“ΑΜΑΡΤΩΛΟΙ”: Η ΑΝΙΕΡΗ ΒΑΜΠΙΡΟΤΑΙΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ ΤΟΥ “BLACK PANTHER” ΕΙΝΑΙ ΓΕΜΑΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΓΝΕΙΑ
Είδαμε τους “Αμαρτωλούς” (“Sinners”) του υποψήφιου για Όσκαρ σκηνοθέτη Ράιαν Κούγκλερ (“Black Panther”, “Creed”) με τον Μάικλ Μπ. Τζόρνταν σε διπλό ρόλο. Σπάνια το κακό έχει υπάρξει τόσο σαγηνευτικό.
Κάποιες φορές χρειάζεσαι μια ταινία για πλάσματα που ρουφάνε μέσα από άλλους τη ζωή, για να νιώσεις ξανά ζωντανός. Έτσι και στους Αμαρτωλούς του Ράιαν Κούγκλερ: Μια ταινία για το πώς η κουλτούρα είναι πιο δυνατή από τον θάνατο – αλλά κι επίσης για το πόσο δύσκολο (αν όχι ανούσιο) είναι να αρνηθείς την αγνή έλξη και το ωμό πάθος.
Βρείτε για τον εαυτό σας μια βαμπιροταινία που μπορεί να κάνει και τα δύο!
Οι Αμαρτωλοί είναι ένα απολύτως ορίτζιναλ φιλμ τρόμου και πάθους που όμως, προς τιμήν του, δεν έρχεται με κανένα απολύτως άγχος να επανεφεύρει τους κανόνες, ή να επανασυστήσει την βαμπιρική μυθολογία και εικονογραφία. Οι κανόνες που ξέρουμε, είναι οι κανόνες που ισχύουν. Μην περιμένετε εδώ κλεισίματα του ματιού: Αυτές οι μετα-ειρωνικές αναγνώσεις δεν ανήκουν (ευτυχώς) στο γεμάτο δύναμη, γοητεία και αυτοπεποίθηση, φιλμικό ρεπερτόριο του σκηνοθέτη Ράιαν Κούγκλερ.
Αυτό όμως δε σημαίνει πως οτιδήποτε στην ταινία μοιάζει με αναμάσημα – αν μη τι άλλο ισχύει το αντίθετο, καθώς η ταινία του Κούγκλερ καταφέρνει να αποφύγει τη μεγαλύτερη πληγή του σύγχρονου σινεμά τρόμου: Την συχνά ανυπόφορη κυριολεξία της αλληγορίας του, ή ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης που μετατρέπεται σε (πολύ ισχνό, αφηγηματικά) πρώτο.
Η ιστορία μας μεταφέρει στον αμερικάνικο Νότο του 1930, όταν δύο δίδυμα αδέρφια (Μάικλ Μπ. Τζόρνταν με δύο διαφορετικού χρώματους καπέλα στον διπλό ρόλο) φεύγουν από το Σικάγο όπου έχουν χτίσει τη φήμη των σκληρών (και πιθανόν, συνεργατών του Αλ Καπόνε) και επιστρέφουν στη γενέτειρά τους για αρχίσουν ξανά.
Το «πολιτισμένο» Σικάγο μπορεί να μην έχει Κου Κλουξ Κλαν, αλλά ο ρατσισμός που συναντούν εκεί παίρνει απλώς άλλες μορφές – «καλύτερα ο διάβολος που ξέρεις», μας λένε τα αδέρφια στη διάρκεια μιας διαδρομής τους πίσω στα απλωτά χωράφια της βαθιάς americana.
Ο συστημικός ρατσισμός είναι παρών ως σημείο ανάγνωσης, αλλά δεν είναι σε καμία περίπτωση η (μόνη) κεντρική ιδέα που απασχολεί την ταινία. Καθώς σύντομα θα φανεί πως «ο διάβολος που ξέρεις» δεν είναι καθόλου κάτι τόσο απλό για τα δύο αδέρφια. Ο Σμόουκ και ο Στακ, όπως είναι τα ονόματά τους, προσπαθούν μέσα σε μια επεισοδιακή ημέρα να οργανώσουν τα εγκαίνια ενός νέου μπλουζ στεκιού για τον μαύρο πληθυσμό της περιοχής. Ίσως, το στέκι αυτό να είναι μάλιστα μια εξεζητημένη παγίδα – αλλά από ποιον, και με στόχο ποιους;
Στη διαδρομή τους θα συναντήσουν πολλές φιγούρες από το παρελθόν τους, ανάμεσά τους τον ξακουστό στην περιοχή μουσικό Ντέλτα Σλιμ (ένας φοβερός και πάλι Ντελρόι Λίντο), την Άνι (Γούνμι Μοσάκου) που έχει μια πονεμένη σύνδεση με ένα από τα αδέρφια, και την Μαίρη (Χέιλι Στάινφελντ) που έχει μια, ας πούμε, περίπλοκη σύνδεση με το άλλο.
Όμως το κλειδί στην όλη υπόθεση μοιάζει να είναι ο Σάμι Μουρ (Μάιλς Κέιτον, τον οποίο μας πρωτοσυστήνει η ταινία), ένας χαρισματικός οργανοπαίχτης του οποίου η μουσική είναι τόσο έντονη και κρύβει μέσα της κάτι τόσο αρχέγονο που –θρύλοι λένε– μπορεί να διατρήσει τον χρόνο, ακόμα και την ίδια πραγματικότητα.
Γύρω από αυτή την βραδιά μουσικής και χορευτικής απόδρασης που στήνεται σε ένα κοινωνικό και πολιτιστικό άσυλο που μοιάζει σα να ξεφύτρωσε από το πουθενά, άνθρωποι παραγκωνισμένοι, άνθρωποι στο στόχαστρο των ρατσιστικών και εκμεταλλευτικών δυνάμεων, βρίσκουν έναν χώρο έκφρασης, ασφάλειας και έκστασης.
Είναι μια ιδέα γύρω από την οποία ο Στιβ ΜακΚουίν δημιούργησε πριν λίγα χρόνια το αριστουργηματικό Lovers Rock του – ένα από τα χαμένα αριστουργήματα της Εποχής Covid – και την οποία ο Κούγκλερ ενισχύει με ένα κεντρικό μουσικό set piece απερίγραπτης δύναμης: Ένα μονοπλάνο που διαπερνά τις δεκαετίες και τους αιώνες, ακολουθώντας γενιές μουσικής παράδοσης σε ένα ξέφρενο γαϊτανάκι.
Η κάμερα του Κούγκλερ ακολουθεί σώματα καθώς βρίσκουν αρμονική κίνηση μέσα από τη συνύπαρξη διαφορετικών μουσικών ειδών. Σώματα που αγγίζονται, μαγνητίζονται, κινούνται ενωμένα σαν ένα από το πάθος και την απελευθέρωση, μιας βραδιάς που μοιάζει να έρχεται από κάποιο άλλο, παράλληλο σύμπαν. Η σκεπή φλέγεται, ναι – κι αυτό μπορεί να είναι φρικτό, τρομακτικό, αποπνικτικό, αλλά αυτή τη στιγμή, είναι κάτι το εκστατικό.
Διευθύντρια φωτογραφίας είναι η Ότομν Ντουράλντ Άρκαπο που πριν συνεργαστεί με τον Κούγκλερ στο (όχι πλήρως πετυχημένο, αλλά οπωσδήποτε ιδιαίτερο) πένθιμο σίκουελ Black Panther: Wakanda Forever, είχε δουλέψει με μπόλικα ονόματα του χιπ νεανικού ανεξάρτητου σινεμά, όπως το Palo Alto της Τζία Κόπολα και το Teen Spirit του Μαξ Μινγκέλα. Οπωσδήποτε, η έφεσή της στο να εντοπίζει μια νεανική, άσβεστη ορμή στα σώματα των ηρώων της, και στα κενά αέρος μεταξύ τους, είναι κάτι που δίνει επιπλέον ζωή στην ταινία.
Και η ζωή είναι το όλο ζητούμενο – ακόμα και στον θάνατο. Οι δαίμονες, δηλαδή τα βαμπίρ εν προκειμένω, αργούν να κάνουν την εμφάνισή τους, κάνοντας την ταινία να θυμίζει δομικά έναν από τους αρκετά εμφανείς προγόνους της, το Από το Σούρουπο ως την Αυγή του Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ. Το πρώτο μέρος του φιλμ ακολουθεί τα δύο αδέρφια που παίζει ο Τζόρνταν σε παράλληλες πλοκές προετοιμασίες της μεγάλης βραδιάς, όσο και απλώματος του αναγκαίου exposition και της ανάπτυξης χαρακτήρων και b-plots.
Γίνεται περίτεχνα όλο αυτό, χωρίς ποτέ το φιλμ να μένει στάσιμο. Οι χαρακτήρες έχουν όλοι τις δικές τους χροιές και γεύσεις, ενώ αφηγηματικά ο Κούγκλερ (που έχει γράψει και το πρωτότυπο μάλιστα σενάριο) διαρκώς μας υπενθυμίζει τις διασυνδέσεις: Η φόρα μιας σκηνής οδηγεί στον ήχο κάποιας άλλης, η εικόνα της μίας προβάλλεται ως αντίστιξης της άλλης, τα πάντα διαχέονται και βρίσκονται σε συζήτηση μεταξύ τους. Ακόμα κι ένα σύντομο μονοκάμερο όπου ένας χαρακτήρας βγαίνει από ένα μαγαζί, διασχίζει τον δρόμο, μπαίνει σε ένα άλλο, πριν ακολουθήσουμε την αντίστροφη διαδρομή με μια άλλη ηρωίδα, καταφέρνει να υπογραμμίσει πως αυτό –ένα σκηνικό τύπου φαρ ουέστ που έχουμε δει χιλιάδες φορές– δεν είναι απλά εκεί ως σκηνικό και προσόψεις, αλλά έχει δική του ζωή.
Και τα βαμπίρ, ρωτάτε;
Θα έρθουν, και θα έχουν και τεράστιο ενδιαφέρον. Όχι, δεν συμβολίζουν το προφανές Ένα Κακό. Οι δικαιωματικά μονοδιάστατοι ρατσιστές λευκοί δεν χρειάζεται να συμβολιστούν από κάτι – ο Κούγκλερ δεν τους δίνει καν αυτό το προνόμιο. Είναι χάρτινοι, και συναντούν την μοίρα τους με τον τρόπο που αξίζει. Όχι, ο βαμπιρισμός, του οποίου την γοητεία η ταινία καθόλου δεν αρνείται, δεν αποτελεί συντόμευση για κάτι τόσο ορθάκλειστο.
Ο ερωτισμός πάντα ήταν θεμελιώδες στοιχείο στην απεικόνιση του βαμπίρ και στους Αμαρτωλούς αυτό ξεφεύγει από, απλώς, μια μυστηριώδη, εξωτική έλξη. Είναι δικαίωμα και ίδιον όλων των χαρακτήρων: Όταν σε μια από τις σκηνές στην πρώτη πράξη της ταινίας περιγράφεται αναλυτικά το μυστικό ευτυχίας μιας ερωτικής πράξης απλά ξέρεις -όπως θα έλεγε κι ο Τσέχωφ εξάλλου- πως θα επιστρέφει αργότερα. Οι πάντες συνδέονται, ενώνονται, αγγίζονται.
Η λαγνεία άρα αυτών των δαιμόνων έρχεται ως μια μεθυστικά γοητευτική επέκταση των παθών και των θέλω των ηρώων μας, θολώνοντας κι άλλο τα νερά των απλουστευτικών αναγνώσεων. Τους μαγνητίζει η μουσική, η κουλτούρα, το πάθος. Έχουν κάτι το γοητευτικά αιώνιο, αλλά ξεπερνούν την μία και μόνη ανάγνωση, κι αυτό τα κάνει και συναρπαστικά ως τέρατα. Αν πρόκειται για κάτι, είναι μάλιστα μια ευρύτερη διαγενεακή πολιτιστική κλοπή: Στις ουκ ολίγες μουσικές σκηνές του φιλμ, βλέπουμε τα βαμπίρ να το ζουν εξίσου με μουσικές ιρλανδικής προέλευσης όσο και μαύρης. Είναι, ίσως, το ίδιο το appropriation, υπό το μανδύα μιας αιώνας ύπαρξης.
(Πάνω σε αυτό δένει φανταστικά κι η τελευταία σκηνή του φιλμ, που φυσικά δε θα αναλύσουμε περαιτέρω – όμως ως «επίλογος», εμπλουτίζει εντυπωσιακά το ευρύτερο κείμενο του φιλμ, αν αναλογιστεί κανείς το δραματικό arc των χαρακτήρων που εμφανίζονται στη σκηνή, ακόμα και το πώς είναι ντυμένοι.)
Η έμφαση σε αυτή την απειλητική σχεδόν-συνύπαρξη, και ο ρόλος που παίζει εδώ η αγνότητα του προσωπικού και συλλογικού culture, εξηγεί γιατί ο Κούγκλερ έχει αναφερθεί και σε ένα άλλο φιλμ του Ροντρίγκεζ ως επιρροή: Το φανταστικό και απόλυτο καλτ The Faculty, όπου μια ετερόκλητη ομάδα μαθητών προσπαθούν να επιβιώσουν σε έναν αποκλεισμένο σχολικό χώρο όταν ανακαλύπτουν πως οι καθηγητές τους έχουν αντικατασταθεί από εξωγήινους.
Προσωπικά, μου ήταν αδύνατον να βγάλω από τον μυαλό μου τον Τζον Κάρπεντερ βλέποντας τους Αμαρτωλούς. Το σχεδόν ερημικό σκηνικό μου θύμισε αρκετά το ύστερο έργο του σκηνοθέτη, αυτά τα πολύ υποτιμημένα αλλά τρομερά φαν (και συχνά πολύ αιχμηρά!) b-movies είδους όπως το Ghosts of Mars και φυσικά το Vampires, όπου o genre μανδύας ήταν εκεί για να τυλίξει ένα λίγο-πολύ στοιχειώδες γουέστερν επιβίωσης.
Σε παλιότερα δε έργα του Κάρπεντερ παρακολουθούμε ένα κακό ανεξέλεγκτο και ανεξήγητο (Η Νύχτα με τις Μάσκες) ενώ δεν είναι λίγες φορές που ο εμβληματικός auteur έχει θελήσει να παγιδεύσει τους ήρωές του μέσα σε έναν περιορισμένο χώρο όπου κανείς δεν είναι σίγουρος για το ποιο είναι το πρόσωπο που έχει απέναντί του (The Thing), ενώ στο φόντο παρακολουθούμε μια πολιτισμική σύγκρουση παράδοσης υπό την επίθεση/επίδραση ενός ανεξήγητου μοντερνισμού (στο καταπληκτικό Prince of Darkness!).
Μην τα πολυλογούμε, το DNA του Κάρπεντερ είναι παντού σε αυτό το φιλμ (και ειδικά το Vampires το έβλεπα παντού – και ειδικά στην τρίτη πράξη της ταινίας), ακόμα και στις αναπολογητικά ‘80s synth μουσικές εισβολές-ουρλιαχτά του Λούντβιχ Γκόρανσον. Ο σουηδός συνθέτης, και σε αυτό το σημείο πια κατά κοινή ομολογία ο σπουδαιότερος ανάμεσα στους Λούντβιχ της μουσικής ιστορίας, βραβευμένος με δύο Όσκαρ (Black Panther, Οπενχάιμερ) έχει αποδείξει πια ξανά και ξανά την εντυπωσιακή του ικανότητα να συνθέτει είδη και μουσικές επιρροές.
Στους Αμαρτωλούς η μουσική γίνεται κεντρική στό όλο αφήγημα και οι συνθέσεις του μοιάζουν να ανήκουν ταυτόχρονα στα neon noir ‘80s, στα απαγορευμένα στέκια των αρχών του 20ου αιώνα, στην μουσική προφορική παράδοση μεταναστών διαφορετικών ηπείρων, σε κάτι εντελώς μοντέρνο και σε κάτι εντελώς αρχέγονο. Ο Γκόρανσον, στο magnum opus του, διατηρεί ακόμα και credit executive producer – κι είναι απολύτως κατανοητό.
Στο τέλος, αυτός ο μεθυστικός χορός της ταινίας είναι ικανός να σε παρασύρει στο αιματηρό παραμύθι της, το οποίο ο Κούγκλερ ξετυλίγει με περισσή δεξιότητα, ευρηματικότητα και μια αστείρευτη δίψα για εντυπωσιακά transitions και οπτική αφήγηση που αρνείται να περιοριστεί σε μια κλειστή ερμηνεία. Ακόμα κι αν ο ίδιος ο τρόμος δεν παίρνει ποτέ τον πρώτο λόγο στο φιλμ (πολύ απλά, δεν είναι ιδιαίτερα τρομακτικό, αν και από σασπένς τα πάει φίνα), και ορισμένες δυναμικές είναι τόσο ενδιαφέρουσες που θα ευχόμασταν να είχαν βρει περισσότερο χώρο να ζήσουν και αναπνεύσουν, είναι τελικά εμφανές πως οι Αμαρτωλοί διαθέτουν κάτι τελείως φρέσκο και ορμητικό στον πυρήνα τους.
Ο Ράιαν Κούγκλερ είναι ένας σκηνοθέτης που από την πρώτη του εμφάνιση έκανε σαφές πως έχει ένα σπάνιο χάρισμα να λειτουργεί στην καρδιά του στουντιακού συστήματος λέγοντας προσωπικές ιστορίες μέσα σε αυτό. Κάτι που, τη σήμερον ημέρα, είναι απείρως πιο σπάνιο κι εντυπωσιακό από ό,τι ήταν πίσω στα ‘70s και στην χρυσή εποχή του στουντιακού Χόλιγουντ. Σκεφτείτε μόνο τι παράγουν σήμερα τα στούντιο, για να υπογραμμιστεί πόσο μεγάλη αξία έχει αυτό που καταφέρνει ο Κούγκλερ με ιστορίες σαν αυτές που λέει στο Creed, στο Black Panther, και ακόμα και στο σίκουελ Black Panther: Wakanda Forever.
Αυτές δεν είναι ταινίες συνταγής. (Μπορεί να είναι ταινίες φόρμουλας – κάτι εντελώς διαφορετικό, και καθόλου κακό από μόνο του.) Είναι φιλμ όπου, μέσα σε προϋπάρχοντες κόσμους, ο Κούγκλερ καταφέρνει να πει τρομερά παθιασμένες και απίστευτα προσωπικές ιστορίες πάνω στην κληρονομιά, την αυθεντικότητα, την ταυτότητα, την απώλεια και την επιβίωση. Πάντα με εντυπωσιακή αφήγηση και με αναγκαία αισθητική στάμπα, δίχως να μοιάζουν μανατζαρισμένες από μια ολόκληρη φυλή χαρτογιακάδων.
Οι Αμαρτωλοί είναι η πρώτη του ταινία που δεν βασίζεται σε κάτι προϋπάρχον (μιας και ακόμα και το ανεξάρτητο ντεμπούτο του, Fruitvale Station, αποτελούσε πραγματική ιστορία). Ναι, τα δάνειά του από το σινεμά των genre πατεράδων του είναι εμφανή, αλλά όχι, τίποτα σε αυτά δεν μοιάζει αναμασημένο. Φιλμ ανεξάντλητα μερακλίδικο, περιτριγυρισμένο κι αυτό (όπως κι οι ήρωές του) από ορδές προγραμματισμένων και πανομοιότυπων σίκουελ και ανέμπνευστων franchise φιλμ, μας προσφέρει μια στιγμή απόδρασης κι έκστασης. Τονίζοντας κι αυτό με τη σειρά του, τη θέση του σε μια αλυσίδα δημιουργίας – που προϋπήρχε και θα συνεχίσει να υπάρχει.
Οι Αμαρτωλοί (Sinners) του Ράιαν Κούγκλερ κυκλοφορούν στις αίθουσες στις 17 Απριλίου από την Tanweer.