ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΩΣ ΤΗ ΜΥΚΟΝΟ ΤΩΝ ‘70S: ΤΑ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΠΟΥ ΞΕΧΩΡΙΣΑΜΕ ΣΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Τα ντοκιμαντέρ που μας εντυπώθηκαν περισσότερο από το φετινό, 27ο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

Τα πάσης φύσεως πορτρέτα ξεχώρισαν σε ένα φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης που, ένα χρόνο μετά την ταραχώδη περσινή του έκδοση, φέτος υπήρξε πιο ήρεμο ως event. Ακόμα όμως κι έτσι, οι σπουδαιότερες στιγμές έφταναν όταν μέσα από αυτά τα πορτρέτα και τις προσωπικές ιστορίες, έμοιαζε να ξετυλίγεται κάτι πολύ μεγαλύτερο από μια ιστορία ή από ένα μόνο προφίλ.

Στιγμές στις οποίες, ηθελημένα ή και ίσως όχι, οι σκηνοθέτες έμοιαζαν εκεί, επί τόπου, μπροστά στα αντικείμενά τους, να ανακαλύπτουν κάτι πραγματικό και ασχημάτιστο. Οι καλύτερες από αυτές τις ταινίες, είναι εκείνες που σε έκαναν ως θεατή να νιώθεις πως μπόρεσαν να εστιάσουν σε αυτή την ανακάλυψη – να την ακολουθήσουν, κι όπου μας βγάλει.

ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΠΡΟΦΙΛ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ

Μια τέτοια περίπτωση ήταν η Καρδιά του Ταύρου της Εύας Στεφανή, της οποίας η κάμερα ακολουθεί τον Δημήτρη Παπαϊωάννου επί δύο χρόνια, κατά την προετοιμασία του Εγκάρσιου Προσανατολισμού. Μοιάζει σα να ξεκίνησε ως making of, όμως στην πορεία εξελίχθηκε σε κάτι διαφορετικό. Η Στεφανή –φίλη με τον Παπαϊωάννου, άρα με την κάμερά της να αποτυπώνει μια ξεκάθαρη οικειότητα με τον δημιουργό– πετυχαίνει τις πρόβες μιας παράστασης που μοιάζει να αιωρείται αβέβαια κατά την Covid περίοδο.

Εστιάζουμε απόλυτα στον Παπαϊωάννου, σε αυτό που εξελίσσεται σε ένα προφίλ υπαρξιακών επεκτάσεων με τον καλλιτέχνη εν ώρα δουλειάς / δημιουργίας / απόγνωσης (όλα αυτά είναι σα να συνυπάρχουν τις περισσότερες στιγμές). Η εστίαση είναι απόλυτη, η αβεβαιότητα μεγάλη – ο έξω κόσμος είναι σα να μην υπάρχει, σα να κινούμαστε στο διάστημα. Μια καλλιτεχνικής ανησυχίας ενδοσκόπηση πάνω στο «γιατί το κάνουμε όλο αυτό τελοσπάντων», μια ασαφής μεν, αλλά σαφέστατη με τον τρόπο της κατάθεση πάνω στο ποιος είναι τελικά ο λόγος που είμαστε εδώ, και φτιάχνουμε τα όσα φτιάχνουμε: Δηλαδή, τι άλλο θα υπήρχε;

Τα μουσικά ντοκιμαντέρ υπάρχει λόγος που αγαπιούνται τόσο: Αγαπημένες μουσικές που ντύνουν μια ιστορία με συνήθως αναγνωρίσιμη δραματουργία – ενώσεις και χωρισμοί, άνοδος και πτώση, κλπ. Η ιστορία των Κόρε Ύδρο είναι τρομερά ιδιόμορφη ωστόσο, μια μπάντα που φτιάχτηκε ως σχολικό παιχνίδι (αντίδρασης) και, με την προσθήκη ενός μέλους-κλειδιού στην πορεία εξελίχθηκε σε σημείο αναφοράς για τη σύγχρονη ελληνική μουσική.

Στο Εδώ Μιλάνε για Λατρεία υπάρχουν πολλές στιγμές αδύνατον να μην συγκινηθείς, να μην νοσταλγήσεις, να μην ξεσηκωθείς, αλλά υπάρχουν και στιγμές που μοιάζει και λίγο με χαμένη ευκαιρία. Η ιδέα πως υπήρξε μια μπάντα που άρεσε μόνο στον κόσμο που γράφει για μπάντες ή σχηματίζει δικές του μπάντες, είναι συναρπαστική. Η ιστορία των Κόρε Ύδρο από την οπτική ενός μέλους που έμοιαζε να μην ήθελε να είναι εκεί, ακόμα περισσότερο. Στην παρούσα του μορφή, το ντοκιμαντέρ μοιάζει μη εστιασμένο, και σε σημεία κάπως αμήχανο (ιδίως στο τελευταίο 15λεπτο) μπροστά στην ιδιομορφία του λατρεμένου συγκροτήματος – από την άλλη, είναι και κάπως κατανοητή η συγκεκριμένη προσέγγιση. Είναι κάπως ισοδύναμο του «τι να σου πρωτοπώ».

Κι εξάλλου, μια βόλτα στις διαδρομές της ιστορίας αυτής της μπάντας είναι καλοδεχούμενη και, εν τέλει, ξεσηκωτική.

Το αγαπημένο μου πάντως από όλα τα καλλιτεχνικά αυτά πορτρέτα ήταν κάτι καθαρά κινηματογραφικό – και όχι από προκατάληψη. Το Πέστε, ο Πόθος πού Φυτρώνει; του Στέργιου Πάσχου (του υπέροχου φετινού Λούλα LeBlanc) είναι μια εκ βαθέων συζήτηση με τον μεγάλο σκηνοθέτη Γιώργο Πανουσόπουλο (Οι Απέναντι, Μανία), τον οποίο παρατηρεί σε ένα σταθερό, κοντινό πλάνο με σκηνές από τις ταινίες του να παρεμβάλλονται κατά την πορεία της συζήτησης.

Με ένα ζεστό, νοσταλγικό φίλτρο στην κινηματογράφηση του Γιώργου Κουτσαλιάρη (Μαγνητικά Πεδία), με μια μεστή ηχητική σύνθεση που κάνει τη συζήτηση να μοιάζει σα να ανήκει έξω, στην ίδια τη φύση κι όχι μέσα στο περιορισμένο κάδρο μιας κάμερας, ο Πάσχος κουβεντιάζει με τον Πανουσόπουλο ακολουθώντας μεν σαν σκελετό την καριέρα του, αλλά εστιάζοντας σε πράγματα έξω από την ακαδημαϊκή πεπατημένη. Η ταινία ανοίγει με τον Πανουσόπουλο να ομολογεί πως τελικά αυτά που μετράνε για τον ίδιο, είναι οι λεπτομέρειες – κι αυτό είναι το φιλμ που ακολουθεί, μια συλλογή ομολογημένων λεπτομερειών από μια μεγάλη ζωή και καριέρα.

Το σινεμά, οι γυναίκες, το πάθος, η ηθική, το σεξ, η οικογένεια, το μεγάλωμα του Πανουσόπουλου – όλα συζητούνται, με δίχως κρίση ευθύτητα. Από τα πιο απολαυστικά κομμάτια της ταινίας είναι το να ακούς πίσω από την κάμερα τον σκηνοθέτη να αντιδρά, είτε με follow-up ερωτήσεις, είτε συχνά απλά γελώντας, διασκεδάζοντας, απολαμβάνοντας. Στο τέλος, ο Πανουσόπουλος τους (μας) ευχαριστεί που ήρθανε, και τους (μας) ευχαριστεί και που φεύγουνε. Δε μπορείς παρά να (χαμο)γελάσεις.

Ως σινεφίλ, θα ήθελα να βλέπω πιο συχνά σκηνοθέτες να συνομιλούν με σκηνοθέτες, με τόση ευθύτητα, τόση γνώση και αγάπη, αλλά και τόσο έντονη αισθητική στάμπα στην αφήγηση.

ΑΠΟ ΤΗ ΧΟΥΝΤΑ ΩΣ ΤΗ ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑ

Όταν όμως τα στενά προσωπικά πορτρέτα ανοίγονται και εξετάζουν τον κόσμο μέσα από τις ιστορίες τους, τα αποτελέσματα μπορεί να είναι επίσης καθηλωτικά.

Στις Σμιλεμένες Ψυχές του βετεράνου Σταύρου Ψυλλάκη παρακολουθούμε την ιστορία του ελβετού οδοντίατρου Ζιλιέν Γκριβέλ, ο οποίος για 26 χρόνια (1972-1998) θεράπευε δωρεάν χανσενικούς (λεπρούς) στην Ελλάδα. Ο Ψυλλάκης, όπως πάντα στο έργο του, ακολουθεί διηγήσεις και πρόσωπα με απόλυτη αφοσίωση, κρατώντας εδώ μια απόσταση από τη Σπιναλόγκα την οποία «επισκεπτόμαστε» μέσα από αφηγήσεις και εικόνες. Από κάποιο σημείο κι έπειτα, ως θεατής, ξεχνάς πως είσαι η κάμερα. Το πορτρέτο που σχηματίζεται στο φιλμ είναι απόλυτα ανθρώπινο – σε μια ακόμη υπαρξιακών διαστάσεων αναζήτηση.

Πιθανότατα όμως το πιο «ξεχνάς να πάρεις ανάσα» από τα φιλμ που είδα φέτος ήταν το Λο, του Θανάση Βασιλείου.

Ο σκηνοθέτης και αφηγητής, ένα χρόνο μετά το θάνατο της μητέρας του, επιστρέφει στο άδειο πια διαμέρισμα της παιδικής του ηλικίας, από το Παρίσι πίσω στην Αθήνα, ώστε να διαχειριστεί μια κληρονομιά την οποία καλείται να αποδεχτεί ή να απορρίψει. Ψηλαφίζοντας επιφάνειες, εξερευνώντας γωνίες, αφήνοντας να τον παρασύρουν υποσυνείδητα ερωτήματα που τώρα αναδύονται ξανά, ο Βασιλείου σχηματίζει σαν παζλ το αληθινό ιστορικό της οικογένειάς του –και συγκεκριμένα, του πατέρα του– μπλέκοντας με συγκλονιστικό τρόπο την προσωπική ιστορία με το συλλογικό τραύμα της Χούντας.

Στοιχεία, θραύσματα αναμνήσεων, λόγια μέσα από το στόμα: Την αλήθεια για τον πατέρα του περικλείει ένα πέπλο σιωπής και καλυμμένου θυμού, κι ο ίδιος καλείται να σπάσει αυτή τη σιωπή και να κοιτάξει κατάματα ένα κομμάτι Ιστορίας που μόνο πόνο και σύγχυση φέρνει. Μέσα από αυτή την αναζήτηση συνθέτει έναν αλληγορικό παραλληλισμό που με πληγωμένη ευαισθησία επιχειρηματολογεί για την σημασία του να μην αφήνεις το τραύμα –απλώς– καλυμμένο, μακριά από το οπτικό σου πεδίο.

Το φινάλε ομολογώ πως με προβλημάτισε – εκεί ίσως ο παραλληλισμός του φιλμ να δοκιμάζεται πιο σθεναρά. Αλλά σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ένα φιλμ που με άρπαξε και δε με άφησε στιγμή.

Η ΠΑΛΙΑ ΜΥΚΟΝΟΣ ΚΑΙ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΣΤΗΝ ΠΙΝΔΟ

Πορτρέτα φυσικά δεν χρειάζεται να είναι πάντα ατομικά. Το Super Paradise του Στιβ Κρικρή (The Waiter) εξετάζει τη Μύκονο του Τότε σε σχέση με τη Μύκονο του σήμερα. Πριν 50 χρόνια, ήταν ακόμα ένα φτηνό νησί, σύμβολο μιας μεγάλης ελευθερίας μακριά από τις επιταγές της εμπορευματοποίησης και του branding, δίχως κοινωνικούς αποκλεισμούς.

Ο Κρικρής, με προσωπικά βιώματα κι ο ίδιος από το νησί εκείνης της περιόδου, βρίσκει σήμερα τους πρωταγωνιστές της μυκονιάτικης μυθολογίας των ‘70s και μέσα από τις αναμνήσεις τους (και τις απολαυστικές εικόνες τους) συνθέτει το προφίλ ενός τόπου που, ίσως, παραήταν μαγευτικός για να αντέξει σε εκείνη την αγνή μορφή του.

Ως εκ τούτου, το φιλμ είναι λιγότερο «πώς η Μύκονος παραδόθηκε στον καπιταλισμό» (αν και υπάρχει κι αυτό περιφερειακά, προς το τέλος του φιλμ) και περισσότερο μια απόπειρα ανασύστασης μιας αίσθησης, μιας ανάμνησης, μιας συνθήκης που φαντάζει βασικά τέλεια. Διάσημοι και άσημοι, ταβερνιάρηδες, πορτιέρηδες, θαμώνες, μάγειες, σχεδιαστές – μέσα από αυτές τις ιστορίες, η Μύκονος συμβολίζει μια ουτοπία που υπήρξε για μια μικρή, συγκεκριμένη στιγμή στο χρόνο, αλλά για τον Κρικρή και τους συν-αφηγητές του, μοιάζει με κάτι το αγέραστο.

Στο σήμερα αντιθέτως τοποθετεί τη δράση του το φιλμ Τα Τέρματα του Αυγούστου του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου – από όλα τα ντοκιμαντέρ που είδα στη φετινή διοργάνωση, εκείνο που ευχαρίστως θα έβλεπα ξανά και ξανά και ξανά.

Στη νότια Πίνδο λαμβάνει χώρα ένα αυτοσχέδιο τουρνουά ποδοσφαίρου ανάμεσα σε χωριά της περιοχής και έχοντας αυτό ως ορμητήριο και ως αφηγηματικό σκελετό, η ταινία σχηματίζει ένα απλωτό, γενναιόδωρο (σε λεπτομέρειες και σε ανάπτυξη χαρακτήρων) ζωγραφικό πίνακα. Όχι τόσο ψηφιδωτό, γιατί δεν είναι αληθινά αποσπασματικό. Όσο ζωγραφιά με μεγάλες, έντονες πινελιές.

Γύρω από τους αγώνες, ο Κουτσιαμπασάκος καταγράφει και μας συστήνει την τοπική κοινωνία. Παρατηρεί, και μάλιστα με αρκετά εντυπωσιακό τρόπο (ειδικά την αγωνιστική δράση), παρουσιάζοντας το πώς οι κοινότητες ζωντανεύουν γύρω από αυτές τις αθλητικές συγκεντρώσεις. Οι οποίες παράλληλα δίνουν το έναυσμα για τη σκιαγράφηση κάποιων απίθανων χαρακτήρων, εντός κι εκτός αγωνιστικών χώρων.

Η ταινία έχει όμως περισσότερα στο μυαλό της από ό,τι απλώς μια επαρχιακή αγωνιστική δράση. Γύρω από τους αγώνες σχηματίζεται μια ολόκληρη ζωντανή κοινωνία, σε μια αποτύπωση της ζωής δίχως κορώνες, δίχως ευκολίες, δίχως κλισέ. Γεμάτη συγκρούσεις, αντιφάσεις, στόχους, πάθη, και συνδέσεις. Μέσα από την ταινία νιώθεις πραγματικά σα να έχεις μεταφερθεί σε μια συγκεκριμένη περιοχή, παρέα με τους συγκεκριμένους ανθρώπους, και αφήνεσαι στην εξερεύνηση – ή, απλά, την απόλαυση. Τα καλύτερα ντοκιμαντέρ, αυτό τελικά δεν καταφέρνουν πάντα;

Info:

Το 27ο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης διεξήχθη 6-16 Μαρτίου.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα