ΑΘΗΝΑ, ΑΝΑΡΧΙΑ ΚΑΙ GENTRIFICATION: ΜΙΑ ΓΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ “ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΑΛΑΤΑ” ΤΟΥ AMAZON PRIME
Η σειρά Greek Salad συνεχίζει την πολυπολιτισμική ιστορία μιας υπέροχης κινηματογραφικής τριλογίας ρομαντικών κομεντί, αλλά αυτή τη φορά με φόντο την Αθήνα.
Ποιες ήταν η πιθανότητες να βρεις στο Amazon Prime μια γαλλική σειρά που έχει τόσα πολλά να πει για την Αθήνα στη διάρκεια αυτής της σκληρής, απότομης μετάβασης της τελευταίας διετίας – με καταλήψεις να διαλύονται βιαίως και κτίρια το ένα μετά το άλλο να περνούν στον έλεγχο «αναπτυξιακών» εταιρειών, καθώς μια γενιά διαλυμένη από την κρίση αντιδρά αμήχανα και αδιέξοδα;
Στη σειρά Greek Salad, δυο αδέρφια από τη Γαλλία βρίσκονται στην Αθήνα με εντελώς διαφορετικά κίνητρα το καθένα. O Τομ, σε μια φαινομενικά τέλεια σχέση και δίχως ουσιώδη προβλήματα στον κόσμο, επισκέπτεται την Αθήνα αφενός για να βρει την αδερφή του, Μία, η οποία υποτίθεται είναι εκεί για σπουδές, αλλά κι αφετέρου για να δει από κοντά το κτίριο που τους άφησε ο παππούς τους όταν πέθανε. Ένα κτίριο που αγόρασε, μαθαίνουμε, κοψοχρονιά στην διάρκεια της κρίσης.
«Της κρίσης του 2009;», ρωτάει το δικηγόρο Τάκη Βαλσαμίδη (του πάντα απολαυστικού Μανώλη Μαυροματάκη). «Όχι καλέ, της κρίσης του 1974», απαντά εκείνος. Η Ελλάδα ως μια χώρα διαχρονικών πληγών και κρίσεων θεμελιώνεται από νωρίς στη σειρά, όπως και το γεγονός πως οι νέες οπτικές που αποκτά στο ταξίδι του ο Τομ, του ανοίγουν τα μάτια. Ο αρχικός θαυμασμός που νιώθει για τον (Brexiter) παππού του όταν μαθαίνει για το κτίριο (σου λέει, άκου επιχειρηματικό δαιμόνιο ο τύπος, βρήκε και αγόρασε ένα κτίριο την κατάλληλη στιγμή) μετατρέπεται στη συνειδητοποίηση της ανηθικότητας.
Παράλληλα, ο Τομ βρίσκει την Μία, η οποία στην πραγματικότητα καθόλου δεν σπουδάζει, παρά έχει εμπλακεί με μια ομάδα αναρχικών που ζουν σε καταλήψεις κτιρίων και βοηθούν πρόσφυγες («μετανάστες», τους αναφέρει κάποια στιγμή ο Τομ, «πρόσφυγες», του τονίζει η Μία) την ώρα που η αστυνομία αδειάζει κάθε κατάληψη στον ορίζοντα, για κτίρια που πρόκειται –όπως αυτό των δύο αδερφιών– να μεταπωληθούν σε κάποιον αναπτυξιακό τιτάνα. Με αποτέλεσμα φυσικά την σημερινή αθηναϊκή πραγματικότητα.
Φυσικά πρέπει να υπογραμμίσουμε πως παρά την κοινωνική της (και καθόλου ανάλαφρη ή πρόχειρη) τοποθέτηση, η σειρά παραμένει πρωτίστως μια κοινωνική, αισθηματική κομεντί οπότε εκτός από τα αισθηματικά μπλεξίματα των δύο αδερφιών, οι πλοκές είναι διασκεδαστικής σίτκομ υφής σε πολλά σημεία: Προφανώς ας πούμε και η κατάληψη στην οποία θα συνυπάρξουν τα δύο αδέρφια και οι φίλοι τους, θα είναι στο κτίριο που (κρυφά) τους ανήκει.
Η ΕΡΑΣΜΙΤΙΚΗ ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΕΝΤΡΙΚ ΚΛΑΠΙΣ
Τι είδους κατασκεύασμα είναι λοιπόν το Greek Salad και πώς δημιουργήθηκε; Είναι δημιουργία του γάλλου σκηνοθέτη Σεντρίκ Κλαπίς, του μετρ της ελαφράς ρομαντικής κομεντί, ο οποίος στη διάρκεια των περασμένων 20 χρόνων είχε ολοκληρώσει μια απολαυστική κινηματογραφική τριλογία ρομαντικών κομεντί: Το Ισπανικό Διαμέρισμα του 2002, το Russian Dolls (Ρώσικες Κούκλες στην Ελλάδα) του 2005 και το Chinese Puzzle (στα Ελληνικά ως Μια Γαλλίδα στο Μανχάταν(!) ) του 2013.
Εκεί κεντρικός ήρωας είναι ο Ξαβιέ του Ρομέν Ντιρίς, που εν τέλει είναι ο πατέρας του Τομ και της Μία στο Greek Salad. Στο Ισπανικό Διαμέρισμα, ο Ξαβιέ πηγαίνει στη Βαρκελώνη ως φοιτητής μέσω εράσμους και βρίσκει να μείνει σε ένα διαμέρισμα με ένα μάτσο ανθρώπους διαφορετικών προελεύσεων και εθνικοτήτων, αλλά και ταμπεραμέντων. Ισπανοί, Άγγλοι, Γάλλοι, Βέλγοι, Γερμανοί σε ένα μίγμα διαρκώς εκρηκτικών και απρόσμενων καταστάσεων.
Στο καστ συναντάμε ονόματα όπως την Οντρέ Τοτού (στο ρόλο της κοπέλας του Ξαβιέ όταν εκείνος αποφασίζει να πάει στη Βαρκελώνη κι εκείνη μένει πίσω), την Κέλι Ράιλι του Yellowstone (ως την μετρημένη συγκάτοικο Γουέντι που εξελίσσεται σε κεντρική αισθηματική παρτενέρ του Ξαβιέ στην τριλογία), την Σεσίλ ντε Φρανς (ως απολαυστική, λεσβία κολλητή του Ξαβιέ) όμως ακόμα περισσότερο από τις αισθηματικές και ερωτικές περιπτύξεις του Ξαβιέ –που είναι πολλές!– οι ταινίες αυτές έχουν για πρωταγωνιστές τα ίδια τα μέρη όπου διαδραματίζονται.
Το πρώτο φιλμ διαδραματίζεται στη Βαρκελώνη, το δεύτερο ταξιδεύει στη Ρωσία, και το τρίτο στο Μανχάταν και είναι αξιοσημείωτο το πόσο πολύ καταπιάνονται με τον εκάστοτε τόπο ως κάτι το ζωντανό, το παλλόμενο, και το οποίο καθορίζει με ουσιαστικό τρόπο ζωές και φιλοσοφίες. (Όχι τόσο η δεύτερη ταινία, που είναι εντελώς «Ο Ξαβιέ Και Τα Κορίτσια Του» φάση, αλλά οπωσδήποτε η πρώτη κι η τρίτη.)
Σε μια σκηνή του πρώτου φιλμ, μια γαλλίδα που έχει μετακομίσει με τον άντρα της στη Βαρκελώνη και νιώθει εκεί δυστυχισμένη, ξεκινώντας μια κρυφή σχέση με τον νεαρό φοιτητή, παρατηρεί στη διάρκεια μιας βόλτας τους πόσο πολλή φτώχεια και εγκατάλειψη συναντά σε αυτή την πόλη. «Υπάρχει και στο Παρίσι», της απαντά απότομα εκείνο, «αλλά όχι σε μέρη που εσύ θα βρισκόσουν». Σε ένα άλλο σημείο, η ισπανίδα συγκάτοικος τσαντίζεται όταν ο άρτι αφιχθείς, αφόρητος αδερφός της Γουέντι, αρχίζει να μονολογεί μια σειρά από εθνικά στερεότυπα. Του φωνάζει ένα τσαντισμένο «ολέ!, σωστά;;» και φεύγει από το τραπέζι.
Η διάθεση των ταινιών να κοιτάξουν τόπους και ανθρώπους πίσω από τα στερεότυπα και το τουριστικό βλέμμα, συνδέεται με την εποχή που γυρίστηκαν. Το Ισπανικό Διαμέρισμα, εν έτει 2002, εκφράζει όλη την αισιοδοξία και την γουρλομάτικη αφέλεια μιας στιγμής στο χρόνο και την ιστορία της Δύσης όπου οι λαοί έμοιαζαν έτοιμοι να προχωρήσουν μπροστά, ενωμένοι, χέρι με χέρι. Το όνειρο της ευρωπαϊκής ένωσης και του κοινού νομίσματος ήταν πιο ζωντανό από ποτέ, και το επιμύθιο πίσω από τις περιπτύξεις και τα ευτράπελα των φοιτητών είναι αυτό: Σε αυτό το χωνευτήρι ανθρώπων και πολιτισμών, μπορούμε να κοιτάξουμε πίσω τις βιτρίνες και μαζί να προχωρήσουμε στο μέλλον, αγκαλιασμένοι, διαφορετικοί μα και τελικά ίδιοι.
Άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε εντονότερα, είναι ένα μοτίβο που επανέρχεται διαρκώς στην εξέλιξη της τριλογίας, με διαφορετικούς (και διαφορετικής προέλευσης) ανθρώπους μονίμως να καταλήγουν να μένουν μαζί σε κάποιου τύπου κοινόβιο – ή όπως ερμηνεύεται αυτή η ιδέα στο κάθε στάδιο της ζωής του κεντρικού ήρωα. Στην αρχή είναι ένα φασαριόζικο ερασμίτικο διαμέρισμα, μετά είναι μια επανένωση παλιών φίλων που έχουν βρει τη διαδρομή των ζώων τους, και τελικά είναι η ασφυκτική δυσκολία μιας νέας αρχής, όταν τα δεδομένα γκρεμίζονται και ως ενήλικας ο Ξαβιέ πρέπει να αρχίσει να χτίζει ξανά από το μηδέν.
(Δεν είναι μια τριλογία με κάποιο ασφυκτικό continuity, αλλά ένα ακόμα πράγμα που επανέρχεται με πολύ διασκεδαστικό τρόπο είναι η εικόνα όλων των μελών της παρέας να τρέχουν ταυτόχρονα προς το εκάστοτε κοινόβιο διαμέρισμα ώστε να προλάβουν να ειδοποιήσουν κάποιον ήρωα για μια απρόσμενη έκπληξη που πρόκειται να αποβεί μοιραία.)
ΜΙΑ ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΣΑΛΑΤΑ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ
Όλα αυτά δεν είναι απαραίτητα για να δει κανείς το Greek Salad, κάτι το οποίο προτείνουμε ανεπιφύλακτα, αλλά εμπλουτίζουν την οπτική αυτού του κόσμου. Ναι, χαρακτήρες της τριλογίας όπως ο Ξαβιέ του Ντιρίς ή την Γουέντι της Κέλι Ράιλι κάνουν φυσικά την εμφάνισή τους, έστω και ως β’ πια χαρακτήρες. Μιας και το κέντρο της αφήγησης ανήκει πλέον στα παιδιά, αλλά και στους νέους τους φίλους στην Αθήνα.
Όμως περισσότερο από αυτό, είναι η αντίθεση που κάνει το πείραμα ακόμα πιο ενδιαφέρον. Ως αφήγηση, το Greek Salad πατά πάνω στα μοτίβα του Ισπανικού Διαμερίσματος, καθώς φαντάζεται ξανά ήρωες σε φοιτητική ηλικία, ήρωες που αφήνουν πίσω μια κατά κάποιο τρόπο ονειρεμένη ζωή για να κυνηγήσουν ένα δικό τους όνειρο. Και φαντάζεται στο σημερινό κόσμο το πώς μεταφράζεται εκείνη η ερασμίτικη περιπετειώδης αφέλεια. Έχει λοιπόν τεράστιο ενδιαφέρον το πώς εκείνη η ανάλαφρη αισιοδοξία μοιάζει εδώ να έχει δώσει τη θέση της σε μια απροσδιόριστη απόγνωση, μια ασφυξία, ακόμα κι αν οι βασικές δραματουργικές συνθέσεις είναι ίδιες.
Το διαμέρισμα των φοιτητών έχει δώσει τη θέση του στις καταλήψεις ή στις κάπως παράτυπες ενοικιάσεις σε μια Αθήνα που βρίσκεται πάνω στο κρίσιμη σημείο της αλλαγής, από την εγκατάλειψη σε μια ανεξέλεγκτη ανάπλαση. Κι όπου το όπλο του συστήματος είναι η βία κι η καταπίεση. Η σειρά αναζητά τα ιδεαλιστικά όνειρα μιας ανοιχτής Ευρώπης που έχει μετατραπεί σε φρούριο, και αναρωτιέται πώς θα μοιάζουν σήμερα οι φοιτητές-πολίτες του κόσμου. Τι όνειρα θα έχουν;
Ο Τομ κι η Μία βρίσκονται, από διαφορετικές θέσεις και με οπωσδήποτε διαφορετικές αρχικές διαθέσεις, σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας, ισορροπώντας κάπου ανάμεσα στον προνομιακό τουρίστα που «έχει δει κάποια πράγματα ρε φίλε» και στην αληθινή έγνοια για έναν καλύτερο κόσμο. Στο ταξίδι τους αυτό γνωρίζουν επίσης διαφορετικές παρέες, διεθνείς και ντόπιες. Από φοιτητές, από περάστικούς που ψάχνουν τη φάση τους, αλλά και από ντόπιους– εκπροσωπούμενους κυρίως σε μια παρέα αναρχικών όπου συναντάμε και μερικές γνωστές φάτσες του ελληνικού σινεμά και θεάτρου: Τους πολύ καλούς εδώ Δημήτρη Κίτσο, Έλσα Λεκάκου και Ιωάννα Κολιοπούλου. Αλλά και αρκετούς σημαντικούς τεχνικούς του σινεμά, όπως την πάντα εξαιρετική ενδυματολόγο Μάρλι Αλιφέρη.
Το τοπικό στοιχείο δεν είναι καθόλου διακοσμητικό, με την πόλη να παίζει κεντρικό ρόλο, από τις μετακινήσεις μέχρι τις ζωές και τα πάθη των νεαρών ηρώων, ενώ υπάρχει μια αυθεντικότητα σε πρόσωπα, σε φράσεις και στη γενικότερη αίσθηση τοπικότητας. Την ώρα που μέσα σε όλα αυτά, ο Κλαπίς κι οι συνεργάτες του φτιάχνουν κομμάτι προς κομμάτι μια εν τέλει παραδοσιακής υφής δραμεντί– με παρεξηγήσεις, με σκιρτήματα, με συνεχεία αποκαλύψεις και εξελίξεις (παρόλο που σε σημεία τα μπλεξίματα παραείναι κατασκευασμένα, όπως ας πούμε όλο το 2ο επεισόδιο).
Αλλά τελικά αυτό που κρατάμε με μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι αυτή η επαναδιατύπωση, 20 χρόνια μετά, μιας αρχικής ενθουσιώδους τοποθέτησης. Τότε που ο 21ος αιώνας μόλις είχε μπει και το μέλλον το περιμέναμε ως μια ουτοπική επιστημονική φαντασία, ένα μέλλον όπου θα κυνηγούσαμε όνειρα και ελπίδες χωρίς βαρίδια. Τι ελπίζει η επόμενη γενιά κοιτώντας το αύριο; Οι άνθρωποι, οι σχέσεις, οι σκέψεις, είναι πάντα εκεί, δεν αλλάζουν. Αλλά ο κόσμος μοιάζει, δίχως καμία αμφιβολία, πιο σκληρός.