“ΑΜΑΝΤΕΟΥΣ”: SNEAK PEEK ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ
Μία συζήτηση με τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο με αφορμή τον "Αμαντέους" που θα παρουσιαστεί στην κεντρική σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά.
Το 1979 ο Πήτερ Σάφερ, χρησιμοποιώντας έναν μύθο που διέρρευσε στην Ευρώπη στα μέσα του 19ου αιώνα, περί δολοφονίας του Μότσαρτ από τον σύγχρονό του συνθέτη Αντόνιο Σαλιέρι, δημιουργεί ένα από τα διασημότερα και σημαντικότερα θεατρικά έργα της σύγχρονης δραματουργίας.
Ο λόγος για το Αμαντέους το οποίο μάγεψε κοινό και κριτικούς όταν έκανε πρεμιέρα το 1979 στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας και έγινε η ταινία των 8 Όσκαρ το 1984.
Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος ανέλαβε τη σκηνοθεσία του και παρουσιάζει τη δική του ιδιαίτερη εκδοχή στην κεντρική σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά από τις 5 Φεβρουαρίου με κεντρικούς πρωταγωνιστές τον Νίκο Ψαρρά, τον Γιάννη Νιάρρο και τη Μαίρη Μηνά.
Υπάρχει, λένε, μία αιώνια μάχη του Καλού με το Κακό. Του Φωτός με το Σκοτάδι. Του Θεού με τον Διάβολο. Όμως μία στα αλήθεια είναι η μάχη. Του Εαυτού με τον Εαυτό.
“Δεν έχω επιλέξει ποτέ στη ζωή μου να ανεβάσω ή να παίξω κανένα έργο. Έτσι δεν επέλεξα κι αυτό. Με “συνάντησε” κάποια στιγμή όταν μιλούσα με τον Νίκο Ψαρρά περί ανεμων και υδάτων και κάπως συζητώντας κάτι για θεατρικά έργα, μου μίλησε για το Αμαντέους. Αυτό το έργο μου έκανε “κλικ” ακαριαία. Ένιωσα πως έχει κάτι που με ενδιαφέρει πολύ. Θυμόμουν και την ταινία, αλλά τη θυμόμουν σαν όνειρο. Όταν το διάβασα, κατάλαβα ότι μέσα του έχει κάτι πυρηνικό που με ενδιαφέρει πολύ σε σχέση με τη δυσκολία του να υπάρχεις. Και επειδή τα πράγματα τα κάνω πράξη, όταν συναντιούνται με κάτι που με καίει, ένιωσα πως αυτό είναι ένα από αυτά. Έτσι, το 2020 ξεκίνησε η περιπέτεια του να το ανεβάσω” αναφέρει ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος στο Magazine. σε μία μεγάλη συζήτηση που είχαμε μαζί του με αφορμή την παράσταση αυτή.
Δύο όψεις ενός νομίσματος
“Μέσα στο έργο υπάρχουν δύο άνθρωποι που θα μπορούσαν να είναι ένας, γιατί για διαφορετικούς λόγους ο καθένας ζουν με την ίδια ακριβώς δυσκολία. Ενώ, δε μοιάζουν καθόλου. Ο ένας (Αμαντέους) είναι απόλυτα προικισμένος από τον “Θεό”, ο άλλος (Σαλιέρι) συνειδητοποιεί στην πορεία πως, μάλλον, δεν είναι προικισμένος. Έχει και την απόλυτη ατυχία να αναγνωρίζει πλήρως το μεγαλείο του άλλου.
Αυτή η συνείδηση ενός ανθρώπου που καταλαβαίνει πως είναι λιγότερο από αυτό που θα ήθελε, με ταράζει και με συγκινεί. Περισσότερο, όμως, με ταράζει το γιατί να νιώθει κάποιος λιγότερος. Σε σχέση με τι. Και τι σόι αναμέτρηση είναι αυτή με κάποιον που βάζουμε απέναντί μας, τον κοιτάζουμε και νιώθουμε λιγότεροι;
Ο Αμαντέους νιώθει πάντα λιγότερος σαν άνθρωπος. Και δεν τα καταφέρνει. Ποτέ. Όλο αυτό το δώρο του θεού δεν μπορεί να το μετατρέψει -πέρα από τη μουσική- σε κάτι που να του δίνει γαλήνη, ηρεμία, ισορροπία, που να τον κάνει να ζει τη ζωή σαν ένα πέρασμα γεμάτο απόλαυση. Δε θα πω ευτυχία, γιατί δεν ξέρω τι σημαίνει ευτυχία, θα πω να είναι συνδεδεμένος με τον εαυτό του για να μπορεί να υπάρχει. Ο Αμαντέους δεν μπορεί να υπάρξει στον κόσμο που ζει.
Αντίθετα, ο Σαλιέρι, που έχει όλες τις δεξιότητες να συνυπάρχει με τους άλλους και ξέρει πολύ καλά πώς να παίζει το κοινωνικό παιχνίδι, πάλι δεν μπορεί να υπάρξει. Κι αυτό γιατί βλέπει πως είναι κάτι άλλο από αυτό που θα μπορούσε να είναι. Ο ίδιος το ονομάζει κατάρα του Θεού, και αναρωτιέται “γιατί Θεέ σε μένα, που θα μπορούσα να είμαι όποιος άνθρωπος θα ήθελα, εσύ μου βάζεις το μικρόβιο να θέλω να είμαι ο καλύτερος μουσικός, κάτι που δεν μπορώ να είμαι, και ταυτόχρονα μου δίνεις τη δυνατότητα να αναγνωρίζω αυτό το χάρισμα σε κάποιον άλλο; Αυτός ο διχασμός πως δεν είμαι αυτό που θα ήθελα να είμαι, αλλά κάποιος άλλος δίπλα μου είναι, με συγκλονίζει. Είναι μία αιώνια μάχη αυτή. Και όποια μάχη κι αν έχουμε αποφασίσει να δίνουμε απέναντι σε οποιαδήποτε δύναμη, πάντα εμείς, ο εαυτός μας δηλαδή, στέκεται απέναντι μας”.
Μια κραυγή είναι η τέχνη
“Είναι ανισόρροπο το μοίρασμα μάλλον. Αυτό, μάλλον, που ονομάζουμε τεράστιο ταλέντο ή ιδιοφυΐα, είναι μία παρέκκλιση, είναι κάτι που δε λειτουργεί σωστά. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που κανει τους ανθρωπους που είναι τοσο προικισμένοι να δυστυχούν τόσο βαθιά. Νιώθω πως για να μπορείς να είσαι τόσο ξεχωριστός και παραγωγικός σε κάτι, κάτι άλλο μέσα σου υστερεί. Αυτή η έκφραση και η καλλιτεχνική έκθεση προϋποθέτει ανισορροπία, κανένας άνθρωπος δεν παράγει από το πλεόνασμα ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα. Αυτό προέρχεται από την έλλειψη, την πληγή, το τραύμα, τον πόνο.
Αν εγώ είμαι ήρεμος, στη λιακάδα, με λεφτά, με μια ωραία σύντροφο που με αγαπά και την αγαπώ και με γαλήνη, αποκλειεται να ανέβω σε μία σκηνή και να αρχίσω να φωνάζω, αποκλειεται να νιώσω την ανάγκη να βγάλω από μέσα μου μία κραυγή. Μια κραυγή είναι η τέχνη”.
Το οξύμωρο της ύπαρξης
Το Αμαντέους δεν το κοιτώ από την πλευρά του μουσικού μελετητή, εγώ κοιτάζω το οξύμωρο της ύπαρξης, τη συγκίνησης που μου προκαλεί ένα πλάσμα που πεθαίνει 35 χρόνων σε ένα φρικτό υπόγειο νιώθοντας πως δεν τον αγαπάει κανείς. Το οξύμωρο της ύπαρξης ενός ανθρώπου που είναι ο αγαπημένος του Θεού -που είναι και το παρατσούκλι του- να μην ειναι αγαπημένος από τον ίδιο του τον εαυτό. Ένας μέθυσος μάλλον, που μπορεί να είχε και σύφιλη, σε μία τρέλα μέσα… Αυτό με καίει. Και το ίδιο νιώθει ο αντίποδάς του που δεν είναι καθόλου προικισμένος. Όμως, και αυτός είναι ιδιαίτερος γιατί έχει ονομάσει ευτυχία το να γίνει αυτό που δεν είναι. Να γίνει ο Αμαντέους. Και ζει θυμωμένος, γεμάτος απωθημένος, μέσα στην πίκρα του.
“Αυθαίρετη” και σκοτεινή ανάγνωση…
Ναι, θα δείτε μια ανάγνωση αρκετα αυθαίρετη σε στιγμές. Το λέω γιατί είμαι σίγουρος πως αρκετοί θα ενοχληθούν. Πολύ συχνά και η γλώσσα γίνεται πολύ σύγχρονη. Εγώ θέλω να πάω κοντά στους ήρωες, όχι να κάνω μια μεταφορά στην εποχή (που είναι αυτή του έργου). Δεν τηρούμε τους κανόνες. Δεν έχει έναν ρεαλισμό η παράσταση. Οι ήρωες μου είναι ξυπόλητοι. Δεν είναι υπόλογοι σε ένα κοστούμι εποχής. Μοιάζει δηλαδή εποχής αλλά δεν είναι, είναι φαντασματένιο. Θέλω να είναι όλα διαστρεβλωμένα από το μυαλό ενός ανθρώπου που τα θυμάται, στου Σαλιέρι…
Μπορεί ωστόσο να δείτε επί σκηνής μία αηδία. Είμαι ο τελευταίος άνθρωπος για να διαφημίσει αυτό που φτιάχνει. Δεν ξέρω τι σημαίνει στα αληθεια ωραίο. Μπορώ να απαντήσω μόνο πως ξέρω τι σημαίνει απόπειρα να είσαι προσωπικός. Αλλά απόπειρα, θέλω να είμαι κοντα στον εαυτό μου, ανεπηρέαστα, κοντά σε αυτό που επιθυμώ. Με ενδιαφέρει απλώς να με καταλάβετε…
Η συγχώρεση…
Καθόλου δεν ήθελα να συνδέσω το έργο με το τώρα. Μάκαρι το κοινό να νιώσει οτιδήποτε μπορεί να το κάνει να αναρωτηθεί για τη σχέση του με τον εαυτό του. Με αυτή τη μάχη και τη συγχώρεση. Ένα ακόμη μεγάλο επαναστατικό πράγμα που “τεντώνεται” και που προσπαθώ να φωτίσω μέσα στο έργο είναι η συγχώρεση του εαυτού. Αυτή είναι η τελευταία λέξη του έργου που τη λέει ο Σαλιέρι και μάλιστα εγώ την πειράζω λίγο. Συγχώρεση εν είδει συνείδησης, συνάντησης, μιας αίσθησης πως ναι…έτσι έγιναν τα πράγματα, αυτός ήμουν και αυτό υπήρξα. Μακάρι να είναι και κάθαρση αυτό. Είναι σπουδαίο να πει κάποιος “τελικά ήμουν αυτός”. Και δεν εννοώ την επίκληση της δικαιολογίας πως αυτός είμαι, δεν αλλάζω και σε όποιον αρέσω. Οι δικαιολογίες είναι πολύ άσχημες, οι εξηγήσεις είναι κάτι πολύ ωραίο.
Από την Κάλλας στον Μότσαρτ…
Και ενδιάμεσα με τον Τούρινγκ που έκανε τη δική του διαδρομή και ήταν τόσο ιδιαίτερη. Τραβώ πάνω μου πράγματα που μου επιτρέπουν να συναντιέμαι διαρκώς με την αναμέτρηση αυτή του ανθρώπου με τη ζωή. Γιατί ζω σ΄αυτή τη στιγμή. Αν μετακινηθώ φαντάζομαι πως θα με συναντούν άλλα πράγματα. Και τον Τούρινγκ τον διασκεύασα. Του ανέτρεψα όλη του τη δομή. Από το ότι είναι ένα πολυπρόσωπο έργο, μέχρι τα κείμενα που βρίσκονται ένθετα μέσα και τη δομή. Το έκανα όλο έτσι, ώστε να διασταυρωθεί το έργο αυτό με την ανάγκη μου αυτή να συναντηθώ με μία διαδρομή ενός ανθρώπου που προσπαθεί να υπάρξει.
Δεν μου είναι εύκολο να υπάρχω. Είναι μία εσωτερική συζήτηση που λαμβάνει χώρα διαρκώς μέσα μου. Δεν είμαι ήρεμος και δεν είναι αυτονόητο το ότι υπάρχω. Είμαι σε μία διαρκή αναρώτηση του πως θα μπορέσω να είμαι παρών στη ζωή και πέρα από την ιδιότητά μου. Σε εμάς τους καλλιτέχνες είναι πολύ έντονο αυτό. Το αν είμαστε η ιδιότητά μας ή η ιδιότητα είναι ένα μόνο κομμάτι μας. Αυτό το πυρηνικό κομμάτι το πήρα από την Κάλλας, που πίστεψέ με δε με ενδιέφερε σαν καλλιτέχνιδα. Με ανδιέφερε το πως ένας άνθρωπος βάζει όλα του τα λεφτά σε λάθος νούμερο. Αυτή η παράσταση ανεβαίνει συνήθως με έναν τρόπο νοσταλγικό για την Κάλλας και στην παράστασή μας μετατράπηκε σε έναν εφιάλτη που ασφυκτιά μέσα σε αυτό που έφτιαξε. Γιατι έγινε αυτό που ήθελε. Και; Και τίποτα.