5 ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΟΥΣΙΚΟΚΡΙΤΙΚΟΙ ΓΙΑ ΤΑ 20 ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ FUNERAL ΤΩΝ ARCADE FIRE
Κυκλοφόρησε το 2004, υπήρξε ένα από τα τελευταία άλμπουμ εναλλακτικού ροκ που τάραξαν στις μέρες τους τόσο πολύ τα νερά της μουσικής βιομηχανίας, και ένα από τα 500 σπουδαιότερα όλων των εποχών σύμφωνα με το Rolling Stone. Στ’ αλήθεια όμως έχει γεράσει όμορφα;
«Απώλεια, αγάπη, ζόρικη ενηλικίωση και εύθραυστη ελπίδα: Το ντεμπούτο των Arcade Fire πραγματεύτηκε όλα αυτά τα ζητήματα και καθόρισε το ανεξάρτητο ροκ της δεκαετίας του ’00. Βασισμένο σε οικογενειακούς δεσμούς (ο ηγέτης Γουίν Μπάτλερ, η σύζυγός του, Ρεζίν Σασάν, ο αδελφός του Γουίλ), το συγκρότημα από το Μοντρεάλ δημιούργησε συμφωνικό ροκ που πραγματικά ρόκαρε, υπερμεγέθες και ταυτόχρονα βαθιά προσωπικό, όπως η καλύτερη ποπ. Όμως παρόλο τον θλιβερό ρεαλισμό της, η μουσική των Butler εξακολουθεί να βρίσκει παρηγοριά, και σκοπό, στην συλλογική γιορτή».
Από αυτό το σκεπτικό εκπορεύτηκε η συμπερίληψη του Funeral, του πρώτου και κατά γενική ομολογία καλύτερου άλμπουμ των Arcade Fire, στην εν έτει 2023 ανανεωμένη και όπως πάντα πολυσυζητημένη λίστα του περιοδικού Rolling Stone με τα 500 Σπουδαιότερα Άλμπουμ Όλων των Εποχών.
Αν τέσσερα άτομα, σύμφωνα με μεγάλη έρευνα του Pitchfork, δεν είχαν κατηγορήσει τον βραβευμένο και με Grammy Γουίν Μπάτλερ ότι εκμεταλλευόμενος τη φήμη του συμπεριφέρθηκε ανάρμοστα (είτε στέλνοντας ανεπιθύμητα μηνύματα σεξουαλικού περιεχομένου, είτε μέσω συναινετικών μεν, επιβαρυντικών δε, σύμφωνα με τις καταγγελίες, για την ψυχική υγεία του άλλου ατόμου, σεξουαλικές συνευρέσεις), με αποτέλεσμα τη διατήρηση χαμηλού προφίλ ολόκληρης της μπάντας ώστε να αποφευχθεί η λεγόμενη ακύρωση, ίσως σήμερα η εικοστή επέτειος ενός άλμπουμ που κυκλοφόρησε στις 14 Σεπτεμβρίου 2004, και σε μεγάλο βαθμό σημάδεψε την εναλλακτική ποπ και ροκ κουλτούρα της δεκαετίας του, να συνοδευόταν από λαχταριστές επανακυκλοφορίες και μεγαλεπήβολες συναυλίες ανά τον κόσμο – και όχι απλώς μόνο μία στο Κολοράντο, με προαιρετικό black-tie dress code.
Ίσως πάλι όχι και τελικά ένα από τα τελευταία άλμπουμ εναλλακτικού ροκ (ας το πούμε έτσι για να συνεννοούμαστε) που τάραξαν τόσο πολύ τα νερά της παγκόσμιας μουσικής βιομηχανίας, αν όχι και τις ζωές ολόκληρες όσων το λάτρεψαν στον πραγματικό χρόνο της κυκλοφορίας του, να μην γέρασε, όπως συνηθίζουμε να λέμε, όμορφα. Με αυτά στο μυαλό το NEWS 24/7 απευθύνθηκε σε πέντε Έλληνες μουσικοκριτικούς. Όπως θα περίμενε κανείς, δεν συμφωνούν.
Ποια ήταν η γνώμη σας για το Funeral όταν κυκλοφόρησε και κατά πόσο έχει αλλάξει σήμερα;
Άγγελος Κυρούσης: Αναπόφευκτο το βιωματικό vertigo, με την παραδοχή πως 20 χρόνια μετά, έχω αλλάξει πρωτίστως εγώ, αποκομμένος πια από το σύμπαν του Funeral και τις βερμπαλιστικές απολήξεις του. Αν μη τι άλλο, ένας απαίδευτος 19χρονος είναι a priori δεκτικός σε λυτρωτικούς σπαραγμούς, έγχορδους λυγμούς και όλα όσα σπαραξικάρδια -ή πομπώδη- κλισέ, εκπορεύτηκαν από το αλισβερίσι των Kαναδών με την εργογραφία των Talking Heads, David Bowie, Bruce Springsteen, Modest Mouse κ.ο.κ. Το προέβλεπαν κι οι ίδιοι στο “Wake Up”: “But now that I’m older, my heart’s colder, and I can see that it’s a lie”.
Ακόμη κι αν δεν είναι έτσι ακριβώς, επανήλθα στο LP που έμοιαζε ανέγγιχτο στη δισκοθήκη μου, με την προσπάθεια να ανασύρω έστω και κάτι ελάχιστο, θεωρώντας πως το είχα αγοράσει από κεκτημένη ταχύτητα, ελέω μουσικογραφιάδικου βομβαρδισμού της εποχής. Η βρετανική έκδοση της Rough Trade, υποδηλώνει πως το πιπίλισμα είχε δουλέψει καιρό (Το ενθετάκι του Rough Trade τυπώματος, μαρτυρά τους χρόνους. Σε αυτό, η κηδεία έχει ημερομηνία 28 Φεβρουαρίου 2005, ενώ στο pressing της Merge έχουμε το «σωστό» με το 14 Σεπτεμβρίου του 2004.) Βάζοντας το εκ νέου στο πικάπ, τα clicks και ticks στο εναρκτήριο φανέρωσαν πως ο δίσκος είχε λιώσει στα παιξίματα, πως είχε στριφογυρίσει πέραν του ανεκτού σε μια μετεφηβική και μη φροντισμένη βελόνα. Κι όμως ενώ αδυνατώ να θυμηθώ, ακόμη κι αν δεν το αποζήτησα όλα αυτά τα χρόνια, έχοντας μεθοδικά απογυγμνώσει και απομυθοποιήσει αυτό το υφολογικό πεδίο, οι «χρυσοί ύμνοι» του προφανώς και κοιμόντουσαν κάπου στο κεφάλι μου. Μέχρι να ολοκληρωθεί η επανακρόαση, κάποιες κρεβατοκάμαρες θυμήθηκα, λίγους φίλους, μερικά κλειστά πια bars. Το Funeral αν και υπερτιμημένο, μου φαίνεται μέχρι και σήμερα, αν μη τι άλλο χρήσιμο για την εποχή του.
Μάνος Μπούρας: Tο Funeral έσκασε λίγο σαν κεραυνός εν αιθρία, και παρά το γεγονός ότι δεν ήταν ένας δίσκος που κατά γενική ομολογία καινοτομούσε, εντυπωσίασε όλους όσους τον άκουσαν. Τολμώ να πω ότι αποτέλεσε μία από τις τελευταίες περιπτώσεις όπου ένιωθες ότι μια μπάντα μπορούσε να αρθρώσει ένα προσωπικό μουσικό λόγο χρησιμοποιώντας τα ίδια γνωστά υλικά, τα ακουστικά του όργανα και τις συνθέσεις του. Ήταν ένα καταπληκτικό άλμπουμ και παραμένει τέτοιο, έχοντας επιπρόσθετα στην αίγλη του το στοιχείο της νοσταλγίας να τον πριμοδοτεί – 20 χρόνια είναι αυτά, όχι παίξε γέλασε!
Αντώνης Ξαγάς: Ένα ακόμη λοιπόν μνημόσυνο (φρονώ πως δικαιούμαστε να το αποκαλέσουμε έτσι, πόσω μάλλον εφόσον έπεται μιας… «Funeral») που δίνει αφορμή για μια ακόμη παράγραφο στο απολύτως προσωπικό μας autofiction -που είναι και της λογοτεχνικής μοδός- και μια ακόμη ευκαιρία για γνώμη και άποψη (εδώ είναι που πρέπει να γράψω το μετα-ειρωνικό ψευδοταπεινό ‘αποψάρα’;), για μια ακόμη δημόσια performance με αφόρμηση ένα έργο, η οποία τελικά καταλήγει ad hominem όπου ο homo στο επίκεντρο είμαι Εγώ, και η άποψή μου. Η οποία φυσικά και άλλαξε και αλλάζει, αναπόφευκτα, και όχι μόνο σε παραφραστικό πνεύμα της διαβόητης ατάκας ενός αδερφού Μαρξ, εν προκειμένω έχει και την άνεση ότι ‘ευτυχώς’ το αδιανόητα μακρινό 2004 δεν είχα ασχοληθεί να την καταγράψω δημοσίως (αν και αξίζει να τονίσουμε και πάλι ότι η κριτική και οι κριτικοί δίνουν αποκλειστικά λόγο στους συγκαιρινούς και στις σύγχρονές τους και ουχί στον/ην καλοβολεμένο/η «ιστορικό του μέλλοντος» και φυσικά ουδεμία επίδραση έχουν στην όποια υστεροφημία).
Έτσι λοιπόν τότε είχε παραμείνει σε ιδιωτικά πλαίσια, άλλοτε σε επίπεδο πλάκας (π.χ. μια θεματολογική συσχέτιση με τους… Νοστράδαμος και το «έα-έα-έα-ε, η γιαγιά μας πέθανε») αλλά και σε ατελείωτες κουβέντες μουσικολογικών παιγνίων, άλλοτε στη βάση «μα μοιάζει με….» (συνηθέστερη εμφάνιση στα αποσιωπητικά οι Talking Heads) και άλλοτε σε μια σύγκρουση hype και αντι-hype, μα γιατί τόσος ντόρος και κουρνιαχτός, στον κλασικό φαύλο κύκλο του ετεροκαθορισμένου γούστου. Οπότε η άποψη μου άλλαξε όχι στη βάση του «μ’αρέσει-δεν μ’αρέσει», εξακολουθώ να θεωρώ το Funeral έναν δίσκο με κάποια όμορφα τραγούδια μιας κάπως κραυγαλέας εσωτερικότητας κι ενός εξωστρεφούς ρομαντισμού με μια ευπρόσδεκτη γαλλική (εντάξει, καναδική) εσάνς. Και επιπλέον μια εξαιρετικά δημιουργική επεξεργασία συμβατικών -και μη- επιρροών, το επιτυχημένο (και από λογιστική άποψη) επιστέγασμα των ηχητικών ιχνηλατήσεων συγκροτημάτων χαμένων της ιστορίας όπως π.χ. οι Neutral Milk Hotel.
Ωστόσο η σημερινή μου άποψη είναι πλέον φορτωμένη με είκοσι χρόνια κομμάτια κι άλλα ακούσματα αλλά και προσωπικές μνήμες οι οποίες δίνουν το δικό τους επίχρισμα, το κυριότερο έχει επίγνωση της ιστορικής διαδρομής και κληρονομιάς (βλ. παρακάτω) τόσο του έργου όσο και των ιδίων των δημιουργών αλλά και των κοινωνικών συμφραζόμενων μέσα στα οποία γεννήθηκε και πως αυτά εξελίχθηκαν με τον χρόνο. Η σημερινή άποψη είναι πλέον μια «ιστορική» άποψη, με όλα όσα συνεπάγεται αυτό. Ας… κατεβάσω λοιπόν τώρα το Funeral να το ξανακούσω. Να το κατεβάσω από το ιντερνέτ ή να κάνω τον κόπο να το κατεβάσω από τα σκονισμένα CD που είναι πλέον ντεκόρ στο σαλόνι;
Χάρης Συμβουλίδης: Όταν κυκλοφόρησε το Funeral, το υποδέχθηκα με ενθουσιασμό. Βρισκόμουν στον γενικότερο μουσικό αστερισμό όπου εγγραφόταν και το συζήτησα σε πολλές εξόδους σε μικρά στέκια του ιστορικού κέντρου της πρωτεύουσας. Ήταν καλύτερο από το In The Aeroplane Over The Sea των Neutral Milk Hotel; Ποιο ήταν ωραιότερο τραγούδι, το “Neighborhood #2 (Laïka)” ή το “Rebellion (Lies)”; Χρειαζόταν πράγματι το “Une Année Sans Lumière” ή τέτοιες ρομαντσάδες με γαλλικές προφάσεις έθεταν πρώιμους φράχτες στους ορίζοντες που διαφαίνονταν για το καναδικό γκρουπ; Τέτοια ερωτήματα έμπαιναν στην εβδομαδιαία διάταξη, δίχως να λαμβάνουν σαφείς απαντήσεις. Περισσότερη σημασία, πάντως, είχαν οι μοναχικές, αλλεπάλληλες ακροάσεις. Εκεί ξεδιπλώθηκαν ευκρινέστερα όσα οδήγησαν τους Arcade Fire να καούν στη φωτιά της απώλειας, δημιουργώντας ένα άλμπουμ που υποσχόταν ότι το indie της πρώτης δεκαετίας του νέου αιώνα θα αποδεικνυόταν άξιος διάδοχος της κοφτερής alternative rock κληρονομιάς των 1980s και 1990s.
Το σήμερα, τώρα, είναι μια διαφορετική ιστορία. Δεν ξέρω εάν φταίει που, στο διάβα των 2010s, το indie κατέστρεψε –κατ’ εμέ, τουλάχιστον– το rock που αγαπούσα με την αέναα ομφαλοσκοπική του εντεχνίλα ή αν φταίει η μετέπειτα πορεία των Arcade Fire, για την οποία μπορούμε να συμφωνήσουμε κόσμια ότι δεν έφτασε ποτέ σε κάτι ανάλογο, αποφεύγοντας, έτσι, να συζητήσουμε δίσκους τζιζ σαν το The Suburbs ή το Everything Now. Πάντως, οι ακροάσεις στο Funeral έγιναν σποραδικές, έπειτα σπάνιες. Πλέον, ο συναισθηματικός δεσμός μαζί του είναι μια παλιά, εν πολλοίς ξεθωριασμένη ιστορία. Εξακολουθώ, ωστόσο, να το θεωρώ ορόσημο για τον καιρό του, αλλά και για τη δυνητική περιπέτεια που πρέσβευε τότε η βορειοαμερικάνικη indie αισθητική. Πριν χάσει τον δρόμο της, πριν χαθούμε κι εμείς στον θρυμματισμό των μεγάλων συλλογικών αναμνήσεων που έφερε η διάδοση του ίντερνετ.
Εύη Χουρσανίδη: Αν κάποια άλμπουμ λειτουργούν ως «σημεία αναφοράς» για κάθε έτος μεταξύ indie kids -αν, ας πούμε, φέτος, δεν νοείται κάποιος που «είναι στα πράγματα» να μην έχει ακούσει το Romance των Fontaines D.C. ή να μην γνωρίζει για το αποτύπωμα του Brat της Charli XCX στην ποπ κουλτούρα- ε, το 2004, αν δεν ανέφερες το Funeral ως ένα από τα καλύτερα άλμπουμ που είχες ακούσει τη χρονιά εκείνη ήσουν εκτός θέματος. Άξιζε το hype που του προσέδωσε ο μουσικός τύπος (ενδεικτικά το Pitchfork του είχε βάλει 9,7); Απολύτως. Εμμένω στην αρχική άποψή μου πως είναι ένα από τα πιο ιδιαίτερα debut albums που έχουν κυκλοφορήσει την τελευταία 20ετία (που ασχολούμαι και εγώ περιφερειακά ή επαγγελματικά με τη μουσική): ένα συναισθηματικά φορτισμένο υπαρξιακό μανιφέστο, χτισμένο όχι πάνω σε κιθάρα-μπάσο-ντραμς, αλλά δουλεμένο από μια πολυμελή ορχήστρα που παίζει από βιολί, πιάνο και τσέλο, μέχρι άρπα, μαντολίνο και ακορντεόν. Από αυτούς τους δίσκους που, λόγω αμέτρητων αλλεπάλληλων ακροάσεων, γίνονται κτήμα σου, κομμάτι της ιστορίας σου, από αυτούς που δίσκους που όταν βγήκαν είχαν τόσο καθολική αποδοχή από τον μουσικό κόσμο ώστε να θεωρούνται, πλέον, μια εικοσαετία μετά, κλασικά.
Έχει αφήσει πίσω του κάποια ιδιαίτερη κληρονομιά το Funeral; Σε επίπεδο ουσιαστικής επιδραστικότητας αλλά και λειτουργίας μηχανισμών hype κλπ; Εντοπίζετε, ας πούμε, αξιόλογους «απογόνους» του;
Άγγελος Κυρούσης: Η «χρησιμότητα» του Funeral είχε σημειωθεί ευστόχως στον ξένο τύπο. Πρέπει να ήταν στο Clash ή στο Stereogum, γύρω στη 10χρονη επέτειο του δίσκου, όταν μακριά πια από τη φούρια του επίκαιρου, ήταν ευκρινέστερη η αποτίμηση. Το Hotel2tango, η post σκηνή του Καναδά, οι Neutral Milk Hotel, οι Decemberists, o Conor -Bright Eyes- Oberst, διέφυγαν από τις indie χαραμάδες χάρη στους Arcade Fire. Η όποια πιθανότητα μαζικότερης απήχησης των παραπάνω μα και των συμπαρομαρτούντων αυτών, κατέστη δυνατότητα, χάρη στην εμπορική επιτυχία ενός ντεμπούτο που παρά την κακότεχνη ιντίλα της παραγωγής, βρέθηκε στο κέντρο του ενδιαφέροντος. Συμπαρέσυρε έστω και πρόσκαιρα τους μακρινούς συγγενείς, επικαιροποίησε -στις πιο κάτω ηλικίες- την παρέα του David Byrne, ή εκείνη των Echo, βάζοντας πρωτοχίπστερς και γιάπηδες του υπό μετάλλαξη Μπρούκλιν να ομονοούν στους λυγμούς του κάθε “Neighborhood” κεφαλαίου. Το αν οι όποιοι Wolf Parade, Unicorns, Tapes N’ Tapes, Bodies Of Water, ή ακόμη-ακόμη η περίπτωση της Florence, τσιμπολόγησαν από τους τρόπους των AF, είναι ζήτημα ελάσσονος σημασίας, αν ντε και καλά κάναμε ένα τυπικό τσουβάλιασμα απογόνων.
Μάνος Μπούρας: Δεν θα μπορούσα να βάλω το δάχτυλό μου και να υποδείξω κάποια ονόματα που να έχουν ξεκάθαρα ξεκινήσει ή και κάνει καριέρα, έχοντας ακολουθήσει πιστά τα βήματα των Arcade Fire. Αντίστοιχα πάντως, δε μπορείς και να μην ισχυριστείς ότι η παρουσία τους όλα αυτά τα χρόνια δεν διαμόρφωσε ένα κλίμα μέσα στο οποίο μια στρατιά από νέα σχήματα βγήκαν και δοκίμασαν την τύχη τους, στοχεύοντας σε μία διεθνή αναγνώριση. Μετά το Funeral το κύμα άλλαξε ρότα, το παιχνίδι διαμορφώθηκε με άλλους τρόπους, έδειξε ότι όταν η έμπνευση και το ταλέντο έχουν το επάνω χέρι, όμορφα πράγματα μπορούν να συμβούν, και με κάποιο μαγικό τρόπο, έρχονται μόνα τους.
Αντώνης Ξαγάς: Μια αυθόρμητη χαριτολογική ανταπάντηση θα ήταν «μα εδώ δεν άφησαν οι ίδιοι αξιόλογους απογόνους», ξοδεύοντας το ταλέντο τους στην θωπεία όλο και ευρύτερων κοινών καταλήγοντας συγχρόνως σε ένα δημιουργικό τέλμα. Θα το τραβούσα περαιτέρω το σχοινί λέγοντας ότι πέραν της επετείου-μνημοσύνου, είχα πάρα πολύ καιρό να ακούσω ή να διαβάσω καν το όνομα Arcade Fire ως αναφορά, εκτός από κάποιες σποραδικές φωνές-επικλήσεις να έρθουν κι αυτοί επιτέλους να δώσουν ένα από τα περίφημα live τους στα μέρη μας, νισάφι πια με τα 80s και τα 90s, δεν έχουν και οι γενιές των 00s δικαίωμα στη νοσταλγία; (θυμάται πάντως κανείς ότι η δεκάχρονη επέτειος από την κυκλοφορία είχε εορταστεί συναυλιακά στα μέρη μας;). Βέβαια ας μην είμαστε εντελώς άδικοι, δίσκοι πολύ πιο πρόσφατοι, ακόμη και περσινοί, «από τα καλύτερα της χρονιάς», βυθίζονται ταχύτατα στη λήθη της ψηφιακής εντροπίας…
Όσο για την επιδραστικότητα, θεωρώ ότι είναι ένα μάλλον αμφιλεγόμενο κριτήριο μιας και η αξία ενός έργου δεν συσχετίζεται άμεσα με το πλήθος των αναφορών, το… citation index που λένε και οι επιστήμονες, references references που λένε και οι Black Country, New Road. Τα σπουδαία έργα διαβιούν σε μοναχικές κορυφές, δεν είναι στο πνεύμα της εποχής τους και συνήθως δεν έχουν καν ‘απογόνους’. Μολαταύτα, μέσα σε αυτό το fractal σύμπλεγμα επιρροών κι επιδράσεων που χαρακτηρίζει τη σημερινή μουσική πραγματικότητα, όπου ρεύματα, ποτάμια και παραποταμάκια μπλέκονται χωρίς να ξεχωρίζει κάποιο κύριο, ένα ‘mainstream’, κάπου εκεί να μπορεί να ανιχνευθεί και μια επίγευση Arcade Fire, αν και ασφαλώς όχι μονοσήμαντα καθορισμένη, θα την εντοπίσουμε π.χ. περισσότερο στις loud φιλόδοξες indie (υπερ)παραγωγές. Ενός indie το οποίο τελικά γλύτωσε μεν από τον διαρκώς προβλεπόμενο ή διακηρυσσόμενο ‘θάνατο’ του, ωστόσο με το (ακούσιο ή εκούσιο) χεράκι διαφόρων ‘σωτήρων’ του (των Arcade Fire συμπεριλαμβανόμενων) αποτέλεσε την έκφραση μιας απόλυτα συστημικής ‘εναλλακτικότητας’ και ενός ‘αντισυμβατικά’ συμβατικού κομφορμισμού, χάνοντας -αν την είχε και ποτέ- την ιδιότητα του ‘επικίνδυνου’- ότι κι αν σημαίνει αυτό στη μουσική. Μάλλον τίποτε, και το ζήτημα δεν είναι ιδεολογικό αλλά βιωματικό έως και ταξικό. Κι έτσι στην διαρκή αναζήτηση της σημασίας εννοιών όπως alternative, εναλλακτικό (έναντι τίνος;) ή indie, ανεξάρτητο (από τι;), οι ερωτήσεις μένουν (ακόμη) αιωρούμενες και αναπάντητες.
Χάρης Συμβουλίδης: Διαβάζω συχνά για το πόσο επιδραστικό στάθηκε, ωστόσο (μου) είναι δύσκολο να διακρίνω άμεσους απογόνους. Ίσως τον Owen Pallett στη σόλο διαδρομή του, αν πρέπει να διαλέξω ένα όνομα που να θεωρώ και αξιόλογο; Φοβάμαι, πάντως, ότι το βρίσκω και σε συγκροτήματα τύπου Mumford & Sons. Περισσότερο έμμεσα το ακούω: σε κάποιες δουλειές των Decemberists, σε ορισμένες όψεις των Florence + The Machine, στις πιο λυπημένες καταβυθίσεις των National, σε μερικά βιολιά της St. Vincent. Αλλά τόσο έμμεσα, ώστε η επιρροή μπορεί κάλλιστα να είναι και ευρύτερη, προερχόμενη λ.χ. από την ένταξη της chamber pop σχολής στην indie παραγωγή των ’00s.
Όσον αφορά το hype και τη λειτουργία του, από την άλλη, η κληρονομιά είναι πιο εμφανής. Φυσικά, τέτοιοι μηχανισμοί δεν περίμεναν τους Arcade Fire. Περίμεναν, όμως, μια ευκαιρία τόνωσης σε ένα μεταβατικό τερέν, το οποίο είχε πίσω του τις δόξες των Radiohead και είχε (επιπλέον) να διαχειριστεί τη μετατροπή μιας alternative κουλτούρας σε νέο mainstream –σταυρόλεξο για πολύ δυνατούς λύτες. Έτσι, η αγκαλιά που βρήκε το Funeral ιδώθηκε ως κάτι σαν μαγαζί γωνία για τη βιομηχανία που διψούσε να αρμέξει την indie υπόθεση. Κι αν αρχικά την εξυπηρέτησε το «άγνωστη καναδική μπάντα την οποία ανακάλυψε/προτείνει ο David Bowie», σύντομα τα πράγματα τέθηκαν σε πιο μεγαλεπήβολες τροχιές, με τους Καναδούς να αναγορεύονται σε Μεσσίες ενός χώρου που, όπως εύστοχα το έθεσε κάποτε ο Αντώνης Ξαγάς, παρέμενε «καταστατικά πνιγμένος στις αντιφάσεις του». Παρά τη σταθερή τους εμπορική απήχηση, όμως, οι ίδιοι δεν κατόρθωσαν να πιάσουν τους στόχους, για να το πούμε με όρους στυγνού μάρκετινγκ. Κι έτσι άρχισε μια διαρκής εφεύρεση νέων σωτήρων και τάχα μου σπουδαίων indie rock άλμπουμ, που, ενώ μετά βίας άγγιζαν το 1/3 της αξίας του Funeral, πριμοδοτήθηκαν με γελοίες βαθμολογίες και παρουσιάστηκαν ως καταλυτικής σημασίας. Το κακό που προξένησε αυτή η ιστορία παραμένει ανυπολόγιστο.
Εύη Χουρσανίδη: Γίνεται να παίζεις μαντολίνο και να γίνεις ροκστάρ; Γίνεται. Γίνεται να ονομάζεις το ντεμπούτο σου Funeral και να χωράς μέσα τόση ευφορική χαρμολύπη; Γίνεται. Γίνεται να είσαι μπάντα με διψήφιο αριθμό μελών και να περιοδεύεις σε όλο τον κόσμο τη μουσική σου; Γίνεται. Οι Καναδοί κατέφυγαν στην τραγουδοποιία για να διαχειριστούν τρεις διαφορετικούς θανάτους (στις οικογένειες τριών διαφορετικών μελών της μπάντας) και το αποτέλεσμα ήταν ένα καλλιτεχνικό έργο σπαραχτικό μα και ταυτόχρονα λυτρωτικό, όσο -σωστά το σκέφτεστε- μια επικήδεια τελετή. Μουσικά το Funeral παραμένει αταξινόμητο, αισθητικά ωστόσο, με όλες αυτές τις σύνθετες ενορχηστρώσεις και επιλογές οργάνων ήταν σαν να πήραν το indie rock από τα χέρια των “cool kids” και να ανέδειξαν τι συμβαίνει στο genre όταν το επεξεργάζονται «σπασικλάκια» των ωδείων. Οι Βρετανοί Black Country, New Road (ειδικά στην τωρινή εκδοχή τους, χωρίς τον Isaac Wood) είναι ένα καλό παράδειγμα συνεχιστών αυτής της λογικής.
Ποιο τραγούδι του δίσκου θα βάζατε σήμερα να ακούσει ένα νέο παιδί για να καταλάβει τι εστι αυτή η μπάντα και, ακόμη περισσότερο, ο δίσκος καθαυτός;
Άγγελος Κυρούσης: Έχει τα εφόδια και τις προϋποθέσεις να ιδωθεί ως εξαγνιστικός χείμαρρος, ως συντριπτικό νεανικό άκουσμα/βίωμα, για ένα indie kid του σήμερα, χωρίς να έχει επικοινωνιακά δουλευτεί όπως τότε; Δεν είμαι βέβαιος, όμως την προσπάθεια θα την έκανα, με τα “Neighborhood #2 (Laika)” και “In The Backseat”, προσεγγίζοντας περισσότερο τις ουσιαστικές κορυφώσεις του Funeral παρά μεταχειριζόμενος το τυράκι “Rebellion (Lies)”. Στιχουργικά τα κλειδιά κατανόησης του συνόλου είναι εκεί (στο δίπολο του αλληγορικά fiction μα και του ρεαλιστικά εκπορευόμενου), η φόρμα μπαλατζάρει σε αυτά τα ποδάρια, κι εν πάση περιπτώσει αν κάποιος σημερινός νέος ακροατής έχει τη ροπή προς τις ενδοσκοπικές ευαισθησίες και τη φαντασιακή οδύνη, κάτι τελικώς θα βρει στα A2 και Β5.
Μάνος Μπούρας: Νομίζω ότι το “Neighborhood #3 (Power Out)” θα ήταν μία ασφαλής επιλογή, παρότι σε ανάλογα διλλήματα η απάντηση είναι δύσκολη. Ένα κομμάτι που τρέχει με σπασμένα φρένα και δηλώνει φωναχτά για πόσα πράγματα ήταν ικανό το συγκρότημα από το Μοντρεάλ, τόσο μέσα στο στούντιο όσο και επάνω στη σκηνή. Κι η ακρόαση του δίσκου μας άφησε άφωνους στην εποχή του, για πολλούς από εμάς που είχαμε την τύχη να τους δούμε ζωντανά όμως, η εμπειρία αυτή ήταν που σφράγισε δια παντός την ιδέα μέσα μας ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι σαφώς ανώτερο μιας μπάντας που έβγαλε απλά έναν καλό δίσκο. Η συνέχειά τους δε, το απέδειξε περίτρανα. Σίγουρα δεν είχαμε να κάνουμε με κάποιον διάττοντα αστέρα.
Αντώνης Ξαγάς: Κανένα. Άφετε τα παιδία τα νέα, και μη κωλύετε αυτά με τις δικές σας αναμνήσεις, βιώματα κι εμπειρίες (που είναι έτσι κι αλλιώς μη-μεταβιβάσιμα εκ φύσεως), μην προσπαθείτε να τα φέρετε στα δικά σας μέτρα επιβάλλοντας τα δικά σας σταθμά, μπαμπάδες, θείες και νονές, κι ας μην κάνουμε κι εμείς ότι έκαναν συστηματικά σε μας οι του ‘60 οι εκδρομείς με το διαρκές πένθιμο ρεφραίν «τέτοιες μουσικές δεν ξαναβγαίνουν». Και πράγματι, δεν ξαναβγαίνουν. Βγαίνουν άλλες όμως. Και ο χρόνος περνάει, η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία, το indie είναι πλέον μια μουσική με μάλλον μεσόκοπη στόχευση, και εσύ μένεις να παρατηρείς από την πίσω θέση τα φύλλα στο οικογενειακό δέντρο να πέφτουν, μια από τις πολύ δυνατές στιχουργικές εικόνες από το «In the back seat», το κομμάτι που κλείνει –λίαν ταιριαστά- το Funeral.
Χάρης Συμβουλίδης: Παρά την αμφιταλάντευση του 2004, εν έτει 2024 θα διάλεγα το “Neighborhood #2 (Laïka)”. Για τις μελετημένες ισορροπίες μεταξύ σκοτεινών στίχων –όπου καραδοκεί ο θάνατος– και πιασάρικων μελωδιών, για την ουσιώδη ενορχηστρωτική αξιοποίηση του ιδιαίτερου οπλοστασίου των Arcade Fire (ακορντεόν, ξυλόφωνο, άρπα κ.ά.), για την έξυπνη αναφορά στο διαστημικό πρόγραμμα της Σοβιετικής Ένωσης.
Εύη Χουρσανίδη: Σε κάποιο κείμενό μου είχα αποκαλέσει το “Wake Up” «εμβατήριο της γενιάς μας» και εξακολουθώ να το πιστεύω, πως αυτός είναι ο πιο ψυχωμένος ύμνος των 00s. Αρκεί το «οπαδικό» aaaaaaaahhhh στο ξεκίνημα του κομματιού για να αλλάξει ολόκληρη η ψυχοσύνθεση της ημέρας, αλλά αν μείνεις συντονισμένος μέχρι την «χορεύουμε τώρα» στροφή του τραγουδιού στο φινάλε, θα κατανοήσεις ακριβώς πώς παίζει αυτή η μπάντα με τις ατμόσφαιρες, τις ανατροπές, τις αισθήσεις, και πώς χρησιμοποιεί ως εργαλείο της την ομαδική εκτόνωση (τον ξεσηκωτικό ρυθμό, τον καθαρτικό χορό, το singalong εν χορώ) για να ξορκίσει υπαρξιακά σκοτάδια.
Πέρα από το αν σας άρεσε τότε ή αν σας αρέσει ακόμη, θεωρείτε ότι έχει, όπως συνηθίζουμε να λέμε, γεράσει ή όχι όμορφα αυτό το άλμπουμ και γιατί;
Άγγελος Κυρούσης: Μια μέρα πριν τα 20χρονα του Funeral θα μπορούσαμε να γιορτάζαμε τα 102χρονα από τη γέννηση του Charles Brown, ο οποίος πρωτοτραγούδησε το “Black Night”, κομμάτι που διασκευάστηκε από τη Holly Golightly στο LP της Truly She Is None Other του 2003. Διστάζω να ομολογήσω πως τραγούδια σαν το “Black Night” στέλνουν για βρούβες ακόμη και τις αθώεες μνήμες για δίσκους σαν το Funeral, επισημαίνοντας τελικά το διαχωρισμού του άχρονου, επομένως αγέραστου, με την εφηβική συμπτωματολογία. Ψαχουλεύοντας τα κοντινά ράφια της δισκοθήκης, βλέπω πως και το 2004, η Golightly είχε για μιαν ακόμη φορά επανασυστήσει ένα κομμάτι «βαρβάτο», γνωστό από τη φωνή του Little Willie John, στο δίσκο της με τον τίτλο Slowly But Surely. Μπαίνω σε πειρασμό να ψάξω τις υπόλοιπες ντάνες με το τι κυκλοφόρησε 20 χρόνια πριν. Tom Waits – Real Gone, Build An Ark – Peace With Every Step (σε ένα κόσμο απροετοίμαστο για τα μελλούμενα του Kamasi), Madvillain – Madvillainy, Franz Ferdinand – s/t, Kanye West – College Dropout, Nick Cave and the Bad Seeds – Abattoir Blues/ The Lyre Of Orpheus, Ray Charles – Genius Loves Company. Καταλήγω πως δεν ξέρω αν έχει τελικώς γεράσει όμορφα ή άσχημα το Funeral διότι βγήκα νωρίς γενικώς και ειδικώς από τα indie κατατόπια του (ή για να το οξύνω περαιτέρω διαφοροποίουμενος από τους παραθεριστές του Primavera), ώστε να μου αφήσει κάποια έντονη ρυτίδα εντός, αξιολογώντας το -όντας μουσικά αλλόθρησκος- ως μια dated περίπτωση. Από την άλλη, στέκει ακόμη, μαζί με την άνωθεν ετερόκλητη παρέα, στα ράφια της απτής μορφής του προσωπικού μου μουσικού σύμπαντος. Παρότι στο ζύγι βγαίνει ελλιποβαρές, για κάποιο λόγο παραμένει στη θέση του, χωρίς να έχω τελικώς κατορθώσει να το «σουτάρω» ως αχρείαστο…
Μάνος Μπούρας: Θα πω την αμαρτία μου: είχα πολλά χρόνια να ακούσω το Funeral κι αυτή η αναδρομή στάθηκε η αιτία να το κάνω ξανά. Με χαρά έχω να αναφέρω ότι ακούγεται εξαιρετικός και γεμάτος ζωντάνια ακόμη, φρέσκος και ξέχειλος από ιδέες. Φέρει στην ετικέτα του τον χαρακτηρισμό «κλασικός» με μεγάλη άνεση, και πραγματικά, μπορείτε εσείς να σκεφτείτε μια λίστα με τους καλύτερους δίσκους των ‘00s από την οποία να απουσιάζει αυτό το άλμπουμ; Εγώ πάντως όχι!
Αντώνης Ξαγάς: Aχ, πού σαι, νιότη, πού δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος; Αδυνατώ να απαντήσω, δεν ξέρω και τι τελικά σημαίνει να γερνάς όμορφα, δεν είναι υποτίθεται ζητούμενο να ζεις όμορφα, ανεξαρτήτως ηλικίας; Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για έργα που δεν υπόκεινται στην ανθρώπινη φθαρτή μοίρα και τους κανόνες της ζωικής ύλης. Τα οποία ωστόσο κατά κάποιο τρόπο την ακολουθούν. Από την ακμή στην παρακμή, και τελικά στην λήθη, η μνήμη δεν είναι ποτέ αιωνία -κι ας λένε οι παπάδες στις κηδείες και στα μνημόσυνα- και είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τους φορείς της. Ο συγχωρεμένος Gabi Delgado των D.A.F. είχε πει κάποτε ότι «τα παλιά πράγματα ανήκουν είτε στην χωματερή είτε στο μουσείο», συμπληρώνοντας «χωρίς να υπάρχει τίποτα ενδιαμέσως». Υπερβολικός και αφοριστικός βέβαια αλλά… Άντε να ζήσουμε, να ‘μαστε καλά να θυμηθούμε και τα 30χρονα.
Χάρης Συμβουλίδης: Θα έλεγα ότι, αν και τα ‘χει πια τα χρονάκια του, δείχνει μικρότερο απ’ όσο είναι, οπότε εμπίπτει στην κατηγορία «γέρασε όμορφα». Τα όσα έθεσε στο προσκήνιο της indie/alternative έκφρασης σε επίπεδο ήχου, ενορχήστρωσης και αξιοποίησης μουσικών οργάνων με μια πιο «επίσημη» (ίσως και πιο «λόγια») διάσταση, παραμένουν αναγνωρίσιμες ποιότητες –έστω κι αν μιλάμε μόνο για το κομμάτι της νεολαίας που προτιμά παρεμφερή πράγματα. Τουλάχιστον έτσι φάνηκε στο πρόχειρο κρας τεστ που έκανα πρόσφατα, με μαθητές γυμνασίου οι οποίοι άκουγαν Billie Eilish, Florence και Arctic Monkeys.
Εύη Χουρσανίδη: Όσοι ξίνισαν με τον (λιγότερο συναρπαστικό) ήχο που έμελλε να ακολουθήσει το συγκρότημα στα τελευταία του άλμπουμ, Everything Now και WE, ίσως έχουν αποκηρύξει το συγκρότημα. Το ίδιο ενδεχομένως έχουν πάθει και όσοι παρακολουθούν τα tabloids και έχουν τις αντιρρήσεις τους για τις ανορθόδοξες προωθητικές καμπάνιες της μπάντας ή για το ποιόν του Win Butler. Εδώ όμως δεν μιλάμε για το αν έχουμε τους Arcade Fire όσο θεούς τους είχαμε το 2004. Μιλάμε για νότες στη σειρά, για ιδιοφυείς ενορχηστρώσεις, για φωνητικά που προκαλούν ανατριχίλα, για δεξιοτεχνικό παίξιμο, για στίχους που πετυχαίνουν διάνα στην ψυχή και την καρδιά. Το άλμπουμ είναι αναμφίβολα ένα από τα πιο σπουδαία άλμπουμ των 00s και, 20 χρόνια μετά, οι Arcade Fire (ανεξαρτήτως δισκογραφικής εξέλιξης) παραμένουν μία από τις καλύτερες μπάντες που μπορεί να δει κανείς live.
Ο Άγγελος Κυρούσης είναι συντάκτης του Avopolis.gr και υπάλληλος του δισκοπωλείου Rock & Roll Circus.
Ο Μάνος Μπούρας είναι λάτρης της μουσικής και ενίοτε μουσικοκριτικός.
Ο Αντώνης Ξαγάς είναι αρχισυντάκτης του περιοδικού MiC.gr./ Ο Χάρης Συμβουλίδης είναι μουσικοκριτικός (Αθηνόραμα). /Η Εύη Χουρσανίδη είναι αρχισυντάκτρια του Avopolis.gr.