ΑΙΜΟΣΤΑΓΕΙΣ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ ΠΟΥ ΕΓΙΝΑΝ ΑΓΙΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Σκότωσαν τους γονείς τους και τα αδέρφια τους αλλά σήμερα βρίσκονται στον Παράδεισο.
Θεωρητικά οι άγιοι είναι οι καλύτεροι των καλύτερων, η αφρόκρεμα των ενάρετων, ο κολοφώνας της ανθρώπινης καλοσύνης. Ωστόσο, έχουν υπάρξει και κάποιες εξαιρέσεις, άνθρωποι που μέχρι τουλάχιστον να πιστέψουν στον Κύριο, είχαν κάνει κάποιες όχι και τόσο καλές πράξεις. Όπως κάποιες δολοφονίες για παράδειγμα.
Ακολουθούν μόνο μερικοί απ’ αυτούς:
Ο Άγιος Ιουλιανός σκότωσε τους γονείς του
Μερικοί από τους αρχαιότερους αγίους της καθολικής εκκλησίας ακροβατούν πάνω σε αυτό το παράξενο σκοινί μεταξύ ιστορίας και θρύλου, και κάτι τέτοιο φαίνεται ότι συμβαίνει και με τον Άγιο Ιουλιανό. Θεωρείται ο προστάτης των ταξιδιωτών και στον καθολικό κόσμο είναι πολύ δημοφιλής μία ιστορία σύμφωνα με την οποία ένα βράδυ βρήκε μπροστά του έναν λεπρό που είχε καταρρεύσει μέσα στο χιόνι. Αφού τον σήκωσε και τον μετέφερε στο κρεβάτι του, άκουσε τον Θεό να του λέει ότι συγχωρέθηκε.
Αλλά από τι; Τι ήταν αυτό που του συγχώρεσε; Μα τη δολοφονία των γονιών του.
Η ιστορία του μοιάζει αρκετά με αυτήν του Οιδίποδα. Σύμφωνα το σάιτ του Πανεπιστημίου του Ρότσεστερ, ο Ιουλιανός ήταν ένα αγόρι, καταραμένο και προορισμένο απ’ τη μοίρα, να σκοτώσει μια μέρα τους γονείς του. Έτσι, θεώρησε ότι φεύγοντας απ’ την πατρίδα του θα απέτρεπε κάτι τέτοιο και γι’ αυτό συνέχισε τη ζωή του σε έναν ξένο τόπο, όπου μεγάλωσε και απέκτησε τη δική του οικογένεια.
Οι γονείς του όμως δεν σταμάτησαν ποτέ να τον αναζητούν και τελικά κατάφεραν να βρουν το σπίτι του. Ο Ιουλιανός έλειπε, αλλά η γυναίκα του ήταν εκεί και τους υποδέχτηκε. Σύντομα, μετά τις περιποιήσεις της έπεσαν να κοιμηθούν στο κρεβάτι των οικοδεσποτών τους. Όταν ο Ιουλιανός επέστρεψε, κατέληξε αμέσως στο συμπέρασμα ότι οι δύο φιγούρες που κοιμούνταν κάτω απ’ τις κουβέρτες στο κρεβάτι του ήταν η γυναίκα του και ο εραστής της. Μόνο αφού τους σκότωσε, κατάλαβε το λάθος του, ότι δηλαδή εκπλήρωσε την προφητεία απ’ την οποία ολόκληρη τη ζωή του έτρεχε για να ξεφύγει.
Ο Άγιος Βλαδίμηρος σκότωσε τον αδερφό του
Όταν ο Μέγας Πρίγκιπας του Κιέβου, Σβιάτοσλαβ Ιγκόρεβιτς πέθανε το 977, άφησε πίσω του τρεις γιους: τον Όλεγκ, τον Γιαροπόλκ και τον Βλαδίμηρο. Όσο οι δύο μεγαλύτεροι πολεμούσαν για το στέμμα, ο Βλαδίμηρος έφυγε για τη Νορβηγία όπου και συγκέντρωσε αρκετό στρατό ώστε να επιστρέψει στη χώρα του και να διεκδικήσει τον θρόνο για τον εαυτό του. Πάνω του βρήκε τον Γιαροπόλκ να στρογγυλοκάθεται, καθώς λίγο καιρό πριν είχε βγει νικητής απ’ αυτήν την πρώτη αδελφοκτόνο διαμάχη.
Επιτέθηκε στον αδερφό του με όλη του τη στρατιωτική δύναμη και όταν έφτασε στο προπύργιο του, πρώτα τον σκότωσε και μετά ανάγκασε τη χήρα του να γίνει μια από τις παλλακίδες του, αφού πρώτα τη βίασε. Και αξίζει να σημειωθεί ότι ήταν μόνο μία από τις πολλές παλλακίδες, καθώς πιστεύεται ότι είχε περίπου 800 -χώρια από τις επίσημες συζύγους του.
Πώς στο καλό, λοιπόν, κατάφερε κι έγινε άγιος ένας τέτοιος άνθρωπος; Και αξίζει να αναφέρουμε ότι δεν είναι ένας οποιοσδήποτε άγιος: είναι ο Άγιος Μέγας Πρίγκιπας Βλαντιμίρ, ισαπόστολος και προστάτης της Ουκρανίας και της Ρωσίας.
Ο Βλαδίμηρος ήταν αποφασισμένος να ενώσει το βασίλειό του και αποφάσισε ότι η θρησκεία ήταν ο τρόπος για να εδραιώσει την κυριαρχία του. Οι πρώτες του προσπάθειές ήταν γύρω απ’ το σκεπτικό να πάρει τις παγανιστικές θεότητες διαφόρων φυλών και να τις μετατρέψει σε ένα είδος εθνικής παγανιστικής θρησκείας, βάζοντας στην κορυφή έναν θεό του κεραυνού ονόματι Πέρουν. Όταν είδε όμως ότι αυτό δεν λειτούργησε, αποφάσισε να δοκιμάσει ακριβώς την ίδια συνταγή αλλά με μια άλλη πιο νέα και πρωτοποριακή θρησκεία: τον χριστιανισμό.
Αφού βαφτίστηκε το 988, ξεκίνησε μια εκστρατεία “αναγκαστικού προσυλητισμού”, έχτισε εκκλησίες και προσπάθησε να εξαφανίσει κάθε ίχνος ειδωλολατρικής λατρείας. Τα κατάφερε και όλα αυτά τα επιτεύγματα θεωρήθηκαν ως “ατράνταχτη απόδειξη” της συγχώρεσης του από τον Θεό. Και κάπως έτσι άνοιξε ο δρόμος για να ανακηρυχθεί και άγιος.
Όσιος Μωυσής ο Αιθίοπας
Ο Μωυσής έζησε τον 4ο αιώνα και σύμφωνα με τον Παλλάδιο που έγραψε τη βιογραφία του, ξεκίνησε ως σκλάβος στο σπίτι ενός κυβερνητικού αξιωματούχου. “Ο αφέντης του τον έδιωξε λόγω της ανηθικότητας και της ληστειών που έκανε”, γράφει ο Παλλάδιος. “Λέγεται ότι έφτασε στο σημείο ακόμη και να δολοφονήσει”.
Αλλά και στον δρόμο όταν βρέθηκε, ο Μωυσής δεν άλλαξε συνήθειες. Αντίθετα, εντάχθηκε σε μια συμμορία που τρομοκρατούσε ολόκληρη την περιοχή της Αιθιοπίας, δολοφονώντας και ληστεύοντας. Όταν μία μέρα ένα από τα δόλια σχέδια του έμεινε στη μέση εξαιτίας της παρέμβασης ενός βοσκού, ο Μωυσής αποφάσισε να πάρει εκδίκησή. Αναζήτησε τον άνδρα αλλά αντ’ αυτού, βρήκε στις ερημιές που τριγυρνούσε ένα μοναστήρι ή μάλλον πιο σωστά, μία σκήτη.
Ενθουσιασμένος με τη ζωή των μοναχών που γνώρισε εκεί, μετανόησε και επέμενε να του επιτρέψουν να μείνει μαζί τους. Εκείνοι τον καλωσόρισαν στις τάξεις τους, και όταν αργότερα η δολοφονική του συμμορία τον εντόπισε, προσηλύτισε και αυτούς, πείθωντάς τους να γίνουν και οι ίδιοι μοναχοί. Έζησαν στο μοναστήρι για πολλά χρόνια, μέχρι τη μέρα που ο 75χρονος πλέον Μωυσής θα έβρισκε τον θάνατο απ’ το μαχαίρι ενός ληστή.
Γνωρίζοντας ότι ερχόταν εναντίον τους μία ομάδα δολοφόνων και κλεφτών, σαν αυτή που κάποτε είχε ηγηθεί και ο ίδιος, ζήτησε από τους μαθητές του να φύγουν μακριά, για να τους σώσει από την επίθεση. Εκείνοι δεν τον άκουσαν, παρέμειναν και κατά την επίθεση των ληστών δολοφονήθηκαν μαζί του.
Ή όπως το περιγράφει το ekklisiaonline.gr “όταν ήρθαν οι βάρβαροι φόνευσαν με ξίφος τον Μωυσή και τους άλλους έξι. Κατόπιν άρπαξαν ότι τους χρειαζόταν και έφυγαν. Τότε ο ένας, πού έμεινε κρυμμένος, είδε επτά στεφάνια, πού έπεσαν από τον ουρανό και στεφάνωσαν τους Μάρτυρες Οσίους”.
Οι εκτελέσεις του Άγιου Όλαφ
Το “Όλαφ” είναι ένα αρκετά τυπικό όνομα για έναν Βίκινγκ, οπότε ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι και ας μιλήσουμε για τον Όλαφ Β΄ της Νορβηγίας ή αλλιώς Όλαφ Χάραλντσον. Έζησε από το 995 έως το 1030, και εκτός από άγιος, ήταν και ο βασιλιάς της Νορβηγίας, αυτός που πιστώθηκε με τη μεταστροφή του έθνους στον χριστιανισμό, σύμφωνα με την Britannica.
Ήταν επίσης ένας ευρέως μισητός και άγρια αιμοδιψής Βίκινγκ.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Χριστιανικής Ιστορίας, ο Όλαφ έκανε το ντεμπούτο του σε επιδρομές και λεηλασίες όταν ήταν μόλις 12 ετών. Αγαπημένοι στόχοι ήταν η Ολλανδία και η Αγγλία, κάνοντας παράλληλα ξεκάθαρη και τη γνώμη που είχε για τις θρησκείες γενικώς. Για παράδειγμα, όταν αυτός και οι άνδρες του χτύπησαν το Καντέρμπουρι το 1009, σκότωσε τον αρχιεπίσκοπο.
Ωστόσο, όπως πολύ συχνά συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, ο Όλαφ είδε ένα όραμα που τον άλλαξε για πάντα.
Εκεί που είχε βάλει στο μάτι την Ιερουσαλήμ, τελικά αποφάσισε να επιστρέψει από τη Νορμανδία στη Νορβηγία, και να ανακηρυχτεί βασιλιάς κερδίζοντας την υποστήριξη των πέντε τοπικών βασιλέων και νικώντας στη μάχη του Νέσζαρ (1016) τον άλλο διεκδικητή του νορβηγικού θρόνου, κόμη Σβεν.
Τότε ήταν που ανακοίνωσε ότι επρόκειτο να βοηθήσει τους ειδωλολάτρες να βρουν το μονοπάτι προς τη σωτηρία μέσω του χριστιανισμού. Κι ενώ έκανε κάποια καλά πράγματα όπως το να χτίζει εκκλησίες, απ’ την άλλη δεν δίσταζε να εκτελεί εκείνους που ακόμη τηρούσαν τις παλιές παγανιστικές γιορτές τους.
Οι εξ αναγκασμού προσηλυτισμοί του τον έκαναν απίστευτα αντιδημοφιλή και αφού έχασε τον έλεγχο της χώρας, πέθανε το 1030, κατά τη διάρκεια μιας προσπάθειας να ανακτήσει τον θρόνο του. Ωστόσο, ο χριστιανισμός είχε τόσο στέρεα θεμέλια πια στη χώρα, ώστε ανακηρύχθηκε άγιος μόλις ένα χρόνο αφότου σκοτώθηκε -ή, όπως λέει η εκκλησία, “αφότου μαρτύρησε στα χέρια των απίστων”.