ΚΛΟΥΝΕΪ ΚΑΙ ΠΙΤ ΚΑΝΟΥΝ ΧΑΜΟ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΤΕΡΑΣΤΙΟ ΦΙΛΜΙΚΟ ΕΠΟΣ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ
Το μεγαλειώδες “Brutalist” είναι όλα όσα θες από το σινεμά. Παραδίπλα, Κλούνεϊ και Πιτ περνάνε κεφάτα μια βραδιά εγκλήματος στο συμπαθές “Wolfs”.
Πάντα στα φεστιβάλ περιμένεις να δεις κάτι που θα σου κόψει την ανάσα, κι αυτό συνέβη με το Brutalist, την πρώτη αληθινά μεγάλη ταινία του φεστιβάλ – μεγάλη όνομα και πράγμα δηλαδή, με μια διάρκεια που προσεγγίζει τις 4 ώρες (ο σκηνοθέτης Μπρέιντι Κόρμπετ είπε στη συνέντευξη τύπου πως δεν καταλαβαίνει το ντιμπέιτ: «είναι σα να κριτικάρεις ένα βιβλίο επειδή έχει 700 σελίδες») και ένα εύρος και όραμα που θυμίζει τα μεγαλύτερα αμερικάνικα epics.
Ο χρόνος που περνάς μες στο σινεμά μπορεί να είναι κάποιες φορές το πιο σχετικό πράγμα του κόσμου. Στη διάρκεια του 100λεπτου Wolfs, την συμπαθή crime κωμωδία με Κλούνεϊ και Πιτ, ομολογώ πως κοίταξα την ώρα περισσότερες φορές (6) από όσες την κοίταξα στη διάρκεια ολόκληρου του Brutalist (0).
Λίγες μέρες νωρίτερα, το φεστιβάλ πρόβαλε σε δύο μέρη ολόκληρη τη σειρά του Αλφόνσο Κουαρόν με την Κέιτ Μπλάνσετ με τίτλο Disclaimer. Το πρώτο μέρος ήταν τα 4 πρώτα (από 7) επεισόδια. Με το που τελείωσε το 2ο από τα 4 επεισόδια του πρώτου block, λέμε μεταξύ μας: «ξέρεις τι, αν έδειχνε και τα 7 επεισόδια σε binge, απλά θα καθόμουν να δω και τα 7». Γιατί; Γιατί ο Αλφόνσο Κουαρόν είναι ένας από εκείνους του σκηνοθέτες που απλά Μπορούν Να Πουν Μια Ιστορία.
Με αυτό όλο θέλω να πω ότι δεν υπάρχουν απαγορευτικές διάρκειες. Κάποια πράγματα είναι φανταστικά, και κάποια πράγματα όχι. Ένα 4ωρο έπος σε κάνει να γελάς, να τρομάζεις και να θες να μην τελειώσει ποτέ, και βλέπεις από την άλλη μια διαφήμιση 20 δευτερολέπτων στο YouTube κι η αντίστροφη μέτρηση μοιάζει με αιωνιότητα.
THE BRUTALIST: ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΑΣ
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οραματιστής αρχιτέκτονας Λάζλο Τοθ φεύγει από την Ευρώπη προσπαθώντας να πάρει μαζί του στην Αμερική την γυναίκα του Έρζεμπετ και εκεί να ξεκινήσουν μια καινούρια ζωή με ελπίδα για ένα πιο λαμπερό μέλλον από ό,τι θα μπορούσαν να χτίσουν σε μια διαλυμένη Ευρώπη.
Στον αποπροσανατολιστικό πρόλογο, όπου μια ασώματη φωνή ανακρίνει την οικογένεια του Λάζλο βάζοντας εμπόδιο στη δική τους μετακίνηση στην Αμερική, η κάμερα ακολουθεί τον αρχιτέκτονα σε αυτό που αποδεικνύεται ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά πλάνα που διαχρονικά μας έχει μάθει το σινεμά πως είναι συνώνυμο της ελπίδα: Η άφιξη στην Αμερική με το πλοίο, και η πρώτη φορά που αντικρύζουμε από τη θάλασσα, το άγαλμα της ελευθερίας.
Αλλά η άφιξη μοιάζει με ζαλάδα, με το ευρύ, λεπτομερές κάδρο του διευθυντή φωτογραφίας Λολ Κρόλι (η ταινία είναι γυρισμένη σε φιλμ 70mm, με μια ολόκληρη επιχείρηση να έχει στηθεί για να μεταφερθούν οι υπέρβαρες μπομπίνες στη Βενετία για την προβολή) να μας μεταφέρει μια ζαλάδα, μια ναυτία καθώς κουνιέται σαν καρυδότσουφλο. Το βλέμμα ελπίδας στα μάτια του Τοθ το ακολουθεί η κάμερα αναποδογυρίζοντας, με το άγαλμα της ελευθερίας να εισβάλει αρρωστημένα στο κάδρο από κάτω προς τα πάνω, ανάποδα.
Οι συμβολισμοί που διατρέχουν το φιλμ δεν γίνονται ποτέ πιο λεπτοί από αυτό, όμως υπάρχει ένα τεράστιο εύρος στα πάντα – στις διαστάσεις, στην ιστορία, στο όραμα, στο μεγαλειώδες του όλου πράγματος – ώστε να μη νιώθεις ποτέ πως είναι περιττοί οι σαχλοί. Υπάρχει τεράστια αφοσίωση στον κόσμο που χτίζει το φιλμ, και κάθε του μικρή και μεγάλη συμβολική λεπτομέρεια, μοιάζει αναγκαία.
Στο πρώτο μέρος, ο Τοθ προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με διάφορες δουλειές προσπαθώντας παράλληλα να φέρει στην Αμερική και την οικογένειά του. Μια συνάντηση με τον πλούσιο βιομήχανο Χάρισον Λι Βαν Μπιούρεν θα κάνει τους δυο άντρες φίλους, αλλά είναι μια φιλία που έρχεται πάντα με αστερίσκους καθώς ο Βαν Μπιούρεν αναθέτει στον Τοθ να χτίσει ένα μεγαλεπίβολο κατασκεύασμα στα βόρεια της Φιλαδέλφεια, αποτελούμενο από βιβλιοθήκες, εκκλησία, και χώρους συνάθροισης και διασκέδασης για τον κόσμο της περιοχής. Η εγγενής ανισότητα σε μια τέτοια σχέση ξέρεις πως είναι καζάνι που βράζει: Για τον Βαν Μπιούρεν το όλο πρότζεκτ είναι ένα καπρίτσιο, για τον Τοθ είναι έργο ζωής και επιβίωση την ίδια στιγμή.
Δε θα μπούμε σε λεπτομέρειες για τα όσα κατακλυσμικά συμβαίνουν στο δεύτερο μέρος. (Τα δύο μέρη χωρίζονται από ένα 15λεπτο διάλειμμα, στη διάρκεια του οποίου μια παλιά ασπρόμαυρη οικογενειακή φωτογραφία από την μεταπολεμική Ευρώπη μας κοιτά επίμονα σα να βρισκόμαστε σε ένα χώρο λατρείας.) Όμως στη διάρκεια της μεγάλης διάρκειας η οποία κυλά σα νερό, η ταινία αναπτύσσει μια τρομερά τεταμένη σχέση ανάμεσα στους Τοθ και στους Βαν Μπιούρεν χωρίς να χρειαστεί να πει πάρα πολλά.
Οι εντάσεις βρίσκονται στον τρόπο που κοιτάζονται μεταξύ τους, στο πώς ο βιομηχανικός κύκλος απλά ανέχεται τον μετανάστη Τοθ. Μέσα από αυτή τη σχέση ανισότητας και εύθραυστης έντασης, αρχίζει να δημιουργείται ένα έργο σχεδόν μυθικών διαστάσεων και οράματος, που σε κανένα σημείο της διαδρομής κανείς από τους ντόπιους δεν καταλαβαίνει. Είναι ένα αρχιτεκτονικό θαύμα που γεμίζει την οθόνη ακόμα κι όταν είναι μόνο ιδέα, ένα συμβολικό μεγαλούργημα για τα όσα θέλησε ποτέ να χτίσει η Αμερική πάνω στα οράματα και την συλλογική διαγενεακή φρίκη μεταναστών – όχι επειδή τα καταλάβαινε, αλλά απλώς επειδή μπορούσε.
Αλλά και ευρύτερα, είναι μια ταινία που εξερευνά την ιδέα πάσης φύσης κατασκευών και δομών – ποιος είναι αυτός που χτίζει, και γιατί. Όταν δημιουργείται κάτι, νοηματοδοτείται από τις εμπειρίες και τα βιώματα αυτού που το συλλαμβάνει ή από τον τρόπο που εν τέλει χρησιμοποιείται; Τι προσμονή υπάρχει από κάθε τι που δημιουργείται και τι σχέδιο, τι όραμα πίσω από αυτό; Είτε μιλάμε για ένα κτίριο, για μια πόλη — είτε, τελικά, μια χώρα.
Τον Τοθ παίζει ο Έιντριεν Μπρόντι σε μια αφοσιωμένη ερμηνεία που προφανώς και κουβαλά κάτι μεγαλειώδες μέσα στην οριακά καρτουνίστικη και εξίσου τραγική μανία της. Απέναντί του ο Γκάι Πιρς ως Βαν Μπιούρεν παίζει την φιγούρα του βιομηχάνου ενώνοντας μαγικά την απόσταση ανάμεσα στον Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν του Master με τον Μπραντ Πιτ του Inglourious Basterds. Είναι απλά φανταστικός – όπως κι Τζο Άλγουιν κι η υπόγεια απειλή του στο ρόλο του γιου του Βαν Μπιούρεν, ένας χαρακτήρας που δε λέει πολλά αλλά συμπυκνώνει στην αύρα του όλη την οργή της Αμερικής που χτίζεται, και που στο μέλλον θα μισεί όχι μόνο τους ξένους και τους φτωχούς, αλλά και τα οράματα που τόλμησαν να έχουν, και τα οποία η γενιά των Χάρισον Βαν Μπιούρεν θέλησε έστω και ως ένδειξη φιλοδοξίας να μοιραστεί.
Σκηνοθετεί ο 36χρονος(!) Μπρέιντι Κόρμπετ, ένας ηθοποιός ρολίστας του αμερικάνικου σινεμά που έξαφνα πριν λίγα χρόνια ανασυστήθηκε ως σκηνοθέτης μεγαλόπνωων ταινιών πάνω στη γέννηση της βίας και της τυραννίας στη μοντέρνα Ιστορία της Δύσης. Το Childhood of a Leader διασκευάζει Σαρτρ και φαντάζεται την (ανα)γέννηση του φασισμού στο διάστημα του μεσοπολέμου, ενώ το Vox Lux ακολουθεί την άνοδο μιας ποπ σταρ στην Αμερική του 21ου αιώνα μέσα από τις φλόγες της σύγχρονης βίας και καταστροφής, από ένα σχολικό μακελειό από το οποίο επιβιώνει, μέχρι την πτώση των Δίδυμων Πύργων από την οποία γλιτώνει.
Με συνοδοιπόρο της σύζυγο και συν-σεναριογράφο του Μόνα Φάστβολντ, ο Κόρμπετ συνενώνει στοιχεία και επιρροές που μπορεί να φέρουν στο μυαλό από το There Will Be Blood μέχρι το Heaven’s Gate κι από α λα Ταρκόφσκι εποποιία μέχρι τον τρόπο που κινηματογραφούν τις κινηματογραφικές οικογένειες ο Κόπολα ή ο Μπέργκμαν. Δημιουργεί μερικές instant classic στιγμές που κόβουν την ανάσα (μια εκτεταμένη σεκάνς στην Ιταλία μέσα σε σχισμές γης διάσπαρτες με απομεινάρια ενός παλιού πολιτισμού καθώς ο Βαν Μπιούρεν αναζητά υλικά για να χτίσει έναν καινούριο), χρησιμοποιεί το κάδρο του για να παγιδεύσει το θεατή μες στην αρχιτεκτονική του ίδιου του του –νομοτελειακά ανολοκλήρωτου– έπους, εμπλουτίζει την αφήγησή του με τραγωδία και με αγωνία και με χιούμορ και με πάθος, και οδηγεί σε ένα σπουδαίο από κάθε άποψη και κάθε διάσταση φινάλε.
WOLFS: ΚΛΟΥΝΕΪ ΚΑΙ ΠΙΤ ΠΑΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΤΖΟΡΤΖ ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΠΡΑΝΤ
Και τώρα σε κάτι πιο λάιτ! Στο Wolfs ο Τζορτζ Κλούνεϊ κι ο Μπραντ Πιτ μοιράζονται ξανά τη μεγάλη οθόνη και σε κάνουν να απορείς γιατί τους πήρε τόσο καιρό, μιας και υπάρχει κάτι αβίαστο στη χημεία τους που είναι δύσκολο να μη το απολαύσεις.
Η ταινία είναι γυρισμένη από τον Τζον Γουάτς, πάλαι ποτέ ανερχόμενο σκηνοθέτη του ανεξάρτητου σινεμά ο οποίος ανέλαβε στη συνέχεια εργολαβία τον Spider-Man στη Marvel. Δεν είμαι φαν των συγκεκριμένων ταινιών που φαίνονται αρκετά βεβιασμένες σε σημεία και αφηγηματικά αδρανείς, παρότι φυσικά έχουν τις στιγμές του.
Αλλά νομίζω τα εμφανή highlights έρχονται σε στιγμές όπως στο Spider-Man: Far from Home, και τις μικρές στιγμές που μοιράζονται διάφοροι παλιοί γνωστοί μεταξύ τους, εν μέσω χαλασμού. Η συγκεκριμένη ταινία ήταν ως σύλληψη ένα κυνικό, νοσταλγικό cash grab, δε νομίζω να αμφιβάλλει κανείς γι’αυτό, όμως ο Γουάτς αποσπά κάτι αληθινά ανθρώπινο από ηθοποιούς σαν τον Άντριου Γκάρφιλντ ή τον Γουίλεμ Νταφόε καθώς επιστρέφουν σε ρόλους ύστερα από δεκαετίες, κι αυτό την έκανε να ξεχωρίζει από άλλες αντίστοιχες σαβούρες.
Τα γράφω όλα αυτά γιατί και στο Wolfs, η μεγαλύτερη δύναμη είναι το πώς ο Γουάτς ξέρει πώς και πόσο να σταθεί σε μικρές στιγμές ανάμεσα στους δύο κεντρικούς ήρωες / αντι-ήρωες / πρωταγωνιστές, δύο αινιγματικούς fixers δίχως όνομα, τελοσπάντων ας τους λέμε Μπραντ Πιτ και Τζορτζ Κλούνεϊ. Η ταινία δεν είναι σίκουελ καμίας άλλης, αλλά όπως και στο Spider-Man: Far from Home, η όποια απόλαυση δεν προκύπτει από την τυπική και εν τέλει κουραστική πλοκή, αλλά από τα να βλέπεις κινηματογραφικούς σταρς να αγκαλιάζουν τους legacy ρόλους τους – εν προκειμένω, ο legacy ρόλος είναι οι ίδιοι οι κινηματογραφικοί εαυτοί τους, ο Κλούνεϊ κι ο Πιτ, ο Τζορτζ κι ο Μπραντ.
Οι δυο τους παίζουν δυο fixers οι οποίοι καταφθάνουν στο ίδιο δωμάτιο ξενοδοχείου όπου υπάρχει μια πανικόβλητη πολιτικός (Έιμι Ράιαν) μαζί με το πτώμα ενός νεαρού άντρα, ο οποίος σκοτώθηκε από ατύχημα. Τώρα κάποιος πρέπει να καθαρίσει τη σκηνή. Τους έχουν καλέσει εκεί διαφορετικά αφεντικά, και τώρα οι δυο τους –μοναχικοί λύκοι σε επάγγελμα και σε στάση ζωής– θα πρέπει να συνεργαστούν χωρίς φυσικά καθόλου να το θέλουν.
Υπάρχει αρκετή πλοκή που ξετυλίγεται από εκεί και ύστερα, σίγουρα περισσότερη από όσο θα χρειαζόταν, τη στιγμή που ειλικρινά, ό,τι έχει να προσφέρει η ταινία είναι ήδη μέσα σε εκείνο το δωμάτιο ξενοδοχείου: Πιτ και Κλούνεϊ σε ανταγωνιστικό διάλογο αρχικά, καθώς κανείς δε θέλει ούτε να βλέπει τον άλλον, και καθώς φυσικά ο ένας είναι ό,τι φοβάται (ή δεν αναγνωρίζει) ο άλλος στον εαυτό του. Και που σταδιακά, όπως καταλαβαίνει εύκολα κανείς, η δυναμική τους εξελίσσεται σε μια άσπονδη φιλία.
Υπάρχουν σημεία που λειτουργούν απλώς επειδή αυτοί οι δύο μοιράζονται την οθόνη, και υπάρχουν και σημεία που δεν λειτουργούν γιατί το σενάριο είναι γραμμένο με έναν πολύ φορσέ τρόπο. Κι υπάρχει και μια μελαγχολική ανθρωπιά στον τρόπο που αναγνωρίζουν κομμάτια τους ο ένας στον άλλον και αργά και σταδιακά συνειδητοποιούν τι ακριβώς είναι αυτό που συμβαίνει γύρω τους. Ο Τζον Γουάτς πάντως δεν είναι Τεντ Γκρίφιν και σίγουρα δεν είναι Στίβεν Σόντερμπεργκ (σεναριογράφος και σκηνοθέτης αντίστοιχα του Ocean’s Eleven) όμως το Wolfs μια χαρά διασκεδαστικό είναι ακόμα κι έτσι. Στο Brutalist γέλασα βέβαια πιο πολύ και διασκέδασα περισσότερο, αλλά δε μπορείς να τα έχεις όλα.
DISCLAIMER: ΚΕΪΤ ΜΠΛΑΝΣΕΤ ΣΕ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΔΙΑΣΚΕΥΗ ΓΕΜΑΤΗ ΚΡΥΜΜΕΝΑ ΜΥΣΤΙΚΑ
Απολαυστικότατο ήταν και το Disclaimer, η σειρά του Αλφόνσο Κουαρόν για το Apple TV+ με πρωταγωνίστρια την Κέιτ Μπλάνσετ. Το Disclaimer θα κάνει πρεμιέρα στις 11 Οκτωβρίου στην πλατφόρμα με νέο επεισόδιο κάθε εβδομάδα, αλλά στη Βενετία το είδαμε όλο σε μια καθισιά. Δηλαδή σε δύο, έστω.
Η σειρά, που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της Ρενέ Νάιτ από το 2015, αφορά μια βραβευμένη δημοσιογράφο και δημιουργό ερευνητικών ντοκιμαντέρ που μια μέρα ανακαλύπτει πως είναι χαρακτήρας σε ένα βιβλίο, το οποίο στις σελίδες του αποκαλύπτει το πιο ένοχο μυστικό της ζωής της. Από εκείνη τη στιγμή τα πάντα έρχονται άνω κάτω καθώς μπαίνει σε καταστροφική πορεία η οικογενειακή και η επαγγελματική της ζωή, αλλά κι η ίδια η εσωτερική ισορροπία που είχε καταφέρει να δημιουργήσει όλα αυτά τα χρόνια.
Τη σειρά γράφει και σκηνοθετεί ο Αλφόνσο Κουαρόν, επιλέγοντας μια σπειροειδή αφήγηση που συντηρεί την ίδια στιγμή μια ιστορία σε τρεις χρόνους και επίπεδα. Το ένα είναι η Μπλάνσετ (σε οριακά κόντρα ρόλο, και δύσκολο ρόλο μάλιστα, με αναγκαία κενά στη σκιαγράφηση) και η οικογενειακή της κρίση, με τον σύζυγό της που παίζει ο Σάσα Μπάρον Κοέν(!) να μη μπορεί να διαχειριστεί τα όσα μαθαίνει. Το άλλο ακολουθεί τον Κέβιν Κλάιν στο ρόλο ενός ηλικιωμένου άντρα που βρίσκεται πίσω από τα όσα τραβάει η Μπλάνσετ. Και το τρίτο είναι η παρελθοντική ιστορία, το κρυμμένο δηλαδή μυστικό, όπως ακριβώς το αφηγείται το μυστηριώδες βιβλίο.
Ακόμα κι αυτές οι επιμέρους διακλαδώσεις κινούνται σε διαφορετικούς χρόνους, πηγαίνοντας είτε στο παρελθόν είτε στο παρόν, είτε επαναλαμβάνοντας σημεία ώστε να δέσουν κομμάτια αφήγησης μεταξύ τους. Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία που διαχειρίζεται μέσα από τα διαφορετικά της επίπεδα, ζητήματα αφήγησης και αλήθειας. Τι είναι οι ιστορίες που λέμε στους εαυτούς μας, ποιος ο ρόλος τους, ποια η ανάγκη μας. Αλλά και πώς τελικά ένα αφήγημα μπορεί να επιβληθεί ως αλήθεια ειδικά όταν είμαστε για διάφορους λόγους προ-εκπαιδευμένοι να το αποδεχτούμε ως τέτοια.
Ο Κουαρόν καταφέρνει να μεταχειριστεί τον θεατή με τρόπο που να επιβεβαιώνει την κεντρική τοποθέτηση της ιστορίας, μετατρέποντάς μας σε αρκετά σημεία σε συνένοχους στα όσα γαργαλιστικά συμβαίνουν (Σκάνδαλα! Ψέματα! True crime! Απαγορευμένα πάθη!) προτού μας μιλήσει ευθέως. Χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να το πετύχει αυτό, ακόμα και μια φανταστική επιλογή στη διεύθυνση φωτογραφίας, όπου ενώ τη σειρά έχει γυρίσει ο μόνιμος συνεργάτης του (και βραβευμένος με τρία Όσκαρ) Εμμάνουελ Λουμπέζκι, οι σκηνές του «βιβλίου» είναι γυρισμένες με παραμυθένια ηλιοκαμμένα φίλτρα και μια σχεδόν ρετρό γοητεία από τον φοβερό Μπρούνο Ντελμπονέλ. Είναι σαν τον ίδιο πίνακα να τον έχουν ζωγραφίσει δύο διαφορετικοί ζωγράφοι, έχοντας διαφορετικές πληροφορίες για το τι ακριβώς συμβαίνει έξω από το κάδρο του. Συναρπαστικό!
Σε αρκετά σημεία πάντως η αφήγηση και η ένταση ξεφεύγουν από τον Κουαρόν, ειδικά στα επεισόδια 5 και 6 όπου τα πάντα σχηματοποιούνται και τεντώνονται με έναν εν τέλει αχρείαστο τρόπο. Αλλά το φινάλε πετυχαίνει την προσγείωση και παρά την ύπαρξη αρκετών αναμενόμενων μελοδραματισμών στο διάλογο και τις ερμηνείες, τελικά το όλο πρότζεκτ αποτελεί επιτυχία.
Το The Brutalist είναι αβέβαιο αν θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα, αλλά είναι δεδομένη κάποια φεστιβαλική του τοποθέτηση. Το Wolfs θα στριμάρει στο Apple TV+ στις 27 Σεπτεμβρίου. Το Disclaimer θα κάνει πρεμιέρα στο Apple TV+ στις 11 Οκτωβρίου. Το 81ο φεστιβάλ Βενετίας διεξάγεται 28 Αυγούστου ως 7 Σεπτεμβρίου.