ΑΥΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ 10 ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΙΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΤΗΣ ΣΕΖΟΝ
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, η Μία Κόλλια και η Γεωργία Οικονόμου επιλέγουν τις 10 γυναικείες ερμηνείες που φωτίζουν τη θεατρική σκηνή της Αθήνας αυτήν την περίοδο.
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, ρίχνουμε μια ματιά στις πιο εντυπωσιακές γυναικείες ερμηνείες που φωτίζουν τη θεατρική σκηνή της Αθήνας αυτή τη στιγμή. Από τις συγκλονιστικές στιγμές συναισθηματικής έντασης μέχρι το χιούμορ και τις ανατροπές, οι γυναίκες ηθοποιοί καταφέρνουν να κλέψουν την παράσταση με την εκφραστικότητα και την ένταση που φέρνουν στους ρόλους τους.
Άννα Καλαϊτζίδου- Σύρμω Κεκέ και ο Κροκόδειλος
Οι ερμηνείες των Άννας Καλαϊτζίδου και Σύρμως Κεκέ στην παράσταση “Ο Τρόμος του Κροκόδειλου” είναι πραγματικά συγκλονιστική. Οι δύο ηθοποιοί, στους ρόλους των δύο αδελφών, αποδεικνύουν την εξαιρετική τους ικανότητα να αποδώσουν χαρακτήρες γεμάτους ψυχολογική ένταση και συγκρουόμενα συναισθήματα.
Οι δυο τους συναντιούνται στο πατρικό τους σπίτι, ένα περιβάλλον, ρεαλιστικό και μη ρεαλιστικό μαζί. Για να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα πρέπει να την παραμορφώσουν.
Η Άννα Καλαϊτζίδου, στον ρόλο της Φιάννας, αποδίδει μια ηρωίδα που παλεύει με τον ίδιο της τον εαυτό, πνιγμένη σε αμφιβολίες και τύψεις. Ο χαρακτήρας της αντιπροσωπεύει την αντίσταση, τη διαρκή οργή και την ανάγκη για αλλαγή και η ερμηνεία της είναι γεμάτη από εσωτερική σύγκρουση και αμηχανία. Με κάθε λέξη και κίνηση αποκαλύπτεται η βαθιά συναισθηματική πληγή της, καθώς προσπαθεί να κατανοήσει και να συγχωρήσει τον εαυτό της για τα φρικτά γεγονότα του παρελθόντος.
Η Σύρμω Κεκέ, ως Αλάννα, ερμηνεύει υπέροχα την κόρη που παρέμεινε δίπλα στον πατέρα της και που αποκαλύπτεται σταδιακά πιο τολμηρή από την αδερφή της, παρόλο που φαινομενικά μοιάζει με καλόγρια. Η ηρωίδα αυτή αναπτύσσεται μέσα από μια προσωπική αφήγηση, όπου η στέρηση και η ταλαιπωρία που βιώνει γίνονται η δική της μορφή μετάνοιας. Ωστόσο, μετά τη συνάντηση με την αδελφή της, το παλιό της πρόσωπο αρχίζει να βγαίνει στην επιφάνεια….
Οι δύο ηθοποιοί συνδυάζουν την ένταση της ψυχολογικής αντιπαράθεσης με την ουσιαστική συναισθηματική ένταση, δημιουργώντας μια δυναμική που κατακτά τη σκηνή και καθηλώνει το κοινό…
Αλεξία Καλτσίκη στο “Λεωφορείο ο Πόθος”
Η ερμηνεία της Αλεξίας Καλτσίκη στον ρόλο της Μπλανς Ντιμπουά στο Λεωφορείο ο Πόθος, που σκηνοθετεί ο Δημήτρης Καραντζάς στο θέατρο Προσκήνιο, είναι πραγματικά καθηλωτική. Η έμπειρη ηθοποιός ενσαρκώνει με μοναδικό τρόπο τη Μπλανς, μια ξεπεσμένη αριστοκράτισσα, η οποία εισβάλλει στην καθημερινότητα του ζεύγους Κοβάλσκι – Στέλλα σαν μια ξένη παρουσία, αλλά και σαν μια δύναμη που ανατρέπει τις ισορροπίες του σπιτιού.
Η Μπλανς της Καλτσίκη είναι μια ευάλωτη, αλλά πολυδιάστατη ύπαρξη, ένα “λευκό χαρτί” που κουβαλά τα βάρη του παρελθόντος, αλλά προσαρμόζεται συνεχώς για να επιβιώσει. Η ηρωίδα που πλάθει μεταμορφώνεται, αλλάζει στάσεις και μορφές, σαν να προσπαθεί να βρει το κατάλληλο προσωπείο για να αντέξει τη σκληρή πραγματικότητα που την περιβάλλει. Τα ρούχα της και η επιμελημένη εμφάνισή της λειτουργούν ως πανοπλίες επιβίωσης, οι οποίες, όμως, δεν αντέχουν για πάντα. Όταν αυτές οι άμυνες καταρρέουν, καταρρέει και η ίδια, αποκαλύπτοντας μια βαθιά αδυναμία να ανταποκριθεί στη ζωή. “Δε θέλω ρεαλισμό, θέλω μαγεία” βροντοφωνάζει και αυτή τη μαγεία κανείς δεν πρόκειται να της την πάρει. Γι΄αυτό και στο τέλος σπάει τη θεατρική σύμβαση και επιλέγει τη δική της μαγεία.
Η Άννα Μάσχα στο “Ηταν όλοι τους παιδιά μου”
Η σπαρακτική μάνα στο «Ηταν όλοι τους παιδιά μου» σε ακουμπά μέχρι το κόκκαλο και σου φέρνει δάκρυα στα μάτια, απλώς γιατί ενσαρκώνεται όπως πρέπει από την Αννα Μάσχα. Οσο πρέπει και σε ισορροπία όλα. Η ηθοποιός με τον δικό της τρόπο, συγκρατεί το συναίσθημα της λύπης ακροβατώντας πάνω στην ενοχή της γνώσης, της καλά κρυμμένης.
Στο πρόσωπό της διαγράφονται όλα την ώρα που και οι εκφράσεις της μαρτυρούν και όσα δεν λέγονται και όσα μπορεί και η ίδια η ανθρώπινη ψυχή να μην αντέχει. Στη βασανιστική αυτή συνθήκη η ηθοποιός πετυχαίνει να σε ταράζει συθέμελα χωρίς να χρησιμοποιεί τερτίπια υπερβολών και εύκολες μεθόδους ψυχολογικών πιέσεων. Απλώς γιατί ξέρει να το κάνει καλά, γιατί έχει μεγάλη εμπειρία και αυτό φαίνεται, αλλά και γιατί όπως είπε, ως μάνα η ίδια νιώθει απολύτως το τι μπορεί να σημαίνει να χάνεις το παιδί σου. Και πάνω από όλα την άρνηση να αποδεχτείς ένα τόσο τρομερό γεγονός.
Η Λουκία Μιχαλοπούλου στο “Οστια – αυτό είναι το σώμα μου”
Σε έναν αληθινά δύσκολο ρόλο ζωής, η Λουκία Μιχαλοπούλου καλείται να αναπαραστήσει και να βιώσει μέσα από το «Οστια – αυτό είναι το σώμα μου» ένα αμιγώς ποιητικό κείμενο, πέντε γυναίκες του αβυσσαλέου κόσμου του μεγάλου Πιερπάολο Παζολίνι έτσι όπως το οραματίστηκε ο Αντρεάς Μαντάς. Και το καταφέρνει μαγευτικά, καθηλωτικά. Καθηλωτικά στην κυριολεξία αφού για μία ώρα η ανάσα σου καυτή πάλλεται τρέμοντας στον ρυθμό, τις κινήσεις, τον πόνο, τις δικές της τελικά ανάσες. Που είναι ανάσες; ‘Η μικροί ασφυκτικοί θάνατοι; Είναι το σκοτάδι ή το φως που σκεπάζουν την ηθοποιό; Η ελπίδα που αποζητά, η αγάπη που συνεχώς κατακερματίζεται, η ματαιότητα που καιροφυλακτεί πάντα. Η Λουκία ενσωματώνει τον πόνο και μας τον προσφέρει απαλά και απλόχερα με κομψότητα και βαθιά υποκριτική διακριτικότητα.
Σε μια τόσο δυνατή συνθήκη που από μόνη της θα μπορούσε να την καταπιεί ή να την μεταθέσει σε μονοπάτια αυτοαναφορικής κόλασης, η ηθοποιός πάλλεται με ψυχή, φωνή, σώμα και βλέμμα τόσο «υπαρξιακά» μα και γνωρίζοντας τη δουλειά της, που σε μαγνητίζει και σε παρασύρει στα απάτητα της ψυχής χωρίς επιστροφή. Θα ανασάνεις πάλι πέντε λεπτά μετά το τέλος.
H Μαρία Ναυπλιώτου στο “Ακρωτήρι”
Η Μαρία Ναυπλιώτου δίνει μία από τις κορυφαίες ερμηνείες της καριέρας της στο “Ακρωτήρι” που σκηνοθετεί ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος στο θέατρο Ιλίσια.
Ενσαρκώνοντας την Τζουλιάνα, μία γυναίκα που πάσχει από τη νόσο του Αλτσχάιμερ, η έμπειρη ηθοποιός παλεύει να ισορροπήσει ανάμεσα στη μνήμη και την απώλεια.
Η σωματική έκφραση και η εναλλαγή συναισθημάτων της Ναυπλιώτου καταφέρνουν να αποτυπώσουν με ακρίβεια την εσωτερική θύελλα της ηρωίδας, ενώ το χαμένο βλέμμα της και η διάχυτη αίσθηση του κενού που την περιβάλλει προσδίδουν μία αίσθηση απόγνωσης και επιμονής να διατηρηθεί το παρελθόν ζωντανό. Η ερμηνεία της είναι καθηλωτική, κάνοντάς μας μάρτυρες ενός βαθιά ανθρώπινου δράματος.
Η Λένα Παπαληγούρα στο “Prima Facie”
Είναι οι μονόλογοι άραγε ένα πεδίο στο οποίο η Λένα Παπαληγούρα νιώθει πιο άνετα να ξετυλίξει όλο της το είναι ή η Λένα κάνει τους μονόλογους μια προσωπική υπόθεση μάχης την οποία οφείλει να κερδίσει και το πετυχαίνει; Όπως και να έχει, φέτος η Λένα καταφέρνει και πάλι να συγκλονίσει το κοινό με την Τέσα της, μία δικηγόρο που περνά από τη μία όχθη της ζωής στην άλλη, μία δικηγόρο που υπερασπίζεται βιαστές – μια γυναίκα κατώτερης κοινωνικής τάξης που θα κάνει τα πάντα για να μπορέσει να λυτρωθεί από τη φτώχεια – ωσότου βιαστεί η ίδια.
Η Λένα ζει μία συνθήκη πάνω στη σκηνή που λούζεται με πολλά και διαφορετικά συναισθήματα τα οποία μας «υποχρεώνει» να επεξεργαστούμε στη θέση μας με το δικό μας «είναι» πλέον: η Λένα θα παίξει με το μυαλό μας, την ψυχή μας, το ένστικτο, τις εμπειρίες μας, τις ελπίδες, τις προσδοκίες, τα πάθη, τις αδικίες που έχουμε ζήσει, τη φωνή μας που ποτέ δεν ακούστηκε, το βουβό κλάμα, τη φιλοδοξία που ζήσαμε και κατάπιε το συναίσθημα, τους φόβους που νικήσαμε.
Ζει σε ένα δίωρο όσα συμβαίνουν γύρω μας καθημερινά και επιλέγουμε να δούμε ή να μη δούμε. Τα ζει ρεαλιστικά και θεατρικά μαζί: σε καρφώνει στη θέση σου και σε μετακινεί εσωτερικά διαρκώς, από λεπτό σε λεπτό. Τόσο υπέροχα δίνει την ιστορία, με τόση σωματική και εγκεφαλική ευκολία, απλότητα και βαθιά ουσία, που θα την κουβαλάς μαζί σου πάντα σε κάθε σχετική συζήτηση που θα προκύψει στη ζωή σου.
Η Ευδοκία Ρουμελιώτη στην “Ορέστεια του Στρίντμπεργκ”
Η ερμηνεία της Ευδοκίας Ρουμελιώτη στην Ορέστεια του Στρίντμπεργκ, σκηνοθετημένη από τη Λένα Κιτσοπούλου, αποκαλύπτει μια κωμική πλευρά της ηθοποιού που εκπλήσσει και εντυπωσιάζει.
Εκπλήσσοντας το κοινό με αιφνίδιες εκφραστικές εναλλαγές, η ηθοποιός αποδεικνύει την ευχέρεια της να χειρίζεται τους διαφορετικούς συναισθηματικούς τόνους του έργου, δίνοντας ζωή σε έναν χαρακτήρα που μπορεί να περάσει με φυσικότητα από τις πιο κωμικές στιγμές στις πιο έντονες και σκοτεινές.
Η ικανότητά της να αναδεικνύει την αντιφατικότητα του ρόλου της, προσφέροντας γνήσιο χιούμορ και ταυτόχρονα συναισθηματική ένταση, απογειώνει την παράσταση, αποκαλύπτοντας μια νέα διάσταση στην υποκριτική της.
Η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου στην “Κληρονομιά μας”
Η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου είναι συγκλονιστική στην παράσταση “Η Κληρονομιά μας” (The Inheritance) του Μάθιου Λόπεζ που σκηνοθετεί ο Γιάννης Μόσχος στη Σκηνή Νίκος Κούρκουλος του Εθνικού Θεάτρου, ένα έργο που καταπιάνεται με τη ζωή των γκέι ανδρών στη Νέα Υόρκη του 21ου αιώνα. Ο ρόλος της είναι μικρός, αλλά καίριος στη δραματουργία του έργου, καθώς είναι η φωνή που μεταφέρει τη μνήμη και τον πόνο της χαμένης γενιάς του AIDS.
Η σκηνή του μονολόγου της είναι από τις πιο συναισθηματικά φορτισμένες στιγμές της παράστασης. Μέσα από την προσωπική της απώλεια – την απώλεια του γιου της – η ηρωίδα γίνεται το σύμβολο όλων των μητέρων που είδαν τα παιδιά τους να πεθαίνουν αβοήθητα, σε μια εποχή όπου το AIDS σκότωνε σιωπηλά, στιγματίζοντας παράλληλα όσους το έφεραν. Ο λόγος της είναι σπαρακτικός, αλλά δεν περιορίζεται μόνο στο προσωπικό πένθος. Μιλά για μια ολόκληρη κοινότητα που αποδεκατίστηκε, για ανθρώπους που έφυγαν σχεδόν αόρατοι, για μια “επιδημία” που στιγματίστηκε τόσο πολύ, ώστε για χρόνια να αντιμετωπίζεται περισσότερο ως ηθικό παρά ως υγειονομικό ζήτημα.
Η ερμηνεία της σπουδαίας αυτή ηθοποιού τονίζει αυτή την αόρατη απώλεια με τρόπο που κάνει το κοινό να βιώνει το βάρος της ιστορικής μνήμης. Η μοναδική γυναικεία παρουσία σε έναν κόσμο ανδρών, η ηρωίδα της γίνεται το ανθρώπινο αποτύπωμα μιας εποχής που δεν πρέπει να ξεχαστεί.
Θεοδώρα Τζήμου στη “Μέρα της Φούστας”
Η Θεοδώρα Τζήμου στην παράσταση Μέρα της Φούστας, που σκηνοθετεί η Ζωή Χατζηαντωνίου στο θέατρο Δίπυλον, προσφέρει μία συγκλονιστική ερμηνεία στον ρόλο της Σόνιας, αποτυπώνοντας την απόγνωση μιας γυναίκας που βιώνει την έμφυλη καταπίεση και καλείται καθημερινά να αντιπαλέψει με την παγιωμένη ανδροκρατική κουλτούρα γύρω της. Στο πρόσωπό της αντικατοπτρίζεται η πάλη μιας καθηγήτριας που, παρά τις υποδείξεις των ανωτέρων της να μην φορέσει φούστα στο σχολείο για να μην «σκανδαλίσει» τους μαθητές, αρνείται να υποκύψει στην επιβολή του συστήματος και να προσαρμοστεί σε έναν κόσμο που καθορίζει πώς πρέπει να ζει, να συμπεριφέρεται και να υπάρχει μια γυναίκα.
Η Σόνια της Θεοδώρας Τζήμου είναι μια γυναίκα στα όρια, έτοιμη να καταρρεύσει από την πίεση, αλλά ταυτόχρονα γεμάτη αποφασιστικότητα. Στην ερμηνεία της αποτυπώνεται η ένταση και η αντίσταση μιας γυναίκας που φτάνει να αμφισβητήσει τη δύναμη του Λόγου, της Ελευθερίας και της Τέχνης, σε έναν κόσμο που την περιθωριοποιεί. Η δυναμική και ψυχογραφημένη ερμηνεία της καταφέρνει να αποδώσει με ακρίβεια τις ψυχολογικές μεταπτώσεις της ηρωίδας, ενώ η αίσθηση της εσωτερικής σύγκρουσης είναι έντονη και αφοπλιστική.