Vianney Le Caer/Invision/AP

ΑΝΤΟΝΙ ΤΣΕΝ: “ΑΝΗΣΥΧΩ ΟΤΙ Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΑ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ”

Ο βραβευμένος με τη Χρυσή Κάμερα των Καννών σκηνοθέτης ανοίγεται στο Magazine για τους βαθύτερους υπαρξιακούς του φόβους – και για το σινεμά που, πάντα, καταλήγει να τον σώζει.

Αυτή η αίσθηση, του να μην ανήκεις.

Αυτό μοιάζει να κυνηγά τους τρεις κεντρικούς χαρακτήρες του πανέμορφου, τρυφερού δράματος Ο Πάγος Που Καίει – και εντυπωσιακά, αυτή η ίδια αίσθηση μοιάζει να κυνηγά και τον σκηνοθέτη πίσω από την ιστορία, τον ανερχόμενο ακόμα Άντονι Τσεν από την Σιγκαπούρη.

Ο Τσεν κέρδισε τη Χρυσή Κάμερα στις Κάννες πριν σχεδόν μια δεκαετία με το Ilo Ilo κι έκτοτε γράφει τη δική του πορεία σκηνοθετώντας διακριτικά, ευαίσθητα δραματικά φιλμ που εστιάζουν σε ανθρώπους και σε σχέσεις και στις λεπτομέρειες που τις χαρακτηρίζουν. Όπως την υπέροχη Εποχή της Βροχής. Και, όπως συμβαίνει τόσο στην Βροχή όσο και στο νέο του φιλμ, ένα από τα χαρακτηριστικά των ιστοριών του σκηνοθέτη είναι αυτή ακριβώς η ηρεμία. Η διακριτικότητα, θα λέγαμε κιόλας.

Στο πρόσωπό του υπάρχει ένα μεγάλο χαμόγελο, ακόμα και σε στιγμές εμφανούς αμηχανίας. Τα χαρακτηριστικά του απαλά, ευγενικά, όπως κι ο ίδιος. Αλλά μέσα του, κάτω από αυτή την ήρεμη επιφάνεια, υπάρχει κάτι που σιγοβράζει. Είναι πολύ σίγουρος για αυτά που πιστεύει – για όσα του αρέσουν κι όλα όσα δεν του αρέσουν καθόλου. Αυτό για το οποίο αμφιβάλει; Το κατά πόσο υπάρχει θέση για αυτόν στον σύγχρονο (κινηματογραφικό) κόσμο.

Αυτή ήταν η αίσθηση που μου άφησε η συνομιλία μας στο πλαίσιο του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, τον Νοέμβριο του ‘23, όπου βρέθηκε για να παρουσιάσει το (προερχόμενο από τις Κάννες) Πάγο Που Καίει για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό.

«Ζούμε σε μια εποχή με streaming, αφθονία, περιεχόμενο – κι οι άνθρωποι απλά δεν έχουν υπομονή».

Η ταινία ακολουθεί τον Χαοφένγκ που φτάνει σε μια παγωμένη, μεθοριακή πόλη της Κίνας, κοντά στα σύνορα με Βόρεια Κορέα. Φοράει ακριβό ρολόι, αλλά δεν έχει τίποτα λυμένο. Ο κόσμος τον φοβίζει, και περνούν πολλές επικίνδυνες σκέψεις από το μυαλό του. Γνωρίζει μια τοπική ξεναγό κι έναν αποξενωμένο νεαρό άντρα, και μαζί οι τρεις τους, σαν σε μια φούσκα όπου ο χρόνος παγώνει, περνούν μερικές ξένοιαστες μέρες ανακαλύπτοντας πράγματα για τους εαυτούς τους – πριν χρειαστεί να γυρίσουν στους κόσμους που άφησαν σε παύση.

Αυτή η ηρεμία, αυτή η φαινομενική ακινησία, θα έμοιαζε με βάλσαμο για πολλούς από εμάς, δεδομένων των ρυθμών του σημερινού κόσμου. Για τον ίδιο τον Τσεν, είναι κομμάτι του DNA του και, την ίδια στιγμή, ο λόγος που φοβάται – φοβάται, πως δεν ανήκει στο σήμερα. Ήταν, σα να το κατάλαβε κατά τη διάρκεια της ίδιας της κουβέντας μας.

AP Photo/Daniel Cole

Θα ήθελα να μάθω από πού προήλθε αυτή η ιστορία. Υπήρχαν προσωπικά στοιχεία εκεί; Αυτού του είδους το αισθηματικό τρίγωνο το έχουμε ξαναδεί αλλά εδώ ήταν πολύ καλά μελετημένο στις λεπτομέρειές του.
Προέκυψε από την πανδημία, επειδή ένιωθα καταθλιπτικά, βίωσα μια πραγματική υπαρξιακή κρίση όταν έκλεισαν παντού οι κινηματογράφοι και η κινηματογραφική παραγωγή σταμάτησε. Σκέφτηκα ότι αυτή ήταν η αρχή του τέλους. Καθόμουν στο σπίτι για δύο χρόνια χωρίς να κάνω τίποτα, διάβαζα πολλές ειδήσεις, διάβαζα πολλά άρθρα για τη λεγόμενη γενιά Ζ και για το άγχος τους. Διάβαζα για την ψυχική τους υγεία. Διάβαζα για το πώς ένιωθαν χαμένοι και κολλημένοι στη ζωή. Πώς ένιωθαν απογοητευμένοι από την προηγούμενη γενιά, το κατεστημένο, την κυβέρνηση.

Κι ύστερα άρχισα να διαβάζω πολλά προσωπικά, προσωπικά μπλογκ. Και πολλά βίντεο που έκαναν άνθρωποι με τον εαυτό τους. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, νομίζω, πολλοί νέοι άνθρωποι άρχισαν να βάζουν την κάμερα ή να γυρίζουν τα τηλέφωνά τους προς τους ίδιους και να αρχίζουν να μιλούν για τις ζωές τους. Και μπορεί όλοι να περνούσαν διαφορετικά πράγματα αλλά ένιωσα μια συλλογική μελαγχολία, μια συλλογική θλίψη. Ένα συλλογικό αίσθημα ότι νιώθαμε χαμένοι.

Αποφάσισα ότι θα κάνω μια ταινία για αυτή τη γενιά νέων ανθρώπων, που δεν είχα ξανακάνει ποτέ. Λέω, πώς μπορώ να ξεκινήσω να κάνω μια ταινία για νέους ανθρώπους; Η πρώτη ταινία που μου ήρθε στο μυαλό ήταν το Ζιλ και Τζιμ του Φρανσουά Τρυφώ. Είναι δύο κορίτσια και ένας άντρας σε αυτό, οπότε είπα ότι θα κάνω μια ταινία για δύο αγόρια κι ένα κορίτσι. Αλλά έχουμε συνηθίσει στον εμπορικό κινηματογράφο, οι δύο άντρες να είναι πάντα ανταγωνιστικοί. Ξέρεις, είναι πάντα ακριβώς δύο άντρες που κυνηγούν το κορίτσι και με ποιον θα πάει αυτή στο τέλος.

Είπα στον εαυτό μου, γιατί οι δύο άντρες πρέπει να είναι ανταγωνιστικοί; Γιατί δεν μπορεί να είναι το τέλειο τρίγωνο; Όπου υπάρχει ισορροπία, όπου είναι τρεις άνθρωποι που συναντούν ο ένας τον άλλον την τέλεια στιγμή, και εκείνη τη στιγμή, ξέρετε, απλά χρειαζόταν ο ένας τον άλλον. Έτσι διαμόρφωσα τις σχέσεις.

Αυτό το πράγμα που περιγράφεις, σαν ισοσκελές τρίγωνο κάπως… κάπως έτσι είναι και το κλίμα όλης της ταινίας. Πώς επιτεύχθηκε αυτή η ισορροπία;

Ναι. Και τώρα ακόμα και όταν βλέπω την ταινία, κάθε φορά που βλέπω τους τρεις τους σε μια σκηνή, νιώθω ότι αυτό είναι τόσο τέλειο, σαν να θέλω να τους κάνω παρέα, καταλαβαίνεις; Και κατά κάποιο τρόπο, μου θύμισε, βασικά, όταν έβλεπα το Ζιλ και Τζιμ. Ένιωσα κι εγώ έτσι. Απλά τριγυρνούσαν στο Παρίσι…

«Δεν είμαι πολύ “μυώδης” σκηνοθέτης. Δε θα γίνω ποτέ σαν τον Γιώργο Λάνθιμο».

Στην κινέζικη κουλτούρα, υπάρχει αυτή η λέξη που λέγεται zhongyong (中庸). Zhongyong σημαίνει, να είσαι ισορροπημένος. Να είσαι στη μέση. Δεν πρέπει όταν ζεις να είσαι στα άκρα, πρέπει πάντα να βρίσκεις την ισορροπία. Και ίσως υποσυνείδητα να ήταν αυτό που με οδήγησε. Αισθάνομαι ότι όλες οι ταινίες μου ήταν πάντα έτσι. Γι’ αυτό και δεν είμαι πολύ μυώδης σκηνοθέτης. Ξέρεις, δεν… δεν κλωτσάω τους ανθρώπους στα μούτρα, δεν ρίχνω γροθιές στο στομάχι. Δεν είμαι τέτοιος κινηματογραφιστής, καταλαβαίνεις; Δεν θα γίνω ποτέ σαν τον Γιώργο Λάνθιμο ή κάτι τέτοιο. Απλά δεν μπορώ.

Με την έννοια ότι υπάρχει πάντα μια τρυφερότητα και ισορροπία στις εικόνες και τα συναισθήματα του σινεμά σου. Είναι κάτι που έρχεται τελείως φυσικά, να υποθέσω. Δεν είναι ότι το επιδιώκεις.
Ο έλεγχος στον κινηματογράφο μου έχει πάντα να κάνει με την αυτοσυγκράτηση. Παρόλο που υπάρχει ένταση και πάντα σιγοβράζει μέσα μου, αυτό έχει να κάνει με το μέσα κι όχι με το τι υπάρχει στην επιφάνεια.

Ξέρεις, εγώ εδώ στη Θεσσαλονίκη έχω δύο ταινίες. Είναι και μια άλλη, που είναι η αγγλόφωνη ταινία που γύρισα στην Ελλάδα. Λέγεται Drift. Την έκανα με έναν αμερικάνο παραγωγό που κέρδισε Όσκαρ για το Nomadland. Και τότε όλοι περίμεναν ότι θα έκανα κάποια αμερικάνικη ταινία, αλλά μοιάζει με ασιατική ταινία. Νιώθεις ότι μοιάζει με τον Όζου.

Αλλά αυτό είναι το DNA μου ως σκηνοθέτης. Σκέφτομαι μερικούς από τους αγαπημένους μου σκηνοθέτες. Μου αρέσει ο Όζου, μου αρέσει ο Χου Χσιάο-χσιέν, μου αρέσει ο Έντουαρντ Γιανγκ, ο αγαπημένος μου εν ζωή σκηνοθέτης είναι ο Λι Τσανγκ-ντονγκ. Μου αρέσει ο Κόρε-εντα όταν δεν είναι πολύ συναισθηματικός. Και δεν είναι πως δεν θαυμάζω κι εκείνων τις ταινίες, αλλά οι αγαπημένοι μου σκηνοθέτες δε θα ήταν ποτέ ο Ταραντίνο… ή ο Τρίερ. Δε νομίζω ότι είμαι προβοκάτορας. Ακόμα και οι αισθηματικές και σεξουαλικές σκηνές μου είναι τόσο τρυφερές και συγκρατημένες. Αλλά ανησυχώ, ως σκηνοθέτης. Θα είμαι πολύ ειλικρινής.

Ανησυχείς με τι τρόπο;
Ανησυχώ για το αν ο κινηματογράφος μου είναι υπερβολικά διακριτικός για την εποχή μας. Είναι μια εποχή όπου έχουμε τόσο πολύ streaming, τόση αφθονία, τόσο περιεχόμενο, κι οι άνθρωποι απλά δεν έχουν υπομονή.

Ναι, οι άνθρωποι θέλουν να διεγείρονται συνεχώς, κάθε πέντε δευτερόλεπτα.
Και νιώθω ότι οι ταινίες μου, αν δεν είσαι κάπως υπομονετικός και ήσυχος… δεν ξέρω. Ξέρεις, το άτομο που με δίδαξε ήταν ένας Πολωνός σκηνοθέτης, ο Πάβελ Παβλόφσκι. Που έκανε τον Ψυχρό Πόλεμο. Και τώρα έχει ένα σπίτι στην Ελλάδα. Συνήθιζε να μου λέει ότι ο κινηματογράφος είναι ποίηση και ασάφεια. Και θυμάμαι ότι μοιράστηκα μαζί του αυτή τη νέα ταινία και μου έλεγε, α, μου αρέσει η ταινία, αλλά μου θυμίζει το γαλλικό Νέο Κύμα, μου θυμίζει τον αμερικανικό κινηματογράφο της δεκαετίας του ’70. Και το ερώτημα που έχω είναι, είμαι ένας κινηματογραφιστής που κάνει ταινίες που ανήκουν σε μια άλλη εποχή; Και αυτό με ενοχλεί συνεχώς.

Όταν έχεις τέτοιου είδους σκέψεις πώς αντιδράς; Κάνεις κάτι για αυτό ή σκέφτεσαι πως δεν θες να αλλάξεις το στυλ σου;
Αυτή η ταινία ήταν μια διαδικασία μέσα από την οποία προσπάθησα να βρω κάτι άλλο! Αν κοιτάξεις τις δύο προηγούμενές μου, αυτή αισθάνθηκα ήταν πολύ πιο απελευθερωμένη. Ας πούμε σε αυτή την ταινία υπάρχει μουσική επένδυση, υπάρχει τόση πολλή μουσική. Για πρώτη φορά αποφάσισα να γυρίσω ολόκληρη ταινία με έναν φακό. Αλλά… [σκέφτεται]

Είναι αρκετά ενδιαφέρον, σωστά; Ως σκηνοθέτης προσπαθείς να απελευθερωθείς και να βρεις μια διέξοδο, αλλά στο τέλος επιστρέφεις στο DNA σου. Επειδή αυτό που είσαι εξακολουθεί να είναι έτσι λεπτό, αυτή η ευαισθησία δεν έχει αλλάξει.

AP Photo/Wally Santan

Κι αυτό είχε να κάνει με την αίσθηση ότι δεν ανήκεις σε αυτόν τον συγκεκριμένο χρόνο και τόπο;
Είχε επίσης να κάνει με το ότι προσπαθούσα να βγω από τη ζώνη άνεσής μου. Για παράδειγμα, επέλεξα να μην γυρίσω την ταινία στη Σιγκαπούρη. Επέλεξα να την γυρίσω σε ένα μέρος στην Κίνα που δεν είχα πάει ποτέ πριν. Επέλεξα να την γυρίσω σε ένα κλίμα που δεν έχω ξαναπάει. Ξέρεις, μεγάλωσα στη Σιγκαπούρη. Η Σιγκαπούρη είναι μια τροπική χώρα. Είναι ζεστά, είναι καλοκαίρι όλο το χρόνο. Αλλά αποφάσισα ότι θα κάνω μια χειμερινή ταινία. Κάναμε γυρίσματα στους -20, -30 βαθμούς. Και στο πιο κρύο μέρος της Κίνας.

«Προσπαθείς να απελευθερωθείς και να βρεις μια διέξοδο, αλλά στο τέλος επιστρέφεις στο DNA σου».

Ήταν σαν να περνούσα μια πραγματική κρίση. Είναι φορές που είναι αναγκαίο να βρεις μια νέα διέξοδο, δεν μπορείς απλά να επαναλαμβάνεις τον τρόπο που κάνεις τα πράγματα με τον παλιό τρόπο. Έτσι, κάθε απόφαση που πήρα σε αυτή την ταινία ήταν να βγω από τη ζώνη άνεσής μου, να δουλέψω με νέους συνεργάτες, να βάζω τον εαυτό μου σε μια θέση όπου έπρεπε να αισθάνομαι άβολα.

Έχει ενδιαφέρον το κατά πόσο υπάρχει θέση για αυτό το είδος κινηματογράφου σήμερα. Νιώθω πως πάνε μπρος-πίσω τα πράγματα, είναι ελατήριο. Τη μία χρονιά έχεις το Moonlight, την άλλη το Green Book στα Όσκαρ. Ή έχουμε… ανέφερες το Nomadland πριν λίγο, υπάρχει η Κλόι Τζάο που κάνει ταινίες αργές και…
Αλλά μετά έκανε μια ταινία Marvel.

Ναι… που για τα δεδομένα της Marvel κι αυτή μια ήσυχη ταινία ήταν, αλλά ναι. Πέρσι στα Όσκαρ κέρδισε τα πάντα μια ταινία σχεδόν TikTok αισθητικής, φέτος η αγαπημένη μου ταινία είναι οι Περασμένες Ζωές, που είναι κι αυτή μια απίστευτα ήσυχη ταινία.
Ξέρεις, την έχω δει.

Το λέω επειδή σκέφτομαι ότι ίσως να είναι απλώς τάσεις. Αλλά εσύ τι νομίζεις; Εγώ δεν είμαι και σίγουρος.
Σκέφτομαι… Δεν είμαι σίγουρος. Ναι, αν το Περασμένες Ζωές δεν διαδραματιζόταν στην Αμερική, θα είχε τη ζωή που έχει τώρα;

Ω, σίγουρα όχι.
Καταλαβαίνεις τι λέω; Αν οι Περασμένες Ζωές ήταν μια μικρή ελληνική ταινία… θα μπορούσε να ανακαλυφθεί ακόμα με αυτό τον τρόπο; Η γυναίκα μου είδε αυτή την ταινία στον κινηματογράφο και της άρεσε πολύ. Και μου είπε, αν είχα κάνει αυτή την ταινία και αν δεν μιλούσαν Κορεάτικα, αν μιλούσαν Κινέζικα, δεν θα είχε δουλέψει τόσο καλά εμπορικά. Ή ας πούμε αναφέρεις το Moonlight. Αν ήταν μια μικρή μη αγγλόφωνη ταινία, θα είχε κάνει την επιτυχία που έκανε;

Όχι. Εξάλλου είναι και μια αμερικάνικη μεν ταινία, αλλά με πάρα πολλές ασιατικές επιρροές.
Έχει παντού τον Γουόνγκ Καρ Γουάι! Δεν προσποιείται καν, ακόμα και τη μουσική από εκεί την έχει πάρει. Το χειρότερο είναι ότι όλοι έκαναν σα να είδαν για πρώτη φορά αυτό το σινεμά. Και εγώ έλεγα, νομίζω ότι το έχουμε δει, πριν από 20 χρόνια. [γελάει]

Αυτή η συζήτηση μου θυμίζει ότι είδα το ψηφοδέλτιο που έστειλες στο Sight & Sound, και κοιτάζοντας την λίστα σου παρατηρούσα ότι υπάρχουν ταινίες από όλο τον κόσμο, αλλά ταυτόχρονα μπορούσα να καταλάβω ότι δεν υπήρχε τυχαιότητα σε αυτήν. Μπορούσα να διακρίνω την άποψη και το γούστο ενός ατόμου, ακόμα και μέσα από ταινίες από διαφορετικές ηπείρους. Εσύ είσαι ένας άνθρωπος που έχεις συναίσθηση των επιρροών σου πάνω σε αυτό που κάνεις;
Νομίζω ότι δεν είμαι συνειδητοποιημένος για τις επιρροές μου γιατί δεν σκέφτομαι πραγματικά σαν, α, πρέπει να είμαι σαν τον τάδε, cool! Αλλά είμαι όμως πολύ σαφής σχετικά με τις ταινίες που μου αρέσουν.

[Σε αυτό το σημείο μου αναλύει off the record μια πρόσφατη ταινία που τον εξόργισε και τον έκανε να νιώσει προσβεβλημένος επειδή δεν προσέφερε καμία ανθρωπιά στους χαρακτήρες της.]

«Κάθε φορά που είμαι χαμένος, κάθε φορά που είμαι πεσμένος… στο τέλος ο κινηματογράφος με σώζει».

Το βασικό πράγμα που κάνουμε ως κινηματογραφιστές είναι ότι χρησιμοποιούμε την κάμερά μας για να αποτυπώσουμε την ανθρώπινη κατάσταση, να αποτυπώσουμε την ανθρωπότητα. Και ο μόνος τρόπος για να δεις και να συλλάβεις τους ανθρώπους είναι να είσαι άνθρωπος, γιατί έτσι μπορείς να καταγράψεις την ανθρωπότητα. Αλλά αν νομίζεις ότι είσαι ο Θεός και απαθανατίζεις έτσι τους ανθρώπους, δεν νομίζω ότι είσαι στην πραγματικότητα σε θέση να καταγράψεις τίποτα.

Νομίζω αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τι είναι ο κινηματογράφος μου γιατί τελικά νιώθω ότι κάθε φορά που κάνω μια ταινία, κάθε φορά που αποτυπώνω έναν χώρο ή ένα πρόσωπο ή ανθρώπους ή μια σχέση, νομίζω ότι πηγάζει πάντα από μια πολύ μεγάλη ανάγκη για ειλικρίνεια. Πρέπει πάντα να είναι ειλικρινές.

Ναι, και σε σχέση με αυτό που λέγαμε πριν για το σινεμά που διαρκώς σου αποσπά την προσοχή, εδώ συμβαίνει με έναν άλλο τρόπο, όπου θες διαρκώς να κοιτάς τα πρόσωπά τους, πώς κινούνται, πού βρίσκονται το ένα άτομο σε σχέση με το άλλο. Κοιτάμε ας πούμε το ένα πρόσωπο και σκεφτόμαστε το άλλο, που είναι πίσω από την κουρτίνα, όπως στην σκηνή προς το τέλος…
Και η σκηνή του ντους επίσης. Μια από τις αγαπημένες μου σκηνές στην ταινία. Ναι. Όταν την έγραφα, την ερωτεύτηκα. Όταν την γύριζα, συγκινήθηκα τόσο πολύ, που έκλαιγα όταν την έκανα μοντάζ. Ακόμα και πρόσφατα, όταν ξαναβλέπω την ταινία, σκέφτομαι, ουάου, αυτή η σκηνή είναι πολύ καλή. Ήμουν αρκετά περήφανος γι’ αυτό!

Επίσης, νομίζω ότι ένα σημαντικό πράγμα που κάνω πάντα είναι ότι δεν βάζω κριτική στη δουλειά μου. Ποτέ δεν κρίνω τους χαρακτήρες μου. Δεν μπαίνω με ένα σύνολο ηθικών αξιών και λέω α, αυτό είναι σωστό, αυτό είναι λάθος και όλα αυτά. Γι’ αυτό και μου αρέσει ο παλαιότερος Κεν Λόουτς περισσότερο από τον πρόσφατο, νιώθω ότι υπάρχει τόση κρίση σε αυτές τις ταινίες, ξέρεις, ποιος είναι καλός, ποιος είναι κακός… Κοίτα, μια από τις αγαπημένες μου ταινίες είναι το Kes. Αλλά νιώθω γενικά ότι θέλω οι χαρακτήρες να έχουν κάτι το πολύπλοκο. Γι’αυτό και αγαπώ τον ιρανικό κινηματογράφο, τον Τζαφάρ Παναχί για παράδειγμα.

Ή ο Έντουαρντ Γιανγκ, που ανέφερες νωρίτερα. Το A Brighter Summer Day είναι μες στις 10 αγαπημένες μου ταινίες όλων των εποχών.
Είναι η αγαπημένη μου ταινία όλων των εποχών. Όχι η αγαπημένη μου ασιατική ταινία όλων των εποχών, αλλά η αγαπημένη όλων των εποχών. Και ποτέ δεν ανακαλύφθηκε αρκετά. Τόσοι άνθρωποι που τους αναφέρω τον Έντουαρντ Γιανγκ, δεν έχουν δει ταινία του ή δεν τον έχουν ακούσει καν. Είναι εγκληματικό! Μπορείς να περάσεις όλη σου τη ζωή μιλώντας για τον Ταραντίνο και τον Σκορσέζε και να μην έχεις δει τον Έντουαρντ Γιανγκ; Σοβαρά τώρα!

Αυτή η ταινία είναι ένας ολόκληρος κόσμος, και τον παρατηρούμε –όπως λέγαμε πριν– όχι από έξω, όχι από Εκεί Πάνω, αλλά από εκεί μέσα.
Ναι, ακριβώς. Πρόσφατα πέταξα στην Ταϊβάν, πριν τρεις βδομάδες. Υπήρχε μια έκθεση εκεί για τον Έντουαρντ Γιανγκ. Εγώ ζω στο Χονγκ Κονγκ και κυριολεκτικά πέταξα το πρωί μόνο και μόνο για να παρακολουθήσω την έκθεση. Ήμουν εκεί για τέσσερις ώρες, και μετά πέταξα πίσω. Επειδή επρόκειτο να κλείσει, ήταν οι τελευταίες μέρες και ήθελα να τη δω. Και ήταν κάτι πολύ συγκινητικό.

[σκέφτεται σιωπηλά]

Ξέρεις, εγώ… όπως είπα, αισθάνομαι χαμένος. Αλλά κάθε φορά που αισθάνομαι πεσμένος… να, πρόσφατα ας πούμε ένιωθα πολύ πεσμένος και έτυχε να είμαι στην Πολωνία σε ένα φεστιβάλ. Δεν πήγα να δω τις νέες ταινίες. Πέρασα μια μέρα εκεί παρακολουθώντας παλιές πολωνικές ταινίες. Είδα τέσσερις πολωνικές ταινίες από τις 10:00 το πρωί και εντυπωσιάστηκα που είδα τις παλιές δουλειές του Γέρζι Σκολιμόφσκι.

Φανταστικός σκηνοθέτης.
Ναι, και μακάρι να τον είχα ανακαλύψει νωρίτερα. Έχω δει μόνο τις μεταγενέστερες δουλειές του, αλλά ποτέ τις πρώιμες ταινίες του. Και όταν είδα τις πρώτες του ταινίες, σοκαρίστηκα, ένιωσα σα να βλέπω ένα σπουδαίο σινεμά του ‘60, έλεγα ω, θεε μου! Και νιώθω ότι κάθε φορά που είμαι χαμένος, κάθε φορά που είμαι πεσμένος, και κάθε φορά που λέω στον εαυτό μου, αχ, ίσως θα έπρεπε να σταματήσω να κάνω ταινίες, κάθε φορά που σκέφτομαι ότι ίσως θα έπρεπε να κάνω κάτι άλλο στη ζωή μου… Στο τέλος, είναι πάντα ο κινηματογράφος που με σώζει.

Info:

Η ταινία Ο Πάγος Που Καίει προβάλλεται στις αίθουσες από την One from the Heart. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του ‘23 στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα