ΜΠΗΚΑΜΕ ΣΤΟ ΔΙΠΛΑΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΟΥ Κ. ΜΑΡΚΟΥΛΑΚΗ – ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΔΟΝΗΤΗΣ ΔΕΝ ΕΦΕΡΕ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ
Είδαμε το “Στο διπλανό δωμάτιο ή το έργο του δονητή” που σκηνοθετεί ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης στο θέατρο Βρετάνια και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.
Το «Στο διπλανό δωμάτιο ή το έργο του δονητή» είναι ένα έργο της Αμερικανίδας θεατρικής συγγραφέα Sarah Ruhl, που έκανε πρεμιέρα το 2009 και προτάθηκε για το βραβείο Tony Καλύτερου Θεατρικού Έργου. Πρόκειται για μια αιχμηρή, τρυφερή και χιουμοριστική κωμωδία εποχής που εξερευνά τη γυναικεία σεξουαλικότητα, την επιστήμη και τις κοινωνικές νόρμες της βικτωριανής εποχής.
Το έργο διαδραματίζεται στα τέλη του 19ου αιώνα, στην αυγή της ηλεκτροδότησης, και επικεντρώνεται σε έναν γιατρό που χρησιμοποιεί έναν επαναστατικό μηχανισμό – τον ηλεκτροκίνητο δονητή – για να θεραπεύσει γυναίκες με τη διάγνωση της “υστερίας”, μιας ασαφούς και διαδεδομένης τότε πάθησης που συνδεόταν με συναισθηματική ένταση και καταπιεσμένη σεξουαλικότητα. Στο σαλόνι του γιατρού, η σύζυγός του παρακολουθεί τις περίεργες συνεδρίες που γίνονται «στο διπλανό δωμάτιο» και αρχίζει να αμφισβητεί τη δική της σεξουαλική και συναισθηματική ζωή.
Η επιλογή του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης έκανε μία πολύ τολμηρή, έξυπνη και επίκαιρη επιλογή, καθώς το έργο αυτό θίγει ζητήματα που αφορούν την ισότητα των φύλων, τη γυναικεία σεξουαλικότητα και τον τρόπο που η επιστήμη και η κοινωνία καθορίζουν το σώμα και την απόλαυση. Είναι ένα έργο που προσφέρει γέλιο, συγκίνηση με αφορμή την ιστορία της γυναικείας σεξουαλικής καταπίεσης, αλλά και προβληματισμό αν αναλογιστεί κανείς πώς κάποια ζητήματα εξακολουθούν να μας αφορούν στον 21ο αιώνα.
Η παράσταση, ενώ ξεκινά με μια πολλά υποσχόμενη θεματική, σταδιακά αποδυναμώνεται από τη δραματουργία της, η οποία φαίνεται να στερείται της απαραίτητης ισορροπίας. Αντί να αφήνει το κοινωνικό της σχόλιο να αναδυθεί μέσα από την οργανική εξέλιξη των χαρακτήρων και των σχέσεών τους, η αφήγηση εγκλωβίζεται σε μια υπερβολικά προφανή κωμική προσέγγιση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι σκηνές να παρουσιάζονται με μία αίσθηση μηχανικότητας, σαν να ακολουθούν μια αυστηρά προσχεδιασμένη πορεία χωρίς χώρο για φυσική εξέλιξη και αλληλεπίδραση.
Η καρικατουρίστικη απεικόνιση των χαρακτήρων αποτελεί μάλλον το μεγαλύτερο “ζήτημα” της παράστασης αυτής. Μπορεί το αρχικό στυλιζάρισμά τους να συμβάλλει σε μια αίσθηση θεατρικότητας, η υπερβολή ωστόσο κυριαρχεί και αντικαθιστά την ανθρώπινη πολυπλοκότητα. Οι ήρωες γίνονται μονοδιάστατοι, περιορίζονται σε επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές και χάνουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν μέσα στην πλοκή, ενώ το έργο μοιάζει να ακολουθεί μια γραμμική αφήγηση, όπου οι καταστάσεις εξηγούνται περισσότερο από όσο θα έπρεπε, αντί να αφήνονται να αναπτυχθούν μέσα την ίδια τη δραματουργία.
Τουτέστιν, παρόλο που η παράσταση ξεκινά με ισχυρές προθέσεις και φέρει έναν κοινωνικό σχολιασμό που θα μπορούσε να έχει μεγάλη δυναμική – την καταπίεση των γυναικών, την έλλειψη ενημέρωσης γύρω από τη γυναικεία απόλαυση και την πατριαρχική ιατρική που αντιλαμβανόταν τον γυναικείο οργασμό ως θεραπευτικό εργαλείο παρά ως προσωπική εμπειρία- η υπερβολική απλοποίηση των χαρακτήρων και η μηχανιστική ροή των σκηνών αφαιρούν μέρος της ουσίας του έργου.
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη διακρίνεται για τον δυναμισμό και την ακρίβειά της. Η παράσταση αναπτύσσεται με ρυθμό και ενέργεια, ακολουθώντας τη δομή μιας συντονισμένης αφήγησης και πολλές φορές παραπέμπει σε γαλλική φάρσα. Οι χαρακτήρες μοιάζουν “άναρχοι”, οι συγκρούσεις τους αποτελούν βασικό δομικό στοιχείο και δημιουργούν μια αίσθηση διαρκούς κίνησης και αλληλεπίδρασης. Αυτό ωστόσο έχει ένα… ταβάνι. Από ένα σημείο και μετά αυτή η μεθοδική προσέγγιση, όσο απολαυστική κι αν είναι από τεχνικής άποψης, περιορίζει την αυθεντικότητα των συναισθημάτων και την πολυπλοκότητα των χαρακτήρων αφήνοντάς μία αίσθηση του ανικανοποίητου.
Οι ερμηνείες
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, αναλαμβάνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο του γιατρού, ενσαρκώνει τον χαρακτήρα του με ιδιαίτερη ακρίβεια και ισορροπία. Η ερμηνεία του διακρίνεται από μία εγκεφαλικότητα και αποδίδει με λεπτότητα και χιούμορ την αποστασιοποιημένη λογική του γιατρού, που βρίσκεται σε αντίθεση με τον κόσμο των συναισθημάτων που ανοίγεται σταδιακά γύρω του.
Η Γαλήνη Χατζηπασχάλη είναι κατά γενική ομολογία μία εξαιρετική ηθοποιός. Εδώ ο ρόλος της γυναίκας του γιατρού της ταιριάζει “γάντι”. Ωστόσο αν και η ερμηνεία της είναι τεχνικά άριστη, αφήνεται σε ερμηνευτικές ευκολίες και εγκλωβίζεται σε κλισέ κωμικές φόρμες που τελικά κουράζουν. Η ηρωίδα της, αν και εκ πρώτης όψεως μοιάζει ελαφρώς αφελής και περιορισμένη από την εποχή της, κρύβει μια έντονη ανάγκη για οικειότητα, επικοινωνία και προσωπική ανακάλυψη. Η Χατζηπασχάλη φαίνεται να επιλέγει μια πιο επιφανειακή προσέγγιση, δίνοντας έμφαση στην κωμική πλευρά της, χωρίς να εμβαθύνει σε αυτά τα πιο ευαίσθητα και δραματικά επίπεδα της προσωπικότητάς της.
Από την άλλη, η Κωνσταντίνα Κλαψινού λάμπει με μια ανατρεπτική φρεσκάδα. Η παρουσία της, γεμάτη ζωντάνια και αυθεντικότητα, αποτελεί την αληθινή έκπληξη της βραδιάς, προσφέροντας στο έργο την ανάσα ανανέωσης που τόσο απουσιάζει στις άλλες ερμηνείες.
Οι υπόλοιποι ηθοποιοί (Δημήτρης Σαμόλης, Δημήτρης Δεγαίτης, Ελευθερία Μπενοβία, Δανάη Ομορεγκιέ Νεάνθη) υπηρετούν τους ρόλους τους με επαγγελματισμό και ακρίβεια, αλλά κανείς τους δεν κάνει το βήμα παραπάνω που θα έδινε στην παράσταση μια μεγαλύτερη συναισθηματική ή δραματουργική ένταση. Η συνοχή και η συνέπεια είναι εμφανείς, αλλά η έλλειψη υποκριτικής υπέρβασης αφήνει μια αίσθηση ότι κάτι λείπει για απογειώσει το έργο.
Συμπέρασμα
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης φέρνει με τόλμη στη σκηνή ένα έργο με ουσιαστική θεματική, που θίγει ζητήματα όπως η μοναξιά μέσα στον γάμο, η συναισθηματική απομόνωση, αλλά και ο παραλογισμός των κοινωνικών αντιλήψεων γύρω από τη σεξουαλικότητα.
Ωστόσο, παρά τις φιλόδοξες προθέσεις και το ενδιαφέρον θέμα, η τελική εκτέλεση δεν καταφέρνει να φτάσει στο βάθος που θα μπορούσε. Η σκηνοθεσία, αν και ρυθμική και καλά δομημένη, παραμένει περισσότερο επικεντρωμένη στο εξωτερικό περίβλημα της αφήγησης παρά στην εσωτερική ανατομία των χαρακτήρων. Σε αυτό το πλαίσιο, η παράσταση λειτουργεί ως μια προσεγμένη, ευχάριστη, αλλά όχι βαθιά ανατρεπτική θεατρική εμπειρία.
Θέατρο Βρετάνια
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ: Πέμπτη & Παρασκευή στις 21:00/Σάββατο στις 18:00 & 21:00/Κυριακή στις 19:15