ΑΛΕΚΟΣ ΠΑΝΑΓΟΥΛΗΣ, ΕΝΑ ΣΥΜΒΟΛΟ ΠΟΥ ΔΕ ΛΥΓΙΣΕ ΠΟΤΕ
Η πιο ριψοκίνδυνη αντιδικτατορική πράξη, το πρώτο μεγάλο σύνθημα της μεταπολίτευσης. Ένα μικρό πορτρέτο του Αλέκου Παναγούλη, 83 χρόνια μετά τη γέννησή του (2/7/1939). Λιποτάκτης, επίδοξος τυραννοκτόνος, ποιητής, βουλευτής, ασυμβίβαστος. Ο Παπαδόπουλος, ο Θεοφιλογιαννάκος, ο Αβέρωφ, η Φαλάτσι, ο μυστηριώδης θάνατος.
Αδιαπραγμάτευτος αγωνιστής, ανυποχώρητος υπερασπιστής της δημοκρατίας, μελαγχολικός – σπάνιας ευαισθησίας – ποιητής, αλλά και προικισμένος με καρδιά και ψυχή σφυρηλατημένες από ατσάλι, αδιάλλακτος στα πιστεύω του, συνεπής στις αρχές του, γενναίος στα βασανιστήρια, ασυμβίβαστος στην πολιτική, “ωραίος σαν μύθος”, αυτός ήταν ο Αλέκος Παναγούλης, ένα σύμβολο αντίστασης, ένα σύνθημα ελπίδας, ένας ήλιος στα σκοτάδια, μια παντοτινή δέσμευση, ένας ήρωας από εκείνους που έχει ανάγκη κάθε γενιά για να κρατηθεί στα δύσκολα και να μη λιποψυχήσει.
Σήμερα, 83 χρόνια μετά τη γέννησή του (2/7/1939), το Magazine αφιερώνει μερικές γραμμές στη ζωή του, την πορεία, τον θάνατο και την παρακαταθήκη του, με την ελπίδα το παράδειγμά του να μείνει ζωντανό, να μην ξεχαστεί και να συνεχίσει να εμπνέει. “Ο Παναγούλης ζει”. Αυτό βροντοφώναξαν πριν 46 χρόνια οι εκατοντάδες χιλιάδες απλοί άνθρωποι την ημέρα της κηδείας του, που εξελίχθηκε σε μαζικό συλλαλητήριο διαμαρτυρίας στους δρόμους της Αθήνας, θέλοντας να τιμήσουν αυτόν για τον οποίο ο χουντικός Δ. Ιωαννίδης είχε πει, απευθυνόμενος στον βασανιστή Θεοφιλογιαννάκο: “Φαίνεται δεν έμαθες ακόμα πως ένας στους εκατό χιλιάδες δε μιλάει κι αυτή είναι η περίπτωσή του”.
ΕΝΩΣΗ ΚΕΝΤΡΟΥ, ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ, ΦΑΝΤΑΡΟΣ, ΛΙΠΟΤΑΚΤΗΣ
Ο Παναγούλης γεννήθηκε στη Γλυφάδα, έχοντας καταγωγή από την Ηλεία (από τη μεριά του πατέρα του, που ήταν αξιωματικός του ελληνικού στρατού) και από τη Λευκάδα (από τη μεριά της μητέρας του). Από νεαρή ηλικία πολιτικοποιημένος και συνειδητοποιημένος δημοκράτης, ακολούθησε την Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου και εντάχθηκε στη νεολαία του κόμματος (ΟΝΕΚ). Όταν τελείωσε το σχολείο, φοίτησε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στο τμήμα Μηχανολόγων-Ηλεκτρολόγων και στη συνέχεια έκανε τη στρατιωτική του θητεία.
Εκεί τον βρήκε το πραξικόπημα των συνταγματαρχών την 21η Απριλίου του 1967, φαντάρο στο 85ο Σύνταγμα πεζικού, στη Βέροια. Πολύ γρήγορα λιποτάκτησε και ίδρυσε την οργάνωση “Εθνική Αντίσταση”, καθώς και το μαχητικό της τμήμα, ΛΑΟΣ (Λαϊκός Αντιστασιακός Οργανισμός Σαμποτάζ). Στη συνέχεια κατέφυγε στην Κύπρο, όπου ήρθε σε επαφή με πολιτικούς παράγοντες του νησιού, επιδιώκοντας τη βοήθεια και τη στήριξή τους στην αντίσταση κατά της χούντας, ενώ παράλληλα κατέστρωσε σχέδια δράσης, τα οποία σκόπευε να εφαρμόσει μόλις επέστρεφε στην Ελλάδα.
Η ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Μετά από λίγους μήνες, γύρισε κρυφά στην Αθήνα και με στενούς συνεργάτες του, άρχισε να σχεδιάζει τη δολοφονία του Γεώργιου Παπαδόπουλου. Όλα ετοιμάστηκαν για το πρωί της 13ης Αυγούστου του 1968, στην παραλιακή λεωφόρο Σουνίου και συγκεκριμένα στο 31ο χιλιόμετρο, στην καθημερινή διαδρομή που έκαναν ο δικτάτορας και η συνοδεία του από τη θερινή του κατοικία στο Λαγονήσι προς την πρωτεύουσα. Προπορεύονταν δυο μοτοσικλέτες, ακολουθούσε το αυτοκίνητο του Παπαδόπουλου και την πομπή έκλεινε το αυτοκίνητο με τους ασφαλίτες.
Το σημείο είχε παγιδευτεί με εκρηκτικά, ο Παναγούλης πήρε θέση πίσω από κάτι βράχια κοντά στη θάλασσα, για να πυροδοτήσει τον μηχανισμό, όμως αναγκάστηκε να αλλάξει θέση, επειδή το καλώδιο είχε μπερδευτεί και δεν έφτανε μέχρι εκεί που βρισκόταν κρυμμένος. Από το καινούργιο σημείο δεν είχε καλή ορατότητα, έτσι, όταν πέρασε η φάλαγγα, πάτησε το κουμπί ένα δευτερόλεπτο πιο αργά από ό,τι έπρεπε και το αυτοκίνητο του Παπαδόπουλου πέρασε αλώβητο από την παγίδα. Η απόπειρα είχε αποτύχει και τα χειρότερα έρχονταν για τον εμπνευστή της, ο οποίος συνελήφθη λίγα λεπτά αργότερα από τους χωροφύλακες που είχαν αποκλείσει την περιοχή.
Το αρχικό σχέδιο δεν είχε λειτουργήσει. Υποτίθεται ότι σύντροφοι του Παναγούλη θα έριχναν χιλιάδες λυγισμένα καρφιά σε διάφορα σημεία της Αθήνας, που θα οδηγούσαν σε εκατοντάδες ακινητοποιημένα – λόγω σκασμένων ελαστικών – αυτοκίνητα δημιουργώντας κυκλοφοριακό χάος στους δρόμους, κάποιοι άλλοι θα πέταγαν εμπρηστικές βόμβες μολότοφ στον Λυκαβηττό, στου Φιλοπάππου, στο Πεδίο του Άρεως και στον Εθνικό Κήπο, που θα προκαλούσαν πυρκαγιές, με την Πυροσβεστική να αδυνατεί να φτάσει σε αυτές και την αστυνομία να υποχρεώνεται να ρίξει όλες τις δυνάμεις της εκεί, διευκολύνοντας έτσι τον Παναγούλη στη διαφυγή του.
Τίποτα όμως από όλα αυτά δε συνέβη, αφού όλοι δίστασαν την τελευταία στιγμή. Ακόμα και η βενζινάκατος που τον περίμενε σε έναν διπλανό ορμίσκο, έφυγε αμέσως μετά την έκρηξη, πριν προλάβει να πάει εκεί ο Παναγούλης. Ο οποίος πάντως δεν είπε ούτε λέξη κατά τη σύλληψή του, η ταυτότητά του έγινε γνωστή δυο μέρες μετά, όμως εκείνο που είχε κάνει περισσότερο έξαλλο τον Παπαδόπουλο, ήταν ότι τα εκρηκτικά που είχαν χρησιμοποιηθεί στην απόπειρα, είχαν φτάσει στην Ελλάδα μέσα σε διπλωματικούς σάκους του Υπουργείου Εξωτερικών.
ΤΑ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΟΓΙΑΝΝΑΚΟΥ
Ο παρά λίγο “τυραννοκτόνος” οδηγήθηκε αμέσως στην ΕΣΑ και την ανάκρισή του ανέλαβε ένας από τους πιο σκληρούς βασανιστές του καθεστώτος, ο ταγματάρχης Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος, διαβόητος για τις μεθόδους του. Ο λόγος στον ίδιο τον Παναγούλη: “Από την πρώτη στιγμή, ενώ είχα τα χέρια δεμένα πίσω, άρχισε να μου κάνει εγκαύματα με το τσιγάρο του, να μου τραβάει τα μαλλιά και να μου χτυπάει το κεφάλι ωρυόμενος. Η ανάκριση άρχισε κλιμακούμενη από της περιοχής των γρονθοκοπημάτων, της φάλαγγας και των ραβδισμάτων, μέχρι και της περιοχής των σεξουαλικών βασανιστηρίων”.
Ο Θεοφιλογιαννάκος τον χτυπούσε κατ’ επανάληψη σε όλο το κορμί με ένα καλώδιο, ενώ ήταν μπροστά όταν άλλοι δυο, επίσης διαβόητοι βασανιστές, ο Μάλλιος και ο Μπάμπαλης, του είχαν περάσει σιδερένια βελόνα στην ουρήθρα, θερμαίνοντάς τη για να προκαλέσουν ακόμα περισσότερο πόνο. Ο Παναγούλης μεταφέρθηκε λίγες μέρες μετά στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο, σε κωματώδη κατάσταση (λόγω της άρνησής του να πάρει τροφή), αλυσοδεμένος στο κρεβάτι του. Το προανακριτικό πόρισμα του Θεοφιλογιαννάκου συντάχθηκε στις αρχές Οκτωβρίου και δόθηκε στη δημοσιότητα στις 20 Οκτωβρίου του 1968.
Η ΔΙΚΗ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΣΕ ΘΑΝΑΤΟ
Λίγες μέρες μετά, στις 4 Νοεμβρίου, ξεκίνησε η δίκη του Παναγούλη και 14 ακόμα μελών της οργάνωσης που είχαν εν τω μεταξύ συλληφθεί, από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών. Εκεί ο βασικός κατηγορούμενος, φανερά καταπονημένος από τα βασανιστήρια, αρνήθηκε να κατονομάσει οποιονδήποτε συνεργό του και ανέλαβε την ευθύνη της δολοφονικής απόπειρας εξ ολοκλήρου. Η απόφαση του δικαστηρίου ανακοινώθηκε στις 17 Νοεμβρίου. Ο Παναγούλης καταδικάστηκε δις εις θάνατο, ενώ βαριές ποινές έπεσαν και στους περισσότερους από τους υπόλοιπους κατηγορούμενους (τρεις από αυτούς αθωώθηκαν).
Ο Λευτέρης Βερυβάκης (μετέπειτα βουλευτής και υπουργός των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ) καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά, ενώ ένα ακόμα μετέπειτα στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, ο Στάθης Γιώτας, έλαβε ποινή δεκαετούς κάθειρξης. Ο Γάλλος Ντενί Λανγλουά, εκπρόσωπος της Διεθνούς Ομοσπονδίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που ήταν παρών στη δίκη ως παρατηρητής, είχε δηλώσει για την απόφαση του δικαστηρίου: “Πρόκειται για μια αληθινή πολιτική δολοφονία, που προορίζεται να συγκαλύψει την αδυναμία ενός καθεστώτος, το οποίο τίθεται πλήρως υπό αμφισβήτηση από τις επαναστατικές αντιδράσεις του ελληνικού λαού”.
Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ Η ΚΟΛΑΣΗ ΤΟΥ ΜΠΟΓΙΑΤΙΟΥ
Η εκτέλεση έπρεπε να πραγματοποιηθεί εντός 72 ωρών, εκτός και αν δινόταν χάρη, όμως, παρά τις πιέσεις του δικηγόρου του, ο Παναγούλης είχε αρνηθεί κατηγορηματικά να υποβάλλει τέτοιο αίτημα. Τελικά η θανατική ποινή δεν εκτελέστηκε, λόγω της πρωτοφανούς κινητοποίησης της διεθνούς κοινής γνώμης και της παγκόσμιας κατακραυγής κατά των συνταγματαρχών, που εκφράστηκε μέσα από λαϊκά συλλαλητήρια διαμαρτυρίας, παρεμβάσεις από κόμματα και οργανώσεις, διαβήματα από κυβερνήσεις και δημόσιες εκκλήσεις προσωπικοτήτων όπως ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Ου Θαντ και ο Πάπας Παύλος ο 6ος.
Ο Παναγούλης μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αίγινας και από εκεί στις φυλακές Μπογιατίου (ο σημερινός Άγιος Στέφανος Αττικής), χωρίς να θεωρείται πλέον μελλοθάνατος, αλλά με τα βασανιστήρια να συνεχίζονται σε καθημερινή βάση. Λίγους μήνες αργότερα, γνώρισε τον Γιώργο Μωράκη, έναν νεοφερμένο φαντάρο στη φυλακή, ο οποίος τον βοήθησε να πραγματοποιήσει την πρώτη του απόδραση τον Ιούνιο του 1969. Ο Παναγούλης βρήκε καταφύγιο στο σπίτι του πρώην συντρόφου του, Τάκη Πατίτσα, όμως εκείνος τον πρόδωσε στην αστυνομία (εισέπραξε 500.000 δραχμές), η οποία τον συνέλαβε, οδηγώντας τον και πάλι στο Μπογιάτι.
ΟΙ ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΑ “ΜΑΤΩΜΕΝΑ” ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Εκεί ο Παναγούλης δε σταμάτησε στιγμή να σκέφτεται μια νέα απόδραση και ξεκίνησε μια απεργία πείνας, ζητώντας την τοποθέτηση μιας λεκάνης με καζανάκι στο κελί του. Ο νέος διευθυντής των φυλακών, Νικόλαος Ζαχαράκης, που δεν ήθελε να χρεωθεί τον θάνατο ενός τόσο σημαντικού κρατούμενου, έκανε δεκτό το αίτημά του και τότε ο Παναγούλης άρχισε να σκάβει τον διαβρωμένο από την υγρασία τοίχο με ένα κουτάλι, ενώ εξαφάνισε τους σοβάδες και τα χώματα, πετώντας τα στη λεκάνη και τραβώντας το καζανάκι.
Στις 18 Νοεμβρίου κατάφερε να ανοίξει τρύπα στον τοίχο, όμως μόλις βγήκε έξω, είδε τον Ζαχαράκη μαζί με φύλακες να τον περιμένουν. Επιστροφή στο κελί με ανελέητο ξύλο. Τον Φεβρουάριο του 1970 τον μετέφεραν στην απομόνωση, σε ειδικά διαμορφωμένο κελί, διαστάσεων 3 επί 1,5 μ., με το μισό από αυτό να βρίσκεται μέσα στη γη, σαν τάφος. Δυο μήνες αργότερα, στις 9 Απριλίου του 1970, το αχυρένιο του στρώμα έπιασε φωτιά (θεωρήθηκε δολοφονική απόπειρα κατά της ζωής του), τον απεγκλώβισαν, αρνούμενοι όμως αρχικά να τον πάνε στο νοσοκομείο, ο ίδιος έπεσε σε κώμα, οι γιατροί έδωσαν αγώνα για να πείσουν τους δεσμοφύλακες να τον μεταφέρουν για νοσηλεία και τελικά επέζησε από θαύμα, αφού στο αίμα του βρήκαν 92% διοξείδιο του άνθρακα.
Οι προσπάθειες για να δραπετεύσει δε σταμάτησαν, η μόνη του διέξοδος ήταν τα ποιήματα. Συνέχισε να γράφει ακόμα και όταν του πήραν κάθε γραφική ύλη, μολύβι έγινε το αίμα του και χαρτί οι τοίχοι του κελιού: “Πάλης ξεκίνημα, νέοι αγώνες, οδηγοί της ελπίδας οι πρώτοι νεκροί. Όχι άλλα δάκρυα, κλείσαν οι τάφοι, λευτεριάς λίπασμα οι πρώτοι νεκροί” (μελοποιήθηκε και ηχογραφήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη το 1971 στο Λονδίνο). Μετά το Μπογιάτι, μεταφέρθηκε στο Κέντρο Εκπαίδευσης Στρατιωτικής Αστυνομίας (ΚΕΣΑ) στο Γουδί, όπου για έξι μήνες δεν τον άφησαν να προαυλιστεί ούτε μια φορά.
Εκεί γνώρισε τον δεκανέα Δημήτρη Στάικο και τον έπεισε να τον βοηθήσει να αποδράσει. Το σχέδιο ήταν περίπλοκο και δύσκολο, όμως ο Παναγούλης θα είχε και βοήθεια από φίλους του εκτός της φυλακής. Τη νύχτα της 30ης Αυγούστου του 1971, δυο αυτοκίνητα περίμεναν έξω από το ΚΕΣΑ και στη λεωφόρο Μεσογείων για να παραλάβουν τον Παναγούλη, όμως ο Στάικος ενημέρωσε την αστυνομία και συνελήφθησαν όλοι. Ένα μήνα μετά, δικάστηκαν στο Στρατοδικείο Αθηνάν, το οποίο επέβαλλε ποινές φυλάκισης στην Αμαλία Φλέμινγκ (16 μήνες), στον Κων/νο Ανδρουτσόπουλο (15 μήνες), στην Αθηνά Ψυχογιού (14 μήνες), στον Κων/νο Μπεφάκο (13 μήνες) και στον Τζον Σκέλτον (7 μήνες με αναστολή).
Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΡΙΑΝΑ ΦΑΛΑΤΣΙ
Τελικά, τον Αύγουστο του 1973, ο Παναγούλης αφέθηκε ελεύθερος, λόγω της γενικής αμνηστείας που δόθηκε στους πολιτικούς κρατούμενους από τη χούντα, σε μια προσπάθεια εικονικής φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος. Λίγο μετά, είχε μια συνάντηση στην Αθήνα, η οποία σημάδεψε την υπόλοιπη ζωή του. Η Ιταλίδα δημοσιογράφος Οριάνα Φαλάτσι, είχε κάνει τα αδύνατα δυνατά για να εξασφαλίσει μια συνέντευξη μαζί του και τελικά τα κατάφερε. Εκείνη η πρώτη τους επαφή ήταν καθοριστική και για τους δυο τους, ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα ο ένας τον άλλο και ξεκίνησαν μια σχέση που τη σταμάτησε μόνο ο θάνατος.
Τη συνάντησή τους περιέγραψε με υπέροχο τρόπο, η ίδια η Φαλάτσι, στο βιβλίο της “Ένας άνδρας” (Un uomo), που κυκλοφόρησε το 1979: “Σε περίμενα. Έλα. Με πήρες απ’ το χέρι, με τράβηξες μακριά από το πλήθος, με οδήγησες, περνώντας από τον διάδρομο, σ’ ένα δωμάτιο με μια ντουλάπα που είχε μετατραπεί σε εικονοστάσι. Εικόνες του Χριστού, της Παναγίας, των αγίων και αναμμένα κεριά, λιβανιστήρια, λειτουργικά βιβλία. Στην απέναντι γωνία ένα κρεβάτι καλυμμένο με ελληνικά βιβλία. Πάνω στα βιβλία μια μεγάλη ανθοδέσμη με κόκκινα τριαντάφυλλα. Την πήρες, χαρούμενος, μου την έδωσες: Για σένα. Για μένα; Ναι, για σένα”.
ΑΥΤΟΕΞΟΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚ-ΝΔ
Ήταν σε εκείνη τη συνέντευξη που ο Παναγούλης είπε στην Φαλάτσι την περίφημη φράση του: “Δεν επεδίωξα να σκοτώσω. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω άνθρωπο. Επεδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο”. Λίγο μετά, αναχώρησαν μαζί από την Ελλάδα και κατέληξαν στην πατρίδα της Φαλάτσι, τη Φλωρεντία, όπου ο Παναγούλης, πιστός στον σκοπό του, άρχισε να οργανώνει ομάδες αντίστασης κατά των συνταγματαρχών. Το Πολυτεχνείο είχε ήδη διαλύσει τα θεμέλια της χούντας και η οριστική πτώση της το καλοκαίρι του 1974, βρήκε τον Παναγούλη να επιστρέφει στην Ελλάδα.
Αμέσως ανασύστησε την ΕΔΗΝ (Ελληνική Δημοκρατική Νεολαία), την οποίας υπήρξε αρχηγός μέχρι τον θάνατό του. Στις πρώτες εκλογές της μεταπολίτευσης, στις 17 Νοεμβρίου του 1974, ο Παναγούλης εξελέγη βουλευτής στη Β’ Αθηνών, με την Ένωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις (ΕΚ-ΝΔ), θέτοντας ως πρωταρχικό του στόχο την αποκάλυψη όσων πολιτικών είχαν συνεργαστεί με τη χούντα και την απομόνωσή τους από το πολιτικό σκηνικό. Οι έρευνές του και οι δημόσιες καταγγελίες του, τον έφεραν σε ρήξη με το κόμμα του, αφού υποστήριζε πως είχε αδιάσειστες αποδείξεις για τη συνεργασία του Δημήτρη Τσάτσου (επίσης βουλευτή της ΕΚ-ΝΔ) με το καθεστώς των συνταγματαρχών.
ΤΟ “ΑΜΑΡΤΩΛΟ” ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ ΕΑΤ-ΕΣΑ
Αρνούμενος να συνυπάρξει στον ίδιο πολιτικό χώρο με τον “προδότη”, όπως τον αποκαλούσε, παραιτήθηκε από την Ένωση Κέντρου, παραμένοντας στη Βουλή ως ανεξάρτητος βουλευτής. Επέμεινε στις καταγγελίες του και ήρθε σε ανοιχτή αντιπαράθεση, τόσο με τον Δ. Τσάτσο, όσο και με τον Ευάγγελο Αβέρωφ, τότε υπουργό Εθνικής Άμυνας. Δέχτηκε πολλές απειλές για τη ζωή του, άγνωστοι διέρρηξαν κατ’ επανάληψη το γραφείο του, ενώ δεν έλειψαν και οι πολιτικές πιέσεις ώστε να σταματήσει τις απειλές του περί δημοσίευσης των αποτελεσμάτων των ερευνών του. Όμως ο ίδιος είχε δεσμευτεί για ουσιαστική και σε βάθος κάθαρση της δημοκρατίας.
Ο Παναγούλης, συνεχίζοντας να ψάχνει, πήρε στα χέρια του μέρος του αρχείου της ΕΑΤ-ΕΣΑ (του Ειδικού Ανακριτικού Τμήματος της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας) και αποφάσισε να το δημοσιεύσει σε εφημερίδες από τις 19 Απριλίου του 1976. Μέσα στο αρχείο υπήρχαν κατάλογοι αντιστασιακών, εκθέσεις και αναφορές της αστυνομίας και διάφορα άλλα έγγραφα που ενοχοποιούσαν πολιτικούς, οι οποίοι είχαν συνεργαστεί με τη χούντα. Λίγες μέρες μετά το ξεκίνημα των δημοσιεύσεων αυτών στον ημερήσιο Τύπο, ο στρατιωτικός εισαγγελέας, Μιχάλης Ζούβελος, διέταξε τη διακοπή τους, ώστε να ελεγχθεί η εγκυρότητά τους.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ ΤΟΥ 1976
Μετά την απαγόρευση, ο Παναγούλης κλιμάκωσε τις επιθέσεις του στον Αβέρωφ, τον οποίο θεωρούσε κύριο υπεύθυνο για την προσπάθεια απόκρυψης και συγκάλυψης της αλήθειας. Χωρίς να πτοηθεί από την απόφαση του Ζούβελου, ανακοίνωσε ότι πρόθεσή του ήταν, λίγες μέρες αργότερα, να παραδώσει όλα τα τεκμήρια που είχε στην κατοχή του στη Βουλή. Δεν πρόλαβε όμως, γιατί τον πρόλαβε ο θάνατος. Τα ξημερώματα της Πρωτομαγιάς του 1976, ο Παναγούλης οδηγούσε το Fiat Mirafiori – που του είχε κάνει δώρο η Φαλάτσι – στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης, με κατεύθυνση προς τη Γλυφάδα.
Πίσω του, σε κοντινή απόσταση, ακολουθούσαν – σύμφωνα με μάρτυρες – δυο ή τρία ακόμα αυτοκίνητα, τα οποία κινούνταν με μεγάλη ταχύτητα, όπως και ο ίδιος. Στο ύψος περίπου του Αγίου Δημητρίου (εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η στάση του μετρό με το όνομά του) έχασε τον έλεγχο του οχήματος, το οποίο ξέφυγε από την πορεία του και προσέκρουσε σε ένα υπόγειο κατάστημα (φανοποιείο). Ένας περαστικός ταξιτζής, μαζί με τον επιβάτη του, έσπευσαν να βοηθήσουν και βρήκαν τον Παναγούλη ετοιμοθάνατο στο πίσω μέρος του Fiat. Τον έβγαλαν από το διαλυμένο αμάξι, τον έβαλαν στο ταξί, αλλά στη διαδρομή προς το νοσοκομείο, ο Αλέκος Παναγούλης ήταν ήδη νεκρός, μόλις στα 36 του χρόνια.
ΔΥΣΤΥΧΗΜΑ Ή ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ;
Το σοκ από την είδηση του θανάτου του, ήταν μεγάλο σε όλη την Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό. Οι εφημερίδες κυκλοφόρησαν την επόμενη μέρα διχασμένες. Ο φιλοκυβερνητικός Τύπος μιλούσε για δυστύχημα, ο αντιπολιτευόμενος για πιθανή πολιτική δολοφονία. Ο εισαγγελέας Δημήτρης Τσεβάς, που ανέλαβε την έρευνα, είχε δηλώσει σχετικά: “Ερευνάται η υπόθεση προς πάσα κατεύθυνση και αφήνει μεγάλα λογικά περιθώρια στην πιθανότητα της εγκληματικής ενέργειας. Είναι περίεργο τροχαίο δυστύχημα. Τόσο περίεργο, ώστε να μην μπορεί κανείς να υποστηρίξει λογικά ότι είναι δυστύχημα”.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός, Κωνσταντίνος Καραμανλής, είχε δεσμευτεί για την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης, η αντιπολίτευση όμως παρουσιαζόταν πολύ επιφυλακτική, ζητώντας να μη μείνει η παραμικρή σκιά. Η πλειοψηφία του απλού κόσμου πίστευε πάντως ότι επρόκειτο για δολοφονία και το έδειξε με τη στάση του, λίγες μέρες μετά, στις 5 Μαΐου, στην κηδεία του εκλιπόντα, που μετατράπηκε σε μια παλλαϊκή συγκέντρωση διαμαρτυρίας, με κεντρικό σύνθημα το ιστορικό πλέον “ο Παναγούλης ζει”.
Εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες – τα ρεπορτάζ της εποχής μιλούσαν για ένα εκατομμύριο – κατέκλυσαν κάθε γωνιά της διαδρομής από τη Μητρόπολη στο Α’ Νεκροταφείο, διαδηλώνοντας την οργή τους για τον χαμό του Παναγούλη, αλλά και τα κατάλοιπα της χούντας, με συνθήματα όπως “Αβέρωφ φασίστα παραιτήσου”, “Έξω η ΣΙΑ”, “Έξω τώρα οι Αμερικάνοι” και “Ο λαός δεν ξεχνά, οργανώνεται, νικά”. Η Οριάνα Φαλάτσι που είχε φτάσει στην Αθήνα λίγες ώρες μετά τον θάνατο του αγαπημένου της, είχε πει συντετριμμένη, “τώρα που σκοτώθηκε ο Αλέκος, θα γεννηθώ εγώ”.
Στην κηδεία ήταν παρόντες ο πρόεδρος της Βουλής, Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου, ο πρόεδρος της ιταλικής βουλής, Σάντρο Περτίνι, ο πρώην πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ανδρέας Παπανδρέου, ο αρχηγός της ΕΔΗΚ Γεώργιος Μαύρος, ο πρόεδρος της ΕΔΑ Ηλίας Ηλιού, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μανώλης Γλέζος και πολλοί άλλοι επώνυμοι. Έλαμψαν όμως δια της απουσίας τους, τόσο ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής, όσο και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος (θείος του Δ. Τσάτσου, τον οποίο ο Παναγούλης είχε αποκαλέσει προδότη). Επίσης, οι Ένοπλες Δυνάμεις δεν έστειλαν εκπρόσωπό τους.
Στο διάστημα που ακολούθησε, η αστυνομία αναζήτησε τα τρία άγνωστα αυτοκίνητα, που σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, είχαν βγάλει από την πορεία του το μοιραίο Fiat. Τέσσερις μέρες μετά το δυστύχημα, παρουσιάστηκε στη Χωροφυλακή ο Μιχάλης Στέφας, ένας 31χρονος βιοτέχνης, λέγοντας ότι ο Παναγούλης είχε χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου του, μετά από πρόσκρουση στο πίσω δεξί φτερό του δικού του αυτοκινήτου, επιβεβαιώνοντας την εκδοχή του δυστυχήματος. Ισχυρίστηκε μάλιστα ότι τον εγκατέλειψε αβοήθητο, επειδή το όχημά του είχε ξένη πινακίδα, που δεν ίσχυε στην Ελλάδα και φοβήθηκε ότι θα έμπλεκε.
Έναν χρόνο αργότερα, ξεκίνησε η δίκη. Εκεί, η Αθηνά Παναγούλη, μητέρα του Αλέκου, είχε δηλώσει: “Υποτιμώ τη νοημοσύνη ολόκληρης της υφηλίου, αν καταθέσω σε αυτό το δικαστήριο ότι ο γιος μου υπήρξε θύμα τροχαίου. Ήταν δολοφονία. Διέπραξαν ένα καθ’ όλα τέλειο έγκλημα”. Υπήρχε και η “ενοχλητική” κατάθεση ενός αυτόπτη μάρτυρα που επέμενε για την εμπλοκή στο συμβάν των τριών αυτοκινήτων. Η έδρα επέβαλε τελικά ποινή 3,5 χρόνων στον Στέφα, στην έφεση μειώθηκε στους 11 μήνες φυλάκισης, η οποία εξαγοράστηκε προς 150 δραχμές την ημέρα συν ένα πρόστιμο 3.000 δραχμών. Η οικογένεια Παναγούλη μίλησε για παρωδία και αποχώρησε από το δικαστήριο.
“ΕΝΑΣ ΑΝΔΡΑΣ”, ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Τρία χρόνια μετά τη μοιραία Πρωτομαγιά του ’76, η Οριάνα Φαλάτσι – που δεν ξεπέρασε ποτέ τον θάνατο του Παναγούλη – έγραψε το βιβλίο “Ένας άνδρας”, για το οποίο είχε πει: “Είχε πεθάνει αυτός που αγαπούσα και είχα ξεκινήσει να γράφω ένα μυθιστόρημα που θα έδινε νόημα στην τραγωδία. Για να το γράψω, είχα εξοριστεί σε ένα δωμάτιο του πρώτου πατώματος στο σπίτι μου στην Τοσκάνη και ήταν σαν να έμπαινα σε μια σήραγγα, της οποίας δεν διακρινόταν η άκρη, μια αχτίδα φωτός”. Μέσα στο βιβλίο της υπάρχει η φράση, “η τραγωδία ενός ανθρώπου καταδικασμένου να είναι ποιητής, ήρωας και σαν τέτοιος να σταυρώνεται”, που περιγράφει με ελάχιστες λέξεις αυτό που υπήρξε ο Παναγούλης.
Ή όπως χαρακτηριστικά είχε γράψει η ίδια η μητέρα του πάνω στο νεκρικό σάβανο: “Ο Αλέξανδρος Παναγούλης καταδικάσθηκε σε θάνατο γιατί έψαξε την ελευθερία. Το 1976 πέθανε γιατί έψαξε την αλήθεια και τη βρήκε”. Το σίγουρο είναι ότι ο μεγάλος αυτός αγωνιστής, υπήρξε σύμβολο τόσο ζωντανός, όσο και νεκρός. Με τις πράξεις, τη συνέπεια, τη γενναιότητα, την αυταπάρνηση, την ανυποχώρητη πίστη και αφοσίωσή του στη δημοκρατία, την αλήθεια και τη δικαιοσύνη. Ο Παναγούλης πολιτικός από καθήκον, ο Παναγούλης ποιητής από ανάγκη, όπως είχε πει ο ίδιος, αφήνοντας μια “υπόσχεση” που ποτέ δεν πρέπει να αφήσουμε να ξεθωριάσει:
Τα δάκρυα που στα μάτια μας
θα δείτε ν’ αναβρύζουν
ποτέ μην τα πιστέψετε
απελπισιάς σημάδια.
Υπόσχεση είναι μοναχά
γι’ αγώνα υπόσχεση.
(Στρατιωτικές φυλακές Μπογιατίου, Φεβρουάριος 1972)