ΑΓΓΕΛΑΚΑΣ, ΛΕΞ, ΡΕΜΠΕΤΕΣ ΚΑΙ ΡΕΙΒΕΡΣ ΣΕ ΕΝΑ ΜΟΥΣΙΚΟ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Τα Ντεσιμπέλ του Λευκού Πύργου είναι ένα ανεξάρτητο μεν, μεγαλεπήβολο δε εγχείρημα που χαρτογραφεί καλλιτέχνες, στέκια, δισκάδικα και συναυλίες των τελευταίων 40 ετών και αναζητά τις βαθύτερες αιτίες που τροφοδοτούν τη σκηνή της Θεσσαλονίκης. Ο σκηνοθέτης Δήμος Βοσινάκης μίλησε στο NEWS 24/7.
Tην τελευταία μέρα του περσινού Αυγούστου, στον insta λογαριασμό @ta_db_tou_leukou_pyrgou, αυτή ήταν η λεζάντα της πρώτης ανάρτησης, ενός σύντομου βίντεο που απεικονίζει ένα χέρι μουσικόφιλου ενώ «ξεφυλλίζει» τα εξώφυλλα εμβληματικών δίσκων από συγκροτήματα – Ξύλινα Σπαθιά, Μωρά στη Φωτιά, Τρύπες, Mushrooms, Πίσσα & Πούπουλα, Εκτός Ελέγχου, μεταξύ άλλων – που δημιουργήθηκαν και δημιούργησαν στη Θεσσαλονίκη: «Τα ντεσιμπέλ του Λευκού Πύργου. Βέλονα, πικάπ. Ένας σπινθήρας για τη μουσική και την τοπική κουλτούρα. Θεσσαλονίκη, οι μουσικοί της, τα δισκάδικα, τα βινύλια».
Εύλογα υπέθεσα ότι το ντοκιμαντέρ «για τις μουσικές της Σαλονίκης» που ετοίμαζε ο Δήμος Βοσινάκης θα πραγματευόταν την περιβόητη ροκ «σκηνή» της πόλης που σε βάθος δεκαετιών έχει οριστεί από τους δίσκους που άφησαν πίσω τους μπάντες σαν και τις παραπάνω. Ο σκηνοθέτης όμως τελικά δεν στέκεται μόνο εκεί, επιχειρώντας κάτι πιο ευρύ σε επίπεδο ήχων και αισθητικής. «Τα Ντεσιμπέλ του Λευκού Πύργου εστιάζουν στο ρεμπέτικο, το ροκ, το πανκ, το μέταλ, την ηλεκτρονική μουσική και το ραπ, είδη που δεν έχουν απαραίτητα ηχητικές ομοιότητες αλλά έχουν κοινές κοινωνικές καταβολές, και εκτός από την ιστορική καταγραφή συγκροτημάτων, καλλιτεχνών, στεκιών, δισκάδικων και συναυλιών τα τελευταία 40 χρόνια, ψάχνουν να βρουν και τις βαθύτερες αιτίες που τροφοδοτούν τη σκηνή της πόλης» λέει στο NEWS 24/7.
Γεννημένος και μεγαλωμένος στη Θεσσαλονίκη, ακόμη κάτοικός της, ο Βοσινάκης έχει και αυτός την κλασική προεφηβική ιστορία να διηγηθεί για το πώς άρχισε να ακούει μουσική: Εν αρχή ην το μέταλ. «Aπό τις τελευταίες τάξεις του δημοτικού και μετά στο γυμνάσιο πέρασα από όλα τα στάδια: power, thrash, death, black, gothic, τα πάντα όλα. Μετά εκτίμησα την απλότητα και την αμεσότητα του punk, άκουσα reggae και dub, γνώρισα το ρεμπέτικο και γούσταρα πολύ την ενέργεια που έβγαζαν κάποιες electro μπάντες όπως οι Prodigy και οι Atari Teenage Riot».
Οι πρώτες ελληνικές μπάντες που άκουσε στην εφηβεία του ήταν οι Τρύπες και τα Ξύλινα Σπαθιά, χωρίς καν να ξέρει ότι ήταν από τη Θεσσαλονίκη («Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι μπορούν γκρουπάκια της πόλης να παράγουν τέτοιο ήχο με τόσο εκφραστικούς στίχους»). Την ίδια περίοδο άρχισε να πηγαίνει σε πανκ συναυλίες στα πανεπιστήμια και να γνωρίζει κι άλλα ιστορικά σχήματα της πόλης, όπως οι Γκούλαγκ, οι Γκρόβερ και οι Εκτός Ελέγχου. Σήμερα δεν θυμάται ποιος ήταν ο πρώτος σαλονικιώτικος ροκ δίσκος που απέκτησε, ξεχωρίζει όμως δυο-τρεις ως «επιπέδου Champions League», όπως λέει: Τον ένα και μοναδικό δίσκο που έβγαλαν οι Πίσσα & Πούπουλα και τους δύο των Mushrooms.
Δεκαετίες αργότερα, έχοντας τρία βιβλία στο ενεργητικό του με πιο πρόσφατο το «Τρικυμία σε σφηνάκι», «ένα μυθιστόρημα για τις παράπλευρες απώλειες της κρίσης που φλερτάρει επικίνδυνα με την πραγματικότητα», γεννήθηκε στο μυαλό του η ιδέα για το πρώτο του ντοκιμαντέρ, με αφορμή ένα άλλο, του Φατίχ Ακίν.
«Τον Αύγουστο του ’22 είδα ξανά το ντοκιμαντέρ “Ο ήχος της Πόλης” που μιλάει για τη μουσική της Κωνσταντινούπολης και σχεδόν αυτομάτως σκέφτηκα αν μπορώ να κάνω κάτι παρόμοιο για την πλούσια σκηνή της Θεσσαλονίκης. Η πόλη έχει μία τεράστια ηχητική παράδοση και θεώρησα ότι ένα τμήμα της αξίζει να παρουσιαστεί σε ενιαία οπτικοακουστική μορφή γιατί υπάρχει και παρελθόν και παρόν και ποσότητα αλλά και ποιότητα» λέει και τονίζει ότι άπαξ και αποφάσισε με ποια είδη μουσικής θα καταπιανόταν, αμέσως άρχισε να συγκεντρώνει τους μουσικούς με τους οποίους θα ήθελε να μιλήσει on camera. «Όταν έγραφα αυτή τη λίστα ούτε το σενάριο ήταν ξεκάθαρο στο μυαλό μου, ούτε η χρονική διάρκεια, ούτε οι θεματικές ενότητες του ντοκιμαντέρ, όλα αυτά σχηματοποιήθηκαν στην πορεία.
Νομίζω ότι αν φτιάξεις τον σκελετό ενός ντοκιμαντέρ στο μυαλό σου μετά σε οδηγεί κάπως το υλικό. Ήξερα προσωπικά κάποιους από τους 45 που εμφανίζονται συνολικά, ενθουσιάστηκαν όταν τους είπα την ιδέα και από εκεί και πέρα βοήθησε η σαλονικιώτικη πραγματικότητα, αυτό που οι μισοί ξέρουν τους άλλους μισούς, όλοι βρισκόμαστε στο κέντρο που είναι σημείο αναφοράς και κάπως έτσι τα νέα μαθεύτηκαν γρήγορα».
Από την αρχική του λίστα δέχτηκε να συμμετάσχει η συντριπτική πλειοψηφία, και από τους πρώτους ήταν δύο δισκοπώλες, ο Μιχάλης Μαγλάρας από το On Stage και ο Πάκης Τζιλής («που είναι μουσική εγκυκλοπαίδεια») από τον Λωτό, ο Τζαμάλ, ο Γρηγόρης Κορδελλάς που ασχολείται με την ηλεκτρονική μουσική, ο Βασίλης Γιαννούλης που παίζει μπάσο στους ParanoiR, ο Λεξ και η Λαμπρινή Γρηγοριάδου (Million Hollers, Γιάννης Αγγελάκας & 100°C). «Υπήρχε θετική ανταπόκριση εξαρχής από πολύ κόσμο που αντιλήφθηκε το νόημα του εγχειρήματος και αυτό μας έδωσε κουράγιο να συνεχίσουμε και να προσπεράσουμε τις όποιες δυσκολίες.
Μπορώ να σου πω ότι οργώσαμε όλη την πόλη. Από την Πολίχνη μέχρι την Καλαμαριά και από την Άνω Πόλη και το κέντρο μέχρι την παραλία. Φτάσαμε μέχρι το Αγγελοχώρι για μία ιδιαίτερη περίπτωση. Ίσως σε έναν κόσμο που κυριαρχεί ο ατομικισμός χρειαζόμαστε ακόμα τις συλλογικές προσπάθειες. Για να καταλάβεις τι εννοώ, από ένα σημείο και μετά δεκάδες άτομα μας έστελναν μηνύματα και email με συμβουλές, φωτογραφίες, βίντεο, αποκόμματα εισιτηρίων και αφίσες από παλιές συναυλίες. Άλλοι μας παραχωρούσαν δωρεάν χώρους για γυρίσματα. Μετά τους πρώτους τρεις-τέσσερις μήνες, περισσότερο μας έψαχναν οι μουσικοί παρά τους ψάχναμε εμείς, αν και δεν γινόταν να μιλήσουμε με όλους. Επίσης είχαμε υπομονή, ξέραμε ότι μία τέτοια προσπάθεια χρειάζεται χρόνο, επομένως όταν βρήκαμε ρυθμό με τον Άγγελο Ασλανίδη, το παιδί που κάναμε μαζί το 90% των γυρισμάτων και επιμελήθηκε και το μοντάζ, φαινόταν ότι αργά ή γρήγορα θα φτάναμε μέχρι το τέλος του δρόμου».
Τα γυρίσματα κράτησαν περίπου δέκα μήνες και ο Βοσινάκης σήμερα ξεχωρίζει συγκεκριμένες στιγμές ως τις πιο κομβικής σημασίας για το εντελώς DIY μεν, μεγαλεπήβολο δε εγχείρημά του. «Θα ξεκινούσα από ένα πάρτι που κάναμε τον Οκτώβρη του ’22 σε ένα φιλικό καφενείο για να μαζέψουμε κάποια λεφτά και να αγοράσουμε τον εξοπλισμό που μας έλειπε. Το μαγαζί γέμισε και το ποσό που συγκεντρώθηκε ήταν αρκετά μεγαλύτερο από αυτό που υπολογίζαμε. Στη συνέχεια θα έλεγα τα γυρίσματα με φίλους που είχαν χαβαλέ, τις χαλαρές κουβέντες με θρύλους της πόλης όπως ο Ασκληπιός Ζαμπέτας, ο Ηλίας Ζάικος (σ.σ. Blues Wire) και ο Γιάννης Αγγελάκας πριν τις συνεντεύξεις, το συγκινητικό γύρισμα με τον 85χρονο Μανώλη Μόραλη που ήταν ο άνθρωπος που ανακάλυψε τον Στράτο Διονυσίου, βάλε και τη συνέντευξη με τον Μπάμπη Μπατμανίδη που κλαίγαμε από τα γέλια! Ιστορική στιγμή ήταν σίγουρα και η τελευταία μέρα του μοντάζ σε ένα σπίτι στην Άνω Πόλη που συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε τελειώσει».
Μία από τις ερωτήσεις που έκανε on camera στους δεκάδες μουσικούς αφορούσε τις συναυλίες, κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά στη Θεσσαλονίκη, που τους σημάδεψαν ως θεατές. Το NEWS 24/7 ζητά από τον σκηνοθέτη να απαντήσει. «Όλα τα live των Βανδαλούπ στα πανεπιστήμια, όπως και οι συναυλίες που έγιναν εκεί πριν την Σύνοδο Κορυφής τον Ιούνιο του 2003. Obituary το 2009 στην Υδρόγειο, Ska-P στην Ευκαρπία τον Μάη του 2009, Prodigy στο Παλατάκι το 2010 που χόρευαν και τα μικρόφωνα, Dub Pistols και Dubioza Kolektiv στο Street Mode το 2017» λέει, ξεκινώντας από τη Θεσσαλονίκη. «Από Αθήνα θα ξεχώριζα το Rockwave του 2001 στο ποδηλατοδρόμιο του ΟΑΚΑ με ένα φανταστικό line up και οπωσδήποτε Motorhead το 2002 στο Θέατρο Λυκαβηττού, Black Sabbath το 2005, Metallica το 2007 και Manu Chao το 2008 στη Μαλακάσα.»
Η ταινία αυτές τις μέρες και μέχρι τις 30 Απριλίου συμμετέχει στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα στο Agora Doc Market που είναι διαθέσιμο μόνο σε επαγγελματίες του κινηματογράφου και διαπιστευμένους δημοσιογράφους. Ο στόχος είναι «να προβληθεί σε όσο το δυνατόν περισσότερα φεστιβάλ σε Ελλάδα και εξωτερικό. Γενικά υπάρχουν συζητήσεις με αρκετά άτομα και όποτε έχουμε νέα θα ανακοινωθούν από τις σελίδες του ντοκιμαντέρ στα social media». Στο instagram που λέγαμε και στο Facebook.
Μισό λεπτό όμως, για μουσική μιλάμε τόση ώρα, είναι δυνατόν να μην καταλήξουμε σε λίστες; Μπορείς με το μαχαίρι στο λαιμό, λέω στον σκηνοθέτη, να ξεχωρίσεις ένα Top 5 σαλονικιώτικων δίσκων και συγκροτημάτων; «Θα αδικήσω πολύ κόσμο, ειδικά τις νεότερες μπάντες, αλλά το κρίμα στο λαιμό σου!» λέει και τολμά. «Από συγκροτήματα θα έλεγα Mushrooms, Τρύπες, Βανδαλούπ, Mikro και Exhumation. Από δίσκους, χωρίς σειρά προτίμησης, το Dig It των Blues Gang που μετά έγιναν Blues Wire γιατί ήταν o πρώτος επίσημος δίσκος ελληνικού blues, το Taste Of των Mushrooms, τα Εννιά Πληρωμένα Τραγούδια από Τρύπες γιατί αυτό το άλμπουμ προκάλεσε την έκρηξη του ελληνικού ροκ στις αρχές των 90s, το Τέλος του Κόσμου από Mikro, που όταν κυκλοφόρησε ήταν κάτι τελείως μοναδικό για την εποχή του, και το ομώνυμο από Πίσσα & Πούπουλα».
Η ταινία αυτές τις μέρες και μέχρι τις 30 Απριλίου συμμετέχει στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα στο Agora Doc Market που είναι διαθέσιμο μόνο σε επαγγελματίες του κινηματογράφου και διαπιστευμένους δημοσιογράφους.