ΑΡΓΥΡΗΣ ΠΑΝΤΑΖΑΡΑΣ: “ΕΙΜΑΙ ΚΑΛΟΣ ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΜΑΙ. ΔΗΛΑΔΗ, ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΚΑΙ Μ@Λ@Κ@Σ!”
Δημιουργικός, ρεαλιστής, ξέρει ποιος είναι και μιλά στο Magazine για όσα μπορεί ν' απασχολούν έναν ηθοποιό που έχει καταφέρει να γίνει αποδεκτός σε όλα τα "κοινά".
Έναν χρόνο μετά το αρχικό του ανέβασμα στο Θέατρο Πορεία, κι αφού κατέβηκε πρόωρα και αναγκαστικά λόγω πανδημίας, το «This Is Not Romeo and Juliet» επέστρεψε προ ημερών ζωντανά στο σανίδι της οδού Τρικόρφων. Το έργο, σε σύλληψη και σκηνοθεσία Αργύρη Πανταζάρα, βάζει δυο νεαρούς ηθοποιούς να προβάρουν τον εμβληματικό σαιξπηρικό έρωτα, ενώ ταυτόχρονα κουλαντρίζουν το δικό τους αμοιβαίο πάθος. Ο Πανταζάρας υποδύεται τον Ρωμαίο-αγόρι, ενώ η Σίσσυ Τουμάση έχει αντικαταστήσει την Έλλη Τρίγγου στον ρόλο του κοριτσιού-Ιουλιέτας.
Συνάντησα τον Αργύρη ένα δροσερό μεσημεράκι. Λίγες μέρες πριν κλείσει τα 33 του, ο βραβευμένος Βολιώτης ηθοποιός και σκηνοθέτης μπορεί να καυχιέται ότι έχει καταφέρει να γίνεται ευμενέστατα αποδεκτός και ως «ποιοτικός», και ως «λαϊκός/ εμπορικός» υπηρέτης του θεάτρου, της τηλεόρασης, εσχάτως και του σινεμά. Ο ίδιος, πάλι, στάλα δεν καυχιέται. Ούτε και ταπεινός το παίζει, βέβαια. Νομίζω, ότι με μια γερή δόση ρεαλισμού απλά ξέρει ποιος είναι.
Κάθεται απέναντί μου, με ένα κασκέτο και ντυμένος στα μαύρα, πίνει καπουτσίνο και μιλάει. Εύκολα, όχι πάντα εύληπτα. Eιδικά στην αρχή της κουβέντας μας μέχρι να χαλαρώσει το πράμα, σα να στροβιλίζεται ανάμεσα σε λέξεις και νοήματα με βαρύ πρόσημο, λες και η σκέψη του τρέχει να παραβγεί το συντακτικό, λες και μια εξπρεσιονιστική ποιητικότητα το ‘χει βάλει σκοπό να επισκιάσει την κυριολεξία. Το κάνει, όμως, χαριτωμένα και χωρίς σπουδαιοφάνειες, θυμίζοντάς μου αδιόρατα τα αμφίσημα τσιτάτα του γέρο- Όγκγουεϊ, της άπαιχτης χελώνας-γκουρού από το «Kung Fu Panda»…
Έχει χιούμορ. Και προβληματισμούς. Και απόψεις –αλλά μακριά από κάθε είδους δογματισμούς. Το πιο γοητευτικό, ενδεχομένως και αντιφατικό, επάνω του, είναι ότι δίπλα στην γάργαρη καλλιτεχνική του φύση, που φλερτάρει σχεδόν με κάθε μορφή παλιάς και σύγχρονης τέχνης, μέσα του θάλλει και μια εντελώς τετράγωνη, πρακτική πλευρά. Δείχνει άνθρωπος που μπορεί, τρόπος του λέγειν, και να γράψει μια ποιητική συλλογή, και να την εκδώσει, να την προωθήσει, ίσως-ίσως και να την πουλήσει από πόρτα σε πόρτα… Γειωμένος και διαισθητικός, αλαφροΐσκιωτος και πρακτικός, αρτίστας και επιχειρηματίας ο Αργύρης Πανταζάρας θα μπορούσε, μου λέει, να είναι ψυχαναλυτής ή κοινωνικός λειτουργός, αν δεν ήταν ηθοποιός. Ή καπετάνιος σε ιστιοπλοϊκό. Αυτό το τελευταίο, μπορεί και να το πραγματοποιήσει κάποια στιγμή –εξάλλου, «ό,τι λέω, κι ό,τι εύχομαι σχεδόν γίνεται, ή πλησιάζεται με κάποιον τρόπο,» ομολογεί.
Αισθάνθηκες καθόλου ότι είναι λίγο κλισέ, το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα»;
Ε, βέβαια! Αλλά και τι δεν είναι κλισέ; Δεν είναι ο Οιδίποδας; Δεν είναι η Ηλέκτρα, ο Άμλετ, δεν είναι τα πολιτικά του Αριστοφάνη, ή τα αντιπολεμικά του Αισχύλου κλισέ; Δεν είναι ο άνθρωπος που σκοτώνει τον άνθρωπο κλισέ; Δεν είναι ο άνθρωπος που από έρωτα έδωσε τέλος στην ζωή του; Το λέω και στους μαθητευόμενούς μου, και στο κοινό, αλλά και στον εαυτό μου: δεν με πειράζει καθόλου να ασχολούμαστε με τα κλισέ. Ο τρόπος που ασχολούμαστε με τα κλισέ είναι αυτό που μας κάνει να διαφέρουμε. Ερχόμαστε και επανεξετάζουμε τα πράματα που θα μας αφορούν, και που αφορούσαν πάντα την ανθρώπινη ψυχή, ή την ανθρώπινη υπόσταση. Το «Ρωμαίος και η Ιουλιέτα» είναι και ένα πολύ κοινωνικό έργο, το οποίο, εννοείται ότι συνδιαλέγεται με τον έρωτα και τον θάνατο, αλλά συνδιαλέγεται και με το κοινωνικό τοπίο. Το άγονο κοινωνικό τοπίο. Ο θάνατος αυτών των δυο νέων σου λέει μανιφεστικά, «αν είναι έτσι ο κόσμος, δεν θα συνεχίσω να ζω».
Οι σημερινοί νέοι θα έλεγαν αυτό το «αν είναι έτσι ο κόσμος, δεν θα πάρω»;
Ναι, ναι, γιατί όχι; Δεν μπορώ να πάρω θέση για άλλους, αλλά σου παίρνω θέση για το πώς θα μπορούσαμε να τα βλέπουμε. Όλη αυτή η άρνηση του να κοιτάς τον άλλον στα μάτια, [αλλά] να εγκύπτεις με ευλάβεια πάνω από το φωτεινό σου touchscreen telephone είναι μια άρνηση. Όλο αυτό το δυσσύντακτο και δυσλεκτικό πληκτρολόγιο, το γεμάτο εμμονές είναι μια άρνηση να επικοινωνήσεις σε παρόντα χρόνο με την πραγματική σου φωνή.
Εσύ αισθάνεσαι δέσμιος αυτής της «οθονιασμένης» εποχής;
Αισθάνομαι μέρος της. Γενικότερα, σαν φύση ανθρώπου δεν μ’ αρέσει να είμαι απ’ έξω απ’ τα πράγματα. Το αναφέρω αντιθετικά με ανθρώπους που πάντα νομίζουν ότι είναι εκτός από τα πράγματα. Κι αυτό είναι ένα είδος αυτιστικού ελιτισμού, που καταλήγει σε μια τρομερή υπεροψία. Που είναι και άγονη και δεν εξυπηρετεί και σε τίποτα. Αλλά ναι, είμαι θύμα, είμαι καταναλωτής, είμαι πολίτης, είμαι χρήστης…
Δέσμιος, όμως;
Τι σημαίνει δέσμιος; Εδώ είμαστε όλοι δέσμιοι του ίδιου μας του εαυτού, δεν θα είμαστε δέσμιοι των πραγμάτων;
Ναι, βρε παιδί μου, αλλά αισθάνεσαι, ας πούμε, ότι όσα «συμβαίνουν» σε μια οθόνη μπορούν να καθορίσουν την ψυχολογική σου κατάσταση κάποιο βράδυ;
Α, ναι! Ναι, δεν το συζητάμε! Αλλά, δεν θέλω να μιλήσω για μένα [γέλια]. Θέλω να μιλήσω για το τι παρατηρώ για εμάς μέσω εμού. Τα σόσιαλ μίντια –γιατί εκεί το φτάσαμε– καθορίζουν πια τις ανθρώπινες σχέσεις. Γιατί με έκανες tag, γιατί δεν με έχεις κάνει follow… Δέσμιος –το θέτεις έτσι. Ναι, δεν θα διαφωνήσω στην λέξη.
Για να γυρίσουμε στο έργο, ο Σαίξπηρ γράφει για δυο πολύ νέα παιδιά, αλλά τότε στα 14 ήσουν σε ηλικία γάμου. Σήμερα, η ιστορία τους θα μπορούσε να αφορά δυο 20άρηδες;
Για μένα οι ήρωες δεν έχουν ηλικία. Εμείς δεν ενσαρκώνουμε ηλικίες, ενσαρκώνουμε καταστάσεις. Εγώ βασίζομαι σε όλες τις Ιουλιέτες του κόσμου, σε όλα τα ζευγάρια τα οποία σε εμπνέουν, σε τρομάζουν, σε γοητεύουν ή σε απογοητεύουν. Εμένα, με συγκινούν τα δυο παιδιά στην Μυτιλήνη [σ.σ. στην Σάμο] που τους πλάκωσε ο τοίχος. Με συγκινεί η κοιμωμένη του Χαλεπά, που έστελνε γράμματα στον αγαπημένο της, έναν τενόρο στην Ιταλία, ο οποίος δεν τα διάβασε ποτέ γιατί ο πατέρας του τα εξαφάνιζε, και αυτοκτόνησε. Και το ‘μαθε αυτό η κοιμωμένη μας, και πέθανε κι αυτή. Αυτές οι ιστορίες με συγκινούν. Οι οποίες δεν έχουν ούτε χρονολογία, ούτε εποχή, ούτε ηλικία. Είναι εις τους αιώνες των αιώνων. Επίσης, είναι ξεκάθαρο ότι δεν είναι ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα…
Αυτό που έκανες εσύ;
Ναι, είναι Μπόνι και Κλάιντ! Η Μπόνι και ο Κλάιντ, δεν θυμάμαι τις ηλικίες τους, ήταν δυο παιδιά τα οποία θέλανε να γίνουνε σταρ –του Χόλιγουντ. Απλά, λίγο αποκοπήκαν από την πραγματικότητα, και μπερδέψανε τα όρια. Θέλανε να γίνουν Ρωμαίος και Ιουλιέτα, γράψαν το δικό τους σενάριο, και πληρώσαν το δικό τους τίμημα με τον δικό τους τρόπο.
Γι’ αυτό έβαλες τώρα τα όπλα [στην αναθεωρημένη παράσταση];
Ναι, ήταν ένα, «επιτέλους!» Ήθελα να τα βάλω από την αρχή, απλά δεν πρόλαβα. Άλλωστε εμένα, η ανάγκη μου δεν είναι να σου πω πώς βλέπω μια ιστορία. Η ανάγκη μου είναι να ακονίσω τα εργαλεία μου και να τα μοιραστώ με το κοινό. Αυτή η διαδικασία γίνεται μαζί με το κοινό, δεν γίνεται μόνος μου στην πρόβα.
Σε νοιάζει, όμως, να επικοινωνήσεις την ιστορία με το κοινό, έτσι δεν είναι;
Ε, βέβαια! Και είναι απαραίτητο το κοινό για να συμβεί [αυτό]. Για να εξελιχτεί ο ηθοποιός, πρέπει να παίξει μπροστά στο κοινό. Το αντίθετο ακριβώς από αυτό που ήθελε ο [σ.σ.θρυλικός εκκεντρικός πιανίστας] Γκλεν Γκουλντ, που σιχαινόταν την παρουσία του κοινού… Εμείς [στην παράσταση] πήραμε φράσεις, σκηνές, στιγμές κι όχι ένα ολόκληρο έργο. Είναι μια μορφή προπόνησης. Επίσης, επειδή εμένα αυτό με γοήτευσε στο θέατρο, το μέσα-έξω, το backstage-on stage, αυτό θέλω να παρουσιάσω, να μοιραστώ με το κοινό. Να δεις ακριβώς πώς λειτουργεί ο ηθοποιός. Πώς δακρύζει, [αλλά] και πώς μαζεύει το δάκρυ του την ίδια στιγμή. Πώς τολμάει και πώς αυτοαναιρείται. Είναι ο μόνος τρόπος να είμαι ειλικρινής, έντιμος, και απόλυτα γυμνός μπροστά στο κοινό.
Αυτή η διαδικασία του «έλα θεατή, σε παίρνω από το χέρι και ως έναν βαθμό μοιράζομαι μαζί σου τεχνικές και μονοπάτια που ακολουθώ»…
Σε βάζω στο εργαστήριό μου!
Είναι κάτι που θέλεις να επαναλάβεις και με κάποιο άλλο έργο; Ή αισθάνεσαι ότι το διερεύνησες;
Κοίτα, αισθάνομαι ότι είναι σαν μελέτη επί σκηνής. Κι αυτό γοητεύει το κοινό που παρακολουθεί αυτά τα πρότζεκτ. Κάπως μέσα μου έχω πει ότι αυτό θα είναι το τελευταίο μου εγχείρημα mix and match, συρραφές, και όλα αυτά. Πέτυχε, κατ’ εμέ. Μένει να το μοιραστούμε. Το μεγαλύτερο κομπλιμέντο –το κομπλιμέντο είναι θετική λέξη, έτσι;
Απόλυτα.
Ε, το μεγαλύτερο κομπλιμέντο, που αντιπροσωπεύει αυτά που νιώθω για τους συντελεστές, είναι ότι δεν ξεπεράσαμε τις προσδοκίες μας, κάναμε α κ ρ ι β ώ ς αυτό που προσδοκούσαμε. Είναι άλλο να το ξεπερνάς –γιατί τι; Δεν το περίμενες;– κι άλλο να κάνεις ακριβώς αυτό που ήθελες.
Θεωρείς ότι και η αλλαγή της Ιουλιέτας σε βοήθησε να το εξελίξεις;
Αυτό το πρότζεκτ φυτεύτηκε από το 2017-‘18. Θα έλεγα ότι δεν έχει να κάνει με αλλαγές, έχει να κάνει με το βάθος χρόνου, μελέτης και σκέψης. Εξάλλου, και οι δυο παρτενέρ είναι στα όρια του «συνδημιουργοί». Γιατί εμένα έτσι μου αρέσει να δουλεύω. Το ότι έχω την πρώτη κουβέντα και την τελευταία δεν σημαίνει ότι το υπόλοιπο ταξίδι δεν το κάνουμε [όλοι] μαζί, και ότι δεν εμπιστεύομαι τον κάθε έναν συνεργάτη. Τον οποίον επίσης τον θαυμάζω –για να είμαι εγώ μαζί του, όχι για να είναι αυτός μαζί μου.
Δηλαδή, με οποιονδήποτε συνεργάζεσαι, σε όλες σου τις δουλειές συμπεριλαμβανόμενων και των τηλεοπτικών, αισθάνεσαι κάποιον θαυμασμό για αυτούς;
Θα ήθελα… Για μένα είναι προϋπόθεση, αλλά δεν πειράζει κι αν δεν γίνεται κιόλας. Κοίταξε, είμαι επαγγελματίας. Επαγγελματίας σημαίνει ότι κάνεις αυτό που καλείσαι να κάνεις. Δεν είναι δικό μου θέμα να θαυμάζω το κάθε πόστο, είναι, όμως, δική μου προϋπόθεση να βρω παραπάνω από έναν καλό λόγο για να είμαι σε μια δουλειά. Στο δικό μου σπίτι [έργο/ πρότζεκτ], όμως, δεν είναι μόνο απαραίτητη προϋπόθεση, είναι βέτο, είναι manifestation αν εγώ δεν εμπνέομαι, αν οι άνθρωποι που είναι μαζί μου δεν με εξελίσσουν, αν δεν είναι καλύτεροι από μένα. Σε αντίθεση με ανθρώπους που θέλουν υποτελικούς ή αυλή, εγώ θέλω ανθρώπους οι οποίοι είναι καλύτεροι από μένα.
Τσακώνεσαι; Ή πιο κομψά, έρχεσαι σε αντιπαράθεση στην διάρκεια της δημιουργίας;
Η δημιουργία έχει από μόνη της σύγκρουση. Δεν έχει σημασία το τσακώνομαι, ή το κάνω κόσμια, μπορείς να τσακωθείς και με ευγένεια.
Εννοώ εκρήγνυσαι;
Όχι… Αλλά είμαι, είμαστε όλοι υπό συνθήκες. Ένας πολύ ευγενικός άνθρωπος μπορεί σε μια συνθήκη να του γυρίσει το μάτι και να τα κάνει θρύψαλα. Άμα με απειλήσεις με ένα μαχαίρι, τι, θα κάτσω εκεί και θα σου είμαι ευγενικός και φιλειρηνικός; Άμα μου υποτιμήσεις όλη μου την ψυχή και την εμπιστοσύνη που σου δείχνω, ξαφνικά θα είμαστε «κόσμιοι»; Γι’ αυτό λέω ότι, είμαι καλός, πολύ καλός, μέχρι και βοηθός των ανθρώπων, μέχρι να μην είμαι. Δηλαδή, δεν είμαι μαλάκας! Γιατί το καλός το έχουμε συνδυάσει με το μαλάκας.
Κακώς!
Ωραία, είμαι καλός μέχρι να μην είμαι. Σε οποιονδήποτε χώρο. Στον επαγγελματικό μου χώρο, εμένα είναι το πάρτι γενεθλίων μου, είναι το σπίτι μου, είναι η γιορτή μου. Και αυτό σημαίνει ότι το σπίτι μου, το πάρτι μου [θέλω να] το μοιράζομαι με ανθρώπους που ξέρουν να γιορτάζουν. Με ανθρώπους που ξέρουν να δίνονται σε αυτό που αγαπούν. Αυτό είναι αδιαπραγμάτευτη διαδικασία [για μένα]. Ποιος δεν συγκινήθηκε από έναν άνθρωπο που δίνει ό,τι έχει σε αυτό που αγαπάει; Είναι μια μορφή έρωτα, είναι μια μορφή γιορτής της ζωής. Το να φτιάχνεις ένα πλήρωμα και να ταξιδεύεις μαζί του, είναι μια ευτυχία.
Εγώ θέλω ο καθρέφτης μου να καθαρίζει κάθε μέρα.
Το βαριέσαι ποτέ όλο αυτό;
Όχι! Αφού κάθε μέρα είναι διαφορετικά. Αυτό, όμως, είναι που μπορεί να τρομάζει τον κόσμο. Η βαρεμάρα είναι που μπορεί κάποιους ανθρώπους να τους κάνει να τσακώνονται, να δημιουργούν ίντριγκες… Η βαρεμάρα με τον ίδιο τους τον εαυτό είναι αυτή που φυτεύει σπόρους προβλημάτων. Εμένα, όμως, αδελφέ μου, η δουλειά μου είναι να βρίσκω λύσεις στα προβλήματα, όχι να τα δημιουργώ. Και, μάντεψε; Είμαι ο καλύτερος στο να λύνω προβλήματα! [κάνει μια κίνηση εμφατική με ένα υπόκωφο] Οπότε, άνθρωποι οι οποίοι δεν γνωρίζουν να λύνουν προβλήματα, αλλά γνωρίζουν μόνο να δημιουργούν, δεν ταιριάζουν σίγουρα όχι στην καλλιτεχνική ομάδα, όχι στο εγχείρημα, ούτε στο χιλιόμετρο…
Δεν ταιριάζουν ούτε στην παρέα σου, δηλαδή.
Όχι στην παρέα, στην κοινωνία! Εγώ δεν κάνω παρέες.
Κάτσε, τι εννοείς; Δεν μιλάμε για κατ’ επίφαση κοινωνικές σχέσεις, αλλά για τις στενές σχέσεις κάθε ανθρώπου. Όλοι χρειαζόμαστε ένα κουκούλι από τρεις, πέντε, δέκα, Χ ανθρώπους –όχι;
Η δική μου ιδιοσυγκρασία τυχαίνει –βασικά, είναι και τύχη, αλλά τίποτα δεν είναι τυχαίο– να μοιράζομαι με διαφορετικούς ανθρώπους πολλά [διαφορετικά] κομμάτια του εαυτού μου.
Αυτό το βρίσκω υγιές. Αλλά, πάντως, μοιράζεσαι.
Και τι σημαίνει αυτό; Κουκούλι;
Δεν εννοώ αυτιστικό κουκούλι το οποίο σε περιλαμβάνει 100%…
Και [από το οποίο] δεν χρειάζεται και να βγεις και ποτέ! Δεν με ενδιαφέρει αυτό. Εγώ θέλω να έχω επαφή! Εγώ μπορώ να αλλάξω την παράσταση μετά από μια συζήτηση. Εγώ έβαλα το αν είναι μια ιστορία αγάπης ή θανάτου, επειδή ήρθε ένας φίλος μου-μέντορας και μου το έθεσε, και το έκανα παράσταση αυτό! Για μένα, δεν υπάρχει συμφωνώ εγώ κι ο εαυτός μου και δυο φίλοι, που διάλεξα για καθρέφτη. Εγώ θέλω ο καθρέφτης μου να καθαρίζει κάθε μέρα. Και τα μάτια των ανθρώπων που έχεις απέναντί σου, αντικατοπτρίζουνε την γαμημένη ψυχή σου! Διάλεξε, ποιοι είναι αυτοί, και τι αντικατοπτρισμό θέλεις να σου δίνουνε. Θέλω να είναι αυστηροί οι άνθρωποι… Έχουμε μπερδέψει κάποιες έννοιες: το να είσαι ευγενικός δεν σημαίνει ότι δεν μπορείς να είσαι αυστηρός. Έχουμε μπερδέψει την αλήθεια, την ειλικρίνεια με την αγένεια. Μ’ αρέσουν οι αμφίδρομες σχέσεις. Και απ’ ό,τι έχω καταλάβει, και αποδέχονται και οι άνθρωποι δίπλα μου, είμαι κοινωνικός άνθρωπος. Δεν σνομπάρω τους ανθρώπους, δεν θεωρώ τον εαυτό μου κάτι παραπάνω από τον διπλανό μου. Μ’ αρέσει να περπατάω σ’ αυτόν τον δρόμο, μ’ αρέσει να μιλάω με τους ανθρώπους και να μου μιλάνε.
Άλλωστε, έχει ξεπεραστεί πια αυτό το πρότυπο του ηθοποιού που νομίζει ότι είναι κάποιος;
Όχι! Γιατί αυτό δεν είναι θέμα εποχής, είναι θέμα ανθρώπου. Όλοι αυτοί [που συμπεριφέρονται έτσι] δεν γίναν στην πορεία, ήταν έτσι από πάντα. Ο καθένας μας ό,τι είναι σήμερα, ήταν από πάντα.
Λίγο μοιρολατρικό ακούγεται αυτό, ωστόσο. Μπορείς να αλλάξεις –με προσπάθεια.
Μπορείς να αλλάξεις, αν δεις [τι θέλεις να αλλάξει], αν κατανοήσεις, μετανοήσεις και αλλάξεις μοίρες. Αν δεν δεις δεν αλλάζει τίποτα. Για να δεις, σημαίνει ότι το αποδέχτηκες, το έκανες συνειδητό κι επιλέγεις να το αλλάξεις. Για να σ’ το πω με απλά λόγια: δεν έγινε κανένας ψώνιο στην πορεία. Ήταν πριν καν γίνει. Απλά ήταν εύφορο το έδαφος. Αυτό το λέμε μέχρι και στην ψυχανάλυση: δεν τρελάθηκε κανένας από κάτι. Από πριν το είχε [μέσα του, ως προδιάθεση] και πυροδοτήθηκε από κάτι.
Πάμε στην τηλεόραση; Προσωπικά, δεν βλέπω τις «Άγριες μέλισσες», παίζεις ακόμα;
Ούτε εγώ τις βλέπω [γέλια], όχι πλάκα κάνω! Όχι, δεν παίζω πια.
Σου άρεσε η εμπειρία; Σου ταιριάζει η τηλεόραση;
Ανάλογα το εγχείρημα που καλούμαι να κάνω, ή καλώ εγώ τους ανθρώπους να δημιουργήσουμε, και ανάλογα την εποχή βρίσκω τρόπο να ταιριάζω εγώ στις απαιτήσεις του επαγγέλματος.
Είσαι πειθαρχημένος, δηλαδή;
Αχ, δόξα των Θεώ [που το λες], βεβαίως! Η πειθαρχία ήρθε για να δημιουργήσει περισσότερη ελευθερία και σοβαρότητα στο κάθε «ναι» που λέμε όταν μας καλούνε σε μια αποστολή. Για μένα, ας πούμε ότι η μόνιμή μου σχέση είναι το επάγγελμά μου, η τέχνη.
Η κάθε τέχνη, ή η τέχνη του ηθοποιού;
Η κάθε τέχνη! Και το κάθε [καλλιτεχνικό] μέσο είναι οι ερωμένες μου. Στις οποίες, όμως, είμαι πιστός. Κάθε καρπός, κάθε χωράφι θέλει τον χρόνο του: να το καλλιεργήσεις, να το κάνεις εύφορο, να το φυτέψεις, να περιμένεις να φυτρώσει, να δρέψεις το καρπό. Και μετά, να το αφήσεις και σε αγρανάπαυση, κάτι που δεν κάνουμε πια στην ζωή μας. Κάθε τέχνη είναι ένα διαφορετικό χωράφι, που ανθίζει και γονιμοποιείται σε διαφορετικές εποχές. Έχουμε εστιάσει μόνο στην παραγωγή. Αγάπη μου, δεν γίνεται να παράγεις συνέχεια πορτοκάλια, πώς να το κάνουμε; Πρέπει να πας και στα άλλα. Γι’ αυτό εγώ τώρα ενδυναμώνω το θέατρο, γιατί τώρα δρέπω τους καρπούς από έναν καρπό που φυτεύτηκε το 2017. Το σινεμά, ας πούμε, είναι αργής απόσταξης, η τηλεόραση είναι ταχείας, και το θέατρο, μμμ,… [το ψάχνει], έχει τον μεγαλύτερο χρόνο προετοιμασίας. Την τηλεόραση ξες πόσο την δουλεύεις; Πέντε λεπτά! Ή απ’ το χθεσινό βράδυ. Δεν υπάρχει, όμως, [ότι] το ένα είναι πιο εύκολο από το άλλο. Είναι άλλες συνθήκες. Παρ’ όλα αυτά, για να μην τρελαθούμε και να μην παρεξηγηθούμε, δεν σημαίνει ότι όποιος είναι καλός στο σινεμά, μπορεί να είναι καλός και στο θέατρο. Γιατί το σινεμά, όπως ξέρουμε, έχει απουσία λόγου. Δεν σημαίνει ότι όποιος είναι καλός στην τηλεόραση, μπορεί να κάνει και θέατρο. Γιατί στο θέατρο δεν υπάρχει μοντάζ. Και η σκηνοθεσία γίνεται σε συνεργασία με τον ηθοποιό που την δημιουργεί επί σκηνής. Ο ηθοποιός [του θεάτρου] καλείται να αυτοσκηνοθετηθεί κάθε μέρα, να κάνει μοντάζ και να ερμηνεύσει επί δύο ώρες μια πορεία, που ο άλλος μπορεί να το κάνει σε 300 επεισόδια. Ή και ποτέ… Κι είναι και τα θέματα που πραγματευόμαστε [στο θέατρο] –δεν είναι το ίδιο να μιλάς για τον τραχανά και για το οιδιπόδειο…
Και στο θέατρο, όμως, υπάρχει μεγάλη γκάμα θεματολογίας. Δεν μιλάνε όλα τα έργα για την ύβρη!
Εντάξει, αλλά μιλάμε για το πόση ουσία σου δίνεται η ευκαιρία να παράξεις. Εγώ είχα την τεράστια τύχη –αλλά και τίποτα δεν είναι τυχαίο– να είμαι σε κάποιες δουλειές στις οποίες έχω στάξει. Έχω στάξει! Είμαι πολύ επιλεκτικός, picky που λένε. Δεν έχω επιλέξει καμία δουλειά στην οποία αισθάνομαι ότι ξοδεύομαι. Γιατί το αγαπώ πάρα πολύ αυτό που κάνω, και δεν θα επιτρέψω ούτε στον εαυτό μου, ούτε σε κανέναν να κάνω μια δουλειά που να βαρεθώ ή να μισήσω αυτό που αγαπώ.
Δεν έχω επιλέξει καμία δουλειά στην οποία αισθάνομαι ότι ξοδεύομαι.
Δεν έχεις ποτέ απογοητευτεί από το αποτέλεσμα μιας δουλειάς; Να πεις, ρε γαμώτο, ενώ υπήρχαν οι συνθήκες, ενώ συνέτρεχαν όλοι οι σωστοί λόγοι, δεν…
Όχι, όχι. Είμαι καλός στρατιώτης. Όταν ξέρω τι με παίρνει και τι όχι, δεν έχω παραπάνω προσδοκίες, έχω απλά να χαρώ τις συνεργασίες. Τις συνεργασίες τις χαίρεσαι ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Αυτοί που ποντάρουν μόνο στο αποτέλεσμα, στο να σκίσουνε, είναι μάλλον άνθρωποι που δεν τους ενδιαφέρει τι γίνεται δίπλα τους. Εμένα με ενδιαφέρει πρώτα τι γίνεται δίπλα μου και μετά αν θα πάει καλά.
Σε νοιάζει, όμως, και το αν θα πάει καλά…
Αυτό έρχεται μετά. Φτιάχνουμε ένα πλήρωμα για να πάμε σε μια κατεύθυνση. Εγώ, θα είμαι χαρούμενος και θα είμαι εκεί, ακόμα κι αν βουλιάξει αυτό το πλοίο. Ξέρεις γιατί; Γιατί στο τέλος βλέπεις ποιος είναι δίπλα σου, κι όχι το πού πήγες και πού έφτασες. Αυτό, επίσης, κάνει ακόμα καλύτερη την επιτυχία, και κάνει ανώδυνη την αποτυχία. Έτσι είναι και οι έρωτες, κατ’ εμέ. Λες, τουλάχιστον το ζήσαμε, το περάσαμε μαζί. Μαζί! Όταν λες «ναι» σε μια δουλειά, λες «ναι» σε 350 άτομα που θα ‘χεις κάθε μέρα μπροστά σου. Διάλεξε με ποιους θες να είσαι. Και βέβαια θέλω να πετύχει κάτι, δεν είμαι τρελός. Και βέβαια θέλω να είναι πανέμορφο, να είναι τέλεια τα κοστούμια, οι συνάδελφοί μου, το κείμενο, το κοινό, ο καιρός, ο φωτιστής, ο σκηνογράφος, ο ενδυματολόγος –όλοι θέλω να είναι τέλειοι. Είμαι τρομερά τελειομανής, και με πολύ υψηλή αισθητική, και βαθιά ψυχαναγκαστικός. Το να έχω, όμως, ανθρώπους που με χαλαρώνουν δίπλα μου είναι για μένα το φάρμακό μου. Αυτές είναι οι μεγαλύτερες συμβουλές που έχω δεχτεί στο καμαρίνι της τηλεόρασης από ενδυματολόγους, από κομμωτές, από μακιγιέζ. Αυτό το, «παίξε εσύ καλά κι ας είναι και στραβό το σακάκι, δεν έγινε κάτι». Γιατί όλοι εστιάζουμε στο αν θα είναι καλό το μαλλί ή ίσιο το μουστάκι. Παίξε εσύ καλά, να μην κοιτάνε οι άλλοι το μουστάκι.
Από τους δασκάλους που είχες όταν σπούδαζες, ποιοι αισθάνεσαι ότι σε διαμόρφωσαν;
Δεν μπορώ να μην σου πω όλους τους καθηγητές μου. Αν και εγώ δεν ήξερα καν ποιοι είναι όλοι αυτοί όταν ήρθα στην Αθήνα. Δεν ήξερα τι είν’ το θέατρο. Με συγχωρείτε, αλλά εγώ τον «Τελευταίο των Μοϊκανών» έβλεπα, και τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο ήξερα και θαύμαζα. Μέχρι εκεί. Κι ακόμα τους θαυμάζω. Άλλοι, ας πούμε, μεγαλώσαν με την Σάρα Κέιν του Βογιατζή. Με συγχωρείτε, εγώ με τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο. Να! Δουλειά μου, όμως, ήταν να το ψάξω, να μάθω. Ήμασταν σε ένα Εθνικό με μια τρομερή ανανέωση επί Γιάννη Χουβαρδά. Εκεί μέσα είχα δασκάλους –Μαρία Κεχαγιόλου, Δημήτρη Καταλειφό, Ακύλλα Καραζήση, Διονύση Καψάλη… Και δεν μπορώ να μην αναφέρω την Μάρθα Φριντζήλα. Η οποία, κάπως με κοίταξε στα μάτια, όντας εγώ αυτό το παιδί που του αρέσει να ζωγραφίζει, να σκηνογραφεί, να ενδυματοκοστουμογραφεί, πώς το λένε, να τα κάνει όλα αυτά, και μου λέει, «Αργύρη, κάνε μια δική σου ιστορία». Και κάπου εκεί, αισθάνομαι ότι ξεκίνησα. Και έκτοτε δεν έχω σταματήσει.
Τι ωραίο! Το ξέρει [η Φριντζήλα];
Το ξέρει! Ήμασταν στην Επίδαυρο, ήταν με την Χαρούλα Αλεξίου, και της το είπα ότι, Μάρθα μου, να ξέρεις πως ό,τι είμαι τώρα είναι επειδή κάποιος μου είπε «I trust you», πήγαινε προς τα κει, καν’ τα όλα. Multi-tasking, Τσάρλι Τσάπλιν! Ο καθένας έχει το πρότυπό του, ναι ρε παιδιά, [για μένα] είναι ο Τσάρλι Τσάπλιν. Που χορογραφούσε τον εαυτό του, που έγραφε, σκηνοθετούσε, έπαιζε, που έραβε το κουμπί του κοστουμιού του, τα έκανε όλα.
Τεράστιος, εκπληκτικός δημιουργός. Και πολιτικό ον. Αν και, στις μέρες μας ακόμα και η πολιτική θέση έχει γίνει ολίγον περιτύλιγμα…
Α, καλά, όλα έχουν γίνει περιτύλιγμα. Και τα «dedicated to» είναι περιτύλιγμα. Κι αν με ρωτάς εμένα, με ξενερώνουν κιόλας. Είχα πει σε μια παλιότερη συνέντευξη, ότι το να ενσαρκώνεις τον επαναστάτη, δεν σε κάνει επαναστάτη. Το να παίζεις στο θέατρο τον ερωτευμένο, δεν σε κάνει να ξέρεις να σέβεσαι την γυναίκα, τον έρωτα, την αγάπη, και τις αξίες. Κι αυτό, όπως ξεβράστηκε αυτήν την εποχή, είναι ότι αυτή είναι μια τέχνη αποκάλυψης και φανέρωσης. Όχι κουκουλώματος και ευκαιρία για να κρυφτείς πίσω απ’ αυτό. Δεν είναι καταφύγιο σκοτεινών ψυχών [το θέατρο]. Ανοίξαμε λίγο τα παράθυρα και τις πόρτες και βγήκαν έξω τα δαιμόνια. Είναι άλλο το θεατρικό δαιμόνιο, και άλλο οι δαίμονες που έχει ο καθένας μέσα του.
Αισθάνεσαι ότι κάπως καθάρισε η κόπρος του Αυγεία, με τις αποκαλύψεις και τις διώξεις;
Όχι, όχι ακόμα. Αυτό που έχει γίνει –επειδή ζούμε σε μια δεκαετία όπου διεκδικούμε την ορατότητα σε όλα τα θέματα– είναι ότι έγινε κι αυτό ορατό. Μπήκε στον χάρτη. Μπήκε ως ερέθισμα. Μπήκε σαν αλλεργία στον κοινωνικό νου. Δεν θα σταματήσει [η σεξουαλική και μη κακοποίηση], δεν έχει σταματήσει. Δεν έχουν φανερωθεί όλα. Αλλά, μπήκε στον διάλογο, δόθηκε ερέθισμα. Και επίσης, καλό είναι τα πράγματα να γίνονται όντως με τον νόμο. Δεν έχω υπάρξει μπροστά [σε τέτοια περιστατικά], αλλά εμένα με θυμώνει ότι πραγματικά μου μολύνεις ό,τι αγαπώ: το θέατρο, τον χώρο μου, την διδασκαλία μου, την τέχνη μου, τα διαβάσματά μου, τα παιδιά, τα όνειρα ενήλικων και ανήλικων ανθρώπων.
Θα θέλεις ποτέ μόνο να σκηνοθετείς;
Θα το εκμυστηρευτώ σε σένα αποκλειστικά [με κωμικό στόμφο]. Επειδή με παρατήρησα τώρα στην τελευταία εκδοχή [του «This Is Not Romeo an Juliet»], εγώ καταγοητεύομαι με κάθε πόστο. Την χαρά την καλλιτεχνική την λαμβάνω ούτως ή άλλως –στο μοντάζ πάω, στα τρέιλερ, στα μέικαπ, παίρνω την δόση μου, δηλαδή. Και την σκηνοθεσία την αναλαμβάνω λόγω του ότι αγαπώ τον ερμηνευτή, και δημιουργώ συνθήκες εργασίας και μελέτης για ερμηνευτές-δημιουργούς. Δεν το κάνω επειδή έχω τρομερές φιλοδοξίες ή προσδοκίες, «πότε θα γίνω μάνα-σκηνοθέτης εγώ;» Παρ’ όλα αυτά, επειδή σέβομαι τον ερμηνευτή, θέλω ίσως στο επόμενο [θεατρικό έργο], να μπορέσω να σκηνοθετήσω μόνο. Γιατί στο τέλος, ενώ έχω δουλέψει σε όλα τα κομμάτια, ο πιο αδούλευτος είμαι εγώ. Κάνω τα πάντα για όλους, και ξεχνάω τον εαυτό μου. Αυτό είναι δικό μου μοτίβο, δική μου νεύρωση, θα την λύσω με τον ψυχαναλυτή μου, μην ανησυχείς [γέλια]. Ίσως στο επόμενο [έργο] δεν χρειάζεται να τα κάνω και τα δυο. Ή θα το κάνω με συν-σκηνοθεσία, όπως έκανα ουσιαστικά πάντα. Μου αρέσουν οι συνεργασίες εμένα. Είμαι πάρα πολύ καλός στο να ακούω, γιατί η δουλειά μου είναι να ακούω παρατηρήσεις –σε αντίθεση με τους ανθρώπους που όταν ακούν παρατήρηση παρεξηγούνται. Εγώ διψάω για παρατηρήσεις. Απλά, ίσως, δεν μπορώ να κάνω παρατηρήσεις στον εαυτό μου [γέλια]. Δεν το κατάφερα, αν και το έχω προσπαθήσει πέντε φορές σε 7-8 χρόνια. Ίσως το πιο σοφό θα ήταν την επόμενη φορά να αναλάβω το art direction, ρε παιδί μου. Θαυμάζω τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, έναν τέτοιο άνθρωπο, μια τέτοια αισθητική. Για μένα, ο Παπαϊωάννου ήταν αποκάλυψη, σ’ αυτό που ήθελα να κάνω. Κι όταν είχαμε γνωριστεί, είχα πει, πώς το σκίτσο μου μπορεί να γίνει παράσταση; Το έμαθα. Και έμαθα και πώς μπορεί να γίνει και παραγωγή, και πώς φέρεσαι σαν παραγωγός. Και πώς το κάνεις όλο αυτό γιορτή. Και μέσα απ’ όλους όσους έχω γνωρίσει, συνεργάτες, σκηνοθέτες, παραγωγούς έχω διαμορφώσει πια την δική μου οπτική, το πώς θα ήθελα εγώ τώρα να το κάνω.
Κάνω τα πάντα για όλους, και ξεχνάω τον εαυτό μου
Έχω την αίσθηση, πάντως, ότι αυτό το πολυσχιδές και διακαλλιτεχνικό που περιγράφεις για τον εαυτό σου δεν είναι κάτι που ξέρει ο κόσμος για σένα…
Α, δεν με πειράζει. Το ξέρω, η ταυτότητά μου είναι του ηθοποιού. Για άλλους, όμως, είμαι ο Αργύρης που έκανε ρόλερ μπλέιντ. Για άλλους, είμαι ο Αργύρης που έκανε βιντεάκια, για άλλους ο Αργύρης που έπαιζε βιολί, ή ο Αργύρης που βουτούσε από τον βράχο απ’ τα πέντε μέτρα. Και για άλλους, το παιδί που έβγαινε απ’ τα παράθυρα και πηδούσε απ’ τον δεύτερο όροφο… Δεν έχω εγώ ευθύνη για το τι ξέρουν οι άλλοι για μένα. Ούτε για το τι γνώμη έχουν οι άλλοι για μένα.
Και μπράβο στον κύριο ψυχαναλυτή σου, λοιπόν!
Εντάξει, αυτό δεν το έκανε ο ψυχαναλυτής. Αυτός με βοηθάει να πάρω ένα μεταπτυχιακό στην ανθρώπινη συμπεριφορά [γέλια]. Αυτό θέλω να το αποδώσω στην οικογένειά μου. Είναι θέμα παιδείας. Δεν είναι οι γονείς υπεύθυνοι για όλα –τα κακά, εννοώ, γιατί συνήθως αυτά τους καταλογίζονται. Αλλά για τα καλά, είναι σίγουρα οι δικοί μου! Μ’ αρέσει να το τονίζω αυτό, γιατί δεν το θεωρώ ούτε αυτονόητο ούτε δεδομένο. Πολλές φορές όλοι θέλουμε να είμαστε αυτοδημιούργητοι, ή αυτοδίδακτοι, ή αυτόνομοι, αλλά, ρε αδελφέ μου, πρέπει να κοιτάς και πού φύτρωσες. Και δίπλα σε ποιους ανθρώπους είσαι. Αυτό με έχει κάνει να θέλω επίσης να βρίσκομαι κοντά σε τέτοιους ανθρώπους, που μου προσφέρουν όσα έχω λάβει: γενναιοδωρία, ελευθερία, εμπιστοσύνη, εγκαρδιότητα. Κι επειδή τα έχω λάβει το θεωρώ αυτονόητο να τα δίνω κιόλας. Για μένα, αυτό είναι η νόρμα μου. Και τώρα ερχόμαστε με τον ψυχαναλυτή μας και λέμε: το αν οι άλλοι είναι ικανοί να το δούνε, ή να το δεχτούνε, ή να το εκτιμήσουν δεν είναι δική μου δουλειά. Δηλαδή, παιδιά, δικό σας! [γέλια] Κι επειδή, ποιος ξέρει, κάποιος μπορεί να τα διαβάσει αυτά που λέμε, καλό είναι να εμπνευστούνε ορισμένοι. Κι αν δεν το κάναν μέχρι στιγμής να αρχίσουν να είναι κι αυτοί γενναιόδωροι προς τα παιδιά τους. Να βρουν τον τρόπο να τα εμπιστεύονται, να μην τα αποτρέπουν από το να κάνουν αυτό που θέλουνε, να τα αφήνουν ελεύθερα… Κάντε το κι εσείς στα παιδιά σας! Συνήθως, πετυχαίνει, it works.