ΑΠΟ ΤΟ “ΒΑΡΥ” ΔΟΚΙΜΙΟ ΣΤΗ “VIRAL” ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ: Η ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΝΗΣΟΣ
Μετά από τρεις δεκαετίες και έχοντας διαγράψει μια σημαντική πορεία στον χώρο των έργων φιλοσοφικού, επιστημονικού και πολιτικού στοχασμού, η έκδοση λογοτεχνικών βιβλίων προέκυψε ως ανάγκη ανανέωσης και επικοινωνίας με ένα άλλο κοινό. Και η Νήσος πέτυχε τη χειμαρρώδη διάδοση από στόμα σε στόμα.
Εκτός του ότι το Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους του Μιχάλη Αλμπάτη είναι το πρώτο βιβλίο της λογοτεχνικής τους σειράς, είναι και το πιο ευπώλητό τους, οπότε η ιστορία των εκδόσεων Νήσος δεν μπορεί παρά να τέμνεται καθοριστικά από την κυκλοφορία του.
Είναι μια συνθήκη που δεν μπορεί να προσπεραστεί, ούτε φυσικά να αμφισβητηθεί από κανένα, πρωτίστως δε από τους ίδιους τους ιθύνοντες του μικρού και ιδιοσυγκρασιακού εκδοτικού οίκου. Από το καλοκαίρι του 2022 κάθε κουβέντα γύρω από τη Νήσο αργά ή γρήγορα θα οδηγηθεί στο συγκεκριμένο best seller, ένα μυθιστόρημα που μετά από είκοσι, όπως έχει δηλώσει ο ίδιος ο Κρητικός συγγραφέας, απορρίψεις έφτασε τελικά στα ράφια των βιβλιοπωλείων και με τη δύναμη της χειμαρρώδους διάδοσης από στόμα σε στόμα αποτέλεσε ένα από τα πιο πολυσυζητημένα λογοτεχνικά γεγονότα των τελευταίων ετών.
Ξαφνικά, εξαιτίας αυτού του βιβλίου, ένα πλατύ τμήμα του κοινού που διαβάζει λογοτεχνία άρχισε να μιλάει για τις εκδόσεις Νήσος σαν να εμφανίστηκαν από το πουθενά. Ένα πολύ γρήγορο ψάξιμο όμως είναι αρκετό για να συνειδητοποιήσει ο καθένας ότι το αφήγημα της Νήσου εκκινεί τρεις δεκαετίες νωρίτερα.
«Οι εκδόσεις Νήσος ιδρύθηκαν το 1992 από τους Κώστα Βρατσάλη, Γεράσιμο Κουζέλη, Θόδωρο Παρασκευόπουλο και Παναγιώτη Πούλο. Η ιδέα ήταν να προστεθούν στην ελληνική βιβλιογραφία σημαντικά κείμενα ξένων διανοητών στα πεδία των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών και προέκυψε όταν κάποιοι από αυτούς ξεκίνησαν να εργάζονται στο πανεπιστήμιο και συνειδητοποίησαν ότι απουσίαζαν ελληνικές εκδόσεις σημαντικών έργων που θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα εργαλεία για τη δουλειά που έκαναν με τους φοιτητές τους. Εξού και η πρώτη σειρά των εκδόσεων βαφτίστηκε “Υλικά”» λέει η Πόλα Καπόλα, επισημαίνοντας και ότι η Νήσος συγκαταλέγεται στους εκδοτικούς οίκους που διατηρούν εντελώς διακριτές μεταξύ τους σειρές.
Το πρώτο βιβλίο που κυκλοφόρησαν ήταν το Επιστημολογία: Κείμενα, σχετικά με την ιστορία, τη φιλοσοφία και τη λογική της επιστήμης καθώς και την πορεία των ανάλογων θεωρητικών συζητήσεων σε όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα. «Ο τόμος αυτός κάλυπτε και εξακολουθεί να καλύπτει ένα κενό στην ελληνική βιβλιογραφία, εξακολουθεί να προσφέρει εργαλεία επιστημονικής δουλειάς για φοιτητές και μελετητές και είναι χαρακτηριστικό ότι μετά από τόσα χρόνια είναι από τα βιβλία που έχουν σταθερά ζήτηση» λέει η επικεφαλής του οίκου σήμερα, 27 χρόνια μετά την πρώτη της μέρα στη δουλειά. «Ξεκίνησα να εργάζομαι το 1998 μετά τις σπουδές μου στο πανεπιστήμιο, αρχικά ως μερικής απασχόλησης μιας και σκόπευα να φύγω στο εξωτερικό για να συνεχίσω τις σπουδές μου, πράγμα που δεν έγινε ποτέ. Σταδιακά συνειδητοποίησα ότι με ενδιέφερε πολύ περισσότερο η εμπλοκή μου στα εκδοτικά και ακριβώς επειδή η νήσος ήταν προσανατολισμένη στον χώρο του δοκιμίου και των επιστημών είχα τη δυνατότητα να παρακολουθώ, να διαβάζω και να έρχομαι σε επαφή με στοχαστές χωρίς να πρέπει να καλύπτω ακαδημαϊκές υποχρεώσεις».
Το 2003, με τη Νήσο μέχρι τότε να έχει εκδώσει 64 βιβλία, και έχοντας στο πλευρό της μέχρι σήμερα ως επιστημονικό διευθυντή της νήσου τον Γεράσιμο Κουζέλη, η Πόλα Καπόλα ανέλαβε τον ρόλο της εκδότριας. Δεν κρύβει ότι το τοπίο, όπως ίσως θα περίμενε κανείς, στην αρχή δεν ήταν ρόδινο. «Το να είσαι νέα και γυναίκα και χωρίς κάποια προηγούμενη σύνδεση είναι σκόπελος και για τον χώρο μας, παρά την ιστορία που έχει στην παρουσία γυναικών σε ηγετικές θέσεις» λέει στο NEWS 24/7. Τονίζει ότι έπρεπε να προσπαθήσει πολύ για να πείσει για το όραμά της για τις εκδόσεις, αφενός γιατί η έμφυτη δυσπιστία ήταν μεγάλη, αφετέρου γιατί είχε και να αναμετρηθεί με την παρακαταθήκη ανθρώπων που είχαν κάνει σαφές το στίγμα και την ποιότητα της Νήσου. «Ήταν απαιτητικό αλλά είχα την βοήθεια των στενών συνεργατών μας και κυρίως του Μάκη Κουζέλη ο οποίος και με καθοδήγησε και μου άφησε χώρο να αναπτύξω τις ιδέες μου».
Παρά τις όποιες δυσκολίες εκλέχθηκε, και μάλιστα για δύο συνεχείς φορές, στην προεδρία του Συλλόγου Εκδοτών Βιβλίου Αθηνών. «Η συνδικαλιστική εκπροσώπηση των εκδοτών στην χώρα μας μοιράζεται σε πέντε σωματεία. Ο ΣΕΒΑ είναι το παλαιότερο και, εντούτοις την περίοδο που ανέλαβα εγώ αντιμετώπιζε σοβαρές οικονομικές δυσκολίες αλλά και την χαμηλή συμμετοχή των μελών του, πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι περισσότερες συλλογικότητες πλέον. Το βασικό μου μέλημα ήταν να εξυγιάνω τα οικονομικά του συλλόγου και να προσπαθήσω να τον κρατήσω σε λειτουργία» λέει στο NEWS 24/7. Παράλληλα προσπαθούσαν να διοργανώνουν δράσεις επωφελείς για τα μέλη του Συλλόγου («π.χ. είχαμε οργανώσει ένα σεμινάριο για τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης») αλλά και να συμμετέχουν σε όλες τις συζητήσεις με τους θεσμικούς φορείς για τα ζητήματα του χώρου («π.χ. επαναφορά της ενιαίας τιμής»).
Όσον αφορά τη λειτουργία της ίδιας της Νήσου, η επιλογή των βιβλίων εξαρχής γινόταν με γνώμονα το να συνιστούν, όπως σημειώνει η εκδότρια, αποφασιστικά εργαλεία για την παραγωγή επιστημονικού λόγου, να αποτελούν κεντρικές θεωρητικές αναφορές στο είδος τους ή να παρουσιάζουν ένα φιλοσοφικό ή επιστημονικό πεδίο, ενώ στην εξίσωση υπάρχει και ο παράγοντας του πολιτικού στοχασμού μέσα από τίτλους που θίγουν κρίσιμα πολιτικά ζητήματα για θέματα κεντρικά στον δημόσιο διάλογο.
Αναπόφευκτα η εκδότρια θα αναφερθεί στα Άπαντα του Αριστοτέλη, ένα πολύτιμο και in progress εγχείρημα της Νήσου με αφετηρία το 2011. «Όσο περίεργο και να ακούγεται τα Άπαντα του Αριστοτέλη κυκλοφορούν σε πολλές γλώσσες αλλά όχι στα ελληνικά. Υπάρχουν βεβαίως διάφορες εκδόσεις αλλά όχι το σύνολο του έργου σε μορφή κατάλληλη για την επιστημονική του μελέτη. Με αυτή τη διαπίστωση ο Γεράσιμος Κουζέλης συνέλαβε την ιδέα μιας δίγλωσσης και σχολιασμένης, όπως έχει γραφτεί, “επιστημονικά έγκυρης, μεταφραστικά υπεύθυνης και ερευνητικά υποστηρικτικής” έκδοσης των Απάντων. Το κάθε έργο εκδίδεται με την ευθύνη ενός ειδικού και περιλαμβάνει το αρχαίο κείμενο του Αριστοτέλη και τη μετάφρασή του, καθώς και εισαγωγή, σύνοψη της επιχειρηματολογίας κάθε κεφαλαίου, σύντομα σχόλια και σημειώσεις, βιβλιογραφία, γλωσσάρι, και ευρετήριο ονομάτων και αρχαίων χωρίων. Την επιστημονική διεύθυνση της σειράς έχεις ο Βασίλης Κάλφας, ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ και ο Παντελής Μπασάκος, ομότιμος καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου. Για τη φιλόδοξη αυτή προσπάθεια αναζητήθηκε και εξασφαλίστηκε η υποστήριξη του Ιδρύματος “Σταύρος Νιάρχος”, η δωρεά του οποίου επέτρεψε την υλοποίησή της με όρους ανάλογους του εγχειρήματος, εγχειρήματος που συνεχίζεται και θα εξασφαλίσει σύντομα την κυκλοφορία του συνόλου των τόμων των Απάντων. Η έκδοση αυτή είναι για τη νήσο μια πρωτοβουλία χαρακτηριστική των στόχων μας αλλά και εμβληματική. Θα μας συνοδεύει» σημειώνει χαρακτηριστικά.
Αναπόφευκτα θα αναφερθεί και στη Φαινομενολογία της αντίληψης του Μωρίς Μερλώ-Ποντύ. Ποιος θα μπορούσε να προβλέψει την εμπορική επιτυχία ενός βιβλίου φιλοσοφίας σχεδόν 800 σελίδων; «Το βιβλίο-ορόσημο του Μερλώ-Ποντύ ανήκει στη σειρά “Γνώμονες”. Το χαρακτηριστικό αυτής της σειράς είναι ότι περιλαμβάνει βιβλία μεγάλων στοχαστών της παγκόσμιας σκέψης, βασικές αναφορές, είτε το “μεγάλο έργο” του συγγραφέα τους. Αρκετά από τα βιβλία αυτής της σειράς έχουν καλή εμπορική κίνηση και δεν είναι περίεργο γιατί αποτελούν κατά κάποιον τρόπο όρο ύπαρξης και ουσιαστική προϋπόθεση για τη συζήτηση στα πεδία από τα οποία προέρχονται. Είναι επομένως έργα γνωστά και πολυσυζητημένα, έργα με υπαρκτό κοινό που ανέμενε την ελληνική τους έκδοση» λέει η εκδότρια, αναγνωρίζοντας μεν ότι ξεπεράστηκαν οι εμπορικές προσδοκίες του συγκεκριμένου βιβλίου, αποδίδοντας δε το γεγονός στο ότι συνιστά την ιδρυτική στιγμή ενός ολόκληρου ρεύματος, «μιας ιδιαίτερης και ιδιότροπης φαινομενολογίας. Λόγω δε της έμφασης που δίνει στη σωματικότητα και λόγω της επικαιρότητας που έχει αυτή η θεματική, το βιβλίο απευθύνεται σε ένα κοινό που ξεπερνάει κατά πολύ τον κύκλο των ειδικών. Να σημειώσω εδώ τη σημασία της υποδειγματικής μετάφρασης της Κικής Καψαμπέλη που δίνει στο εξαιρετικά απαιτητικό κείμενο ακρίβεια, ζωντάνια και μια ορολογία πλήρως ελεγμένη και χρηστική. Η ίδια η μετάφραση αποτελεί συμβολή στη φιλοσοφική έρευνα».
Το ότι το δοκίμιο αποτελεί εξαρχής και παραμένει μέχρι σήμερα βασική στόχευση της Νήσου, κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι οι ιθύνοντές δεν διαβάζουν πολλή λογοτεχνία. «Είμαστε φανατικοί αναγνώστες λογοτεχνίας» λέει η Πόλα Καπόλα στο NEWS 24/7 για να αιτιολογήσει την απόφαση της για το άνοιγμα σε αυτό το εκδοτικό πεδίο σχεδόν δύο δεκαετίες αφότου βρέθηκε στο τιμόνι. «Είναι κάτι στο οποίο αντιστεκόμουν για αρκετά χρόνια· είναι σκληρός ο ανταγωνισμός, εκδίδονται πάρα πολλοί και αξιόλογοι τίτλοι και το ρίσκο για μια μικρή επιχείρηση είναι μεγάλο. Είχαμε κάνει κάποιες αποσπασματικές κινήσεις στο παρελθόν με σημαντικούς συγγραφείς αλλά χωρίς συγκεκριμένο προσανατολισμό και δεν πήγε πολύ καλά εμπορικά. Ίσως δεν ήταν ώριμη η επιχείρηση για να διαχειριστεί αυτή την κίνηση, ίσως σε προσωπικό επίπεδο ήθελα να διαταράξω την απόλαυση που δίνει ένα καλό βιβλίο εντάσσοντάς το σε ένα πλαίσιο δουλειάς. Η λογοτεχνική μας σειρά προέκυψε ως ανάγκη ανανέωσης και επικοινωνίας με ένα άλλο κοινό» λέει και εύλογα ανατρέχει στο πώς έφτασε στα χέρια της το χειρόγραφο που έμελλε να αποτελέσει το πρώτο και τόσο επιτυχημένο βιβλίο της λογοτεχνικής σειράς της Νήσου.
«Μας έστειλε το Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους η ατζέντισσά του Μιχάλη Αλμπάτη, η Κατερίνα Φράγκου, λίγο μετά από μια συζήτηση που είχα κάνει μαζί της σχετικά με το ότι σκεφτόμαστε να ασχοληθούμε με τη λογοτεχνία. Πρώτη το διάβασε η Ελευθερία Παπουτσάκη, συγγραφέας μας. Ενθουσιάστηκε, μετά το διάβασα εγώ και συμφώνησα, ήθελα οπωσδήποτε να το βγάλουμε». Χωρίς φυσικά να μπορεί να προβλέψει την επικείμενη, slow burn στην αρχή, αλματώδη στη συνέχεια επιτυχία. «Δυστυχώς δεν μπορεί το μυαλό μου να κάνει τέτοιες σκέψεις. Νομίζω ότι δεν μπορείς ποτέ να προβλέψεις μια επιτυχία. Το κριτήριό μου ήταν ότι μου άρεσε πολύ» λέει η εκδότρια. Θα περνούσαν αρκετοί μήνες μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι η Νήσος είχε κυκλοφορήσει ένα μυθιστόρημα που θα αποδεικνυόταν τόσο best όσο και long seller. «Τον πρώτο χρόνο είχε μια καλή πορεία το βιβλίο αλλά όχι με τον θεαματικό ρυθμό που είδαμε στη συνέχεια. Κατάλαβα όμως ήδη από τότε ότι θα πήγαινε καλά, γιατί πέρα από αυτά που γράφονταν, συζητιόταν πολύ από τον κόσμο, έφτανε σε εμάς μια αίσθηση ότι αρέσει το βιβλίο στο κοινό. Τώρα πια είμαστε στη 18η χιλιάδα».
Έτσι ξεκίνησε η λογοτεχνική σειρά «λ» με τα μέχρι σήμερα οχτώ βιβλία. Με σειρά εμφανίσεως το NEWS 24/7 ζητά μια φράση της εκδότριας τους ως σχόλιο για το καθένα:
Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους του Μιχάλη Αλμπάτη: «Η ανάδειξη ενός συγγραφέα».
Όλα χαμένα του Κώστα Μιχόπουλου: «Θαλασσινό σασπένς».
Αόριστος της Ελευθερίας Παπουτσάκη: «Η απάντηση των ψυχοθεραπευόμενων στους Ψ τους».
Τέλεση του Φώτη Δούσου: «Πίσω από μια μάσκα, πίσω από τη θεατρική σκηνή».
Της Λένης η μ[i]λιά της Στέλλας Χαιρέτη: «Γυναίκες: σιωπή, ψίθυρος, κραυγή».
Η κατάλυση του χρόνου του Μιχάλη Αλμπάτη: «Φιλοσοφία, βιβλία και ουτοπία».
Ιλ γκουαντογκό, Μογκόλ Αντασί, νήσος Ατλαντίς ή Αφροδίτη του Φαίδωνα Παπαθεοδώρου: «Πώς να γράψεις για εθνικά θέματα με χιούμορ και χωρίς κορώνες».
Σημείο επαφής της Λίζας Καβάγιου: «Συνέπεια και ευαισθησία».
Όλα τους με προφανή κοινή αισθητική όσον αφορά τα εξώφυλλα – για να το πούμε απλά, δύσκολα πλέον θα δει κάποιος ένα λογοτεχνικό βιβλίο του συγκεκριμένου εκδοτικού και δεν θα καταλάβει ότι είναι δικό του. Όπως άλλωστε επισημαίνουν σε πρόσφατο ρεπορτάζ τους οι New York Times, η πιο καυτή εκδοτική τάση αυτή την περίοδο είναι να μπορεί (ή να νομίζει ότι μπορεί) το αναγνωστικό κοινό να κρίνει από το εξώφυλλο περί τίνος πρόκειται το βιβλίο. Από τη μεριά της Νήσου ήταν πράγματι στρατηγική απόφαση. «Είναι σημαντικό τα βιβλία μας να αποτυπώνουν την αισθητική μας αλλά και να ξεχωρίζουν στον πάγκο. Θεωρούμε ότι με τα εξώφυλλα της σειράς “λ” έχουμε δημιουργήσει μια ταυτότητα η οποία είναι αναγνωρίσιμη» λέει η εκδότρια. Όσον αφορά το περιεχόμενο; «Μας ενδιαφέρουν τα βιβλία που έχουν μια ιστορία να πουν, έχουν τη δύναμη της επινόησης και της φαντασίας και φυσικά καλή γνώση της γλώσσας και του χειρισμού της. Τα βιβλία που έχουν εκδοθεί ως τώρα έχουν αρκετές διαφορές μεταξύ τους, αλλά σίγουρα όλα κατέχουν τη θέση τους στην ελληνική πεζογραφία» προσθέτει, εν όψει μάλιστα της επικείμενης, ανοιξιάτικης κυκλοφορίας μιας συλλογής διηγημάτων και δύο μυθιστορημάτων στην σειρά «λ», και δύο ακόμη στην «λ/μ», την σειρά της μεταφρασμένης λογοτεχνίας που εγκαινιάστηκε πρόσφατα. Ενώ όσον αφορά τα δοκίμια με μεγάλο ενδιαφέρον αναμένεται η κυκλοφορία ενός συλλογικού τόμου για το #MeToo στα μέσα ενημέρωσης σε επιμέλεια της Λίλυς Χουλιαράκη και το μεγάλο έργο του Αλεξάντρ Κοζέβ, Εισαγωγή στην ανάγνωση του Χέγκελ.
Τη ρωτάω αν στην Ελλάδα κυκλοφορούν περισσότερα βιβλία, και δη λογοτεχνικά, απ’ όσα θα μπορούσαμε να καταναλώσουμε ακόμα κι αν τα στοιχεία περί φιλαναγνωσίας δεν ήταν αποκαρδιωτικά, ακόμη κι αν διαβάζαμε όσο θα έπρεπε να διαβάζουμε -ή έστω όσα θα ήθελαν οι εκδότες για να μην αγωνιούν για τη βιωσιμότητα της επιχείρησης τους. «Τα βιβλία αποτελούν πρόσκληση-πρόκληση για το κοινό, να γίνουν αναγνώστες. Άρα καλό είναι να είναι μεγάλη η προσφορά. Ίσως βέβαια να χρειαζόμαστε στην Ελλάδα μια πιο κριτική και αυτοκριτική σκοπιά. Να κρίνουμε κάπως προσεκτικότερα τι αξίζει να απευθυνθεί στο κοινό. Όχι εμπορικά και βέβαια μακριά από κάθε μορφή λογοκρισίας».
Επηρεάζεται το τοπίο από τις ουκ ολίγες πληρωμένες, από τους ίδιους τους συγγραφείς, εκδόσεις των έργων τους; «Το σοβαρότερο ζήτημα με τις πληρωμένες εκδόσεις είναι ακριβώς ότι δεν υπάρχει το στοιχείο της κρίσης και κριτικής στην οποία υποβάλλεται ένα έργο όταν ακολουθείται η “παραδοσιακή” οδός. Είναι σαν να δοκιμάζεται ή και να επιβάλλεται στον δημόσιο χώρο μια ιδιωτική συνομιλία, καμιά φορά μια συνομιλία ενδο-υποκειμενική» λέει, χωρίς όμως να τις απορρίπτει συλλήβδην. «Από την άλλη ίσως πλευρά το οικονομικό κριτήριο των εκδοτών δεν θα έπρεπε να είναι και το μόνο, άρα φαίνεται να έχουν τη θέση τους και οι “πληρωμένες εκδόσεις”: εξασφαλίζουν πως σε ορισμένες περιπτώσεις κάτι δημοσιεύεται έστω κι αν δεν μπορεί να καλύψει τα έξοδά του».
Στη Νήσο δέχονται ολοένα και περισσότερες προτάσεις, η εκδότρια όμως τονίζει ότι προσπαθούν να έχουν μια σταθερή παραγωγή που θα τους επιτρέπει να αφιερώνουν χρόνο στο κάθε βιβλίο ώστε να έχει την καλύτερη δυνατή τύχη. Τώρα λοιπόν είναι μια καλή στιγμή για μερικές χρήσιμες συμβουλές προς επίδοξους λογοτέχνες: «Τα προβλήματα που εντοπίζω στα περισσότερα χειρόγραφα που λαμβάνουμε έχουν να κάνουν με τη γλώσσα. Βασική προϋπόθεση της γραφής είναι η ανάγνωση και σε πολλές περιπτώσεις είναι εμφανές ότι οι περισσότεροι δεν έχουν έρθει σε επαφή αρχικά με την δική μας πλούσια λογοτεχνική παράδοση. Και ενώ αρκετά θέματα είναι ελληνοκεντρικά, με την έννοια ότι μας αφορούν ως βίωμα, αδυνατούν να συγκινήσουν γιατί αποτυγχάνουν να φέρουν κάτι στο κείμενο ή διακρίνονται από μιμητισμό προς άλλες κυρίαρχες παραδόσεις και γλώσσες, κυρίως τα αγγλικά. Ως προς τη θεματολογία από την άλλη, αυτοπεριοριζόμαστε στα “δικά μας”. Παραμένουμε όμως για μικρή χώρα με γλώσσα που γράφουν και διαβάζουν λίγοι και επομένως με περιορισμένο δημόσιο χώρο που δεν τροφοδοτεί επαρκώς της συγγραφή. Θα ήθελα επίσης να βλέπω βιβλία που να απομακρύνονται από το ρεαλιστικό και να πειραματίζονται πιο πολύ με άλλα είδη».