ψηφιακή maskirovka.
Η εισβολή του 2014 ήταν επίσης, πλούσια σε παραδοσιακού τύπου προκλήσεις. Μετά την κατάληψη της Κριμαίας, το Φεβρουάριο εκείνου του έτους, η Ρωσία έστειλε ειδικές δυνάμεις σε οκτώ ακόμα ουκρανικές περιφέρειες, για να οργανώσουν παράτυπο πόλεμο.
Ένα μήνα μετά, ο Πούτιν άφησε να του ξεφύγει τι είχε σχεδιάσει, όταν είπε “ας δούμε αυτά τα ουκρανικά στρατεύματα, να προσπαθούν να πυροβολήσουν τους δικούς τους ανθρώπους, με εμάς από πίσω τους -όχι μπροστά τους. Αφήστε τους να προσπαθήσουν να πυροβολήσουν γυναίκες και παιδιά”.
Στις 5 Ιουλίου του 2014, οι ρωσικές ειδικές δυνάμεις αποσύρθηκαν στο Ντόνετσκ. Έξι ημέρες μετά, ο ρωσικός στρατός άρχισε να βομβαρδίζει τον ουκρανικό στρατό, από τη ρωσική πλευρά των συνόρων. Οι Ουκρανοί δεν μπορούσαν να απαντήσουν, εξαιτίας της διεθνούς κοινής γνώμης που είχε ‘πειράξει’ ο Πούτιν και θα τους κατηγορούσε για κλιμάκωση της έντασης. Μπορούσαν ωστόσο, να επιτεθούν στα ρωσικά στρατεύματα που ήταν στο Ντόνετσκ. Και αυτό ήταν το νόημα όλων. “Είμαι υπεύθυνος για τον βομβαρδισμό στο Ντόνετσκ” ακούστηκε να δηλώνει ο Ρώσος στρατηγός, Igor Girkin. Έχοντας προκαλέσει τον ουκρανικό στρατό να βομβαρδίσει ουκρανική πόλη, η Ρωσία στρατολόγησε περισσότερους μεταξύ αυτών που υπέφεραν και κατηγόρησε για όλα τους Ουκρανούς.
Κάτι παρόμοιο αναμένεται πως θα κάνει τώρα.
Η πρόκληση μπορεί να γίνει απαραίτητη προϋπόθεση για δράση. Ο Πούτιν έχει συγκεντρώσει τις ρωσικές δυνάμεις στα ουκρανικά σύνορα, αλλά μέχρι τώρα δεν έχει μοιραστεί κάποια ιστορία με τους Ρώσους -για να εξηγήσει γιατί θα εισβάλει.
Οι Ρώσοι δείχνουν να μην πιστεύουν πως μια εισβολή είναι στα σκαριά και υπάρχουν ελάχιστα σημάδια που να δείχνουν πως υποστηρίξουν μια τέτοια κίνηση -εφόσον η δική τους πλευρά είναι ο επιτιθέμενος. Αυτό δημιουργεί μια δεδομένη αδυναμία: εάν ο Πούτιν πραγματικά θέλει να εισβάλει, θα πρέπει να δώσει στον κόσμο μια αποτελεσματική παραίσθηση πριν κινήσει τις διαδικασίες. Κάποια που θα επιτρέπει στους Ρώσους να σκεφτούν πως συμβαίνει κάτι άλλο -πέραν του πολέμου της εχθρότητας”.
Ίσως η κινητοποίηση (και όχι η εισβολή) να εξυπηρετεί τον αποπροσανατολισμό μας
“Κανείς δεν ξέρει τι θα κάνει πραγματικά ο Πούτιν. Ή γιατί θα το κάνει. Ενδεχομένως να έχει χαθεί στον προσωπικό του μύθο της επανένωσης της Ρωσίας με την Ουκρανία και να φαντάζεται πως πραγματικά θα κερδίσει την αθανασία, εάν εισβάλει στους γείτονες με τη λογική ότι είναι αδέλφια των Ρώσων -και άρα χρειάζονται μια δυνατή υπενθύμιση αυτής της αδελφότητας.
Ο οποιοσδήποτε μπορεί να φανταστεί πως αυτή η συντριπτική αφέλεια ταιριάζει απόλυτα σε μια καριέρα γεμάτη από προκλήσεις. Ό,τι και αν γίνει, η συνήθεια της πρόκλησης μπορεί να κάνει πιο δύσκολη την προσπάθεια του Πούτιν να ‘διαβάσει’ τον έξω κόσμο. Επειδή ζείτε σε ένα σπίτι γεμάτο με καθρέφτες, δεν σημαίνει πως μπορείτε να βρείτε την έξοδο.
Ανεξάρτητα από το αν θα γίνει ή όχι πόλεμος, οι Αμερικανοί υποχρεούνται να θυμούνται πως η πρόκληση είναι κομμάτι αυτού που συμβαίνει και ότι οι προκλήσεις έχουν διάφορα επίπεδα. Η Κυβέρνηση Μπάιντεν αντιστάθηκε στο πιο προφανές, που ήταν να το να κάνει υποχωρήσεις, υπό το βάρος της ψυχολογικής πίεσης. Είχε και άνευ προηγουμένου επιτυχία στο να υποδείξει τα ρωσικά σενάρια πρόκλησης στο Ντόνμπας και έτσι να κάνει δυσκολότερη την αποτελεσματικότητα τους.
Αυτό στέρησε από τους Ρώσους το τακτικό πλεονέκτημα και τις οδούς που θα χρησιμοποιούσαν για προπαγάνδα. Η δημιουργικότητα και η ιστορική επίγνωση της Κυβέρνησης Μπάιντεν έχει κάνει τον πόλεμο πιο δαπανηρό για τη Ρωσία. Φυσικά, ενδεχομένως να υπάρχει ένα άλλο επίπεδο που πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν: πως η κινητοποίηση (και όχι η εισβολή) έχει ως στόχο να αποσπάσει την προσοχή μας, από κάτι άλλο”.