Φωτορεπορτάζ “Η μεγάλη φυγή προς την Ελλάδα”, 1991. ΑΣΚΙ / Συλλογή Σπύρου Στάβερη

ΑΡΧΕΙΟ ΑΛΒΑΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ: ΑΡΧΕΙΟ ΠΟΝΟΥ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΣΥΖΗΤΗΘΕΙ

Μιλούν στο NEWS 24/7 οι Ιλιρίντα Μουσαράι, συντονίστρια του Αρχείου Αλβανικής Μετανάστευσης και την Πάτι Βαρδάμη, θεωρητικό κριτικών σπουδών που συνεπιμελούνται την έκθεση “Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες”.

Η Κάρμεν Ματσάδο στο βιβλίο της «Το σπίτι των ονείρων» (εκδόσεις Αντίποδες) ανασύρει την έννοια της «αρχειακής σιωπής» για να περιγράψει το πώς κάποιες ιστορίες είτε δε λέγονται ποτέ, είτε χάνονται. Προσφεύγει στην ετυμολογική ανάλυση του Ζακ Ντεριντά, σύμφωνα με την οποία η αρχαία ελληνική λέξη αρχειον σημαίνει «το σπίτι του άρχοντα». Εκεί μπορούμε να εντοπίσουμε τη διάσταση της εξουσίας στην αρχειακή πολιτική. Το τι θα μπει και τι θα εξαιρεθεί από το αρχείο είναι και μια υπόθεση εξουσίας. Το «σπίτι του άρχοντα» δεν είναι ανοιχτό για όλα τα υποκείμενα, για όλες τις ιστορίες. Οι πόρτες του είναι αμπαρωμένες, θέτοντας μια σειρά από ταξικούς, φυλετικούς, εθνοτικούς, έμφυλους και σεξουαλικούς περιορισμούς. Για να τους διαρρήξεις θα πρέπει να σκάψεις με τα χέρια σου, να φτιάξεις τρύπες, να σπάσεις κλειδαριές. Δεν είναι ούτε εύκολο, ούτε απλό πράγμα. 

Τα τελευταία χρόνια γίνεται μια προσπάθεια να συγκροτηθεί ένα αρχείο της αλβανικής μετανάστευσης στην Ελλάδα. Το ρεύμα της αλβανικής μετανάστευσης τη δεκαετία του 90 ήταν το πολυπληθέστερο μεταναστευτικό ρεύμα στον ελλαδικό χώρο στη σύγχρονη ιστορία. Χιλιάδες οικογένειες, μεταξύ των οποίων και η δική μου, χρειάστηκε να διαιρεθούν, να αποχωριστούν σπίτια, καθημερινότητες, εκτεταμένα οικογενειακά και φιλικά δίκτυα, να διασχίσουν πολλά σύνορα γεωγραφικά, πολιτισμικά, γλωσσικά σε αρκετές περιπτώσεις, να ενταχθούν σε σχεδόν προκαθορισμένες θέσεις – κυρίως χειρωνακτικής κι ενίοτε ανασφάλιστης-  εργασίας στη βάση άκαμπτων εθνοτικών και έμφυλων καταμερισμών και να δώσουν έναν αόρατο αγώνα επιβίωσης. Οι εμπειρίες τους ανήκουν στην κατηγορία των ιστοριών που δεν ήταν προορισμένες να μπουν στο αρχείο, για να μην διασαλεύσουν τις ηγεμονικές εθνοπατριαρχικές αφηγήσεις που ορίζουν το Άλλο με τη δική τους γραμματική. Αυτόν τον κανόνα σιωπής και διαμεσολάβησης αμφισβητεί το υπό διαμόρφωση αρχείο που θα παρουσιαστεί στο κοινό 18-28 Σεπτεμβρίου με την έκθεση «Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες». Πρόκειται για τη σακούλα με τηλεκάρτες που δώρισε στα ΑΣΚΙ μαζί με άλλα δικά της αντικείμενα η Βαλμπόνα Χυστούνα, ιδρυτικό μέλος του Συλλόγου Αλβανών Μεταναστ.ρι.ων «Μητέρα Τερέζα» αφού σ’ αυτή τη σακούλα συμβολοποιείται μια πολύχρονη επικοινωνία μεταξύ γονιών με παιδιά, παιδιών με γονείς, εγγονών με γιαγιάδες και παππούδες, με συγγενείς και φίλους στην άλλη πλευρά των συνοριακών γραμμών.

Φωτορεπορτάζ “Η μεγάλη φυγή προς την Ελλάδα”, 1991. ΑΣΚΙ / Συλλογή Σπύρου Στάβερη

Κάπως έτσι, λοιπόν, ξέκλεψα λίγο χρόνο από την Ιλιρίντα Μουσαράι, συντονίστρια του Αρχείου Αλβανικής Μετανάστευσης και την Πάτι Βαρδάμη, θεωρητικό κριτικών σπουδών που συνεπιμελούνται την έκθεση, για να τις ρωτήσω αρχικά ποια πολιτική αναγκαιότητα εξυπηρετεί η συγκρότηση ενός αρχείου αλβανικής μετανάστευσης.

«Το φαινόμενο της αλβανικής μετανάστευσης αξίζει να ερευνηθεί γιατί είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα άντλησης συμπερασμάτων. Δεν έχεις συχνά τόσο μεγάλες μεταναστευτικές ροές που καταλήγουν σε χτίσιμο μικρών και μεγάλων κοινοτήτων όπως της Ελλάδας και της Ιταλίας. Δική μου προσωπική πρόθεση είναι να ακουστούν πολλαπλές αφηγήσεις, ακόμα και αντιφατικές μεταξύ τους. Δε θέλαμε να επικεντρωθούμε στα success stories, να μιλήσουμε δηλαδή μόνο για άτομα που σύμφωνα με το ελληνικό κριτήριο θεωρούνται πετυχημένα αλλά να δούμε πέρα από το δίπολο καλός/κακός μετανάστης που μας επιρρίπτει η ελληνική κοινωνία και μπορεί να το αναπαράγουμε ενδοκοινοτικά. Για παράδειγμα, επιλέξαμε να επισκεφτούμε και να κάνουμε ένα εργαστήριο στη Λάρισα με κρατούμενους αλβανικής καταγωγής. Υπάρχει πολύς πόνος που δεν έχει συζητηθεί, επώδυνα πράγματα που δεν έχουν μοιραστεί ούτε μεταξύ συζύγων, που δεν τολμάμε να πούμε στις φίλες μας. Το να μιλήσεις για παράδειγμα για την αστυνομική βία, ειδικά για την πρώτη γενιά που βλέπει αστυνομία και ταράζεται, είναι δύσκολο. Κάποια άτομα νιώθουν πως ήρθε πλέον το πλήρωμα του χρόνου να τα εκφράσουν. Η ανάγκη δηλαδή είναι πολλαπλή. Δεν θα την καλύψουμε εμείς, απλά κάνουμε ό,τι μπορούμε» λέει η Ιλιρίντα

«Αυτές τις τρεις δεκαετίες έχει εδραιωθεί μια ισχυρή αφήγηση από την κυρίαρχη κοινότητα. Μέσω του αρχείου προσπαθούμε να αναδιπλώσουμε τις πολλαπλές και ανταγωνιστικές αφηγήσεις ως προς την κυρίαρχη αφήγηση για το βίωμα της μετανάστευσης. Υπάρχει, λοιπόν, μια ανάγκη κατάθεσης βιωμάτων και μνημειακότητας, βιωμάτων που ήταν αποσιωπημένα και αποκλεισμένα και εξακολουθούν να είναι. Εγώ το βλέπω σαν ένα πρώτο βήμα. Το αρχείο βρίσκεται ακόμα σε πιλοτικό στάδιο, οπότε παρουσιάζοντας το στο κοινό, επιθυμούμε να οικοδομήσουμε μια σχέση συζήτησης για το πώς μπορεί να εξελιχθεί» συμπληρώνει η Πάτι.

Φωτορεπορτάζ “Η μεγάλη φυγή προς την Ελλάδα”, 1991. ΑΣΚΙ / Συλλογή Σπύρου Στάβερη

Η ίδια η διαδικασία συγκρότησης του αρχείου από μόνη της είναι ενδιαφέρουσα και απροσδόκητη, όπως εξηγεί η Ιλιρίντα: «Μιλάμε για ένα σύγχρονο φαινόμενο γιατί τα 33 χρόνια δεν είναι τίποτα στον ιστορικό χρόνο. Δεν ξέραμε τι να περιμένουμε. Απευθύναμε ένα δημόσιο κάλεσμα. Ανταποκρίθηκαν αρκετά άτομα. Διαισθητικά φτιάξαμε μια λίστα για το τι μπορεί να συνιστά τεκμήριο, γιατί πολλοί άνθρωποι ήθελαν να βοηθήσουν αλλά δεν ήξεραν πως. Υπήρχαν άνθρωποι που είχαν ένα πιο οργανωμένο προσωπικό αρχείο, ένας από αυτούς είναι ο Ερβίν Σέχου που είναι ένας από τους πρωτεργάτες στο αλβανικό μεταναστευτικό κίνημα και η Βαλμπόνα Χυστούνα. Συνειδητοποιήσαμε ότι η μετανάστευση εμπεριέχει μορφές βίας, όπως η συνοριακή βία, η εργοδοτική βία, η μικροεπιθετικότητα στην καθημερινότητα που δεν είναι καταγεγραμμένα και μόνος τρόπος που θα μπορούσαμε να τα προσεγγίσουμε είναι η προφορική ιστορία. Αυτό, λοιπόν, είναι κομβικό κομμάτι του αρχείου και δίνει πολύτιμες πληροφορίες που δεν μπορείς να τις βρεις αλλιώς»

Κι αν σήμερα, ύστερα από τόνους στερεοτύπων, βίας και διακρίσεων, η αλβανική μετανάστευση προβάλλεται σαν ένα υπόδειγμα επιτυχημένης ένταξης – γιατί πλέον η δεσπόζουσα μορφή του ρατσισμού είναι η ισλαμοφοβία, αποκρύπτεται ότι αυτό συνέβη όχι με όρους ισότιμης συμπερίληψης αλλά με καταναγκαστική αφομοίωση. Χιλιάδες άνθρωποι έπρεπε να προσαρμόσουν τα ονόματα τους σε ελληνικές και χριστιανικές τυπολογίες, να απολέσουν το πολιτισμικό και γλωσσικό φορτίο που έφεραν, να δουλέψουν στην οικοδομή, στην αγροτική παραγωγή και στην καθαριότητα ανεξάρτητα από την επαγγελματική τους εμπειρία, να ντραπούν για την καταγωγή τους και κυρίως να μη μιλάνε. 

Γράμμα πατέρα προς το γιο του που μετανάστευσε στην Ελλάδα, 2000-2001. ΑΣΚΙ / Συλλογή E. Ago
Αποκόμματα παραβόλων Δημοσίου, 2003. ΑΣΚΙ / Συλλογή Β. Χυστούνα
Οικογενειακή φωτογραφία, Devoll 1995. ΑΣΚΙ / Συλλογή Χ. Γκρομπάλλι

«Στην εποχή μας επιχειρείται μια νέα συμφωνία. Μπορεί και να μην έχεις απεκδυθεί τίποτα, να είσαι ανοιχτός/η για την καταγωγή σου και να έρχεται τώρα το ελληνικό κράτος και να σου λέει ότι είσαι ο καλός μετανάστης σε σχέση πχ με τον πακιστανό ή τον Μπαγκλαντεσιανό, γιατί είσαι λευκός, δεν είσαι μουσουλμάνος – παρότι όταν ήρθες μάλλον ήσουν. Ξέχνα την κρατική βία, τον κοινωνικό ρατσισμό, την ακροδεξιά βία του 90 και του 2000. Γιατί το κέντρο του ρατσισμού πλέον έχει μετατοπιστεί αλλού. Πρώτα acculturation και μετά σου λέμε ότι είσαι πετυχημένος. Το ίδιο πράγμα είχε συμβεί και με τους μικρασιάτες πρόσφυγες σ’ ένα βαθμό. Και ξέρεις, ο κόσμος έχει ανάγκη να ενσωματωθεί και μπορεί να το ενστερνιστεί» επισημαίνει η Ιλιρίντα. 

«Από τις προσφυγικές ροές του 2010 και μετά υπάρχει μια αίσθηση στην κοινότητα ότι δεν είμαστε εμείς πλέον στο στόχαστρο της κοινωνικής βίας και της καταπίεσης που οδηγεί σε εφησυχασμό. Στην τηλεόραση θα δεις διάσημους/ες να μιλούν για την αλβανική καταγωγή τους και αυτό δίνει μια ορατότητα. Ωστόσο, είναι σημαντικό να μιλήσουμε για τις θεσμικές διακρίσεις, για τον αποκλεισμό από την πολιτειότητα, από το δικαίωμα ψήφου, για τις αδικίες και τα προβλήματα στο συνταξιοδοτικό που αντιμετωπίζουν οι δικοί μας. Ο λόγος άρνησης από την ίδια την κοινότητα έκφρασης του μεταναστευτικού βιώματος σχετίζεται με τη βία. Έχουμε υπόψη μας πως οι ψυχικές ασθένειες κάνουν θραύση στην κοινότητα και ο στόχος μας είναι να πλαισιώσουμε τα θέματα με φροντίδα. Δεν είναι όλα τα άτομα έτοιμα να μιλήσουν» προσθέτει η Πάτι. 

Οικογενειακή φωτογραφία, Devoll 1995. ΑΣΚΙ / Συλλογή Χ. Γκρομπάλλι

Η γενιά η οποία διεκδικεί αυτή τη στιγμή τον Λόγο και τη διάσωση της μνήμης είναι η δεύτερη γενιά μεταναστών/στριων. Αυτή επιδιώκει να ενώσει θραύσματα, να θυμηθεί, να κάνει ερωτήσεις, να ακούσει και να επιστρέψει στον τόπο ενός ανομολόγητου συλλογικού τραύματος για να το φροντίσει. Συντρέχουν λόγοι προφανώς. Η πρώτη γενιά αναγκαστικά έπρεπε μέσα σε ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες να εξασφαλίσει τους υλικούς όρους της επιβίωσης της κι αυτό εγγράφηκε στο σώμα της. Δεν είχε τον χώρο, το χρόνο, το κουράγιο αλλά ούτε και τις συμμαχίες να το πράξει. Μην ξεχνάμε πως ακόμα και η Αριστερά εκείνων των δεκαετιών σε μεγάλο βαθμό δεν είχε αναπτύξει ούτε τις αναπαραστάσεις, ούτε τα αντανακλαστικά του έμπρακτου αντιρατσισμού. 

«Εγώ ανήκω σε μια ενδιάμεση γενιά. Ήρθα στην Ελλάδα σε ηλικία 14 ετών και θυμάμαι ότι από τότε έκανα μικροπολιτική για την καταγωγή μου σε συζητήσεις με συμμαθήτριες και συμμαθητές. Κατά την ενηλικίωση προσπάθησα να αποκτήσω θεωρητικά και πολιτικά εργαλεία για να αρθρώσω το μεταναστευτικό μου βίωμα. Εχουμε περιπτώσεις ανθρώπων και δη γυναικών από την πρώτη γενιά, όπως η Βαλμπόνα Χυστούνα και η Λιλιάνα Σαλιαι που παράλληλα με τις χειρωνακτικές εργασίες είδαν τις εαυτές τους ως πολιτικά υποκείμενα και συλλόγους όπως το Φόρουμ Αλβανών Μεταναστών που είχαν ζωντανή και σημαντική δράση στην κοινότητα. Ως πρωταρχική μορφή αντίστασης θεωρώ τα μαθήματα αλβανικής γλώσσας που με θυσίες έχουν παραδώσει δασκάλες/οι για δεκαετίες. Πιστεύω πως είναι σημαντικό να χαρτογραφήσουμε και να εκτιμήσουμε την πολιτική δράση της πρώτης γενιάς και την κληρονομιά της. Έχουμε κάνει μια προσπάθεια που αποτυπώνεται στην έκθεση με την ενότητα που περιλαμβάνει προκήρυξες, αφίσες και άλλο γραπτό υλικό από τις μεταναστευτικές οργανώσεις» λέει η Πάτι.

«Ο νόμος της δεύτερης και της τρίτης γενιάς έχει αντικειμενικούς παράγοντες. Εγώ με την Πάτι αν είχαμε φτάσει στα 27 μας το 90 στην Ελλάδα πιθανότατα τώρα να ήμασταν καθαρίστριες. Μου είναι ξεκάθαρο ότι πατάω στο μικρό προνόμιο που μου έχτισαν οι δικοί μου. Δε θα μπορούσε να το κάνει η πρώτη γενιά. Οι άνθρωποι αποεξειδικεύτηκαν, και πανεπιστημιακοί να ήταν, οικοδόμοι, ταξιτζήδες και καθαρίστριες θα κατέληγαν. Από εμάς γίνεται μια επανεπίσκεψη στην παιδική ηλικία που θέλει αυτοτέλεια από το οικογενειακό πλαίσιο, μπορεί να θέλει εκπαιδευτικό υπόβαθρο ή μπορεί και όχι, θέλει πολιτισμικό και οικονομικό κεφάλαιο. Δεν είναι τυχαίο πως ακόμα και μέσα στις οικογένειες τα παιδιά αναμοχλεύουν το τι έγινε το 90 και το 2000 που ήταν αποτρόπαια αυτά που έγιναν» υποστηρίζει η Ιλιρίντα.

Η τελευταία ερώτηση που κάνω και στις δυο είναι αν η επιμέλεια μιας έκθεσης για το αρχείο της αλβανικής μετανάστευσης που αναπόφευκτα το ατομικό βίωμα διασταυρώνεται με τη συλλογική εμπειρία, είναι ένα συναισθηματικά φορτισμένο έργο.

«Σίγουρα και όχι μόνο στην έκθεση. Σε όλη την πολιτική ανάλυση του δικού μας βιώματος δυσκολεύομαι πολύ να διαπραγματευτώ μεταξύ της διανοητικής διεργασίας και των συναισθημάτων μου. Νιώθω ότι έχω συναισθηματικά ξεσπάσματα. Είναι, όμως, μια συνθήκη που επιτρέπω στην εαυτή μου. Προσπαθήσαμε να το προσεγγίσουμε με φιλοσοφικά, πολιτικά και κοινωνικά εργαλεία αλλά είναι και τα βιώματα μας εκεί»  απαντά η Πάτι.

«Όταν καλείς τον κόσμο σε κάτι τόσο ευαίσθητο είναι λογικό να συγκινείσαι κι εσύ. Η ευθραυστότητα και η αμοιβαιότητα, το ότι κλαίμε, γελάμε και ανακουφιζόμαστε μαζί κατά τη γνώμη μου κάνουν πρωτοποριακή τη διαδικασία. Δεν είναι ένα στείρο ερευνητικό πρόγραμμα. Όταν έχεις κάνει μια συνέντευξη μ’ ένα παιδί δεύτερης γενιάς που θυμάται πως το χτυπούσαν στο δημοτικό για λόγους ρατσισμού, ε γυρνάς στο σπίτι και τη σκέφτεσαι για μια εβδομάδα. Είναι προσωπικό και κοινοτικό μαζί. Και δε θα το ήθελα αλλιώς» λέει η Ιλιρίντα.

Τα εγκαίνια της έκθεσης είναι στις 18 Σεπτέμβρη στον χώρο τέχνης TAVROS. Είναι πιθανό αρκετές και αρκετοί να βρουν εκεί βιογραφικά σπαράγματα.  Αλλοι/ες να βρουν τεκμήρια και ιστορίες φίλων, συμμαθητριών, συμφοιτητών, ανθρώπων που μεγάλωσαν δίπλα τους, της κυρίας που τους καθάριζε το σπίτι ή των εργατών που έχτισαν την πολυκατοικία που μένουν. Σημαντικά και τα δυο.

Ζεύγος Janaqi, Permet 1968, ΑΣΚΙ / Συλλογή A. Janaqi

Info:

Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες

Φτιάχνοντας το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης

 

18-28 Σεπτεμβρίου

TAVROS, Αναξαγόρα 33 (1ος όροφος), 17778, Ταύρος

ΑΣΚΙ & SNFPHI

 

Γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι στο κέντρο της αίθουσας, οι επισκέπτ(ρι)ες θα έρθουν σε επαφή με αρχειακά τεκμήρια διαφορετικού είδους, από κρατικά έγγραφα, εφημερίδες και οπτικοακουστικό υλικό μέχρι οικογενειακές φωτογραφίες, ρούχα και αντικείμενα, βλέποντας στην πράξη πώς συγκροτείται ένα αρχείο. Το τραπέζι αυτό θα λειτουργεί παράλληλα και ως χώρος muhabet-συλλογικής συζήτησης. Ένας χώρος όπου οι επισκέπτ(ρι)ες θα έχουν τη δυνατότητα να φέρουν τα δικά τους ιστορικά τεκμήρια (φωτογραφίες, έγγραφα, προσωπικά αντικείμενα, κ.ά.) για να ενταχθούν στο αρχείο. 

Το δημόσιο πρόγραμμα εκδηλώσεων που θα πραγματοποιηθούν στο πλαίσιο της έκθεσης περιλαμβάνει προβολή του εικαστικού φιλμ “Otranto” των Latent Community και συζήτηση για την συνοριακή βία, συζήτηση για το “τιμημένο” 2004 και τις επιθέσεις εναντίον των Αλβανών μεταναστών, καθώς και εκδήλωση για την συλλογική μνήμη και την συγκρότηση μεταναστευτικών αρχείων.

Η έκθεση συνδιοργανώνεται από τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) και την Πρωτοβουλία για τις Δημόσιες Ανθρωπιστικές Επιστήμες Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (SNFPHI) στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια.  Τα ΑΣΚΙ αποτελούν έναν από τους σημαντικότερους ελληνικούς αρχειακούς φορείς για την ιστορία των πολιτικών και κοινωνικών κινημάτων στον 20ό αιώνα και έως τις μέρες μας. Η SNFPHI έχει ως αποκλειστικό χορηγό το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος και στόχο την προώθηση των ελληνικών σπουδών στην Αμερική, καθώς και δράσεων στην Ελλάδα που φέρνουν πιο κοντά το ευρύ κοινό στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Η έκθεση φιλοξενείται στον χώρο τέχνης Tavros, ο οποίος συνέβαλε ενεργά στην υλοποίησή της. Υποστηρίζεται από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ-Παράρτημα Ελλάδας και το Counterpoints Greece. 

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα